Παρατηρούμε ότι η κατά κεφαλήν κατανάλωση στην Ελλάδα σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ-27 υπερβαίνει κατά πολύ το αντίστοιχο μέγεθος του κατά κεφαλήν ΑΕΠ, αντανακλώντας το μεγάλο μερίδιο της κατανάλωσης στο ελληνικό ΑΕΠ σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ΕΕ-27, αναφέρουν οι αναλυτές της Eurobank στο οικονομικό δελτίο «7 Ημέρες Οικονομία».
Επιπρόσθετα, παρατηρούν πως το 2023 το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών στην Ελλάδα ήταν μικρότερο από την κατανάλωση, με αποτέλεσμα ο ρυθμός αποταμίευσης να είναι αρνητικός.
Το 2023 το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, δύο χωρών του Ευρωπαϊκού Νότου και της Ευρωζώνης όπως η Ελλάδα (η Ισπανία και η Πορτογαλία έγιναν μέλη της τότε ΕΟΚ το 1986, ήτοι 5 χρόνια μετά την Ελλάδα), ήταν στο 88% και στο 83% αντίστοιχα του μέσου όρου της ΕΕ-27.
Η ελληνική οικονομία για να φτάσει στο 83% του κατά κεφαλήν ΑΕΠ του μέσου όρου της ΕΕ-27 σε 10 χρόνια από σήμερα θα πρέπει να αναπτύσσεται με ρυθμό κατά 2,1 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο από τον αντίστοιχο του μέσου όρου της ΕΕ-27 (σε μονάδες αγοραστικής δύναμης).
Παρά ταύτα, ακόμα και αν επαληθευτεί αυτό το σενάριο, εξίσου σημαντικό για την ελληνική οικονομία είναι η ενίσχυση της ανθεκτικότητας του υποδείγματος μεγέθυνσής της έναντι πιθανών μελλοντικών διεθνών κρίσεων (παραγωγικές επενδύσεις, διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα, εξωστρέφεια, εθνική αποταμίευση, δημοσιονομική σταθερότητα).
Όπως μας δίδαξε η κρίση χρέους, αυτό το ποιοτικό χαρακτηριστικό υποτιμήθηκε για χρόνια στο παρελθόν, με τα γνωστά μεγάλα αρνητικά αποτελέσματα στη συνέχεια.
Κατεβάστε εδώ ολόκληρο το κείμενο.