Γράφει ο Γιάννης Κουτρουμπής
Η τράπεζα Eurobank έκανε μια μελέτη σχετικά με τους τρόπους για να καταστεί βιώσιμο το χρέος. Η μελέτη αυτή παρουσιάζει μια επικαιροποιημένη ανάλυση βιωσιμότητας του ελληνικού δημοσίου χρέους, ασκήσεις προσομοίωσης για τη μακροχρόνια εξέλιξη των δανειακών υποχρεώσεων της Γενικής Κυβέρνησης και του λόγου δημοσίου χρέους-ΑΕΠ, βάσει σειράς σεναρίων για τη δομή ενός νέου πακέτου ελάφρυνσής του από τους επίσημους δανειστές, και ανάλυση των σημαντικότερων προϋποθέσεων για τη σταθεροποίηση της δημοσιονομικής θέσης της χώρας σε μεσοπρόθεσμη βάση. Τη συγγραφή της έκθεσης επιμελήθηκε ο Δρ. Πλάτων Μονοκρούσος, Επικεφαλής Οικονομολόγος του Ομίλου Eurobank.
Οι βασικές επισημάνσεις και τα συμπεράσματα της έκθεσης παρατίθενται ακολούθως:
Όπως έχει ήδη γίνει γνωστό, οι πρόσφατες μακροοικονομικές και δημοσιονομικές εξελίξεις στην Ελλάδα έχουν, μεταξύ άλλων, επιφέρει σημαντικές τροποποιήσεις στον τρόπο με τον οποίο οι Ευρωπαίοι εταίροι και το ΔΝΤ αξιολογούν το βαθμό βιωσιμότητας του ελληνικού δημοσίου χρέους.
Πιο συγκεκριμένα, ενώ στο προηγούμενο πρόγραμμα προσαρμογής (και βάσει των αποφάσεων του Eurogroup του Νοεμβρίου 2012) η βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους εξασφαλιζόταν μέσω της προβλεπόμενης επίτευξης συγκεκριμένων στόχων για το λόγο χρέους-ΑΕΠ (124% το 2020 και σημαντικά χαμηλότερος του 110% το 2022), στο νέο (3ο) πρόγραμμα η βιωσιμότητα απαιτεί οι μέσες ετήσιες δαπάνες Γενικής Κυβέρνησης να μην υπερβαίνουν το 15% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα.
Σύμφωνα με την πλέον πρόσφατη επίσημη μελέτη βιωσιμότητας του ελληνικού δημοσίου χρέους “Οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες προς το ΑΕΠ στο δυσμενές σενάριο εκτιμούνται κατά μέσο όρο γύρω στο 12% την περίοδο 2020 – 2030, ενώ αναμένεται να υπερβούν το όριο του 15% τις επόμενες δεκαετίες” (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Αύγουστος 2015).
Επιπροσθέτως, σημειώνεται ότι βάσει του νέου βασικού μακροοικονομικού σεναρίου, ο λόγος δημοσίου χρέους-ΑΕΠ της Ελλάδας αναμένεται να ανέλθει στο 200% περίπου το επόμενο έτος, παραμένοντας υψηλότερος του 120% την επόμενη 15ετία.
Οι ανωτέρω επισημάνεις αποτελούν σαφή αποδοχή της αναγκαιότητας περαιτέρω ελάφρυνσης του ελληνικού δημοσίου χρέους που, όπως άλλωστε επισημαίνεται και στη νέα δανειακή σύμβαση, αναμένεται να συζητηθεί κατόπιν της επιτυχούς ολοκλήρωσης της 1ης αξιολόγησης του νέου προγράμματος.
Σύμφωνα με σειρά πρόσφατων δηλώσεων υψηλόβαθμων Ευρωπαίων αξιωματούχων, η δομή ενός νέου πακέτου ελάφρυνσης του ελληνικού δημοσίου χρέους αναμένεται, δυνητικά, να περιλαμβάνει: α) περαιτέρω επιμήκυνση των μέσων χρόνων ωρίμανσης των ευρωπαϊκών δανείων που έλαβε η χώρα στο πλαίσιο των διαδοχικών προγραμμάτων προσαρμογής, και β) περίοδο χάριτος στις αποπληρωμές τόκων και χρεολυσίων επί των δανείων αυτών. Σημειώνεται ότι σύμφωνα με τις ανωτέρω δηλώσεις, το ενδεχόμενο απομείωσης της ονομαστικής αξίας των εν λόγω δανείων έχει είτε αποσιωπηθεί είτε παντελώς αποκλεισθεί.
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις ανωτέρω εξελίξεις, η παρούσα μελέτη εξετάζει τις δυνητικές επιπτώσεις ενός βασικού (θεωρητικού) πακέτου ελάφρυνσης του ελληνικού δημοσίου χρέους στην προβλεπόμενη εξέλιξη των δανειακών υποχρεώσεων της Γενικής Κυβέρνησης και του λόγου χρέους-ΑΕΠ τις επόμενες δεκαετίες.
Η δομή του εν λόγω βασικού πακέτου ελάφρυνσης είναι η ακόλουθη:
20ετής επέκταση του χρόνου ωρίμανσης του συνόλου των ευρωπαϊκών δανείων (GLF, EFSF και ESM) που έλαβε (ή αναμένεται να λάβει) η Ελλάδα στο πλαίσιο των τριών διαδοχικών προγραμμάτων διάσωσης, σε συνδυασμό με νέα 10ετή περίοδο χάριτος στις αποπληρωμές τόκων και χρεολυσίων.
Στην περίπτωση του ανωτέρω θεωρητικού σχήματος εξετάζονται τρία σενάρια για το ύψος των αντίστοιχων επιτοκίων: αμετάβλητα επιτόκια ή, εναλλακτικά, μετατροπή των υφιστάμενων επιτοκίων από κυμαινόμενα σε σταθερά 0,25% ή 0,50%, αντίστοιχα.
Κάποια από τα κύρια αποτελέσματα της ανάλυσης των δυνητικών επιπτώσεων του προαναφερθέντος βασικού σεναρίου παρατίθενται ακολούθως:
i. Αμελητέα επίπτωση στην προβλεπόμενη μεσοπρόθεσμη εξέλιξη του λόγου χρέους-ΑΕΠ, ιδιαίτερα εάν δεν υπάρξει περαιτέρω διευθέτηση σε σχέση με τα υφιστάμενα επίπεδα των επιτοκίων των εν λόγω δανείων, δηλαδή περαιτέρω μείωση ή/και μετατροπή τους από κυμαινόμενα σε σταθερά.
ii. Η όποια ευνοϊκή επίπτωση όσον αφορά το μέγεθος του χρέους αναμένεται να επιτελεσθεί σε όρους καθαρής τρέχουσας αξίας (NPV).
iii. Σημαντική ελάφρυνση των ακαθάριστων δανειακών υποχρεώσεων της Γενικής Κυβέρνησης τις επόμενες 3-4 δεκαετίες, κυρίως εάν υπάρξει περαιτέρω μείωση των επιτοκίων επί του συνόλου ή μέρους των ευρωπαϊκών δανείων προς την Ελλάδα στα πλαίσια των τριών προγραμμάτων προσαρμογής.
Για παράδειγμα, η προαναφερθείσα μέση ετήσια ελάφρυνση (ως ποσοστό του ονομαστικού ΑΕΠ του 2014) των ακαθάριστων δανειακών υποχρεώσεων της Γενικής Κυβέρνησης την περίοδο 2016-2050 υπολογίζεται σε: i) 1.3 ποσοστιαίες μονάδες (π.μ.) εάν δεν υπάρξει μείωση των επιτοκίων, και ii) 2.7 π.μ. εάν τα επιτόκια του συνόλου των δανείων αυτών μετατραπούν σε σταθερό 0,5%.
Έν κατακλείδι, είναι πολύ χρήσιμο για την πολιτική ηγεσία να γινονται τέτοιες μελέτες ιδιατερα απο χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που γνωρίζουν την αγορά, προκειμένου να παίζουν υποστηρικτικό ρόλο στο δύσκολο έργο της Κυβέρνησης. Θα πρέπει τώρα η πολιτική ηγεσία να λάβει υπόψη της σοβαρά τους τρόπους αυτούς προκειμένου να προσαρμόσει την οικονομική της πολιτική πάνω σε αυτές τις μεθόδους.