Γράφει ο Γιάννης Κουτρουμπής
Follow @j_koutroubis
Σε μία πρόσφατη μελέτη της τράπεζας με τίτλο «Ελλάδα: Προοπτικές για το δεύτερο εξάμηνο του 2016 και το επόμενο έτος – Εγχώρια ανάπτυξη, ορόσημα του προγράμματος, προκλήσεις και επενδυτικές ευκαιρίες» που εκδόθηκε από την Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης και Έρευνας Διεθνών Κεφαλαιαγορών της Eurobank, προβλέπεται ύφεση -0,5% για την ελληνική οικονομία στο σύνολο του 2016, κάτι που αν επαληθευθεί θα καταστήσει το τρέχον έτος το 8ο από τα τελευταία 9 χρόνια με αρνητικούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Ειδικότερα, στο πλαίσιο της μελέτης αυτής, παρουσιάζονται οι βραχυπρόθεσμες προοπτικές της Ελλάδας, εστιάζοντας στην πορεία των μακροοικονομικών μεγεθών, στις προκλήσεις που θα πρέπει να αντιμετωπιστούν στις επικείμενες διαπραγματεύσεις με τους ευρωπαίους εταίρους και το ΔΝΤ καθώς και στις ευκαιρίες που θα μπορούσαν να προκύψουν από ενδεχόμενη συμμετοχή διαπραγματεύσιμου ελληνικού δημοσίου χρέους στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.
Σημειώνεται πως τη συγγραφή της έκθεσης επιμελούνται οι οικονομολόγοι της Τράπεζας κ. κ. Δρ. Πλάτων Μονοκρούσος, Επικεφαλής Οικονομολόγος του ομίλου Eurobank, Δρ. Στυλιανός Γώγος, Άννα Δημητριάδου, Παρασκευή Πετροπούλου και Δρ. Θεόδωρος Σταματίου.
Κάποια από τα κυριότερα συμπεράσματα της ανάλυσης παρουσιάζονται ακολούθως:
Αναφορικά με την επίδοση της ελληνικής οικονομίας το 1ο εξάμηνο 2016:
α) η ετήσια μεταβολή του πραγματικού ΑΕΠ παρέμεινε σε αρνητικό έδαφος για 4ο συνεχές τρίμηνο (3ο τρίμηνο 2015 – 2ο τρίμηνο 2016),
β) σε τριμηνιαία βάση καταγράφηκε αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ το 2ο τρίμηνο 2016.
Αυτή η εξέλιξη αποτελεί ένα θετικό σημάδι αναφορικά με την προοπτική ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας. Επιπρόσθετα, εκτιμούμε πως η ανοδική πορεία δύναται να συνεχιστεί και το 3ο τρίμηνο 2016. Ωστόσο, θα ήταν ενδεχομένως πρόωρο να υποστηριχτεί με υψηλό βαθμό βεβαιότητας ότι ελληνική οικονομία έχει ήδη αποφύγει την «παγίδα στασιμότητας».
Δημοσιευμένα στοιχεία των μηνών Ιουλίου – Αυγούστου 2016 παρουσιάζουν μεικτή εικόνα,
γ) από την πλευρά της ζήτησης, η πτώση του πραγματικού ΑΕΠ σε ετήσια βάση προήλθε από τη μείωση της κατανάλωσης (ιδιωτική & δημόσια) και των εξαγωγών.
Η αύξηση του ακαθάριστου σχηματισμού κεφαλαίου οδήγησε στη μερική αντιστάθμιση του αρνητικού ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης. Πιθανοί ερμηνευτικοί παράγοντες των ανωτέρω μεταβολών είναι η πτωτική πορεία του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, το οικονομικό κλίμα και οι επιπτώσεις των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων. Ειδικά η τελευταία παράμετρος συνδέεται με τη μεγάλη πτώση των εξαγωγών υπηρεσιών στον τομέα των μεταφορών,
δ) από την πλευρά της προφοράς, η πτώση της παραγωγικότητας της εργασίας εξακολουθεί να αποτελεί βασικό τροχοπέδη για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.
Η εκτίμηση της τράπεζας πως η εν λόγω τάση συνεχίστηκε το 2ο τρίμηνο 2016 καθώς τα στοιχεία δείχνουν αύξηση της απασχόλησης και παράλληλα πτώση του πραγματικού ΑΕΠ. Η ερμηνεία που δίνει για τη συγκεκριμένη μεταβολή εδράζεται στη συρρίκνωση του φυσικού κεφαλαίου και στη μείωση της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών της παραγωγής (Total Factor Productivity), και
ε) η πτωτική πορεία του ποσοστού ανεργίας και η αποκλιμάκωση του αποπληθωρισμού συνεχίστηκαν το 1ο εξάμηνο 2016.
Για το σύνολο του έτους 2016 αναμένουμε αρνητικό ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης (τον 8ο τα τελευταία 9 χρόνια) της τάξης του -0,5%.
Σε ότι αφορά τις βασικές συνιστώσες του ΑΕΠ (τομέας ζήτησης) εκτιμούμε συρρίκνωση της ιδιωτικής κατανάλωσης (-0,9%), της δημόσιας κατανάλωσης (-1,7%), των εξαγωγών (-3.0%) και των εισαγωγών (-3,5%). Ο ακαθάριστος σχηματισμός κεφαλαίου προβλέπουμε ότι θα κινηθεί στην αντίθετη κατεύθυνση με αύξηση 3.2%.
Στο δημοσιονομικό πεδίο, αναμένουμε επίτευξη του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 0,5% και 1,75% του ΑΕΠ για το 2016 και το 2017 αντίστοιχα με δεδομένη:
α) την εφαρμογή των προαπαιτούμενων του 3ου προγράμματος οικονομικής προσαρμογής,
β) την εφαρμογή των δημοσιονομικών μέτρων που αποφασίστηκαν τον Μάιο και τον Ιούνιο 2016 στο πλαίσιο της 1ης αξιολόγησης,
γ) την επιτυχή ολοκλήρωση της τρέχουσας διαδικασίας αναθεώρησης των εξόδων του προϋπολογισμού και
δ) τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων σε συνδυασμό με τις μεταρρυθμίσεις που αφορούν τη συλλογή των εσόδων του προϋπολογισμού.
Θα πρέπει όμως να σημειωθεί ότι μέχρι το τέλος του (δημοσιονομικού) 2016 η κυβέρνηση θα πρέπει να συλλέξει συνολικά €10,09 δις και €10,49 δις από άμεσους και έμμεσους φόρους αντίστοιχα. Αυτή η δημοσιονομική επιβάρυνση είναι πιθανό να έχει αρνητικές επιπτώσεις στην ιδιωτική κατανάλωση το υπόλοιπο του έτους.
Εντούτοις, είναι ενθαρρυντικό ότι τον Ιούλιο διατέθηκαν €0,97 δις. για την αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων της γενικής κυβέρνησης προς τον ιδιωτικό τομέα. Αναμένουμε ότι επιπλέον €2,6 δις. θα διατεθούν για την πληρωμή των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων μέχρι το τέλος του 2016.
Αναφορικά με το ενδεχόμενο συμμετοχής της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, η μελέτη μας καταδεικνύει ότι η συμμετοχή διαπραγματεύσιμου δημοσίου χρέους στο εν λόγω πρόγραμμα θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί στις αρχές του 2017 υπό την προϋπόθεση ότι, πρώτον, το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ στην ανάλυσή του για τη βιωσιμότητα του ελληνικού δημοσίου χρέους θα αξιολογήσει θετικά την πρόοδο που έχει σημειωθεί και δεύτερον, ότι δεν θα υπάρξουν σημαντικές καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης του τρέχοντος προγράμματος.
Η συνολική εξαγορά ελληνικών τίτλων θα μπορούσε να φτάσει κατ’ ανώτατο όριο περί τα €4,2δις το οποίο θα μπορούσε να αυξηθεί σε €5 δις ή και περισσότερο εάν το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ επεκτεινόταν πέρα του Μαρτίου 2017.
Αυτό θα ισοδυναμούσε με ποσό μεγαλύτερο από την ετήσια αξία του τρέχοντος όγκου ημερησίων συναλλαγών ελληνικών τίτλων, ασκώντας, σύμφωνα με την άποψή μας, έντονα θετική επίδραση στα ασφάλιστρα κινδύνου (risk premia) και συμβάλλοντας σε περαιτέρω σημαντική συμπίεση των διαφορών αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων.
Σχετικά με τη πορεία εφαρμογής του 3ου ελληνικού προγράμματος οικονομικής προσαρμογής, η ολοκλήρωση της 1ης αξιολόγησης αποτέλεσε ένα σημαντικό ορόσημο, ανοίγοντας το δρόμο για σημαντική βελτίωση των προοπτικών της οικονομίας οι οποίες εντούτοις συνεχίζουν να υπόκεινται σε σημαντικές αβεβαιότητες.
Η δεύτερη (και τελευταία) υποδόση ύψους €2,8 δις συνεχίζει να εκκρεμεί αν και αναμένεται ότι όλα τα ανοιχτά θέματα θα έχουν διευθετηθεί έως τις αρχές Οκτωβρίου. Υπό αυτή την προϋπόθεση, το Eurogroup της 10ης Οκτωβρίου αναμένεται να εγκρίνει την εκταμίευση της υποδόσης και να δώσει το πράσινο φως για την έναρξη των επίσημων συζητήσεων στο πλαίσιο της δεύτερης αξιολόγησης.
Τέλος, η επιτυχής ολοκλήρωση της αξιολόγησης χωρίς σημαντικές καθυστερήσεις είναι θεμελιώδους σημασίας για ενδεχόμενη συγκεκριμενοποίηση του συμφωνηθέντος μεσοπρόθεσμου πλαισίου για την ελάφρυνση του χρέους, και κατά συνέπεια, το χρόνο ενδεχόμενης ένταξης διαπραγματεύσιμου ελληνικού δημοσίου χρέους στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.