Γράφει ο Γιάννης Κουτρουμπής
Follow @j_koutroubis
Σε μία πρόσφατη έρευνα η Επιτροπή αναθεωρεί τις προβλέψεις της για την Ελλάδα αναφέροντας ότι η ελληνική οικονομία θα παραμείνει σε ύφεση το 2016 (-0,3%), ηπιότερη σε σχέση με τις χειμερινές προβλέψεις της (-0,7% του ΑΕΠ), ενώ αναμένεται να επιστρέψει σε τροχιά ανάπτυξης (2,7%) το 2017.
Αναλυτικότερα, σύμφωνα με την Επιτροπή, η ανάπτυξη αναμένεται να επιστρέψει στο δεύτερο εξάμηνο του 2016 και να ενισχυθεί το 2017, χάρη στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Επισημαίνεται, επίσης, ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα του κράτους αναμένεται να μειωθεί περαιτέρω, μετά τα βελτιωμένα δημοσιονομικά στοιχεία του 2015 και το εφεδρικό πακέτο μέτρων που βρίσκεται υπό διαπραγμάτευση.
Η Επιτροπή τονίζει ότι το 2015, η ύφεση της ελληνικής οικονομίας ήταν ηπιότερη (-0,2%) σε σχέση με το αναμενόμενο, λόγω της επιβολής των περιορισμών κεφαλαίων. Η οικονομική ύφεση προβλέπεται να φτάσει το -0,3% το 2016, ελαφρώς βελτιωμένο σε σχέση με τις χειμερινές προβλέψεις χάρη στην εσωτερική κατανάλωση, στις εξαγωγές και σε μια ακόμη θετική χρονιά στον τουρισμό.
Η Επιτροπή εκτιμά ότι η αβεβαιότητα θα υποχωρήσει με την ολοκλήρωση της αξιολόγησης του ελληνικού προγράμματος, η οποία αναμένεται να στηρίξει την σταδιακή χαλάρωση των κεφαλαιακών ελέγχων και να τονώσει τις επενδύσεις. Το 2017 αναμένεται να ενισχυθεί η ανάπτυξη με την τόνωση της εσωτερικής ζήτησης, τη βοήθεια των διαρθρωτικών ταμείων και την ένεση ρευστότητας μέσω της εξόφλησης των ληξιπρόθεσμων οφειλών του δημοσίου.
Όσον αφορά την ανεργία, η Επιτροπή επισημαίνει ότι θα συνεχίσει να υποχωρεί καθ’ όλη την περίοδο των προβλέψεων, σημειώνοντας ότι σε αυτό συνετέλεσαν οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας τα τελευταία χρόνια. Ωστόσο, τονίζεται ότι η αβεβαιότητα παραμένει μεγάλη και ότι η προβλεπόμενη ανάκαμψη της οικονομίας εξαρτάται από την έγκαιρη ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης και από τη θετική αντίδραση των χρηματοπιστωτικών αγορών.
Το θετικότερο σενάριο θα μπορούσε να προέλθει από την ταχύτερη αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των καταναλωτών και των επιχειρήσεων. Το πιο αρνητικό σενάριο θα μπορούσε να προκύψει από μια ενδεχόμενη αποτυχία πλήρους εφαρμογής του προγράμματος μεταρρυθμίσεων, από μία πιο αρνητική επίδραση της προσφυγικής κρίσης στο εμπόριο και στον τουρισμό αλλά και από την επιβράδυνση του παγκόσμιου εμπορίου.
Μάλιστα, η ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας και η δημοσιονομική προσαρμογή το δεύτερο εξάμηνο του 2015 συνέβαλαν, έτσι ώστε η Ελλάδα να πετύχει πρωτογενές πλεόνασμα 0,7% του ΑΕΠ, ξεπερνώντας το στόχο του προγράμματος ( -0,25% του ΑΕΠ).
Η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών που ολοκληρώθηκε στα τέλη του 2015 ανέβασε το έλλειμμα στο 7,2% του ΑΕΠ το 2015. Παρά την υπερ-απόδοση του 2015 η ελληνική κυβέρνηση προβλέπει μέτρα ύψους 3% του ΑΕΠ ως το 2018 προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι του προγράμματος για πρωτογενή πλεονάσματα 0,5%του ΑΕΠ το 2016, 1,75% το 2017 και 3,5% το 2018.
Η έκθεση της Επιτροπής υπενθυμίζει, επίσης, ότι το πακέτο προσαρμογής περιλαμβάνει μεταρρυθμίσεις στο συνταξιοδοτικό 1% του ΑΕΠ, στη μεταρρύθμιση της φορολογίας εισοδήματος 1% του ΑΕΠ, αλλαγές στο ΦΠΑ 0,25% του ΑΕΠ και προσαρμογές στις δημόσιες δαπάνες 0,75% του ΑΕΠ.
Το δημοσιονομικό έλλειμμα προβλέπεται να μειωθεί στο 3,1% του ΑΕΠ το 2016 και στο 1,8% του ΑΕΠ το 2017. Το δημόσιο χρέος αναμένεται να αυξηθεί στο 182,8% το 2016, λόγω της εξόφλησης των ληξιπρόθεσμων οφειλών και των δόσεων που απορρέουν από το πρόγραμμα. Η πτωτική τάση του χρέους αναμένεται να ξεκινήσει το 2017.
Τέλος, το αρνητικό σενάριο όσον αφορά τις δημοσιονομικές προβλέψεις θα μπορούσε να προέλθει από μεγαλύτερες δαπάνες για το προσφυγικό και από πιθανές καθυστερήσεις στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων. Το θετικότερο σενάριο θα μπορούσε να προέλθει από μεταρρυθμίσεις στον τομέα των εσόδων και την αποτελεσματική εισπραξιμότητα των φόρων.
Εν κατακλείδι, οι προβλέψεις της Επιτροπής είναι βελτιωμένες σε μεγάλο βαθμό, αλλά το πρόβλημα παραμένει σχετικά με την ύφεση θα πρέπει να υπάρξουν μέτρα, προκειμένου να διευκολυνθούν οι επενδύσεις που πρόκειται να δημιουργήσουν περισσότερες θέσεις εργασίας αλλά και ρευστότητα στην αγορά, προκειμένου να αρχίσει να κινείται και πάλι. Γενικά θα πρέπει να νομοθετηθούν μέτρα, τα οποία δεν θα έχουν κόστος για να μην θεωρηθούν μονομερείς ενέργειες και τα οποία θα μπορούσαν να προτείνουν οι αρμόδιοι φορείς για να βελτιωθεί το οικονομικό κλίμα.