Ο χρόνος των κατ΄ οίκον εφημεριών ετοιμότητας ενός εργαζομένου ο οποίος είναι υποχρεωμένος να ανταποκρίνεται στις κλήσεις του εργοδότη του εντός σύντομης προθεσμίας πρέπει να θεωρείται ως «χρόνος εργασίας», αποφάνθηκε σήμερα το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.
«Η υποχρέωση φυσικής παρουσίας στον καθορισμένο από τον εργοδότη τόπο, καθώς και ο περιορισμός που απορρέει από την ανάγκη της μεταβάσεως στον τόπο εργασίας εντός σύντομης προθεσμίας περιορίζουν σε πολύ σημαντικό βαθμό τις δυνατότητες που έχει ένας εργαζόμενος να αναπτύξει άλλες δραστηριότητες», υπογραμμίζει στη σχετική ανακοίνωση το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο τοποθετούμενο επί της υπόθεσης ενός Βέλγου δημοτικού πυροσβέστη ο οποίος άσκησε αγωγή κατά βελγικού δήμου προκειμένου αυτός να υποχρεωθεί, μεταξύ άλλων, να του καταβάλει αποζημίωση για τις υπηρεσίες του που συνίσταντο σε κατ΄ οίκον εφημερίες ετοιμότητας, οι οποίες, κατ΄ αυτόν, πρέπει να χαρακτηρισθούν ως χρόνος εργασίας.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο υπενθυμίζει, πάντως, ότι τα κράτη-μέλη της ΕΕ είναι ελεύθερα να θεσπίζουν, στα αντίστοιχα εθνικά τους δίκαια, διατάξεις σχετικά με τη διάρκεια του χρόνου εργασίας και των περιόδων ανάπαυσης ευνοϊκότερες για τους εργαζομένους από αυτές που ορίζονται με την οδηγία αυτή.
Υπενθυμίζει, επίσης, ότι η οδηγία δεν ρυθμίζει το ζήτημα των αποδοχών των εργαζομένων, δεδομένου ότι το ζήτημα αυτό εκφεύγει της αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συνεπώς, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν, στο εθνικό τους δίκαιο, ότι οι αποδοχές ενός εργαζομένου για τον «χρόνο εργασίας» του διαφέρουν από αυτές ενός εργαζομένου σε «περίοδο ανάπαυσης» και δη μέχρι του σημείου να μην οφείλεται αμοιβή κατά τη διάρκεια της τελευταίας αυτής περιόδου.
Τέλος, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο διευκρινίζει ότι ο χρόνος κατά τον οποίον ένας εργαζόμενος παραμένει κατ΄ οίκον ,στο πλαίσιο των εφημεριών ετοιμότητας ,με την υποχρέωση να ανταποκρίνεται στις κλήσεις του εργοδότη του εντός 8 λεπτών -πράγμα που περιορίζει σε πολύ σημαντικό βαθμό τις δυνατότητες ανάληψης άλλων δραστηριοτήτων- πρέπει να θεωρείται ως «χρόνος εργασίας».