Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, αλλά και το Κυπριακό, διατρέχουν τον κίνδυνο να αποκτήσουν το 2022 παρακολουθηματικό χαρακτήρα. Να υποταχθούν στις εξελίξεις που θα διαμορφωθούν στο πεδίο των σχέσεων των ΗΠΑ και συνακόλουθα της Δύσης ( αν δεχθούμε ότι αυτή αποτελεί μια στρατηγική οντότητα ) με την Τουρκία. Αλλά και αυτή η δύσκολη σχέση μεταξύ κρατών-μελών του ΝΑΤΟ θα επηρεαστεί καταλυτικά από την καμπύλη που θα διαγράψουν οι σχέσεις αφενός με των ΗΠΑ και της Ε.Ε. αφετέρου δε της Ρωσικής Ομοσπονδίας με αφορμή κυρίως τις εξελίξεις στην Ουκρανία. Στο υπόβαθρο, δε, όλου αυτού του σκηνικού προφανώς βρίσκεται η στρατηγική τοποθέτηση ( positioning ) που επιχειρούν ως προς τις μεταξύ τους σχέσεις οι ΗΠΑ και η Κίνα. Στο δίπολο αυτό οι ΗΠΑ θα ήθελαν προφανώς μια Ρωσία φιλική ή έστω ουδέτερη.
Άρθρο του Ευάγγελου Βενιζέλου στην Καθημερινή της Κυριακής
Το νήμα που διαπερνά αυτά τα αλλεπάλληλα και αλληλένδετα επίπεδα είναι η δοκιμασία στρατηγικών επιλογών που τείνουν να σταθεροποιηθούν, αλλά αυτό ακόμη δεν έχει συμβεί και η προσπάθεια όλων των κρίσιμων παικτών να διαμορφώσουν ευνοϊκούς συσχετισμούς δυνάμεων και να τοποθετηθούν μέσα σε αυτούς με τον ασφαλέστερο και επωφελέστερο τρόπο.
Στο σχήμα αυτό είναι προφανές ότι συνυπάρχουν οντότητες που υπόκεινται στους εσωτερικούς περιορισμούς μιας φιλελεύθερης δημοκρατίας, όπως οι ΗΠΑ και η Ε.Ε., και οντότητες που έχουν υπό απόλυτο έλεγχο τις εσωτερικές πολιτικές διαδικασίες τους χωρίς δημοκρατικές και δικαιοκρατικές ευαισθησίες, όπως η Κίνα αλλά και η Ρωσία ( χωρίς να ταυτίζονται θεσμικά ). Στο ευρύτερο αυτό πλαίσιο η Τουρκία γνωρίζει ότι η σχέση της με τη Δύση εξαρτάται σε καθοριστικό βαθμό από τον σεβασμό των βασικών έστω στοιχείων μιας φιλελεύθερης δημοκρατίας. Άρα η βαθιά οικονομική κρίση από την οποία ταλανίζεται είναι αυτή που θα καθορίσει την πολιτική συμπεριφορά μιας πολύπλοκα διαστρωματωμένης κοινωνίας, η οποία όσο και αν επηρεάζεται από εθνικιστικές εξάρσεις, ενδιαφέρεται για το επίπεδο της ζωής της και την αγοραστική της δύναμη. Αν αυτό το θεσμικό πλαίσιο ανατραπεί, τότε είναι πολύ πιθανό να ανατραπεί το ίδιο το πλαίσιο των σχέσεων Δύσης – Τουρκίας. Η Τουρκία υπό την πίεση της ανάγκης μπορεί να επιλέξει την ομαλοποίηση της σχέσης της με τις ΗΠΑ και συνακόλουθα με την Ε.Ε. αντί να συνεχίσει να ακολουθεί τον δρόμο του εξαιρετισμού και της έντασης. Ακόμη και υπό την εκδοχή μιας εσωτερικής πολιτικής αλλαγής, τίποτα στον χώρο της τουρκικής αντιπολίτευσης δεν προοιωνίζεται αλλαγή στάσης στα θέματα που είναι καθοριστικά για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και το Κυπριακό.
Πάντως, οι βαθμοί στρατηγικής ευελιξίας και αποστασιοποίησης της Τουρκίας από τη Δύση εξαρτώνται από τις εναλλακτικές δυνατότητες που της προσφέρει η αντιφατική σχέση (συνεργασίας και σύγκρουσης σε διάφορα μέτωπα, από τη Συρία και τη Λιβύη μέχρι τον Καύκασο και την Ουκρανία ) που έχει με τη Ρωσία. Στην παρούσα όμως φάση, η ίδια η Ρωσία κινείται στη δύσκολη σκακιέρα μιας στρατηγικής επανατοποθέτησης της σχέσης της με τη Δύση και για τις ανάγκες αυτής της επανατοποθέτησης έχει θέση σε εφαρμογή το πιο σημαντικό της όπλο που είναι οι ενεργειακοί της πόροι και ιδίως το φυσικό αέριο, ενώ έχει φτάσει σε ακραίο σημείο η ένταση σε σχέση με την Ουκρανία.
Ταυτόχρονα, ο ενεργειακός εκβιασμός της Ρωσίας που απευθύνεται στις ΗΠΑ αλλά έχει ως θύμα την Ευρώπη και η μάχη «στρατηγικών χαρακωμάτων» μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας στην Ουκρανία, φέρνει τη Ε.Ε. αντιμέτωπη με τα όρια της δικής της στρατηγικής ταυτότητας και αυτονομίας.
Η Ελλάδα δεν είναι ένας απλός παρατηρητής της πολύπλοκης, αντιφατικής και εύθραυστης αυτής εικόνας. Μετέχει σε αυτήν ως μέλος του ΝΑΤΟ, ως στρατηγικός εταίρος των ΗΠΑ, ως κράτος- μέλος της Ε.Ε., ως εμπορικός εταίρος της Gazprom, ως μέρος πολυμερών σχημάτων συνεργασίας στη Μεσόγειο, ως γείτονας της Τουρκίας με την οποία καλείται να συνυπάρξει στην περιοχή χωρίς να έχουν ακόμη οριοθετηθεί οι θαλάσσιες ζώνες της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ και με ανοικτή την πληγή του Κυπριακού.
Μέσα σε ένα τέτοιο σκηνικό πολυεπίπεδης στρατηγικής αβεβαιότητας που ξεκινά από την οικουμενική και φτάνει στην περιφερειακή κλίμακα, με όλους τους κρίσιμους παίκτες να βρίσκονται αντιμέτωποι με κρίσιμα διλήμματα, πολλοί δε από αυτούς και με μεγάλες εσωτερικές πιέσεις, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις δείχνουν να χάνουν σε κρισιμότητα. Αυτή όμως είναι μια ψευδαίσθηση. Η ένταξη των ελληνοτουρκικών σχέσεων, αλλά και του Κυπριακού σε αυτό το πολυεπίπεδο σχήμα στρατηγικής αβεβαιότητας και αναζήτησης ενός νέου positioning από όλους τους παράγοντες φαίνεται να καθιστά ακόμη πιο σύνθετα τα προβλήματα ή έστω τα συμφραζόμενά τους, αλλά ταυτοχρόνως αποθαρρύνει την ανάληψη πρωτοβουλιών από τα άμεσα ενδιαφερόμενα μέρη.
Άλλωστε στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, όπως και στο Κυπριακό, υπάρχει μια πλούσια εμπειρία από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου που μας θυμίζει τον τρόπο με τον οποίο οι διεθνείς συσχετισμοί επηρεάζουν περιφερειακά προβλήματα καθώς και τον τρόπο με τον οποίο ενθαρρύνεται μια περιφερειακού χαρακτήρα κρίση ή εμφανίζεται ένα περιφερειακού χαρακτήρα momentum για υπέρβαση μέσα από τη διακύμανση των συσχετισμών σε υψηλότερο επίπεδο. Όταν οι ΗΠΑ καλούνται να αντιμετωπίσουν προκλήσεις για τη δική τους ασφάλεια είναι λογικό να επιδιώκουν τις ευρύτερες δυνατές συμμαχίες και εταιρικές συνεργασίες, άρα γίνονται πολύ περισσότερο ανεκτικές απέναντι σε αποκλίνουσες περιφερειακές συμπεριφορές. Σε αυτή δε τη στάση, συμπαρασύρουν πρακτικά και τους ευρωπαίους εταίρους τους. Αυτές τις απλές αλληλουχίες συμπεριφορών δεν πρέπει να τις ξεχνάμε ποτέ.
Η περίοδος των περίπου δυόμιση ετών σχεδόν διαρκούς έντασης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, από το καλοκαίρι του 2019 έως σήμερα, και το κενό που φαίνεται να έχει διαμορφωθεί ως προς το Κυπριακό μετά το Κραν Μοντανά, μας επιβάλλουν τώρα, στην αρχή του 2022, να κάνουμε μια σοβαρή, ψύχραιμη και ρεαλιστική εκτίμηση του τοπίου που έχει καταστεί πιο σύνθετο και πιο εύθραυστο. Διατηρώντας πάντα ανοικτούς όλους τους διαύλους επικοινωνίας, όπως οι διερευνητικές επαφές με την Τουρκία. Ανταποκρινόμενοι επίσης με σοβαρότητα σε όλες τις πρωτοβουλίες του γ.γ. του ΟΗΕ ως προς το Κυπριακό. Θεμελιώδης προϋπόθεση της σοβαρότητας είναι να έχουμε για όλα τα θέματα σαφή αίσθηση αυτού που πράγματι θέλουμε. Και το πρώτο που πρέπει να θέλουμε είναι να αποτρέψουμε τον υποβιβασμό των ελληνοτουρκικών σχέσεων και του Κυπριακού σε ζητήματα παρακολουθηματικού απλώς χαρακτήρα. Προφανώς όλα επηρεάζονται από τους διεθνείς και τους περιφερειακούς συσχετισμούς, αλλά αν ένα ζήτημα καταστεί παρακολουθηματικού χαρακτήρα, μπορεί να χάσει την επαφή του με τον ιστορικό χρόνο καθώς δημιουργείται η ψευδαίσθηση ότι παρακολουθεί την εξέλιξη ζητημάτων ευρύτερης σημασίας, ενώ απλώς αυτό «παγώνει» ενώ ο ιστορικός χρόνος κινείται.