Η πανδημία του κορονοϊού και στη συνέχεια η ενεργειακή κρίση που προκάλεσε ο πόλεμος της Ρωσίας με την Ουκρανία ενίσχυσαν την ανησυχία στην Ευρωπαϊκή Ένωση για την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της.
Το 2020, οι ηγέτες της ΕΕ συμφώνησαν σε ένα γιγαντιαίο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης, ύψους 750 δισ. ευρώ, με έμφαση στην πράσινη και ψηφιακή μετάβαση της οικονομίας, για να απαντήσουν στην ανησυχία αυτή.
Δύο χρόνια αργότερα, οι ΗΠΑ προώθησαν ένα αντίστοιχο δικό τους πρόγραμμα, μέσω του νόμου για τη μείωση του πληθωρισμού (Inflation Reduction ACT), που προέβλεπε την επιδότηση επιχειρήσεων για πράσινες επενδύσεις. Το πρόγραμμα αυτό προκάλεσε αντιδράσεις από την ευρωπαϊκή βιομηχανία, η οποία ζήτησε να υπάρξει και στην Ευρώπη η δυνατότητα επιδότησης επενδύσεων, κατά παρέκβαση του πλαισίου που απαγορεύει τις κρατικές ενισχύσεις. Αντιδράσεις υπήρξαν και σε πολιτικό επίπεδο στην Ευρώπη καθώς υπήρχε ο φόβος ότι το αμερικανικό πρόγραμμα είχε στόχο να προσελκύσει ευρωπαϊκές επιχειρήσεις.
Με τις ΗΠΑ να ενισχύουν τις επιχειρήσεις τους και την Κίνα να αποτελεί μία τεράστια εμπορική δύναμη, ο ανταγωνισμός της ΕΕ με τις δύο μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου έχει γίνει πιο σύνθετος και έτσι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ανέθεσε στην Κομισιόν να παρακολουθεί το θέμα της ανταγωνιστικότητας και να υποβάλει ετησίως σχετική έκθεση που θα βοηθά στη χάραξη των πολιτικών.
Την περασμένη εβδομάδα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε την έκθεση της «για την ενιαία αγορά και την ανταγωνιστικότητα», η οποία θα συζητηθεί στη σύνοδο κορυφής της ΕΕ τον Μάρτιο.
Η έκθεση αναλύει τις εξελίξεις σε 9 τομείς που θεωρεί κομβικούς για την ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων το 2022, στους οποίους περιλαμβάνει και τη λειτουργία της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς. Οι άλλοι τομείς αφορούν στην ενέργεια, την πρόσβαση σε χρηματοδοτικά κεφάλαια κινδύνου (risk ή venture capital), τις δημόσιες επενδύσεις, την έρευνα και καινοτομία, την ψηφιοποίηση, την εκπαίδευση των εργαζομένων και το διεθνές εμπόριο.
Με βάση 17 δείκτες, που μετρούν τις εξελίξεις στους παραπάνω τομείς, η Κομισιόν διαπίστωσε ότι σε 9 υπήρξε βελτίωση, σε 5 οπισθοχώρηση και σε 3 σταθερότητα.
Από την έκθεση προκύπτει ότι «ατού» της ΕΕ στη μάχη για τον ανταγωνισμό είναι η ισχυρή παρουσία της στο παγκόσμιο εμπόριο, ενώ αναφέρει ακόμη ότι ενισχύθηκαν οι δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις μετά την πανδημία.
Το 2022, οι δημόσιες επενδύσεις ανήλθαν κατά μέσο όρο στην ΕΕ στο 3% του ΑΕΠ έναντι περίπου 3,4% στις ΗΠΑ, ενώ στην Ελλάδα ήταν υψηλότερες, στο 3,56%, χάρη και στους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης.
Οι ιδιωτικές επενδύσεις στην ΕΕ το ίδιο έτος αντιστοιχούσαν στο 19% του ΑΕΠ και ήταν υψηλότερες σε σχέση με τις ΗΠΑ, με προοπτικές περαιτέρω αύξησης το 2024 και το 2025, αν και σημειώνεται το πρόβλημα που δημιουργείται από τα υψηλά επιτόκια. Στην Ελλάδα, το ποσοστό των ιδιωτικών επενδύσεων ήταν 10,1% παρά την αύξηση των τελευταίων ετών, λόγω του κενού που δημιουργήθηκε την περασμένη δεκαετία, το οποίο μπορεί να κλείσει μόνο σταδιακά.
Στο εμπόριο με τον υπόλοιπο κόσμο, το μέσο ποσοστό της ΕΕ το 2022 ήταν 17,6% του ΑΕΠ αναφορικά με τα προϊόντα και 7,7% για τις υπηρεσίες, με την Ελλάδα να έχει υψηλότερα ποσοστά (19% και 11,6%, αντίστοιχα).
Αν και η ΕΕ εμφανίζεται ισχυρή όσον αφορά στις επενδύσεις, βρίσκεται σε μειονεκτική θέση αναφορικά με τη χρηματοδότηση των επενδύσεων νεοφυών επιχειρήσεων και επίσης στις δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη.
Οι τελευταίες ανέρχονταν (στοιχεία για το 2021) στο 1,46% του ΑΕΠ έναντι περίπου 3% στις ΗΠΑ και λίγο χαμηλότερου ποσοστού της Ιαπωνίας, ενώ στην Κίνα το σχετικό ποσοστό είναι παραπλήσιο με της ΕΕ. Στην Ελλάδα, οι δαπάνες έρευνας – ανάπτυξης ανέρχονταν στο 1,46% του ΑΕΠ.
Οι χρηματοδοτήσεις από venture capital στην ΕΕ ήταν χαμηλότερες από το 0,1% του ΑΕΠ το 2022, ενώ στις ΗΠΑ και την Κίνα ήταν 9 και 7 φορές, αντίστοιχα, μεγαλύτερη. Στην Ελλάδα, το σχετικό ποσοστό ήταν χαμηλότερο από αυτό της ΕΕ.
Πρόκληση για την ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης αποτελεί και ο τομέας της ενέργειας λόγω του υψηλότερου κόστους της σε σχέση με τις ΗΠΑ. Το 2022, οι τιμές αυξήθηκαν πολύ στην ΕΕ λόγω του πολέμου της Ρωσίας στην Ουκρανία, με την τιμή της κιλοβατώρας για το ρεύμα (χωρίς ΦΠΑ και άλλους φόρους) να φθάνει στα 0,21 ευρώ, ενώ στις ΗΠΑ ήταν μόνο 0,07 ευρώ, δηλαδή το ένα τρίτο. Στην Ελλάδα, η τιμή ήταν ίδια με αυτή του μέσου όρου της ΕΕ (0,21 ευρώ για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και 0,22 ευρώ για τις μεγάλες επιχειρήσεις). Πρέπει να σημειωθεί, πάντως, ότι οι τιμές έχουν αποκλιμακωθεί από πέρυσι.
Από την άλλη πλευρά, η ΕΕ έχει πλεονέκτημα στον ρυθμό που πραγματοποιεί την πράσινη μετάβαση, δηλαδή τη στροφή σε παραγωγή από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ), κάτι που δυνητικά θα βελτιώσει την ανταγωνιστική της θέση, δεδομένου ότι το κόστος των ΑΠΕ βαίνει μειούμενο.
Το 2022, το ποσοστό των ΑΠΕ στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας στην ΕΕ ανήλθε σε 23%, όσο περίπου και στην Ελλάδα (22,7%), έναντι 9-14% στις ΗΠΑ, την Κίνα, την Ιαπωνία και τη Βρετανία. Στόχος της ΕΕ, με βάση δεσμευτική οδηγία είναι η πορεία προς τις ΑΠΕ να επιταχυνθεί και η παραγωγή από αυτές να αντιστοιχεί το 2030 στο 42,5% της κατανάλωσης.
ΑΠΕ-ΜΠΕ