Πριν η Ευρώπη αφήσει πίσω της τις συνέπειες της ενεργειακής κρίσης, δηλαδή τα υψηλά επιτόκια και τις συνεχείς ανατιμήσεις πρώτα στην ενέργεια και τώρα στα τρόφιμα, μπαίνει ξανά σε έναν κύκλο σοβαρών προκλήσεων, οι οποίες, παρότι εξωτερικές, δεν θα αφήσουν ανεπηρέαστη και την Ελλάδα.
Το δίσεκτο 2024 έχει στο πέρασμά του μια σειρά από πολιτικοοικονομικούς κινδύνους, οι οποίοι θα κρίνουν πολλά σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο, όχι μόνο φέτος, αλλά και τα επόμενα 4-5 χρόνια. Η νέα δύσκολη περίοδος βρίσκει την Ε.Ε. σε τροχιά επιβράδυνσης, με τα επιτόκια του ευρώ σε ιστορικά υψηλά (4% – 4,75%) και την Κομισιόν να αντιμετωπίζει πολλά και δύσκολα διλήμματα όχι μόνο για τις βραχυπρόθεσμες προοπτικές της, αλλά και σε ό,τι αφορά τη γενικότερη πορεία της Ένωσης.
Την ίδια ώρα, η Ελλάδα συνεχίζει να καταγράφει μικρές και μεγάλες νίκες στο οικονομικό πεδίο. Ο πληθωρισμός έφτασε στον Ιανουάριο στο 3,2%, καθιστώντας πιο ασφυκτικό το πρόβλημα της ακρίβειας για τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα. Την ίδια ώρα, ένα μέρος από τους δανειολήπτες “πληρώνει” τα υψηλά επιτόκια της ΕΚΤ. Ωστόσο το υπουργείο Οικονομικών συνεχίζει να επιμένει ότι η ανάπτυξη θα είναι κοντά στο 2,9%, με οδηγούς τις επενδύσεις, οι οποίες αναμένεται να φτάσουν τα 37 δισ. ευρώ, την ιδιωτική κατανάλωση, λόγω της αύξησης των εισοδημάτων κατά τουλάχιστον 1,6 δισ. ευρώ, και τον τουρισμό, ο οποίος αναμένεται να έχει φέτος μια χρονιά καλύτερη από το 2023.
Όλα αυτά αν δεν υλοποιηθούν οι ανησυχίες που υπάρχουν εκτός της Ελλάδας σχετικά με αναμενόμενες προκλήσεις, οι οποίες αναμένεται να ανατρέψουν τις ισορροπίες όχι μόνο στην Ευρώπη και την Ελλάδα, αλλά σε όλο τον κόσμο. Στην πλειονότητά τους, οι κίνδυνοι είναι γνωστοί από το 2023 και η ανησυχία βρίσκεται στο ενδεχόμενο της κλιμάκωσής τους.
Η κρίση στη Μέση Ανατολή
Ο πρώτος ορατός κίνδυνος πηγάζει από την κρίση στη Μέση Aνατολή. Oι επιθέσεις των ανταρτών Χούθι στα εμπορικά πλοία (πλην αυτών της Κίνας και της Ρωσίας), στα στενά της Ερυθράς Θάλασσας, έχουν ήδη αναστατώσει από τον Νοέμβριο ένα σημαντικό μέρος από το διεθνές εμπόριο (περίπου του 12% του συνόλου). Ο πολυεθνικός στόλος, στον οποίο συμμετέχει και η Ελλάδα, που έχει σπεύσει στην περιοχή δεν μπορεί να αντιμετωπίσει άμεσα το πρόβλημα. Ο ΟΟΣΑ, στην ενδιάμεση έκθεσή του για τα κράτη-μέλη του, προειδοποιεί για αύξηση του πληθωρισμού στις ανεπτυγμένες χώρες κατά 0,4%, ενώ παρόμοιες ανησυχίες έχει και το ΔΝΤ, χωρίς όμως να τους δίνει ποσοτικό προσδιορισμό.
Το χειρότερο είναι ότι μέρα με τη μέρα εμπλέκεται περισσότερο και το Ιράν σε αυτήν τη διαμάχη, απειλώντας μια γενικότερη ανάφλεξη στη Μέση Ανατολή. Μέχρι στιγμής η Ελλάδα ως συνέπειες καταγράφει κάποια πλήγματα σε ελληνικότητα πλοία. Για τον λόγο αυτό έχει παραχωρήσει το στρατηγείο της Λάρισας, για την ευρωπαϊκή αποστολή “Ασπίδες”, με στόχο την αποκλιμάκωση της έντασης. Αν πάντως έχουμε ευρύτερη κλιμάκωση στην περιοχή, θα οδηγηθούμε σε νέα ενεργειακή κρίση, με συνέπειες μεγαλύτερες από αυτές που είχαμε το 2022. Τούτο, με δεδομένο ότι η Ελλάδα και οι άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες έχουν υποστεί μία διετία υψηλών τιμών και υψηλών επιτοκίων. Αυτό θα οδηγήσει σε έναν νέο κύκλο μέτρων στήριξης, που θα ανατρέψει τον δημοσιονομικό σχεδιασμό της Ελλάδας για το 2024, μαζί βέβαια με την ύφεση που θα έχουμε στην Ευρωζώνη.
Η διατήρηση των υψηλών επιτοκίων
Ένας δεύτερος κίνδυνος είναι η διατήρηση των επιτοκίων του ευρώ στα επίπεδα του 4% μέχρι και τον Ιούνιο, τον Σεπτέμβριο ή το τέλος του χρόνου, λόγω της αβεβαιότητας. Η Ελλάδα, λόγω των ειδικών χαρακτηριστικών της, έχει σχετικά περιορισμένες συνέπειες τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό δανεισμό της οικονομίας της. Το ελληνικό χρέος βρίσκεται κατά τα 2/3 του στα χέρια του επίσημου τομέα, με “κλειδωμένα” χαμηλά επιτόκια της τάξης του 1,5%. Στον ιδιωτικό τομέα η έκθεση επιχειρήσεων και νοικοκυριών μετά την πολυετή κρίση είναι χαμηλή (περίπου 60% του ΑΕΠ) και η πιστωτική επέκταση είναι οριακά θετική, λόγω των υψηλών επιτοκίων. Ωστόσο, και σε αυτή την περίπτωση, ο κίνδυνος θα είναι εξωτερικός. Η Ελλάδα δεν θα είναι απρόσβλητη από μια τραπεζική κρίση, ή εν αναμονή. Με τη διατήρηση των υψηλών επιτοκίων αναμένεται ένα κύμα αθετήσεων εξυπηρέτησης δόσεων στεγαστικών κυρίως δανείων, σε κυμαινόμενα επιτόκια, που δόθηκαν σε περιβάλλον μηδενικών επιτοκίων και δεν αναχρηματοδοτήθηκαν. Οι ελληνικές εμπορικές τράπεζες είναι συνδεδεμένες με τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές. Αυτό μπορεί να αποτελέσει έναν δίαυλο μετάδοσης της κρίσης και στο ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα, το οποίο δεν μετρά ακόμη δύο χρόνια υγιούς κερδοφορίας.
Η επιβράδυνση της Ευρωζώνης
Παρά τη σχετική αισιοδοξία που αποπνέουν οι Βρυξέλλες για την Ευρωζώνη, τα στοιχεία που δημοσιεύονται είναι μάλλον δυσοίωνα. Με τη Γερμανία να μην έχει ξεπεράσει ακόμη το σοκ από τη διακοπή τροφοδοσίας της από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα και με τη Γαλλία, την Ιταλία και την Ισπανία σε οριακά θετική ανάπτυξη, μια ανατροπή στις προβλέψεις για τα επιτόκια μπορεί να μετατρέψει τη μεγάλη οικονομική επιβράδυνση σε ύφεση. Σήμερα, Κομισιόν, ΔΝΤ και ΕΚΤ αναμένουν ανάπτυξη από 1,3% έως και 0,8% για φέτος. Τούτο, με την κρυφή προσδοκία να ξεκινήσει η μείωση των επιτοκίων του ευρώ από τα μέσα του χρόνου. Αν όμως ο πληθωρισμός, λόγω της κρίσης στη Μ. Ανατολή, πάρει ξανά ανοδική τροχιά, τότε η επιβράδυνση θα γίνει ύφεση. Η Ελλάδα θα έχει τότε και το δικό της μερίδιο στην επιβράδυνση. Τούτο διότι η Ευρωζώνη αποτελεί τον βασικό της εμπορικό εταίρο και, άρα, τον μεγαλύτερο προορισμό των εξαγωγών της. Αυτό χωρίς να λησμονήσει κανείς ότι, παρά την άνοδο του τουρισμού από ΗΠΑ, Ισραήλ και Άπω Ανατολή, οι Ευρωπαίοι συνιστούν τον κύριο όγκο των τουριστών προς τη χώρα μας, αντιπροσωπεύοντας το 65%-70% του συνόλου των επισκεπτών ελληνικών τουριστικών προορισμών.
Οι εκλογές στην Ευρώπη
Ακόμα ένας πόλος ανησυχίας είναι οι ευρωεκλογές, σε συνδυασμό βέβαια με την άνοδο ακροδεξιών αντιευρωπαϊκών κομμάτων, κυρίως σε Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία και Ολλανδία. Την ίδια ώρα, η Ε.Ε. βρίσκεται σε έναν ατέλειωτο διάλογο για το πώς θα τοποθετηθεί στο οικονομικό ράλι ΗΠΑ-Κίνας και στις προσπάθειες που πρέπει να γίνουν για να ανακτήσει την ανταγωνιστικότητά της. Τον επόμενο μήνα ξεκινά ένας εκλογικός κύκλος που θα ανοίξει από την Πορτογαλία, τον Απρίλιο στη Λιθουανία, το Βέλγιο, αλλά και ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η αλλαγή φρουράς στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα σημάνει αλλαγή των συσχετισμών εντός κυρίως των μεγάλων ευρωπαϊκών οικονομιών. Αν επικρατήσει η αντιευρωπαϊκή πολιτική, τότε θα είναι πολύ δύσκολο να ληφθούν κοινές αποφάσεις για μια κοινή πορεία Βορρά και Νότου εντός της Κοινότητας. Η Ελλάδα, ως καθαρός λήπτης κονδυλίων, προτιμά την ευρωπαϊκή συναίνεση στη λήψη των αποφάσεων.
Οι εκλογές στις ΗΠΑ
Αποφασιστικής σημασίας για το μέλλον της Ε.Ε. αλλά και της Ελλάδας θα είναι και η έκβαση των εκλογών του Νοεμβρίου στις ΗΠΑ. Η προοπτική της επανόδου στην προεδρία του Ντόναλτ Τραμπ ανησυχεί από τώρα τις ηγεσίες των θεσμών της Ε.Ε. Το ισοζύγιο των εξαγωγών είναι υπέρ της Ευρώπης και ο φόβος είναι ότι, ως νέος πρόεδρος, ο Τραμπ θα επανέλθει στην “επανεθνικοποίηση” της οικονομικής του πολιτικής. Αυτό σημαίνει νέο εμπορικό πόλεμο με την Ε.Ε. μέσω επιβολής δασμών εισαγωγών για τα ευρωπαϊκά προϊόντα, αλλά και απαίτηση για τον φόρο του 15% στις ψηφιακές υπηρεσίες που έχει επιβληθεί το 2022 στην Ε.Ε. Επίσης, κανείς δεν μπορεί να προβλέψει ποιες θα είναι οι επιλογές του νέου προέδρου των ΗΠΑ στον πόλεμο της Ουκρανίας, με δεδομένη την καλή σχέση που έχει με τον Βλαντιμίρ Πούτιν, αλλά και την εμπλοκή των ΗΠΑ στην κρίση που βρίσκεται σε εξέλιξη στη Μέση Ανατολή. Η απόσυρση των ΗΠΑ σε ένα από τα δύο ή και στα δύο μέτωπα είναι σαφές ότι θα αλλάξει τελείως το σκηνικό στην περιοχή.
Ειδικά για τη χώρα μας, η επάνοδος Τραμπ στην εξουσία θα λειτουργήσει αρνητικά στις σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Ως γνωστόν, ο τέως Αμερικανός πρόεδρος διατηρεί πολύ καλές σχέσεις με τον Τούρκο πρόεδρο, κ. Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος τις τελευταίες ημέρες φαίνεται να έχει επιστρέψει στην επιθετική ρητορική κατά της Ελλάδας. Ο φόβος είναι ότι μπορεί να θολώσουν οι πολύ καλές σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και ΗΠΑ, αφού ο νέος Αμερικανός πρόεδρος θα θελήσει να ευνοήσει τον παλιό του φίλο και συνεργάτη.
ΠΗΓΗ: capital.gr