Η κ. Ρεπούση ως πολιτική οντότητα, είναι από τα παράγωγα της κρίσης και της αποσύνθεσης του πολιτικού συστήματος. Υπό φυσιολογικές συνθήκες δεν θα έπρεπε να τη γνωρίζει ούτε ο θυρωρός της πολυκατοικίας της, για να θυμηθώ τη γνωστή ιστορική ρήση του μακαρίτη του Κατσιφάρα. Τα έφεραν όμως έτσι τα πολιτικά πράγματα της χώρας, ώστε η κ. Ρεπούση να έχει σήμερα μια έδρα στο ελληνικό κοινοβούλιο, εκλεγόμενη με τη ΔΗΜΑΡ στην Α Πειραιά και να κάνει «πολιτική καριέρα» με τις εμμονές και τις προκαταλήψεις της.
Το να έχει μια διαφορετική άποψη για κάποια ζητήματα δεν είναι καταδικαστέο. Δημοκρατία έχουμε (τουλάχιστον ακόμη) και ασφαλώς μπορεί να πει τη γνώμη της. Δικαίωμά της είναι αν θέλει να πηγαίνει να κάνει και «μαύρα Σάββατα» στα δάση σαν μάγισσα. Ευτυχώς, δεν στήνονται πυρές πλέον.
Το θέμα όμως είναι πως λειτουργεί ως εσωτερικός σαμποτέρ, μεταθέτοντας κάθε φορά τη συζήτηση στο «δέντρο» για να χαθεί το «δάσος». Η κ. Ρεπούση είναι η αψευδής απόδειξη του θριάμβου της ασημαντότητας. Λέει κάθε φορά μια σαχλαμάρα που πηγάζει από τις ιδεολογικές εμμονές της, τα μήντια «τσιμπάνε» και αρχίζουμε να συζητάμε πράγματα εκτός τόπου και χρόνου.
Η παιδεία είναι μια πολύ σοβαρή υπόθεση, την οποία δυστυχώς το πολιτικό σύστημα τη διαχειρίστηκε διαχρονικά με όρους ψηφοθηρικούς και ρουσφετολογικούς. Χάιδευε αυτιά και βόλευε πελάτες – ψηφοφόρους. Χάθηκαν ευκαιρίες, με σημαντικότερη όλων τη συνταγματική αναθεώρηση του 2008. Τότε «κολλήσαμε» στο άρθρο 16, το οποίο άλλοι βουλευτές το έλεγαν 18, άλλοι 26, κλπ. Δηλωτικό κι αυτό του γεγονότος πως είχαν «μαύρα μεσάνυχτα» και όλη η συζήτηση γινόταν με όρους μικροπολιτικής αντιπαράθεσης ανάμεσα στη ΝΔ του Καραμανλή και το ΠΑΣΟΚ του Γιώργου.
Σήμερα το τελευταίο που νοιάζει έναν γονιό κι έναν μαθητή είναι αν θα κάνει ή όχι Θρησκευτικά στο Λύκειο. Υπάρχουν σοβαρότερα πράγματα για να απασχολούν και τους γονείς και τα παιδιά. Οι σπουδές τους και το εργασιακό τους μέλλον, δεν συναρτώνται ούτε με τον Μωυσή, ούτε με τον Ιησού του Ναυή. Είναι άλλα τα ζητήματα που θα έπρεπε να έχουν πέσει στο τραπέζι της συζήτησης:
– Παρέχει το Λύκειο γενική παιδεία υψηλού επιπέδου ή απλά πάνε οι μαθητές για το χαβαλέ κι από κει και πέρα ό,τι μάθουν στο φροντιστήριο;
– Προάγει την κριτική σκέψη και τη δημιουργικότητα ή βγάζει «παπαγαλάκια»;
– Μαθαίνουν οι μαθητές πώς να εφαρμόζουν τη γνώση και να λύνουν προβλήματα ή βγαίνουν … ξύλα απελέκητα που θα στέκονται μεθαύριο σαν χαζά σε έναν εργασιακό χώρο;
– Καλλιεργούν δεξιότητες που θα τους φανούν χρήσιμες στην κοινωνική και επαγγελματική ζωή τους ή απλά χάνουν τον χρόνο τους σε τάξεις όπου οι μεν καθηγητές υποκρίνονται πως διδάσκουν και οι μαθητές προσποιούνται πως «κάτι έπιασαν»;
Η κοινωνία σίγουρα θα ήθελε να συζητηθούν κάποτε επί της ουσίας όλα αυτά τα ζητήματα, διότι την καίνε. Διότι βλέπει πως το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα δεν έχει καταφέρει να δώσει σύγχρονες απαντήσεις και πάμε ακόμα με τον αραμπά όταν όλα γύρω μας κινούνται με ταχύτητες 4G. Φαίνεται όμως πως είναι πολύ ενοχλητικά ζητήματα για ορισμένους και βρίσκουν το τέλειο άλλοθι στη Ρεπούση, για να πηγαίνει η μπάλα στην εξέδρα.
ΥΓ: Τουλάχιστον το Υπουργείο Παιδείας δεν «τσίμπησε». Κάτι είναι κι αυτό.