Ανησυχητικά επίπεδα διαφαινόμενης απάτης, δωροδοκίας και διαφθοράς ανά τον κόσμο, «φέρνει στο φώς» η 13η έρευνα της ΕΥ κατά της απάτης «Overcoming compliance fatigue: reinforcing the commitment to ethical growth».
Όσον αφορά στις αναδυόμενες απειλές, παρά την εμφανή ομοφωνία σε παγκόσμιο επίπεδο σχετικά με το σημαντικό μέγεθος της απειλής από το ηλεκτρικό έγκλημα, σχεδόν οι μισοί από τους ερωτηθέντες (48%) θεωρούν ότι αποτελεί ένα, σχετικά, χαμηλό κίνδυνο για την επιχείρησή τους. Τα συμπεράσματα της έρευνας, αναδεικνύουν ότι τα στελέχη ενδεχομένως να μην έχουν εκτιμήσει σωστά τους κινδύνους του ηλεκτρονικού εγκλήματος. Οι ερωτηθέντες ανησυχούν περισσότερο για τους hackers (48%) και υποεκτιμούν τον κίνδυνο από οργανωμένους φορείς ηλεκτρονικού εγκλήματος καθώς και από επιθέσεις προερχόμενες από ξένες χώρες. Το θετικό για την Ελλάδα είναι ότι, η χώρα μας κατέχει την δεύτερη θέση παγκοσμίως (μαζί με το Ηνωμένο Βασίλειο) όπου οι Έλληνες ερωτηθέντες όχι μόνο δεν υποεκτιμούν τον κίνδυνο αυτό αλλά θεωρούν ότι η απειλή από το ηλεκτρικό έγκλημα είναι ιδιαίτερα σημαντική για τις επιχειρήσεις τους.
Ποσοστό 40% των ερωτηθέντων, θεωρεί ότι η δωροδοκία και η διαφθορά είναι φαινόμενα ευρέως διαδεδομένα στην χώρα τους. Με τους ερωτηθέντες να σκιαγραφούν ένα επιχειρηματικό περιβάλλον με διάχυτη τη διαφθορά σε πολλές χώρες, φαίνεται ότι η κάθε διοίκηση αντιμετωπίζει με δυσκολία τις μακροχρόνιες απειλές, πόσο μάλλον τους αναδυόμενους κινδύνους, όπως το ηλεκτρονικό έγκλημα. Παρόλο που οι Έλληνες ερωτηθέντες υποστηρίζουν ότι η δωροδοκία και η διαφθορά είναι φαινόμενα ευρέως διαδεδομένα, θεωρούν ότι όχι μόνο υπάρχει η δέσμευση των διοικήσεων για την πάταξη του φαινομένου αυτού αλλά έχουν επιβληθεί ποινές σε στελέχη που επέδειξαν παραβατική συμπεριφορά.
Γίνονται οι σωστές επιλογές στη διαχείριση του κινδύνου από τα ανώτερα στελέχη;
Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν τα ανώτερα στελέχη δυσχεραίνονται από την ανεπαρκή ενημέρωση για τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν. Σύμφωνα με την έρευνα, τα ανώτερα στελέχη είναι λιγότερο πιθανό να παρακολουθήσουν προγράμματα εκπαίδευσης για την πρόληψη και καταστολή απάτης και διαφθοράς σε σχέση με τις ομάδες τους (σε ποσοστό 38%) ή να συμμετάσχουν σε μια εκτίμηση κινδύνου για την πρόληψη και καταστολή απάτης και διαφθοράς (σε ποσοστό 30%).
Τα συγκεκριμένα στατιστικά είναι ανησυχητικά καθώς αυτά τα στελέχη είναι προφανώς εκτεθειμένα σε καταστάσεις που απειλούν την ακεραιότητά τους σε καθημερινή βάση.
Η ανάγκη αναζωογόνησης της κανονιστικής συμμόρφωσης
Από την έρευνα, προκύπτει ότι έχει επέλθει κόπωση από την προσπάθεια εφαρμογής κανονιστικής συμμόρφωσης μέσα στις επιχειρήσεις, σε μια εποχή που οι επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν προβλήματα στο να αφιερώσουν πόρους προς την εφαρμογή της. Σε ένα ρυθμιστικό περιβάλλον μέσα στο οποίο η διεθνής συνεργασία γίνεται όλο και πιο συχνή, οι ερωτηθέντες περιέγραψαν, κατά κύριο λόγο, ένα στατικό εσωτερικό περιβάλλον κανονιστικής συμμόρφωσης:
► Μία στις πέντε επιχειρήσεις ακόμα δεν έχει πολιτική κατά της απάτης και της διαφθοράς
► 45% των οργανισμών δεν έχουν ακόμα μια γραμμή καταγγελίας περιστατικών απάτης. Στην Ελλάδα το ποσοστό αυτό ανέρχεται στο 56%
► Λιγότερο από το 50% των ερωτηθέντων έχουν παρακολουθήσει εκπαίδευση κατά της απάτης και της διαφθοράς
► Λιγότερο από το ένα τρίτο των επιχειρήσεων διεξάγουν έλεγχο δέουσας επιμέλειας κατά της διαφθοράς ως μέρος των διαδικασιών συγχωνεύσεων και εξαγορών
Αξίζει να σημειωθεί ότι η έρευνα βασίστηκε σε συνεντεύξεις με περισσότερα από 2.700 στελέχη σε 59 χώρες, συμπεριλαμβανομένων οικονομικών διευθυντών, διευθυντών κανονιστικής συμμόρφωσης, γενικών νομικών συμβούλων και των επικεφαλείς εσωτερικού ελέγχου.