Η Ελλάδα όχι απλώς διατηρεί, αλλά και αυξάνει την ελκυστικότητά της ως προορισμός για επενδύσεις ΑΠΕ, παρά τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η εν λόγω αγορά το τελευταίο διάστημα. Αυτό προκύπτει από τα ευρήματα της εξαμηνιαίας έκθεσης του διεθνούς οίκου ΕΥ Renewable Energy Country Attractiveness Index (RECAI) που αποτελεί σημείο αναφοράς για την παγκόσμια επενδυτική κοινότητα.
Σύμφωνα με τον δείκτη αυτό, η Ελλάδα αξιολογείται ως δεύτερη κορυφαία αγορά ΑΠΕ διεθνώς (πίσω μόνο από τη Δανία) στον σχετικό δείκτη της ΕΥ που εξετάζει τις επιδόσεις των χωρών προσαρμοσμένες σύμφωνα με το μέγεθος του ΑΕΠ τoυς, ανεβαίνοντας μια θέση σε σχέση με την προηγούμενη έκθεση, με την Χιλή να παίρνει το «χάλκινο μετάλλιο».
Στη γενική κατάταξη -που δε λαμβάνει υπόψη το μέγεθος των οικονομιών- η Ελλάδα ανεβαίνει δυο θέσεις και καταλαμβάνει την 16η θέση (από την 18η στην προηγούμενη έρευνα), επιδεικνύοντας εντυπωσιακή ανθεκτικότητα, στο φόντο των αυξανόμενων περικοπών πράσινης ενέργειας και των μηδενικών/αρνητικών τιμών στη χονδρεμπορική αγορά σε περιόδους χαμηλής ζήτησης. Πιο ελκυστική αγορά διεθνώς για επενδύσεις ΑΠΕ είναι οι ΗΠΑ και ακολουθούν η Κίνα, η Γερμανία, η Γαλλία και η Αυστραλία. Στην πρώτη δεκάδα «πλασάρονται» επίσης η Μεγάλη Βρετανία, η Ινδία, η Δανία, ο Καναδάς και η Ιαπωνία.
Στους επιμέρους δείκτες από τους οποίους προκύπτει η γενική βαθμολογία, η Ελλάδα παίρνει τους καλύτερους βαθμούς στον τομέα των χερσαίων αιολικών, των φωτοβολταϊκών και των υδροηλεκτρικών σταθμών, κάτι μάλλον αναμενόμενο εφόσον πρόκειται για τις πιο ώριμες τεχνολογίες, στις οποίες η χώρα έχει σημειώσει τη μεγαλύτερη πρόοδο. Πιο χαμηλοί είναι οι βαθμοί της χώρας στους τομείς των υπεράκτιων αιολικών (όπου ο οδικός χάρτης έχει μεν καταρτιστεί, όμως η αγορά βρίσκεται σε πιο πρώιμο στάδιο σε σχέση με άλλες χώρες της Ευρώπης), της ανάπτυξης της γεωθερμίας (που επίσης προχωρά με αργά βήματα), των μπαταριών και των ηλιακών σταθμών με συγκεντρωτικά κάτοπτρα (CSP).
Η ΕΥ τονίζει ότι η πράσινη εγκατεστημένη ισχύς διπλασιάστηκε την τελευταία πενταετία (και υπερβαίνει πλέον τα 12 GW), με την παραγωγή ηλεκτρισμού από καθαρές πηγές να αναλογεί σε πάνω από το 50% του συνόλου. Επισημαίνει όμως και ότι οι επιπτώσεις των αρνητικών/μηδενικών χονδρεμπορικών τιμών ηλεκτρισμού (που σε συνδυασμό με τις περικοπές…ρίχνουν σκιές στο πράσινο success story της Ισπανίας που υποχώρησε τέσσερις θέσεις στον δείκτη RECAI και διολίσθησε στην 12η θέση από την 8η που ήταν προηγουμένως) έχουν αρχίσει να γίνονται αισθητές και σε άλλες χώρες με κυριαρχία των φωτοβολταϊκών σταθμών, όπως είναι η Ελλάδα και η Βουλγαρία.
Ειδική αναφορά, εξάλλου, κάνει ο διεθνής οίκος στο άλμα πέντε θέσεων που πραγματοποίησε η Ελλάδα στην κατάταξη των πιο ελκυστικών αγορών για σύναψη μακροπρόθεσμων συμβολαίων προμήθειας ηλεκτρισμού (PPA). Όπως τονίζεται στην έκθεση, «Η αγορά PPA στην Ελλάδα εμφανίζει ενδείξεις ανάπτυξης. Κυριαρχείται από φωτοβολταϊκά projects και λίγες μόνο συμφωνίες που αφορούν σε χερσαία αιολικά. Όπως συμβαίνει και σε άλλες χώρες, μεγάλες βιομηχανίες αλλά και όμιλοι υψηλής τεχνολογίας (όπως η Amazon) πρωταγωνιστούν από πλευράς offtakers, ωστόσο ως ένδειξη ωρίμανσης της αγοράς αξιολογείται το πρώτο PPA που συνήφθη με αγοραστή εταιρεία του ευρύτερου δημοσίου τομέα και δη την ΕΥΑΘ. Όπως σημειώνει η EY, αυτό αντανακλά μια τάση που καταγράφεται και σε άλλες ευρωπαϊκές αγορές, όπως αυτή της Μεγάλης Βρετανίας.
Ο δείκτης RECAI της EY αξιολογεί τις 40 κορυφαίες οικονομίες του κόσμου και τις κατατάσσει ως προς την ελκυστικότητα των επενδυτικών ευκαιριών στις ΑΠΕ. Ο προσαρμοσμένος ως προς το ΑΕΠ δείκτης, δίνει μια πιο αντικειμενική εικόνα της πραγματικότητας, αποτυπώνοντας τις επιδόσεις των χωρών σε σχέση με το οικονομικό τους μέγεθος, καθώς ο βασικός δείκτης, από τη φύση του, «πριμοδοτεί» τις ισχυρότερες οικονομίες του κόσμου, οι οποίες λόγω του μεγέθους τους, έχουν και τις μεγαλύτερες αγορές ΑΠΕ.