Στασιμότητα ως προς την πρόοδο για τη βιώσιμη ανάπτυξη, εξαιτίας βραχυπρόθεσμων πιέσεων και αντίρροπων εξωτερικών δυνάμεων καταδεικνύεται στην πρόσφατη παγκόσμια έρευνα της EY, Sustainable Value Study. Σύμφωνα με τις επιχειρήσεις που συμμετείχαν στην έρευνα, η πρόοδος για τη βιώσιμη ανάπτυξη έχει επιβραδυνθεί, με τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου (GHG) να έχει περιοριστεί, κατά μέσο όρο, στο 20%, σε σύγκριση με 30% το 2022. Παράλληλα, πολλές επιχειρήσεις παρατείνουν τις προθεσμίες που έχουν θέσει για την επίτευξη των στόχων τους, με τα χρονικά ορόσημα να μετατοπίζονται, κατά μέσο όρο, από το 2036 στο 2050, καθώς απαιτούνται επενδύσεις μεγάλης κλίμακας, σχεδιασμός και συνεργασία μεταξύ των κλάδων της οικονομίας.
Η έρευνα κατέγραψε τις απόψεις περισσότερων από 500 Chief Sustainability Officers (CSOs) και επαγγελματιών βιώσιμης ανάπτυξης, από εταιρείες με έσοδα άνω του ενός δισεκατομμυρίου δολαρίων, από ολόκληρο τον κόσμο.
Ο αυξανόμενος πληθωρισμός και οι γεωπολιτικές αναταράξεις, ακόμη, επηρεάζουν την ικανότητα των επιχειρήσεων να επιταχύνουν τις προσπάθειές τους για τη βιώσιμη ανάπτυξη. Είναι χαρακτηριστικό ότι, μόνο το 34% των ερωτηθέντων σχεδιάζουν να αυξήσουν τις επενδύσεις για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, από 61% το 2022. Επιπλέον, ο αριθμός των δράσεων που αναλαμβάνουν οι οργανισμοί σχετικά με το κλίμα, έχει, επίσης, μειωθεί, από 10 ενέργειες κατά μέσο όρο το 2022, σε μόλις τέσσερις, από τα συνολικά 32 σημεία αναφοράς που παρακολουθεί η έρευνα.
Παρά τις προκλήσεις, η έρευνα εξακολουθεί να αναδεικνύει τα σημαντικά χρηματοοικονομικά οφέλη που προκύπτουν από την υλοποίηση πρωτοβουλιών βιώσιμης ανάπτυξης, με το 52% των ερωτηθέντων να δηλώνουν ότι έχουν αποκομίσει από σχετικές δράσεις, χρηματοοικονομική αξία που υπερβαίνει τις προσδοκίες τους. Επιπλέον, το 63% των ερωτηθέντων παρατήρησαν καλύτερες από τις αναμενόμενες βελτιώσεις στην αξία του προϊόντος και του brand του. Αντίστοιχα, στη χώρα μας, σύμφωνα με την έρευνα Sustainability Value Study Ελλάδα 2023, που παρουσίασε η EY Ελλάδος τον Ιούλιο του 2023, το 45% των ελληνικών επιχειρήσεων του δείγματος αποκόμισαν υψηλότερη χρηματοοικονομική αξία από τις πρωτοβουλίες τους για το κλίμα, σε σχέση με τις προσδοκίες τους.
Καθώς η πρόοδος επιβραδύνεται, μειώνεται και ο αριθμός των οργανισμών που ηγούνται της δράσης για το κλίμα. Μόνο το 7% των ερωτηθέντων πληρούν, πλέον, τα κριτήρια των «πρωτοπόρων» – δηλαδή των οργανισμών που αναλαμβάνουν τις περισσότερες δράσεις για την κλιματική αλλαγή – σε σύγκριση με 32% το 2022. Υπενθυμίζεται ότι, βάσει των στοιχείων της αντίστοιχης έρευνας της EY Ελλάδος το 2023, το ποσοστό των «πρωτοπόρων» οργανισμών στη χώρα μας, κυμαίνεται στο 9%.
Το χάσμα μεταξύ των «πρωτοπόρων» και των «παρατηρητών», εκείνων δηλαδή που λαμβάνουν τα λιγότερα μέτρα για την κλιματική αλλαγή, συνεχίζει να διευρύνεται. Το 95% των «πρωτοπόρων» οργανισμών εξακολουθούν να αναλαμβάνουν δημόσιες δεσμεύσεις για το κλίμα, ωστόσο μεταξύ των «παρατηρητών» το ποσοστό αυτό έχει μειωθεί στο 67%. Συνολικά, ο αριθμός των οργανισμών που αναφέρουν ότι δεν προχωρούν σε δημόσιες δεσμεύσεις, έχει τριπλασιαστεί σε σύγκριση με το 2022.
Ωστόσο, η εξωτερική πίεση από την αγορά για δράση για το κλίμα, παραμένει. Περισσότεροι από τους μισούς CSOs που ερωτήθηκαν, ανέφεραν ότι οι επενδυτές (58%) και οι πελάτες (51%) λειτουργούν ως «επιταχυντές» της αλλαγής, παρακινώντας τις επιχειρήσεις να υλοποιήσουν τα προγράμματά τους για τη βιώσιμη ανάπτυξη. Επιπλέον, όσοι παραμένουν προσηλωμένοι στους στόχους βιώσιμης ανάπτυξης, εντοπίζουν οφέλη από τις δράσεις τους, με οκτώ στους 10 «πρωτοπόρους» οργανισμούς του δείγματος, να αποκομίζουν υψηλότερη από την αναμενόμενη οικονομική αξία, σε σύγκριση με μόλις 45% των «παρατηρητών».
Η μελέτη υπογραμμίζει, επίσης, την ανάγκη οι επικεφαλής βιώσιμης ανάπτυξης (CSOs), να γίνουν καταλύτες του μετασχηματισμού. Σύμφωνα με τα δεδομένα, οι οργανισμοί σημειώνουν μεγαλύτερη επιτυχία στα προγράμματα βιώσιμης ανάπτυξης, όταν οι CSOs έχουν τη δύναμη να δρουν μετασχηματιστικά, λαμβάνοντας σαφή εντολή από τη διοίκηση και έχοντας σημαντική επιρροή στον οργανισμό, ενεργό ρόλο στη χάραξη της εταιρικής στρατηγικής, καθώς και την αρμοδιότητα να αξιολογούν τις επιδόσεις των υπόλοιπων στελεχών ως προς τους στόχους βιώσιμης ανάπτυξης.
Οι «μετασχηματιστικοί» Chief Sustainability Officers (οι οποίοι, επί του παρόντος, δεν ξεπερνούν τον έναν στους πέντε από το δείγμα της έρευνας) επιτυγχάνουν υψηλότερες από τον μέσο όρο μειώσεις των εκπομπών (21,2%) και αναλαμβάνουν περισσότερες δράσεις για την κλιματική αλλαγή – κατά μέσο όρο, στους 27 από τους 32 τομείς δράσης που εξετάζει η έρευνα. Κατορθώνουν, επίσης, να εξασφαλίσουν μεγαλύτερη συνεργασία σε επίπεδο διοικητικής ομάδας (C-suite), ένα ζήτημα στο οποίο οι συμμετέχοντες εξακολουθούν να εντοπίζουν περιθώρια για βελτίωση.
ΑΠΕ ΜΠΕ