«Η Ανι Μπους το καλοκαίρι του 1993, μια ημέρα πριν τα 54α της γενέθλια, έπαθε εγκεφαλικό εμβολισμό, ο οποίος την άφησε παράλυτη από τη μέση και κάτω για το υπόλοιπο της ζωής της. Δεν πάσχει από κάποια ασθένεια σε τελικό στάδιο, αλλά καθημερινά υποφέρει από αφόρητους πόνους. Οι γιατροί λένε πως έχει ακόμη αρκετά χρόνια ζωής. Ωστόσο, η 75χρονη γυναίκα εδώ και ένα χρόνο εξεδήλωσε την επιθυμία της να τεθεί σε ευθανασία, καθώς όχι μόνο δεν απολαμβάνει πλέον τη ζωή, αλλά επίσης δεν αντέχει να ξυπνάει κάθε μέρα μέσα στους πόνους και να ταλαιπωρεί και τους γύρω της». Κάπως έτσι αρχίζει η εξιστόρηση της περίπτωσης της Ολλανδής που το περασμένο καλοκαίρι θέλησε να φύγει από τη ζωή, μη μπορώντας άλλο να αντέξει την οδυνηρή καθημερινότητα.
Το γερμανικό περιοδικό Spiegel την επισκέφτηκε στο σπίτι της και πέρασε μαζί της τις τελευταίες ώρες της ζωής της.
Προκειμένου να τύχεις υποβοηθούμενης αυτοκτονίας στην Ολλανδία, τη χώρα που έγινε η πρώτη παγκοσμίως που νομιμοποίησε την ευθανασία τον Απρίλιο του 2002, πρέπει να αποδείξεις πως υποφέρεις είτε από αφορητο πόνο, είτε από μια ασθένειασε τερματικό στάδιο. Ο ολλανδικός νόμος διαθέτει ένα αυστηρό θεσμικό πλαίσιο με τα κριτήρια για το ποιοι ασθενείς και με ποιον τρόπο μπορούν να οδηγηθούν τεχνητά στο θάνατο.
Η Μπους αρχικά απευθύνθηκε στον οικογενειακό τους γιατρό, ο οποίος αρνήθηκε να την βοηθήσει να θέσει η ίδια τέρμα στη ζωή της με φάρμακα. Οπότε, η 75χρονη γυναίκα κατόπιν χτύπησε την πόρτα της Κλινικής Τερματισμού Ζωής (Levenseindekliniek) που εδρεύει στη Χάγη.
Οι κινητές μονάδες της Κλινικής Τερματισμού Ζωής απαρτίζονται από ειδικά εκπαιδευμένο γιατρό και νοσηλευτή, που από το 2012 μπορούν να επισκέπτονται ασθενείς σε όλη την ολλανδική επικράτεια που εκτιμούν ότι πληρούν τα κριτήρια για να κάνουν ευθανασία. Η Κλινική, που αριθμεί ήδη 37 άτομα προσωπικό, μόνο πέρσι διενήργησε υποβοηθούμενη αυτοκτονία σε πάνω από 200 Ολλανδούς, άντρες και γυναίκες, που πληρούσαν τα κριτήρια για να τερματίσουν τη ζωή τους με τεχνητά μέσα.
«Όταν κάτι τόσο άσχημο σου συμβαίνει στα 75 σου χρόνια, είναι τραγικό, όταν όμως σου συμβαίνει στα 54 σου είναι απλώς άδικο», είπε στους απεσταλμένους του γερμανικού περιοδικού η Μπους, λίγο πριν κάνει η ίδια την αίτηση για την όλη διαδικασία. «Εγώ, η Ανι Μπους, γεννηθείσα στις 25 Αυγούστου του 1939, αιτούμαι ευθανασίας. Νιώθω αφόρητο πόνο, το σώμα μου δεν λειτουργεί πια και είναι ταπεινωτικό για μένα κάθε μέρα να πρέπει να ουρώ μέσα σε μια σακούλα. Οι γιατροί δεν μπορούν να κάνουν τίποτα άλλο πλέον για μένα». Η Μπους εξετάστηκε από ψυχίατρο, ο οποίος αποφάνθηκε πως έχει «σώας τας φρένας», οπότε η αίτηση της έγινε δεκτή.
Κατόπιν, η νοσοκόμα της Levenseindekliniek, η Κονστανς ντε Βρις, της εξήγησε την διαδικασία. Η Μπους θα έπρεπε να διαλέξει να τερματίσει τη ζωή της με έναν από τους δυο ακόλουθους τρόπους: είτε να πιει ένα θανατηφόρο κοκτέιλ φαρμάκων, είτε αυτό το κοκτέιλ να της χορηγηθεί ενδοφλεβίως.
Σε αμφότερες τις περιπτώσεις δεν θα ένιωθε κανέναν απολύτως πόνο. Αρχικά θα έχανε τις αισθήσεις της ενώ μετά από λίγα λεπτά η ουσία Rocuronium θα παρέλυε τους αναπνευστικούς της μύες και η γυναίκα θα πέθαινε ενόσω κοιμόταν. Η Μπους επέλεξε τη δεύτερη λύση.
Μέχρι την ημέρα του θανάτου της, η Μπους ένιωθε πίκρα για ένα πράγμα. Όπως λέει, ενώ έζησε για 75 χρόνια κοντά στην εκκλησία, ωστόσο οι ιερείς της ενορίας της αρνήθηκαν να είναι δίπλα της τις τελευταίες αυτές ώρες.
Κανένας καθολικός ιερωμένος δεν δέχτηκε να δώσει την τελευταία μετάληψη σε μια γυναίκα που επέλεξε να «αυτοκτονήσει», έστω κι υποβοηθούμενη, διεκδικώντας το δικαίωμα της στην προσωπική της αξιοπρέπεια, όπως κι αν την εννοεί η ίδια.
Οι τελευταίες της στιγμές
Το πρωί της τελευταίας της ημέρας πάνω στη Γη, η Μπους ξύπνησε περιστοιχισμένη από όλη της την οικογένεια, τα παιδιά και τα εγγόνια της και φυσικά τον άντρα της, που ήταν μαζί της για πάνω από πενήντα χρόνια.
Η σκηνή εκτυλίσσεται κάπως σαν την τελευταία σεκάνς της καναδικής ταινίας «Η Επέλαση των Βαρβάρων»: Ένας ένας, οι δεκαπέντε κοντινότεροι συγγενείς της Ανι σπεύδουν δίπλα της, την φιλάνε και την αποχαιρετούν, ψιθυρίζοντας της μερικά λόγια αγάπης στο αυτί. Η ίδια η Μπους χαμογελάει.
«Είστε σίγουρη; Να προχωρήσω;», τη ρωτάει ακόμη μια φορά η Ντε Βρις.
«Ναι», απαντάει μονολεκτικά η 75χρονη γυναίκα.
Η νοσοκόμα χαμηλώνει το προσκέφαλο του κρεβατιού της και φτιάχνει το μαξιλάρι της Μπους. Ο σύζυγος της της κρατάει το χέρι την ώρα που το περιεχόμενο της σύριγγας εισέρχεται στις φλέβες της. «Εύχομαι να μην συμβεί σε κανέναν από εσάς, αυτό που συνέβη σε μένα»: είναι οι τελευταίες της κουβέντες. Τα μάτια της κλείνουν σιγά σιγά και η Ανι ακουμπάει το κεφάλι της στο μαξιλάρι.
Μετά από λίγα δευτερόλεπτα, η Ανι Μπους πέρασε με ηρεμία στην «άλλη όχθη»…