Σχεδόν μια εβδομάδα αφότου οι τρομοκράτες της Χαμάς που ήταν αποφασισμένοι να δολοφονήσουν διέσχισαν τα σύνορα της Γάζας, όλος ο πλανήτης προσπαθεί να επεξεργαστεί το σοκ. Θα περάσουν μήνες ή ίσως χρόνια μέχρι να μπορέσουν τελικά να εκτιμηθούν οι πλήρεις συνέπειες αυτής της απάνθρωπης τρομοκρατικής επίθεσης, και δεν γνωρίζουμε αν ο πόλεμος στη Γάζα θα εξαπλωθεί σε όλη τη Μέση Ανατολή και ενδεχομένως πέρα από αυτήν.
Του Δημήτρη Απόκη
Το διάστημα μέχρι την επαίσχυντη τρομοκρατική επίθεση, η κυβέρνηση του πρωθυπουργού Μπέντζαμιν Νετανιάχου και πολλοί στις υπηρεσίες ασφαλείας και πληροφοριών της χώρας, αντιμετώπιζαν τους Παλαιστίνιους ως ένα διαχειρίσιμο πρόβλημα.
Παρά τα αρκετά ανησυχητικά σημάδια, η Ιερουσαλήμ και η Ουάσιγκτον πίστευαν ότι η δυναμική στη Μέση Ανατολή ήταν με το μέρος τους. Μετά από μια αρχική απροθυμία να εμπλέξει τον Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν, τον πρίγκιπα διάδοχο της Σαουδικής Αραβίας και de facto ηγέτη, η κυβέρνηση Μπάιντεν ξεκίνησε μια διπλωματική προσπάθεια μεταξύ του βασιλείου, του Ισραήλ και της Αμερικής, ελπίζοντας σε μια διεύρυνση των Συμφωνιών του Αβραάμ. Η αντίληψη ήταν ότι όχι μόνο θα μπορούσαν αυτές οι διαπραγματεύσεις να μεταμορφώσουν τη θέση του εβραϊκού κράτους στον μουσουλμανικό κόσμο, αλλά θα μπορούσαν επίσης να ξεκινήσουν τις διαπραγματεύσεις του Ισραήλ με την Παλαιστινιακή Αρχή στη Δυτική Όχθη και να ενισχύσουν τη θέση της Αμερικής στην περιοχή.
Ο Νετανιάχου έκανε την εξομάλυνση με τη Σαουδική Αραβία την νούμερο ένα προτεραιότητά του στην εξωτερική πολιτική, βλέποντας μια νέα Μέση Ανατολή υπό έλεγχο. Ο Λευκός Οίκος αντιμετώπισε το Ιράν, ιδιαίτερα τις πυρηνικές φιλοδοξίες του, ως μια σοβαρή ενόχληση, η οποία όμως θα μπορούσε να μειωθεί χωρίς αντιπαράθεση. Αυτό το είδαμε στη δήλωση του Τζέικ Σάλιβαν, σύμβουλου εθνικής ασφάλειας του Αμερικανού προέδρου, ο οποίος δήλωσε τον Σεπτέμβριο ότι «η περιοχή της Μέσης Ανατολής είναι πιο ήσυχη σήμερα από ότι ήταν εδώ και δύο δεκαετίες».
Δυστυχώς, για αυτή την επικρατούσα αντίληψη, το καθεστώς των μουλάδων του Ιράν έχει από καιρό μια πολύ καλύτερη αντίληψη της πραγματικότητας της περιοχής και της πολιτικής εξουσίας. Σε μια βαθιά κατακερματισμένη Μέση Ανατολή, γνωρίζει την αξία των πολέμων δι’ αντιπροσώπων που διεξάγονται από πολιτοφυλακές διαφόρων ιδεολογικών αποχρώσεων. Στη δεκαετία του 1980, δημιούργησε τη Χεζμπολάχ στις σιιτικές παραγκουπόλεις του Λιβάνου, η οποία απειλεί διαχρονικά το Ισραήλ και κάνει ότι θέλει ως εκπρόσωπος του Ιράν στο Ιράκ και τη Συρία.
Οι δεσμοί του Ιράν με τη Χαμάς, ένα παρακλάδι της αιγυπτιακής σουνιτικής Μουσουλμανικής Αδελφότητας, αρχικά δεν ήταν τόσο στενοί. Η Χαμάς έχει τη δική της ατζέντα, τις δικές της πηγές δύναμης και άφθονη χρηματοδότηση από τους σεΐχηδες του Κόλπου και, δυστυχώς, έμμεσα από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Μετά την 11η Σεπτεμβρίου του 2001, καθώς οι σουνίτες άραβες ηγέτες άρχισαν να ανησυχούν περισσότερο για την ισλαμική μαχητικότητα, κουράστηκαν από την παλαιστινιακή υπόθεση και ωθήθηκαν πιο κοντά στο Ισραήλ, η Χαμάς βρήκε έναν πρόθυμο εταίρο στο Ιράν.
Τα τελευταία χρόνια το σύστημα εξωτερικής πολιτικής της Αμερικής, υλοποιώντας μια πολιτική που θα άφηνε πίσω την κληρονομιά του στη Μέση Ανατολή, αναζήτησε δικούς τους συμμάχους για να φέρουν το βάρος μιας δυσλειτουργικής περιοχής. Η κυβέρνηση Μπάιντεν βασίστηκε στην ελπίδα ότι οι τοπικοί φορείς θα περιπολούσαν την περιοχή για λογαριασμό της, και η Ουάσιγκτον θα απελευθερώνονταν ώστε να επικεντρωθεί στην Ασία. Το Ισραήλ και η Σαουδική Αραβία είχαν εντοπιστεί ως οι βασικοί εταίροι σε αυτή την προσπάθεια.
Τις τελευταίες εβδομάδες, πύκνωναν οι πληροφορίες μέσω διαρροών, ότι μια συμφωνία μεταξύ Ισραήλ και Σαουδικής Αραβίας, ήταν κοντά. Η Αμερική θα παρείχε εγγυήσεις ασφαλείας στη Σαουδική Αραβία, παρόμοιες με αυτές στη Νότια Κορέα, και θα τη στήριζαν στο να γίνει ένα πυρηνικό κράτος, με τη δική του ικανότητα εμπλουτισμού ουρανίου. Οι Ισραηλινοί θα αποδέχονταν την ενδεχόμενη πυρηνικοποίηση της Σαουδικής Αραβίας, θα ξεκινούσαν μια νέα ειρηνευτική διαδικασία με τους Παλαιστινίους και τουλάχιστον θα έγνεφαν προς την οφθαλμαπάτη μιας λύσης δύο κρατών.
Όμως προϋπόθεση για να επιτευχθεί αυτή η συμφωνία, ήταν το Ιράν και η Χαμάς, να μην αντιδράσουν. Επίσης, κύκλοι της Ουάσιγκτον, πίστευαν ότι η παρέμβαση της Κίνας στην πολιτική του Περσικού Κόλπου, η οποία οδήγησε στην αποκατάσταση των σχέσεων μεταξύ του Ριάντ και της Τεχεράνης, θα μπορούσε πραγματικά να λειτουργήσει προς όφελος της Αμερικής, δεδομένου ότι σηματοδότησε, στα μάτια τους, έναν ορισμένο πραγματισμό στη Σαουδική Αραβία και το Ιράν.
Το τραγικό λάθος της κυβέρνησης Μπάντεν ήταν να πιστέψει ότι η ανοχή της Τεχεράνης και της Χαμάς θα μπορούσε να αγοραστεί. Στις διεθνείς σχέσεις, αυτό ονομάζεται, αποκλιμάκωση. Η Αμερική, αποδέσμευσε 6 δισεκατομμύρια δολάρια στο καθεστώς της Τεχεράνης, φαινομενικά για την απελευθέρωση φυλακισμένων πολιτών με διπλή υπηκοότητα. Στην πραγματικότητα, ο Λευκός Οίκος ήλπιζε ότι αυτό θα επιβράδυνε την πυρηνική πορεία της Ισλαμικής Δημοκρατίας και θα την σταματούσε από το να πλήττει τους Αμερικανούς στρατιώτες στη Συρία.
Την ίδια στιγμή, το Ισραήλ, πίστευε ότι η Χαμάς δεν θα κατέφευγε στην τρομοκρατία και δεν θα έθετε σε κίνδυνο τη χαλάρωση του εμπάργκο του Ισραήλ, το οποίο επέτρεψε σε έως και 18.000 κατοίκους της Γάζας να εργαστούν στο Ισραήλ αποφέροντας ημερήσιο εισόδημα 2 εκατομμυρίων δολαρίων.
Για μια ακόμη φορά αποδείχθηκε η ανοησία του κατευνασμού των τρομοκρατών και των απολυταρχικών καθεστώτων που τα στηρίζουν. Το Ιράν και η Χαμάς πήραν τα χρήματα και πήγαν σε πόλεμο.
Υπάρχει μια συζήτηση στην Ουάσιγκτον και την Ευρώπη σχετικά με το αν το καθεστώς της Τεχεράνης, διέταξε την επίθεση ή συναίνεσε στην πρωτοβουλία της Χαμάς. Ο ανώτατος ηγέτης του Ιράν, Αλί Χαμενεΐ, δεν κρύβει τη χαρά του μετά την εισβολή. Όπως δήλωσε, “Θεού θέλοντος, αυτός ο καρκίνος (το Ισραήλ) θα εξαλειφθεί στα χέρια του παλαιστινιακού λαού και των δυνάμεων αντίστασης σε ολόκληρη την περιοχή”. Η “πλημμύρα Al-Asqa”, όπως αποκαλεί η Χαμάς την επίθεση, έδειξε σίγουρα έναν βαθμό ικανότητας, εφευρετικότητας και τόλμης που δεν είχε παρατηρηθεί πριν στις τρομοκρατικές επιθέσεις της οργάνωσης στο Ισραήλ. Αυτό είναι το επίπεδο επιθετικότητας που η Τεχεράνη, πάντα ενθάρρυνε στις συμμαχικές πολιτοφυλακές της.
Είναι ξεκάθαρο, ότι τόσο το Ιράν όσο και η Χαμάς ήθελαν να ματαιώσουν μια περιφερειακή ευθυγράμμιση που απειλούσε να ενσωματώσει περισσότερο το Ισραήλ στη Μέση Ανατολή. Η αμερικανική και ισραηλινή διπλωματία λειτουργούσαν με την πλάνη, ότι το Ιράν δεν είχε δικαίωμα βέτο σε αυτή τη διαδικασία.
Ο Αλί Χαμενεΐ βλέπει ότι η Αμερική βρίσκεται σε πορεία φυγής στη Μέση Ανατολή, γεγονός που βοήθησε στην εδραίωση της συμμαχίας του Ιράν με τη Ρωσία και την Κίνα. Από την πλευρά της Τεχεράνης, αυτή ήταν μια εξαιρετική στιγμή για να χτυπήσει. Το ίδιο ισχύει και για τη Χαμάς, η οποία πιθανότατα απολαμβάνει μεγαλύτερη δημοτικότητα μεταξύ των νέων Παλαιστινίων ανδρών, από ότι ο αντίπαλος και εχθρός της στη Δυτική Όχθη, η Φατάχ, η οποία διοικεί την Παλαιστινιακή Αρχή.
Το Ιράν και η Χαμάς χρειάζονταν έναν πόλεμο και κατάλαβαν και οι δύο ότι πυροδοτώντας τον, θα μπορούσαν να ανατρέψουν ό,τι συμφωνούσαν οι σουνίτες Άραβες πρίγκιπες στα παλάτια τους.
Όταν τα ισραηλινά στρατεύματα εισέλθουν στη Γάζα για να διαλύσουν τον τρομοκρατικό μηχανισμό της Χαμάς και τα εργοστάσια πυραύλων της, οι απώλειες θα αυξηθούν και οι σκηνές στέρησης θα μεταδοθούν στα αραβικά δορυφορικά κανάλια και στους λογαριασμούς των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Η παλαιστινιακή υπόθεση είναι ακόμα πολύ ζωντανή μεταξύ των αραβικών κατώτερων και μεσαίων τάξεων, και οι σημαντικές διαδηλώσεις, έχουν συνήθως επίδραση στις αποφάσεις, των σουνιτών αράβων ηγεμόνων.
Οι Ευρωπαίοι σίγουρα θα ζητήσουν διαμεσολάβηση. Ο ΟΗΕ θα συγκαλέσει συνόδους για να επικρίνει το Ισραήλ. Στο μακελειό, η Χαμάς μπορεί να χάσει τον έλεγχο της εξουσίας. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς, ωστόσο, ότι η Φατάχ ή οποιαδήποτε άλλη παλαιστινιακή ομάδα θα ξεσηκωθεί, με ή χωρίς ισραηλινές επιδοτήσεις, για να την αντικαταστήσει.
Ο μεγάλος νικητής σε αυτό το χάος, εάν δεν υπάρξει πλήρης αλλαγή κατεύθυνσης της πολιτικής της Ουάσιγκτον και της Δύσης ευρύτερα, θα είναι η Τεχεράνη.
Σε μια βαθιά κατακερματισμένη Μέση Ανατολή, το καθεστώς των μουλάδων, έχει επιδείξει εντυπωσιακή ικανότητα. Στο Ιράκ, τον Λίβανο, την Υεμένη και τη Γάζα, οι συμμαχικές με το Ιράν τρομοκρατικές ομάδες, αμφισβήτησαν επιτυχώς τις κυβερνώσες αρχές, με αποσταθεροποίηση τους ή σε κάποιες περιπτώσεις τις αντικατέστησαν.
Η ιδιοφυΐα της στρατηγικής πολέμου δια αντιπροσώπων της Ισλαμικής Δημοκρατίας και η τραγωδία της Δύσης, είναι ότι ποτέ δεν προκαλεί ουσιαστική απάντηση. Η αλληλουχία των γεγονότων είναι πάντα τρομακτικά η ίδια. Οι συμμαχικές με το Ιράν τρομοκρατικές οργανώσεις, ξεκινούν μια καταστροφική επίθεση και το στοχοποιημένο έθνος είναι πολύ απασχολημένο με την αντιμετώπισή της, για να επικεντρωθεί στην πηγή της απειλής.
Όταν η Αμερική ήταν χωμένη στον πόλεμο του Ιράκ, δεν επιθυμούσε να επεκτείνει τη σύγκρουση στο Ιράν, παρόλο που ήταν ιρανικά πυρομαχικά και σχέδια που έπλητταν τις δυνάμεις της.
Σήμερα, το Ισραήλ βρίσκεται σε παρόμοια κατάσταση. Καθώς αναλαμβάνει το δύσκολο έργο της εκκαθάρισης της Γάζας από τη Χαμάς, θα αποφύγει να επιτεθεί στο Ιράν από φόβο μήπως υπερφορτώσει την κρίση.
Το τρομοκρατικό καθεστώς της Τεχεράνης, έχει πρόσθετο μοχλό πίεσης μέσω της Χεζμπολάχ, με το τεράστιο οπλοστάσιο πυραύλων της. Αλλά ακόμη και αν η Χεζμπολάχ επιτεθεί από τον Λίβανο, η λογική της αυτοσυγκράτησης πιθανότατα θα επικρατούσε, καθώς ένα Ισραήλ σε πόλεμο βόρεια και νότια δεν θα επιθυμούσε να εμπλακεί άμεσα με το Ιράν. Η επίθεση παντού είναι ίσως η καλύτερη στρατηγική για την Ιερουσαλήμ, αλλά οι πόροι για να γίνει αυτό, πόσο μάλλον η βούληση, είναι πιθανότατα πέρα από τις δυνατότητες του Ισραήλ.
Η Τεχεράνη, δεν έχει απλώς επιδείξει καλύτερη αντίληψη της περιφερειακής πολιτικής από την Ουάσιγκτον. Τα τελευταία χρόνια, το Ιράν έχει δώσει στον εαυτό του μια ανάσα σφυρηλατώντας στενούς δεσμούς με τη Ρωσία και την Κίνα. Η Μόσχα έχει ανοίξει το οπλοστάσιό της στην Τεχεράνη, παρέχοντάς της εξελιγμένα αεροσκάφη και συστήματα αεράμυνας. Ο Πούτιν, καλωσορίζει, μια άλλη σύγκρουση στη Μέση Ανατολή.
Η κατάσταση της Κίνας είναι διαφορετική. Αν και δεν είναι πλέον ο παίκτης που οραματίστηκαν ο Χένρι Κίσινγκερ και ο Μπρέντ Σκόουκροφτ, το Πεκίνο δεν θα ήθελε έναν πόλεμο που θα μπορούσε να διαταράξει τον ενεργειακό εφοδιασμό του. Αλλά οι σκληροί αυταρχικοί ιδεολόγοι καταλαβαίνουν ο ένας τον άλλον καλύτερα από τους πραγματιστές Αμερικανούς, με τα μάτια τους στους ισολογισμούς και την ανάλυση κόστους-οφέλους.
Εξάλλου, η Κίνα δεν είχε κανένα πρόβλημα με τον πόλεμο της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας, παρά το γεγονός ότι η Ευρώπη είναι ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Κίνας. Η συμφωνία μεταξύ του Ιράν και της Σαουδικής Αραβίας με τη μεσολάβηση της Κίνας έχει μόνο μία επιτακτική ανάγκη. Το Ιράν, δεν θα επιτεθεί στις πετρελαϊκές εγκαταστάσεις της Σαουδικής Αραβίας όπως έκανε το 2019. Η Τεχεράνη έχει μέχρι στιγμής τηρήσει το δικό της μέρος της συμφωνίας και άφησε ανενόχλητες τις πετρελαϊκές εγκαταστάσεις της Σαουδικής Αραβίας, ενώ υπονομεύει τις περιφερειακές αξιώσεις του Ριάντ.
Όπως και η κυβέρνηση Ομπάμα, έτσι και η κυβέρνηση Μπάιντεν, έχει επανειλημμένα υποβαθμίσει τις ιδεολογικές δεσμεύσεις της Ισλαμικής Δημοκρατίας, χωρίς ποτέ να πάρει τοις μετρητοίς την εμπρηστική ρητορική των μουλάδων. Αυτό είναι λάθος και αποτυγχάνει να δει την επικίνδυνη δυναμική που καθορίζει τώρα τον ρόλο του Ιράν στην περιοχή.
Καθώς το ισλαμικό επαναστατικό πνεύμα της χώρας είναι σε αποδρομή στο εσωτερικό, το καθεστώς θεώρησε απαραίτητο να αναζητήσει νομιμότητα και υπερηφάνεια στο εξωτερικό, τόσο μέσω των πολέμων δια αντιπροσώπων όσο και μέσω της συνεχιζόμενης ανάπτυξης πυραυλικής τεχνολογίας και πυρηνικών όπλων.
Είναι ξεκάθαρο, ότι η επιτυχία της Δύσης στη Μέση Ανατολή περιλαμβάνει τον περιορισμό της Ισλαμικής Δημοκρατίας, με στόχο την υπονόμευση της εξουσίας της στο εσωτερικό. Η πολιτική κατευνασμού δεν θα σταματήσει τις πυρηνικές φιλοδοξίες της Τεχεράνης και οι κυρώσεις δεν θα εξουδετερώσουν τους τρομοκράτες – δολοφόνους, προστατευόμενούς της.
Η στρατηγική αποφυγής των ρεαλιστικών, αλλά δύσκολων, αποφάσεων, από την Ουάσιγκτον και τη Δύση, και το να βασίζονται στους διπλωμάτες τους, που ξεκινούν ατέρμονες και ασαφείς διαδικασίες, είναι όχι απλά λανθασμένη αλλά επικίνδυνη.
Ευτυχώς, το καθεστώς των μουλάδων στην Τεχεράνη, διανύει μια επαναστατική διάθεση. Η δυσαρέσκεια στη χώρα είναι μια τεράστια δεξαμενή ελπίδας. Δεν γνωρίζουμε πότε θα συμβεί η επόμενη μεγάλη έκρηξη και ούτε το καθεστώς το γνωρίζει. Αλλά ο μέσος Ιρανός, ο οποίος βγαίνει όλο και περισσότερο στους δρόμους μετά τις πανεθνικές διαδηλώσεις του 2017, δεν καταλαβαίνει γιατί οι πενιχροί πόροι του έθνους του σπαταλούνται σε αραβικούς εμφύλιους πολέμους και τρομοκρατικές εκστρατείες εναντίον του Ισραήλ.
Η επιτυχημένη στρατηγική αποτροπής, αφορά πάντα εν μέρει την υπομονετική εφαρμογή στρατιωτικής ισχύος. Για το Ισραήλ μπορεί να συνεπάγεται, αφού ο πόλεμος στη Γάζα φτάσει σε ένα αιματηρό, μη ικανοποιητικό τέλος, άλλη μια επίθεση στη Χεζμπολάχ. Το τεράστιο απόθεμα πυραύλων της λιβανικής ομάδας μπορεί να αποτρέψει τους ισραηλινούς ηγέτες, αλλά αν η Ιερουσαλήμ αποφασίσει να προσπαθήσει να προλάβει τον επόμενο πυραυλικό πόλεμο, η Ουάσιγκτον θα πρέπει να τη στηρίξει πλήρως, για αυτό που σίγουρα θα είναι μια μακρά εκστρατεία.
Η σκιά των πολέμων στο Ιράκ και το Αφγανιστάν σκιάζει βαριά τον ουρανό πάνω από την Ουάσιγκτον. Τα γεγονότα αυτής της εβδομάδας θα πρέπει να καταστήσουν σαφές ότι η Αμερική δεν μπορεί να εγκαταλείψει τη Μέση Ανατολή και να στραφεί στην Ασία. Δυστυχώς, η περιοχή έχει ένα αιματηρό τρόπο να σύρει τις απρόθυμες δυνάμεις πίσω στο τέλμα της.
Η επίτευξη της νίκης έναντι του άξονα της απολυταρχίας και των δολοφόνων τρομοκρατών δεν θα είναι φθηνή, θα έχει βαρύ κόστος. Πέρα από τη στρατιωτική ισχύ, την οποία η Ουάσιγκτον θέλει πάση θυσία να αποφύγει έναντι του Ιράν, η Αμερική και η Δύση, έχουν ένα ατού, τον ιρανικό λαό, του οποίου η χειραφέτηση θα απελευθέρωνε όχι μόνο τον εαυτό του αλλά και την περιοχή στο σύνολό της. Αυτό είναι κάτι που δεν γίνεται με δορυφόρους, gadgets, και τεχνικούς μέσα σε σκοτεινά δωμάτια. Απαιτεί άμεση επαναφορά του Human Intelligence και δύσκολες, αλλά ρεαλιστικές αποφάσεις, από ηγέτες, που δυστυχώς στην υφιστάμενη κρίσιμη στιγμή, στη Δύση δεν υπάρχουν.
Όταν στην Ουάσιγκτον οι Ρεπουμπλικάνοι δεν μπορούν να βρουν μια λύση, λόγω ανόητων διαφορών, στην εκλογή Προέδρου της Βουλής, για να λειτουργήσει το Κογκρέσο και να πάρει άμεσα αποφάσεις για την κρίση. Όταν το Δημοκρατικό Κόμμα, έχει καταληφθεί από τα συμφέροντα και τους επικίνδυνους για την επιβίωση του δυτικού κόσμου, θιασώτες του Woke Culture, το μέλλον διαγράφεται ζοφερό.
Η λύση είναι μια. Άμεση στροφή 180 μοιρών, στην καταστροφική πορεία που έχει ακολουθήσει η Δύση τα τελευταία χρόνια. Πλήρης στήριξη στην εκστρατεία του Ισραήλ για εξάλειψη της Χαμάς και τέλος στις ανόητες και χωρίς στρατηγική πολιτικές για πράσινα άλογα και αλλοίωση των βασικών αξιών του δυτικού πολιτισμού και της φιλελεύθερης δημοκρατίας.
*Ο Δημήτρης Γ. Απόκης, είναι Διεθνολόγος, με ειδίκευση στην Αμερικανική Εξωτερική Πολιτική, Γεωπολιτική και Διεθνή Οικονομία. Απόφοιτος των πανεπιστημίων The American University, School of International Service, και The Johns Hopkins University, The Paul H. Nitze, School of Advanced International Studies της Ουάσιγκτον. Είναι μέλος του The International Institute for Strategic Studies, του Λονδίνου. Ως Δημοσιογράφος, υπήρξε επί σειρά ετών διαπιστευμένος ανταποκριτής στο Λευκό Οίκο, στο Στέητ Ντιπάρτμεντ και στο Αμερικανικό Πεντάγωνο.
Πηγή:thepresident.gr