Στην προειδοποίηση να μην βασιζόμαστε υπερβολικά στα πρόσφατα (θετικά) οικονομικά στοιχεία προχώρησε ο επικεφαλής οικονομολόγος της ΕΚΤ, Φίλιπ Λέιν, καθώς, όπως είπε, η παγκόσμια έξαρση κρουσμάτων κορωνοϊού θα συνεχίσει για κάποιο διάστημα να έχει επίπτωση σε καταναλωτές και επιχειρήσεις.
Δεν θα ήταν «σώφρον» να βγάζουμε ισχυρά συμπεράσματα από τις επιδόσεις του β’ τριμήνου που ήταν «λιγότερο κακές σε σχέση με τις προβλέψεις» και που θα πρέπει να συνυπολογιστούν με το τρίμηνο που ολοκληρώνεται τον Σεπτέμβριο, αναφέρει ο Λέιν σε μπλογκ του που δημοσιεύτηκε στον ιστότοπο της ΕΚΤ.
Αναφέρει επίσης ότι η αύξηση των μολύνσεων από κορωνοϊό σε κάποιες περιοχές της Ευρώπης, αλλά και παγκοσμίως πλήττει την καταναλωτική δαπάνη και τις επενδύσεις των επιχειρήσεων.
«Οι παράγοντες αυτοί βοηθούν να εξηγήσουμε γιατί η οικονομία αναμένεται να χρειαστεί αρκετό χρόνο για να ανακάμψει πλήρως από το σοκ της πανδημίας και γιατί είναι απαραίτητη η παροχή σημαντικής δημοσιονομικής και νομισματικής στήριξης», σημειώνει.
Ενώ το ΑΕΠ ευρωζώνης συρρικνώθηκε σε ποσοστό – ρεκόρ της τάξης 12,1% στο β’ τρίμηνο, στέλνοντας την παραγωγή πίσω στα επίπεδα του 2005, η οικονομία ανέκαμψε γρηγορότερα του αναμενόμενου τον Μάιο και τον Ιούνιο, με την άρση των lockdowns. Η ΕΚΤ είχε κάνει πρόβλεψη για πτώση του ΑΕΠ κατά 13%.
Ο Λέιν σημειώνει ότι αυτό μπορεί να σημάνει ότι η άνοδος της δραστηριότητας κατά το γ’ τρίμηνο θα είναι μικρότερη από αυτό που προσδοκάται.
Οι δείκτες PMI για τον Ιούλιο δείχνουν ότι οι βιομηχανίες μείωσαν τις θέσεις εργασίας, λόγω της πτώσης της ζήτησης που τις ανάγκασε να λάβουν επιθετικά μέτρα περιστολής του κόστους.
«Το επίπεδο της οικονομικής χαλάρωσης παραμένει εξαιρετικά υψηλό και το outlook είναι εξαιρετικά αβέβαιο», αναφέρει ο Λέιν.
Η ΕΚΤ έχει θέσει σε εφαρμογή ένα άνευ προηγουμένου πρόγραμμα αγοράς ομολόγων ύψους 1,35 τρισ. ευρώ ώστε να χαμηλώσει το κόστος δανεισμού κατά τη διάρκεια της κρίσης. Στην τελευταία της συνεδρίαση μάλιστα δεσμεύτηκε να κάνει ακόμα περισσότερα εάν χρειαστεί.
Σύμφωνα με τον Λέιν, αν και η ευελιξία του προγράμματος μπορεί να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε ρίσκα για τη σταθερότητα της αγοράς, το συνολικό του μέγεθος θα καθοριστεί από τις προοπτικές για τον πληθωρισμό – κάτι που είχε αναφέρει προ ημερών στο Bloomberg και ο Ελληνας κεντρικός τραπεζίτης, Γιάννης Στουρνάρας.
Οι περισσότεροι οικονομολόγοι που πήραν μέρος σε έρευνα πριν την τελευταία συνεδρίαση της ΕΚΤ, ανέμεναν ότι οι αγορές ομολόγων θα αυξηθούν αργότερα μέσα στο έτος. Κάποια μέλη όμως του ΔΣ της ΕΚΤ εκπέμπουν πιο συγκρατημένα μηνύματα για το πόσες αγορές θα χρειαστούν. Σύμφωνα με πηγές, το θέμα αυτό αποτελεί πηγή διαφωνιών στο εσωτερικό της ΕΚΤ – κάτι που αποτυπώθηκε στην τελευταία τους τηλεδιάσκεψη.