Είμαστε όλοι πλέον υπέρμαχοι του παρεμβατισμού. Στις ΗΠΑ, που μέχρι πρόσφατα ήταν το προπύργιο της ελεύθερης αγοράς, ο φόβος για την Κίνα, οι ανησυχίες για την ασφάλεια των εφοδιαστικών αλυσίδων, οι φιλοδοξίες για επαναβιομηχανοποίηση και οι ελπίδες για έναν πράσινο μετασχηματισμό, συνδυάζονται και αναδιαμορφώνουν το εμπόριο και τις βιομηχανικές πολιτικές.
Η ΕΕ μοιράζεται τις ανησυχίες των ΗΠΑ για την Κίνα, κυρίως σε όρους τεχνολογικής απειλής. Αλλά ανησυχεί επίσης για τον χαρακτήρα της αμερικανικής πολιτικής, που βάζει πάνω απ’ όλα την Αμερική, και κυρίως για την Πράξη Μείωσης του Πληθωρισμού ύψους 369 δισ. δολαρίων.
Αυτή η αυξανόμενη πίστη στην ικανότητα των κυβερνήσεων να αναδιαμορφώσουν τις οικονομίες τους προς το καλύτερο μπορεί να ήταν αναπόφευκτη, δεδομένων των οικονομικών απογοητεύσεων και των γεωπολιτικών εντάσεων. Τι υποδηλώνει όμως;
Ένα μεγάλο ερώτημα είναι τι θα κάνουν στην παγκόσμια οικονομία αυτές οι στροφές προς τον οικονομικό εθνικισμό και τον παρεμβατισμό. Όπως έχουν σήμερα τα πράγματα, η βαθιά αποσύνθεση φαίνεται απίθανη, αν και δυστυχώς είναι κάτι που μπορούμε να το φανταστούμε. Θα ήταν επίσης πολύ κοστοβόρο, όπως σημειώνει πρόσφατο σημείωμα του ΔΝΤ για τον Γεωοικονομικό Κατακερματισμό και το Μέλλον της Πολυμέρειας. Επιπλέον, όσο βαθύτερη είναι η αποσύνθεση τόσο μεγαλύτερο θα είναι το κόστος. Η τεχνολογική αποσύνδεση θα ήταν η πιο κοστοβόρα απ’ όλες, ιδιαιτέρως για τις αναδυόμενες χώρες και τις χώρες χαμηλού εισοδήματος. Πέραν αυτού, υπάρχουν τα αναπόφευκτα γεωπολιτικά κόστη. Όπως σημείωσε σωστά ο πρώην επικεφαλής του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου James Bacchus, ο περιορισμός αυτού του κόστους στον σημερινό κόσμο αποτελεί τεράστια πρόκληση.
Ένα πιο στενό ερώτημα είναι πόσο καλά θα λειτουργήσει ο νέος παρεμβατισμός με τους δικούς του όρους. Θα έχει η ομοσπονδιακή κυβέρνηση των ΗΠΑ -που είναι ο πιο ενεργός και ισχυρός παίκτης- τα αποτελέσματα που θέλει από τις πολιτικές που τώρα δεσμεύεται να εφαρμόσει; Υπάρχουν καλοί λόγοι για να αμφιβάλλουμε. Η επιτυχημένη παρέμβαση είναι δύσκολη.
Δεν είναι πως λείπουν θεωρητικά επιχειρήματα υπέρ του παρεμβατισμού. Αντιθέτως, από την εποχή του Alexander Hamilton, τα επιχειρήματα υπέρ μιας προστασίας της νηπιακής βιομηχανίας (και άλλων τέτοιων παρεμβάσεων) είναι πασίγνωστα. Το βασικό επιχείρημα είναι πως οι αγορές από μόνες τους δεν θα καταφέρουν να εκμεταλλευτούν τις διαθέσιμες ευκαιρίες. Ο Ricardo Hausmann του Harvard επαναδιατύπωσε πρόσφατα αυτά τα επιχειρήματα. Σε αυτά μπορούμε να προσθέσουμε την προστασία της οικονομικής, τεχνολογικής ή στρατιωτικής ασφάλειας.
Ωστόσο, στην πράξη είναι αρκετά δύσκολο να είναι αποτελεσματικός ένας τέτοιος παρεμβατισμός. Πολύ συχνά, για παράδειγμα, θεωρείται πως οι επιτυχίες της Ιαπωνίας, της Νότιας Κορέας και πιο πρόσφατα της Κίνας οφείλονται σε διορατικούς κρατικούς παρεμβατισμούς. Αυτό είναι υπερβολικό: η βασική κινητήριος δύναμη ήταν ο ανταγωνισμός της αγοράς.
Επιπλέον, οι κρατικές παρεμβάσεις γίνονται πιο δύσκολες όσο πιο κοντά βρίσκεται μια οικονομία στην τεχνολογική πρώτη γραμμή: η καινοτομία είναι συνήθως δυσκολότερη από την αντιγραφή. Εξίσου σημαντικό είναι πως υπάρχει μια πολιτική οικονομία των παρεμβάσεων, με τους χαμένους να επιλέγουν κυβερνήσεις αντί οι κυβερνήσεις να επιλέγουν νικητές. Όσο πιο ανοικτό είναι ένα κράτος στο lobbying τόσο μεγαλύτερες είναι οι πιθανότητες για μια τέτοια αποτύπωση. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τις ΗΠΑ.
Ευτυχώς, το 2021 το Peterson Institute for International Economics εξέδωσε ενημέρωση με τίτλο Scoring 50 Years of US Industrial Policy (Βαθμολογώντας 50 χρόνια αμερικανικής βιομηχανικής πολιτικής). Δίνει λεπτομέρειες για μερικές εξωφρενικά ακριβές πολιτικές βιομηχανικής προστασίας, σημειώνοντας πως «οι Αμερικανοί καταναλωτές και φορολογούμενοι πληρώνουν επί του παρόντος περισσότερα από 900.000 δολάρια ετησίως για κάθε θέση εργασίας που σώζεται από τους δασμούς χάλυβα του Τραμπ, τους οποίους παρέτεινε ο Μπάιντεν». Αλλά, αλίμονο, κάποιες φορές o δικομματισμός μπορεί να είναι ανόητος.
Τι ήταν πράγματι αποτελεσματικό; Όπως είναι αναμενόμενο, «σταρ» υπήρξε η Darpa, ενδεχομένως το πιο επιτυχημένο πρόγραμμα καινοτομίας στην παγκόσμια ιστορία. Μια άλλη επιτυχία ήταν το Operation Warp Speed, το πρόγραμμα εμβολιασμού της κυβέρνησης Τραμπ -ένας θρίαμβος που πολλοί Ρεπουμπλικανοί εύχονταν να αποκηρύξουν. Μια άλλη ήταν το North Carolina Research Triangle Park. Η ενθάρρυνση της συναρμολόγησης ξένων οχημάτων ήταν αρκετά αποτελεσματική, όπως και οι εκπτώσεις φόρου για τα ηλιακά πάνελ.
Ωστόσο, αυτό που είναι εντυπωσιακό είναι το πόσο συχνά τέτοια προγράμματα απέτυχαν να κάνουν ανταγωνιστικές τις βιομηχανίες, να σώσουν θέσεις εργασίας με λογικό κόστος ή να προωθήσουν την τεχνολογική πρώτη γραμμή. Αυτό ίσχυε ιδιαιτέρως για τα εμπορικά μέτρα και τις επιδοτήσεις που αφορούσαν σε συγκεκριμένες επιχειρήσεις.
Οι μεγάλες επιτυχίες ήταν στον συνδυασμό δημόσιων και ιδιωτικών δαπανών για την έρευνα και ανάπτυξη, όπως θα περίμενε κανείς. Τούτου δοθέντος, θα πρέπει να αναρωτηθεί κανείς αν τα σημερινά προγράμματα επιδοτήσεων θα είναι αποτελεσματικά.
Σε αυτό το πλαίσιο, υπάρχουν θεμιτοί λόγοι ασφάλειας για την προώθηση της παραγωγής τσιπ υπολογιστών, με κάθε κόστος. Και πάλι, απουσία καλύτερων πολιτικών, οι επιδοτήσεις για την πράσινη μετάβαση θα πρέπει να ωθήσουν την οικονομία προς τη σωστή κατεύθυνση. Επιπλέον, οι επιδοτήσεις έχουν το πλεονέκτημα να είναι διαφανείς, ενώ η προστασία είναι ένας κρυφός φόρος στους καταναλωτές, που μεταφέρεται στους παραγωγούς. Οι δασμοί επίσης στρέφουν την παραγωγή προς την εγχώρια αγορά, ενώ οι επιδοτήσεις είναι ουδέτερες μεταξύ των εγχώριων και των ξένων αγορών.
Ωστόσο, οι επιδοτήσεις δεν είναι ουδέτερες σε όλες τις χώρες: αυτές με τις πιο βαθιές τσέπες θα κερδίσουν. Επιπλέον, οι επιδοτήσεις, ιδιαιτέρως οι επιδοτήσεις που περιορίζονται στους εγχώριους παραγωγούς, θα προκαλέσουν τριβές και με τους συμμάχους. Το αποτέλεσμα θα είναι ένας πόλεμος επιδοτήσεων. Αυτό μπορεί να μειώσει τις εκπομπές ρύπων των χωρών υψηλού εισοδήματος. Αλλά δεν θα λύσει το πρόβλημα της παγκόσμιας κλιματικής αλλαγής, που εξαρτάται από την επιτυχημένη συνεργασία προς έναν παγκόσμιο μετασχηματισμό.
Ο νέος παρεμβατισμός έχει πολλές αιτίες και πολλούς στόχους. Θεωρητικά, μπορεί να οδηγήσει σε καλύτερα αποτελέσματα, ιδιαίτερα εκεί που υπάρχουν ισχυροί λόγοι για κρατικές παρεμβάσεις, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της κλιματικής αλλαγής ή της εθνικής ασφάλειας. Αλλά υπάρχουν επίσης μεγάλοι πιθανοί κίνδυνοι, και όχι μόνο ότι πολλά από αυτά τα προγράμματα θα αποδειχθούν να είναι μια τεράστια σπατάλη χρημάτων, όπως έγινε με πολλά προγράμματα παρεμβατισμού.
Επιπλέον, αυτές οι παρεμβάσεις θα επιδεινώσουν τους εμπορικούς πολέμους που βρίσκονται σε εξέλιξη. Ο κατακερματισμός είναι πολύ εύκολο να ξεκινήσει. Αλλά θα είναι δύσκολο να ελεγχθεί και ακόμα πιο δύσκολο να αντιστραφεί.