Αυτή την απαισιόδοξη εκτίμηση κάνει ο γνωστός αναλυτής των Financial Times Βολφγκανγκ Μουνχάου. Στο τελευταίο του άρθρο με τίτλο «Η εμπιστοσύνη των αγορών δεν αποτελεί επαρκή δείκτη για την υγεία της οικονομίας», ο Γερμανός αναλυτής αποδομεί το κλίμα αισιοδοξίας που επιχειρούν να καλλιεργήσουν οι κυβερνήσεις όχι μόνο σε Ελλάδα και Ισπανία, αλλά σε ολόκληρη την ευρωζώνη.
«Αν δούμε τους πρόσφατους δείκτες επιχειρηματικής εμπιστοσύνης, η ευρωζώνη δείχνει να το βίωσε ανάποδα. Έχοντας ξεφύγει από τη βαθιά ύφεση, τώρα έχει μπει σε στάδιο ευφορίας» γράφει ο Μουνχάου.
«Κάποια από τα πρόσφατα στοιχεία δείχνουν ότι η οικονομία της ευρωζώνης σύντομα θα υπερθερμανθεί. Ο δείκτης ΡΜΙ Markit ανήλθε σε υψηλό 35 μηνών αυτόν τον μήνα. Ο δείκτης επιχειρηματικού κλίματος Ifo της Γερμανίας έχει ανέβει τον μισό δρόμο μέχρι το προηγούμενο κυκλικό υψηλό του, επίπεδο που μπορεί να πιάσει φέτος, με τις τρέχουσες τάσεις. Σε κάθε περίπτωση, αν πιστεύετε ότι αυτοί οι δείκτες σηματοδοτούν μια δυναμική και ευρεία ανάκαμψη της οικονομίας, κάνετε τεράστιο λάθος» σχολιάζει, προσγειώνοντας απότομα τους αναγνώστες του.
Οι δείκτες ίσως είναι απατηλοί
Κατόπιν, ο Βόλφγκανγκ Μουνχάου επιχειρεί να εξηγήσει τι σημαίνει «δείκτης εμπιστοσύνης» και ποια είναι η πραγματική αντανάκλασή του στην κοινωνία.
«Τεχνικώς, οι δείκτες εμπιστοσύνης είναι βαρόμετρα τάσης», μας λέει. «Οι δείκτες που βλέπουμε μας δίνουν μια ένδειξη για το τι συμβαίνει τώρα, δεν επηρεάζονται από το τι συνέβαινε πριν. Σου λένε το πόσο γρήγορα βελτιώνονται τα πράγματα. Σε αντίθεση με τα στατικά βαρόμετρα, δεν συνυπολογίζουν το πόσο άσχημη είναι η κατάσταση. Τα βαρόμετρα τάσης καθορίζουν το πώς νιώθουν οι επενδυτές. Τα στατικά μέτρα καθορίζουν το πώς νιώθει ο κόσμος. Τα στατικά βαρόμετρα δεν ανταποκρίνονται όμως πάντα στο πώς νιώθει ο κόσμος οποιαδήποτε στιγμή. Και αυτά τα βαρόμετρα δείχνουν μια πολύ διαφορετική κατάσταση».
Ποια είναι αυτή; Η ανεργία στην ευρωζώνη είναι 11,9% σε σύγκριση με 6,7% στις ΗΠΑ. Το ΑΕΠ βρίσκεται σχεδόν 9% χαμηλότερα από εκεί που θα βρισκόταν αν συνεχιζόταν αδιάλειπτα η τάση του 1999-2007. Ο καθαρός σχηματισμός σταθερού κεφαλαίου κινείται 25% χαμηλότερα από όσο αναμενόταν και η βιομηχανική παραγωγή κινείται 16% χαμηλότερα από τη μακροχρόνια τάση, με βάση τους υπολογισμούς πάνω στα στοιχεία της Eurostat. «Αν αγνοήσετε τη στατιστική κατάσταση και επικεντρωθείτε στην τάση», γράφει ο Μουνχαου, «στο τέλος θα καταλήξετε να κοροϊδεύετε τον εαυτό σας και τους άλλους»
Και συνεχίζει: «Αυτό που βιώνουμε στην ευρωζώνη δεν είναι μια τυπική ύφεση. Πολλές χώρες υποφέρουν από κρίσεις αξιόχρεου, ορισμένες στον ιδιωτικό τομέα, κάποιες στον δημόσιο, μερικές και στα δύο. Το τραπεζικό σύστημα παραμένει βυθισμένο σε πολλά τμήματά του. Οι αγορές εργασίας είναι διαλυμένες στις περιφερειακές οικονομίες».
Η πραγματική υγεία της οικονομίας φαίνεται στην απασχόληση.
Οσο για την τρέχουσα ευφορία στις αγορές, «αυτή συνιστά θρίαμβο της τάσης έναντι των στατικών στοιχείων», σημειώνει. «Αν το ελληνικό ΑΕΠ, έχοντας διολισθήσει κατά 25%, αναπτυσσόταν 2% ετησίως από σήμερα, οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι και οι πωλητές ομολόγων χωρίς αμφιβολία θα πανηγύριζαν ότι οι πολιτικές λιτότητες αποδίδουν. Αλλά στην πραγματικότητα, θα το νιώθαμε ως μόνιμη ύφεση».
Ο Βόλφγκανγκ Μουνχάου θεωρεί ότι το ιδανικό βαρόμετρο για την ευρωζώνη θα ήταν να υπολογίζεται το ποσοστό της απασχόληση επί του ενεργού πληθυσμού. «Οι βαθιές υφέσεις τείνουν να εξοστρακίζουν για πάντα τους αποθαρρυμένους εργαζόμενους από την αγορά εργασίας», σχολιάζει. «Αυτό το βαρόμετρο, θα συνυπολόγιζε αυτήν την επίδραση. Σύμφωνα με τα δεδομένα του 2013 από τον ΟΟΣΑ, ο συντελεστής αυτός ήταν 61,4% στην Ελλάδα το 2007 και 51,3% στα τέλη του 2012 – και πιθανόν χαμηλότερα σήμερα. Για την Ισπανία τα μεγέθη είναι 66,6% και 56,2%».
Οσο για τις προβλέψεις του για τις δυο χώρες, κάθε άλλο παρά αισιόδοξες είναι: «Αν θέλουμε να υπολογίσουμε πόσο καιρό θα κάνουν Ελλάδα και Ισπανία για να επανέλθουν στα προ κρίσης επίπεδα απασχόλησης, τα 10 χρόνια είναι αισιόδοξη πρόβλεψη. Ίσως περάσει μια ολόκληρη γενιά. Μόνο τότε θα μπορούμε αξιόπιστα να μιλήσουμε για οικονομική ανάκαμψη. Αλλά μέχρι τότε, οι διάφοροι δείκτες ΡΜΙ θα έχουν ανέβει και θα έχουν κατέβει πολλές φορές».