Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έχει λίγο χρόνο για να απολαύσει τον εκλογικό του θρίαμβο γράφει το Editorial των Financial Times. Οι πιέσεις στην οικονομία, o «κλοιός» στη δημοκρατία και η κληρονομιά του Τούρκου προέδρου.
Μετά την νίκη του στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών της Κυριακής, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, απευθυνόμενος στους υποστηρικτές του που πανηγύριζαν, είπε ως «η Τουρκία ήταν ο μόνος νικητής». Ωστόσο, ενώ οι πιστοί του βετεράνου προέδρου γιορτάζουν, εκατομμύρια άλλοι Τούρκοι θα είναι δυσαρεστημένοι, αγωνιώντας για το τι θα σημαίνουν άλλα πέντε χρόνια εξουσίας του ισχυρού ηγέτη για την πολωμένη χώρα τους.
Έχουν δίκιο να ανησυχούν. Ακόμα και ο Ερντογάν, που έχει κυριαρχήσει στην τουρκική πολιτική για δυο δεκαετίες, πρέπει να αντιλαμβάνεται πως δεν έχει χρόνο να απολαύσει τον θρίαμβό του, αν θέλει το έθνος του να αποφύγει να διολισθήσει βαθύτερα στην οικονομική κρίση.
Οι εκλογές διεξήχθησαν στο πλαίσιο μιας οξείας κρίσης του κόστους διαβίωσης, με το νόμισμα της Τουρκίας να διαπραγματεύεται σε χαμηλά ρεκόρ και τον πληθωρισμό να κυμαίνεται γύρω στο 44%. Η κρίση είναι σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα της άσκησης ανορθόδοξης οικονομικής πολιτικής από τον Ερντογάν: ο ίδιος καταφέρθηκε κατά των υψηλών αυξήσεων των επιτοκίων ενώ ο πληθωρισμός εκτινάχθηκε και ευνούχισε την ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας.
Η πίεση στους μειούμενους πόρους του κράτους θα αυξηθεί από μια σειρά από κραυγαλέα προεκλογικά δώρα, συμπεριλαμβανομένης της αλλαγής των κανονισμών για τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης και της αύξησης των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων.
Τα συναλλαγματικά αποθέματα και αποθέματα χρυσού του μειώθηκαν κατά 17 δισ. δολάρια τις έξι εβδομάδες πριν από τον πρώτο γύρο των εκλογών στις 14 Μαΐου, καθώς ο Ερντογάν προσπάθησε να στηρίξει την οικονομία και το νόμισμα πριν από τις κάλπες, σύμφωνα με υπολογισμούς των Financial Times από επίσημα στοιχεία. Το κράτος παλεύει επίσης με ένα έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών που αγγίζει επίπεδα ρεκόρ.
Ωστόσο, οι πολιτικές του Ερντογάν, σε συνδυασμό με την τάση του να διαπληκτίζεται με τους δυτικούς συμμάχους και την διολίσθησή του προς τον αυταρχισμό, έχουν από καιρό τρομάξει τους ξένους επενδυτές που θα μπορούσαν να προσφέρουν το πολυπόθητο σκληρό νόμισμα. Αυτό δεν είναι βιώσιμο. Το κράτος εξαντλεί τους πόρους για να υπερασπιστεί τη λίρα.
Ο Ερντογάν πρέπει να παραμερίσει τις προσωπικές του ιδιοτροπίες, να επιστρέψει σε μια συμβατική νομισματική πολιτική και να λάβει σοβαρά μέτρα για την αποκατάσταση της αξιοπιστίας των κρατικών θεσμών. Μόνο τότε η Άγκυρα θα έχει πιθανότητες να πείσει τους επιφυλακτικούς επενδυτές να επιστρέψουν. Αλλά αν ο Ερντογάν παραμείνει πιστός στους τρόπους του, η Δύση μπορεί να περιμένει άλλη μια εποχή απρόβλεπτων και δύστροπων σχέσεων με το μέλος του ΝΑΤΟ.
Υπάρχουν επίσης ανησυχίες για το τι θα σημάνει η νίκη του Ερντογάν για τη δημοκρατία της χώρας. Από τότε που οδήγησε για πρώτη φορά το κόμμα του Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) στην εξουσία πριν από 21 χρόνια, έχει εδραιώσει την εξουσία και έχει συγκεντρώσει τη λήψη αποφάσεων σε πρωτοφανή επίπεδα, πλησιάζοντας ολοένα και περισσότερο προς την εξουσία του ενός ανδρός. Έχει αντικαταστήσει την κοινοβουλευτική δημοκρατία της Τουρκίας με μια παντοδύναμη εκτελεστική προεδρία από τότε που διενεργήθηκε το δημοψήφισμα για τη συνταγματική αναθεώρηση το 2017.
Οι εκλογές διεξάγονται σε μη ισότιμους όρους ανταγωνισμού. Τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης έχουν περιέλθει ως επί το πλείστον υπό τον έλεγχο της κυβέρνησης. Πολιτικοί της αντιπολίτευσης, δημοσιογράφοι, ακαδημαϊκοί και επιχειρηματίες μαραζώνουν στις φυλακές.
Στον κατάλογο των φυλακισμένων περιλαμβάνεται ο Σελαχατίν Ντεμιρτάς, ο ηγέτης του κουρδοκρατούμενου Λαϊκού Δημοκρατικού Κόμματος (HDP), ο οποίος βρίσκεται πίσω από τα κάγκελα από το 2016. Το φάντασμα της απαγόρευσης από την πολιτική -και πιθανής φυλάκισης- πλανάται πάνω από τον Εκρέμ Ιμάμογλου, δήμαρχο της Κωνσταντινούπολης και υψηλόβαθμο στέλεχος του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP), του μεγαλύτερου κόμματος της αντιπολίτευσης, αφού καταδικάστηκε τον Δεκέμβριο για προσβολή εκλογικών αξιωματούχων.
Πολλοί άλλοι θα φοβούνται για τις πολιτικές τους ελευθερίες. Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, ο Ερντογάν, ο οποίος έχει φλερτάρει τους υπερεθνικιστές, επιτέθηκε επανειλημμένα στον αντίπαλό του, Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, επειδή τάσσεται υπέρ των δικαιωμάτων ΛΟΑΤ και επειδή υποστηρίζει τρομοκράτες, μια ελάχιστα συγκαλυμμένη αναφορά στην προσέγγισή του στους Κούρδους ψηφοφόρους.
Οι υποστηρικτές του προέδρου θα επισημάνουν μια ακόμη νίκη στην κάλπη ως περαιτέρω απόδειξη της διαρκούς δημοτικότητας του Ερντογάν. Αλλά το γεγονός ότι αναγκάστηκε να οδηγηθεί στον επαναληπτικό γύρο αφού ούτε ο ίδιος ούτε ο Κιλιτσντάρογλου συγκέντρωσαν πάνω από το 50% των ψήφων στον πρώτο γύρο υπογραμμίζει το πολιτικό χάσμα μεταξύ εκείνων που αγαπούν ή απεχθάνονται τον διχαστικό ηγέτη.
Συνταγματικά, αυτή θα πρέπει να είναι η τελευταία θητεία του Ερντογάν. Εάν πράγματι είναι, θα ήταν συνετό να σκεφτεί την κληρονομιά που σκοπεύει να αφήσει. Αλλά όποια και αν είναι η πορεία που θα χαρτογραφήσει, η Τουρκία κινδυνεύει να οδεύσει σε ανησυχητικά ταραγμένα νερά.