H άνοδος του δολαρίου έχει παρακινήσει κάποιους αναλυτές και επενδυτές να προβλέψουν μια νέα περίοδο «πολέμων αποθεματικών νομισμάτων», καθώς πολλές κεντρικές τράπεζες εγκαταλείπουν μετά από μεγάλο διάστημα την προτίμησή τους στις πιο αδύναμες συναλλαγματικές ισοτιμίες.
Η νέα δυναμική σηματοδοτεί απομάκρυνση από την περίοδο του χαμηλού πληθωρισμού μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2007-2009, όταν τα ιστορικά χαμηλά επιτόκια και οι μεγάλες αγορές στοιχείων ενεργητικού – που είχαν σαν κύριο στόχο να δώσουν ώθηση στην ανάπτυξη μέσω ενός πιο αδύναμου νομίσματος – πυροδότησαν κατηγορίες ότι κάποιοι φορείς άσκησης πολιτικής είχαν εξαπολύσει νομισματικό πόλεμο.
Αλλά η άνοδος των τιμών που σημειώθηκε παγκοσμίως μετά την πανδημία του κορωνοϊού, και η οποία ενισχύθηκε περαιτέρω από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, έχει στρέψει την προσοχή των κεντρικών τραπεζών από τη στήριξη της ανάπτυξης στη μείωση του πληθωρισμού.
«Είμαστε πλέον σε έναν κόσμο όπου το να έχεις ισχυρότερο νόμισμα και να αντισταθμίζεις τις δυνάμεις που ενισχύουν τον πληθωρισμό είναι κάτι που το επιθυμούν οι φορείς άσκησης πολιτικής», ανέφερε ο Μαρκ Μακόρμικ, υπεύθυνος στρατηγικής για το συνάλλαγμα στην TD Securities.
To δολάριο σκαρφάλωσε σε υψηλό 20 ετών έναντι ενός καλαθιού ανταγωνιστικών νομισμάτων αυτή την εβδομάδα καθώς οι επενδυτές αντιδρούν στην προσπάθεια της Fed να ρίξει τον πληθωρισμό με μεγάλες αυξήσεις επιτοκίων. Αλλά ενώ κάποτε οι κεντρικοί τραπεζίτες εκτός ΗΠΑ θα καλωσόριζαν το αφηνιασμένο δολάριο, τώρα νιώθουν ότι οι μετατοπίσεις στις συναλλαγματικές ισοτιμίες τους ασκούν περαιτέρω πίεση να ακολουθήσουν τον ρυθμό της Fed, υποστηρίζει ο Μακόρμικ.
Ένα πιο αδύναμο νόμισμα οδηγεί τον πληθωρισμό υψηλότερα μέσω της αύξησης της τιμής των εισαγόμενων αγαθών και υπηρεσιών. Σύμφωνα με αναλυτές της Goldman Sachs, οι οποίοι εκτιμούν ότι είμαστε σε μια νέα εποχή «πολέμων αποθεματικών νομισμάτων», οι κεντρικές τράπεζες στις μεγάλες ανεπτυγμένες οικονομίες πρέπει να αυξήσουν τα επιτόκια κατά 0,1 ποσοστιαία μονάδα επιπλέον κατά μέσο όρο για να αντισταθμίσουν μια πτώση 1 ποσοστιαίας μονάδας στα νομίσματά τους.
Το ευρώ υποχώρησε σε χαμηλό πέντε ετών έναντι του δολαρίου κάτω από τα 1,05 δολάρια την περασμένη εβδομάδα, πυροδοτώντας νέο γύρο προβλέψεων ότι μπορεί η ισοτιμία με το αμερικανικό νόμισμα να πέσει στο 1:1 καθώς οι επιπτώσεις από την ουκρανική σύγκρουση κρατάνε πίσω την οικονομία της ευρωζώνης. Η πτώση 7% από την αρχή του έτους δεν έχει περάσει απαρατήρητη από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Η Ίζαμπελ Σνάμπελ, σημαντικό μέλος του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ, δήλωσε σε συνέντευξή της αυτή την εβδομάδα ότι η κεντρική τράπεζα «παρακολουθεί στενά» τις πληθωριστικές επιπτώσεις από την αποδυνάμωση του ευρώ, αν και επανέλαβε ότι η κεντρική τράπεζα δεν στοχεύει τη συναλλαγματική ισοτιμία. Ωστόσο, δεδομένης της εγγύτητας των οικονομιών τους με την Ουκρανία και της μεγαλύτερης εξάρτησής τους από τις εισαγωγές ενέργειας, οι επενδυτές πιστεύουν όλο και περισσότερο ότι οι κεντρικές τράπεζες στην Ευρώπη θα δυσκολευτούν να συμβαδίσουν με τη Fed. Η βρετανική λίρα υποχώρησε σε χαμηλό δύο ετών αυτή την εβδομάδα, ακόμη και αφού η Τράπεζα της Αγγλίας αύξησε τα επιτόκια για τέταρτη διαδοχική συνεδρίασή, καθώς προειδοποιώντας παράλληλα ότι το Ηνωμένο Βασίλειο οδεύει προς ύφεση αργότερα μέσα στο έτος.
Η αδυναμία της στερλίνας θα μπορούσε να αρχίσει να ανησυχεί τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής της BoE, προειδοποίησαν οι στρατηγικοί αναλυτές της Goldman Sachs πριν από τη συνεδρίαση. «Κάποια στιγμή, η BoE θα μπορούσε να αρχίσει να σκέφτεται πιο σοβαρά τον «πόλεμο αποθεματικών νομισμάτων», με την αδυναμία του νομίσματος να επιδεινώνει τις ήδη ζοφερές προοπτικές για τον πληθωρισμό» έγραψε η Goldman σε σημείωμα προς τους πελάτες.
Η Eθνική Τράπεζα της Ελβετίας, η οποία με την πολιτική συγκράτησης του φράγκου αποτελούσε επί μακρόν έναν από τους πιο ενεργούς νομισματικούς «πολεμιστές», έχει αλλάξει και αυτή οπτική. Ο Αντρέα Μέσλερ, μέλος του διοικητικού συμβουλίου της SNB, δήλωσε αυτή την εβδομάδα ότι το ισχυρό φράγκο έχει συμάλλει στη συγκράτηση του πληθωρισμού, ο οποίος έχει αυξηθεί φέτος και στην Ελβετία, αλλά πολύ λιγότερο από ό,τι στη γειτονική ευρωζώνη.
Η Τράπεζα της Ιαπωνίας είναι αυτή που έχει κρατήσει σαφείς αποστάσεις από την νεοπαγή αποστροφή σε ένα πιο αδύναμο νόμισμα, επιμένοντας στην εξαιρετικά χαλαρή νομισματική πολιτική της, ακόμη και όταν το γεν καταγράφει ιστορική πτώση. Ακόμα κι έτσι, η ταχύτητα της πτώσης του γεν έχει πυροδοτεί εικασίες ότι το υπουργείο Οικονομικών της Ιαπωνίας μπορεί να εισέλθει στις αγορές για να στηρίξει το νόμισμα για πρώτη φορά από το 1998.
Το ισχυρό δολάριο έχει επίσης δημιουργήσει προβλήματα στις χώρες των αναδυόμενων αγορών, ιδιαίτερα σε εκείνες με σημαντικό χρέος σε δολάρια. Ακόμη και πριν από το φετινό ράλι του δολαρίου, περίπου το 60% των χωρών χαμηλού εισοδήματος κινδύνευαν να αντιμετωπίσουν προβλήματα χρέους, σύμφωνα με το ΔΝΤ. «Το ισχυρό δολάριο είναι μέρος του γιατί βλέπετε πολύ περιορισμένες επενδύσεις στις αναδυόμενες αγορές σήμερα. Γιατί είναι μεγάλος κίνδυνος. Οι υποχρεώσεις σε δολάρια σε πολλές αναδυόμενες αγορές σήμερα είναι σημαντικές, όχι μόνο σε επίπεδο κρατικού χρέους, αλλά και σε εταιρικό επίπεδο», δήλωσε ο Ρικ Ρίντερ, επικεφαλής επενδύσεων σε σταθερό εισόδημα στην BlackRock.
Σύμφωνα με τον Καρλ Σαμότα, υπεύθυνο στρατηγικής στην Corpay, τέτοιες πιέσεις είναι η τελευταία υπενθύμιση ότι το δολάριο είναι «το νόμισμά μας, αλλά είναι δικό σας πρόβλημα» όπως είχε δηλώσει ο πρώην υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, Τζον Κόναλι, στις αρχές της δεκαετίας του 1970.
Δεδομένου της εξέχουσας θέσης που κατέχει το δολάριο στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, η ισχύς του καθιστά δυσκολότερο για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά να έχουν πρόσβαση σε χρηματοδότηση σε πολλές οικονομίες εκτός των ΗΠΑ.«Καθώς το δολάριο ενισχύεται, βλέπουμε μια σύσφιξη των παγκόσμιων χρηματοοικονομικών συνθηκών», είπε ο Σαμότα «Οι ΗΠΑ συνεχίζουν να καθορίζουν τις οικονομικές συνθήκες σε παγκόσμιο επίπεδο».