Μετά την πανδημία υπάρχει μια ευκαιρία να επανεξετάσουμε τις αστικές περιοχές μας ως χώρους ζωντανούς τόσο τη μέρα όσο και τη νύχτα, για δουλειά και για διασκέδαση
Το 1748, ο Τζιαμπατίστα Νόλι δημοσίευσε έναν χάρτη της Ρώμης. Δεν έμοιαζε με τίποτα, που να είχε κάποιος ξαναδεί.
Δεν απεικόνιζε απλώς την πόλη, ως τους χώρους μεταξύ συμπαγών μαύρων μορφών κτιρίων, αλλά απεικόνιζε την πραγματική πολυπλοκότητα της μητρόπολης στο επίπεδο του εδάφους. Ο χάρτης περιελάμβανε τους κοινόχρηστους και προσβάσιμους εσωτερικούς χώρους και τις αυλές, τις εκκλησίες και τους κήπους των μοναστηριών, τις ημιδημόσιες αυλές των ανακτόρων, τους τοξωτούς προαύλιους χώρους των δημοσίων γραφείων, τα σοκάκια πρόσβασης και τις καλυμμένες αλέες. Ήταν η πόλη όπως τη βίωσε περπατώντας ένας κάτοικος, που γνώριζε μια πολύ πιο περίπλοκη και πιο σύνθετη χρήση του δημόσιου και ιδιωτικού χώρου, πέρα από τη συνηθισμένη ουδέτερη πανοραμική θέα.
Στη Βόρεια Ευρώπη ένας τέτοιος χάρτης μπορεί να έμοιαζε πολύ με εκείνο του Νόλι, απεικονίζοντας εσωτερικούς χώρους κτιρίων, συντεχνιακές αίθουσες, αγορές, εκκλησίες, ανταλλακτήρια, αλλά και σοκάκια και στοές. Αυτή ήταν μια διαπερατή πόλη στην οποία το δημόσιο και το ιδιωτικό, η εργασία και το σπίτι ήταν λιγότερο οριοθετημένα, όπου μαγαζάτορες και πανδοχείς ζούσαν πάνω από τις επιχειρήσεις τους, όπου το εμπόριο μπορούσε να λαμβάνει χώρα σε μια εκκλησία (σκεφτείτε αυτούς τους ολλανδικούς πίνακες που απεικονίζουν σοβαρούς άνδρες να συζητούν για επιχειρήσεις σε τεράστιας έκτασης γοτθικούς νάρθηκες), μια αυλή ή ένα καφενείο.
Η βασιλική αυλή ήταν επίσης πιο προσβάσιμη, με αυλικούς και πολίτες που συγκεντρώνονταν για να τους δουν και να βρεθούν κοντά στην εξουσία. Οι χρηματιστές του Λονδίνου του 17ου αιώνα (που είχαν αποκλειστεί από το Χρηματιστήριο λόγω της αντικοινωνικής τους συμπεριφοράς) συναντιόντουσαν σε καφενεία όπως το Jonathan’s στην Change Alley . Η μεγαλύτερη ασφαλιστική αγορά στον κόσμο, η Lloyd’s του Λονδίνου πήρε το όνομά της από το καφενείο στο οποίο ιδρύθηκε.
Πριν από την εφεύρεση του γραφείου στα τέλη του 19ου αιώνα, ολόκληρη η πόλη ήταν χώρος εργασίας. Το ερώτημα είναι αν θα μπορούσε να επιστρέψει αυτή η ιδέα της ίδιας της πόλης ως αποκεντρωμένος τόπος εργασίας.
Όλοι έχουμε δουλέψει ενώ βρισκόμασταν σε καφετέριες, σε αεροδρόμια, σε τρένα, αεροπλάνα και, φυσικά, στο σπίτι. Όλοι έχουμε κάνει τηλεφωνικές κλήσεις ενώ ήμασταν καθ’ οδόν ή κουτσομπολεύαμε πίνοντας ποτά έξω από μια παμπ. Καθώς ο κόσμος της εργασίας μεταμορφώνεται μετά την πανδημία, πώς μπορεί να προσαρμοστεί η ίδια η πόλη;
Η πρώτη απάντηση σε ένα εργατικό δυναμικό που ήταν λιγότερο περιορισμένο και εμπνευσμένο από τις start-up ήταν οι “χώροι συνεργατικότητας”, οι οποίοι εμφανίστηκαν στο Σαν Φρανσίσκο στα μέσα της δεκαετίας του 2000 και υπέστησαν πλήγμα με τη θεαματική κατάρρευση της εταιρείας παροχής χώρων γραφείου WeWork το 2019. Ωστόσο, πέραν του ότι παρήχαν τρόπους ψυχαγωγίας και δωρεάν καφέ, αυτοί οι χώροι στην ουσία παρέμεναν γραφεία. Για περισσότερο από έναν αιώνα το γραφείο ήταν ένα ενιαίο κτίριο, μια συσσώρευση εργαζομένων, που επινοήθηκε αρχικά από εταιρείες ως αποτελεσματικός συμπυκνωτής και δείκτης ισχύος και παρουσίας στην πόλη και στη συνέχεια, όλο και περισσότερο, ως μια ακόμη κατηγορία περιουσιακών στοιχείων.
Τα γραφεία σε όλο τον κόσμο φαίνονται ίδια, ώστε να μπορούν οι ξένοι επενδυτές να καταλαβαίνουν τι αγοράζουν πιο εύκολα — τετραγωνικά μέτρα όχι πολιτισμό, χώρο εργασίας όχι αρχιτεκτονική. Ο Πίερ Ουίν Ρις, πρώην επικεφαλής σχεδιασμού της City of London Corporation, λέει ότι πέρασε το χρόνο του εκεί «προσπαθώντας να επαναφέρει τον τόπο στο χώρο εργασίας». «Όταν ξεκίνησα να δουλεύω [τη δεκαετία του 1980] το Σίτι “πέθαινε” μετά τις 5.30 μ.μ. Τώρα έχουμε τραπεζικές αίθουσες που έχουν μετατραπεί σε νυχτερινά κέντρα. Πρέπει να καταλάβουμε ότι αυτοί οι άνθρωποι που κουτσομπολεύουν έξω από παμπ ή γύρω από τους Lloyd’s ταυτόχρονα εργάζονται».
Ο Ρίτσαρντ Σένετ, καθηγητής κοινωνιολογίας στο London School of Economics, συμφωνεί. «Οι Γάλλοι πηγαίνουν στο καφέ το μεσημέρι και μετά τη δουλειά. Αλλά εξακολουθούν να δουλεύουν. Αυτό είναι μέρος της εργάσιμης ημέρας. Η πρόκληση για τις πόλεις είναι πώς θα γίνουν πιο κοινωνικές μετά την απομόνωση της πανδημίας».
Τα κέντρα των πόλεων βρίσκονται σε μια συγκυρία ριζικής αλλαγής. Τα φυσικά καταστήματα έχουν αποσταθεροποιηθεί λόγω του διαδικτυακού λιανικού εμπορίου και τα γραφεία παραμένουν μισοάδεια καθώς οι εργαζόμενοι επιλέγουν να εργάζονται από το σπίτι. Τα δημόσια κτίρια, οι βιβλιοθήκες, τα αστυνομικά τμήματα, τα κολυμβητήρια, οι τράπεζες, τα δημαρχεία, οι εκκλησίες και τα κοινοτικά κέντρα μετατρέπονται όλο και περισσότερο σε ξενοδοχεία ή διαμερίσματα καθώς τα δημοτικά συμβούλια ανταποκρίνονται στην κυβερνητική λιτότητα.
Μπορεί να φαίνεται ότι η υποδομή των δημόσιων εσωτερικών χώρων καταρρέει, ωστόσο έχει προκύψει ένα εντελώς νέο επίπεδο δυναμικού. Τα πολυκαταστήματα, τα εστιατόρια και τα μπαρ, τα εμπορικά κέντρα και τα καταστήματα μόδας που “έβαλαν λουκέτο” είναι εκεί προς εκμετάλλευση. Πέρα από αυτά είναι το δίκτυο των υποχρησιμοποιούμενων αλλά τεράστιων διαστάσεων εταιρικών εισόδων – λόμπι, χώροι που είναι εμβληματικοί για τις επιχειρήσεις αλλά που στεγάζουν μόνο έναν φύλακα. Εάν το πρόβλημα είναι η ασφάλεια, τότε οι έλεγχοι ή τα εμπόδια ασφαλείας θα μπορούσαν απλώς να μεταφερθούν σε ένα άλλο όροφο ή στους ανελκυστήρες. Αυτοί οι χώροι θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για εργασία, για λιανικό εμπόριο, για δραστηριότητα. Μια ανασκευή σε κάτι ανάμεσα σε θυρωρείο και βιβλιοθήκη θα μπορούσε να αποτελέσει κάτι σαν τις αυλές του Νόλι σε σύγχρονη αστική εκδοχή.
Εάν οι εταιρείες, οι οποίες συχνά επιλέγουν την τοποθεσία της έδρας τους για να μειώσουν τις φορολογικές υποχρεώσεις, θέλουν να αξιοποιήσουν την έλξη των αστικών γραφείων τους για να υποδηλώσουν πίστη και ποιότητα ζωής για τους υπαλλήλους τους, υπάρχουν ανταλλάγματα. Οι υποδομές και τα πολιτιστικά δρώμενα που χρηματοδοτούνται από τους φορολογούμενους ενδέχεται να απαιτήσουν απόσβεση μέσα από το άνοιγμα του εταιρικού χώρου στην πόλη. Το λόμπι του ξενοδοχείου ήδη νοείται ως ένα είδος δημόσιου χώρου, το εταιρικό λόμπι πρέπει να ανήκει στον ίδιο κόσμο, ένα μέρος ανοιχτό στις λειτουργίες της πόλης, πορώδες και φιλόξενο. Δεν είναι τυχαίο που ο τεράστιος κλάδος που αντιπροσωπεύουν οι λομπίστες έχει πάρει αυτό το όνομα, καθώς τα λόμπι είναι εκεί όπου γίνονται συναντήσεις.
Μια πόλη χρειάζεται μια ατμόσφαιρα εργασίας, αλλά όχι για να μετατραπεί σε προορισμό αναψυχής, δεν χρειαζόμαστε περισσότερους τουρίστες, χρειαζόμαστε περισσότερους ανθρώπους που χρησιμοποιούν την πόλη για δουλειά.
Ο Τζινουά Ζάο, αναπληρωτής καθηγητής σχεδιασμού πόλεων και συγκοινωνιών στο MIT επισημαίνει δύο κτίρια της Βοστώνης. Υπάρχει ο Πύργος Hancock, ένα κλασικό κτίριο γραφείων, το οποίο περιγράφει ως «υπέροχο κτίριο που σχεδιάστηκε από τον I.M. Πέι, έχει ακόμη και τη δική του πλατεία. Αλλά είναι πολύ “κρύο”, οι άνθρωποι δεν αισθάνονται μέρος του». Έπειτα υπάρχει το Prudential Building: «Οι πάνω όροφοι είναι γραφεία, αλλά ο πρώτος και ο δεύτερος όροφος είναι εμπορικοί, εκθεσιακοί χώροι και υπάρχει και χώρος εστίασης – foodcourt. Είναι δημοφιλές, αλλά θα μπορούσε να ήταν απλώς ένα ακόμη εταιρικό λόμπι».
Το νέο βιβλίο της Τζούλια Χομπσπμάουμ The Nowhere Office (Το γραφείο στο πουθενά) διερευνά τον τρόπο με τον οποίο αλλάζει η εργασία και συμφωνεί ότι μπορεί κάλλιστα να δούμε τα εταιρικά λόμπι να επαναπροσδιορίζονται. «Μετά την 11η Σεπτεμβρίου κόλλησαν στο θέμα της ασφάλειας. Υπάρχει ένα φυσικό και πολιτιστικό εμπόδιο στην είσοδο που έρχεται σε αντίθεση με την επιθυμία να συναντηθούμε και να κάνουμε παρέα».
Μια πιο διαπερατή πόλη δημιουργεί περισσότερους χώρους εργασίας, η ίδια η πόλη κατανοητή ως ένας ιστός χώρων που προσαρμόζεται στα προτιμώμενα πλαίσια ενός ατόμου. Οι κατάσκοποι συναντιόντουσαν σε παγκάκια πάρκων, γιατί όχι και οι εταιρείες; «Σίγουρα χρειαζόμαστε μέρη όπου οι άνθρωποι μπορούν να εργάζονται σε εξωτερικούς χώρους», λέει ο Ρις. «Μια πόλη χρειάζεται μια ατμόσφαιρα εργασίας, αλλά όχι για να μετατραπεί σε προορισμό αναψυχής, δεν χρειαζόμαστε περισσότερους τουρίστες, χρειαζόμαστε περισσότερους ανθρώπους που χρησιμοποιούν την πόλη για δουλειά».
Μπορούμε να δημιουργήσουμε υπαίθριο χώρο κατάλληλο για συναντήσεις; Με τα καθίσματα τοποθετημένα για ευκολότερη επαφή, ίσως ακόμη και τραπέζια; Ο καθαρός αέρας, όπως αποδεικνύεται, είναι καλός για την αποφυγή της Covid. Η εμφάνιση ad hoc πάρκων τσέπης στις πόλεις, με καθίσματα και πράσινο (συχνά στο χώρο που καταλάμβαναν θέσεις στάθμευσης) παρέχει έναν κατά περίσταση χώρο εργασίας.
Αντί για την επισφάλεια του hot desking (σ.σ. οι εργαζόμενοι να εργάζονται όπου πάρχει κενό γραφείο), οι εργαζόμενοι θα μπορούσαν να ενθαρρύνονται να ασχοληθούν με την πόλη, να έχουν μια συνάντηση σε ένα καφέ μουσείου, ακόμη και να δουν μια έκθεση εν ώρα εργασίας; «Μπορεί να αναρωτηθείτε «γιατί οι άνθρωποι χρησιμοποιούν τις βιβλιοθήκες στον 21ο αιώνα». Για βιβλία ή για δουλειά;» λέει ο Ζάο, ο οποίος μελετά την έννοια του «τρίτου χώρου».
Δεν πρόκειται για τον αποικισμό του αστικού χώρου από εταιρείες, αλλά μάλλον για το ότι η χρήση αυτών των απροσδόκητων αστικών τοποθεσιών κάνει μια πιο δίκαιη πόλη, με στελέχη να μοιράζονται χώρους με όλους τους πολίτες αντί να περιορίζονται στα γραφεία και τα αυτοκίνητά τους.
Υπάρχουν προηγούμενα. Το Somerset House στο Λονδίνο ξεκίνησε το 1776 ως ένα τεράστιο δημόσιο κτίριο για το Βασιλικό Ναυτικό και τα πρόσφατα αναδυόμενα δημόσια γραφεία που επιβλέπουν τα πάντα, από τη λαχειοφόρο αγορά μέχρι τα ταξί Hackney και τις άδειες μικροπωλητών. Απορρόφησε τη Βασιλική Ακαδημία και τις Βασιλικές Εταιρείες, συνδυάζοντας τον πολιτισμό και την επιστήμη με τις φορολογικές και στρατιωτικές δαπάνες. Μέχρι τα τέλη του 20ου αιώνα η απέραντη αυλή του, εξίσου μεγαλειώδης με εκείνες των μεγάλων ανακτόρων, χρησιμοποιήθηκε ως χώρος στάθμευσης αυτοκινήτων για την εφορία εσωτερικού. Τώρα το Somerset House έχει αναγεννηθεί ως παλάτι πολιτισμού, φιλοξενεί το αναζωογονημένο Ινστιτούτο Courtauld, εκθέσεις υπερπαραγωγές και φεστιβάλ τέχνης, δημόσιες εκδηλώσεις και μια σειρά από επιδοτούμενα στούντιο για περισσότερους από 300 κατασκευαστές, καλλιτέχνες και σχεδιαστές, όλα σε αυτό το μεγαλειώδες κτίριο. Ο τρόπος με τον οποίο κατασκευάστηκαν αυτά τα γραφεία (και όντως χτίστηκαν ως γραφεία) προσφέρθηκε για εκμετάλλευση και ριζικές αλλαγές χρήσης.
Σε διαφορετική κλίμακα υπάρχει το The Department Store στο Brixton, στο νότιο Λονδίνο, ένα παραμελημένο κατάστημα Εδουαρδιανής εποχής που μετατράπηκε από τους αρχιτέκτονες Squire & Partners σε δημόσιο κέντρο εκδηλώσεων, συναντήσεων, εστίασης και λιανικής πώλησης, διατηρώντας παράλληλα τον αρχιτεκτονικό χαρακτήρα των εσωτερικών χώρων. Ή μπορούμε να πάρουμε το πρώην σφαγείο της Μαδρίτης, το Matadero, το οποίο μετατράπηκε σε ένα πολιτιστικό φόρουμ με κοινόχρηστες εγκαταστάσεις, εντελώς ανοιχτό στο κοινό, ένα μέρος ζωντανό μέρα και νύχτα, για δουλειά και διασκέδαση.
Η επαναχρησιμοποίηση του χώρου έχει καταστεί αναγκαιότητα για λόγους κλίματος, αειφορίας, ενσωμάτωσης ενέργειας και μνήμης, οικονομίας και συνέχειας. Είναι μια απαίτηση που ενισχύεται στα προάστια και τις μικρότερες πόλεις και έχει γίνει ακόμη πιο κρίσιμη για την επιβίωση της αστικότητας. Η πανδημία έχει δείξει πώς η εργασία από το σπίτι μπορεί να αναζωογονήσει τους κεντρικούς δρόμους των προαστίων («Zoomtowns») καθώς οι άνθρωποι βρίσκονται εκεί για να χρησιμοποιούν τις τοπικές εγκαταστάσεις, αλλά αυτό πρέπει να ενταθεί.
Αυτή η αναζωογονημένη, πολυάσχολη πόλη δεν απαιτεί νέα κτίρια, αλλά απαιτεί σοβαρή σκέψη για το πώς χρησιμοποιείται η πόλη και για ποιον σχεδιάζεται. Τα νέα γραφεία κατασκευάζονται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο όπως τη δεκαετία του 1960. Αυτό που είναι απαραίτητο είναι η εκτίμηση της πολυπλοκότητας και της ποικιλομορφίας του αστικού χώρου. Τα περισσότερα από αυτά που χρειάζονται γι’ αυτή την αναγέννηση υπάρχουν ήδη στον αστικό ιστό. Απλώς απαιτείται οι εργοδότες να καταλάβουν πώς μπορεί να χρησιμοποιηθούν όλ αυτά και τι μπορούν να κάνουν αυτοί για την πόλη.