Ποια είναι η καλύτερη γλώσσα για να καταλάβουμε τα περίπλοκα γεγονότα του κόσμου σήμερα; Είναι η οικονομική γλώσσα; Η πολιτική; Η πολιτισμική; Έχω αρχίσει να πιστεύω πως μπορεί να είναι η ψυχολογική.
Οι ψυχολόγοι (τουλάχιστον πολλοί από αυτούς που γνωρίζω) τείνουν να χωρίζουν τον κόσμο σε δυο τύπους προσωπικότητας: τους παρανοϊκούς, που λειτουργούν σαν να παίζουν πάντα ένα παιχνίδι μηδενικού αποτελέσματος και τους καταθλιπτικούς, που είναι πρόθυμοι να ενστερνιστούν τις διαφοροποιήσεις (και ως εκ τούτου και τη θλίψη).
Όπως οι άνθρωποι μπορούν να τείνουν προς τον έναν ή τον άλλον πόλο προσωπικότητας, το ίδιο ισχύει και για τα έθνη κράτη. Η Ναζιστική Γερμανία ήταν παρανοϊκή, όπως είναι η Ρωσία σήμερα. Τα σκανδιναβικά σοσιαλδημοκρατικά κράτη είναι καταθλιπτικά. Το ίδιο και η ΕΕ, στην καλύτερη περίπτωση.
Πρόσφατα παγκόσμια γεγονότα, από το Brexit και την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ, μέχρι τον πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία ή την οικονομική αποσύνδεση, μπορούν επίσης να ειδοθούν μέσα από ψυχολογική σκοπιά. Όπως αναφέρει ο συμπεριφορικός οικονομολόγος Ρόμπερτ Σίλερ στην εργασία του για τα «narrative economics», τέτοια γεγονότα οδηγούνται από «την επικράτηση και τη ζωηρότητα ορισμένων ιστοριών, όχι το καθαρά οικονομικό feedback ή τους πολλαπλασιαστές που οι οικονομολόγοι λατρεύουν να χρησιμοποιούν για μοντέλα».
Τέτοιες ιστορίες μπορεί να είναι υποκειμενικές, αλλά η επίπτωσή τους είναι πραγματική. Η εργασία του Σίλερ ερευνά το πώς γεγονότα όπως η διόρθωση της αγοράς του 1920-21, η μεγαλύτερη στην ιστορία, καθοδηγήθηκε τόσο από τα ανησυχητικά αφηγήματα για την άνοδο του κομμουνισμού, τη γρίπη και τις ρατσιστικές διαδηλώσεις, όσο και από την ελαττωματική επιτοκιακή πολιτική. Οι ιστορίες έχουν επίπτωση στην ψυχολογία μας, και αυτή η ψυχολογία αλλάζει τον κόσμο.
Αυτό ισχύει ιδιαίτερα σήμερα στις σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας. Στο πρόσφατο βιβλίο του με τίτλο Accidental Conflict, πρώην επικεφαλής της Morgan Stanley Asia και καθηγητής του Yale, Στήβεν Ρόουτς, χρησιμοποιεί το ψυχολογικό πρίσμα στην αυξανόμενη ένταση μεταξύ των δυο χωρών. Αυτό κορυφώθηκε με την ακύρωση του διπλωματικού ταξιδιού που θα πραγματοποιούσε στο Πεκίνο ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Άντονι Μπλίνκεν, μετά την ανακάλυψη του κινεζικού κατασκοπευτικού αερόστατου που πετούσε σε αμερικανικό εναέριο χώρο.
Ο Ρόουτς παρομοιάζει την αντίδραση, καθώς και τη γενική κλιμάκωση των διπλωματικών εντάσεων μεταξύ των δυο χωρών τα τελευταία χρόνια, με ένα ανασφαλές ζευγάρι που περνάει τη συγκρουσιακή φάση της αλληλεξάρτησης. Το ζευγάρι, σε αυτή την περίπτωση η Κίνα και οι ΗΠΑ, χρειάζονται ο ένας τον άλλον για λόγους που δεν τους αρέσει να τους εκφράζουν. «Μια αμερικανική οικονομία που στερείται αποταμιεύσεων στερείται μιας ορισμένης αίσθησης του οικονομικού της εαυτού», γράφει ο Ρόουτς, και ανησυχεί για τους αναπτυξιακούς στόχους της Κίνας, που συμπεριλαμβάνουν τη χρήση των δικών της υπερβαλλουσών αποταμιεύσεων με τρόπους που μπορεί να απομακρύνουν κεφάλαια από το δολάριο. Εν τω μεταξύ, «η Κίνα, που στερείται δικής της εσωτερικής υποστήριξης από μια ανάπτυξη καθοδηγούμενη από τους καταναλωτές», νοιώθει να απειλείται από τους αμερικανικούς δασμούς.
Έχει δίκιο. Ενώ οι αμερικάνοι πολιτικοί και από τις δυο πλευρές του πολιτικού φάσματος κατηγορούν ομοίως την Κίνα ότι «κλέβει» δουλειές, κάποτε ήταν επιλογή της Αμερικής να χτίσει μια οικονομία που θα βασίζονταν περισσότερο στον πληθωρισμό των assets πάρα στην ανάπτυξη του εισοδήματος. Τα ξένα κεφάλαια βοήθησαν ώστε να καταστεί δυνατή η σπατάλη. Το χρέος των ΗΠΑ σε σχέση με το ΑΕΠ έχει αυξηθεί 95% από το 2000 και είναι τώρα υψηλότερο απ’ όσο ήταν πριν τη χρηματοπιστωτική κρίση. Το κρατικό χρέος αυξήθηκε με ρυθμό 0,7 φορές το ΑΕΠ, κυρίως ως αποτέλεσμα εκείνης της κρίσης και στη συνέχεια της πανδημίας Covid-19. Το χρέος των νοικοκυριών και το χρέος του χρηματοπιστωτικού τομέα έχουν μειωθεί από την προ του 2008 κορυφή, όμως εξακολουθούν να είναι υψηλότερα απ’ όσο ήταν πριν το 2000, σύμφωνα με τα στοιχεία της McKinsey Global Institute. Όλα αυτά θα ήταν πολύ λιγότερο βιώσιμα εάν η Κίνα σταματούσε να αγοράζει αμερικανικό χρέος.
Εν τω μεταξύ, η Κίνα μπορεί να δείχνει με το δάχτυλο τους εμπορικούς πολέμους των ΗΠΑ, αλλά χρόνια τώρα επιδιώκει μια εμποροκρατική οικονομική πολιτική, και ακόμα δεν έχει αποδείξει πως μπορεί να εμπνεύσει αρκετή εγχώρια πολιτική εμπιστοσύνη ώστε να κάνει τον κόσμο να αποχωριστεί τα λεφτά που έχει αποταμιεύσει, ή να χειριστεί τα διαρθρωτικά προβλήματα της υπερμόχλευσης, ιδιαιτέρως σε ό,τι αφορά το real estate. Αν το σημερινό παράδειγμα διατηρηθεί, η Κίνα θα γεράσει προτού πλουτίσει.
Το πρόβλημα με αυτή την οικονομική αλληλεξάρτηση, λέει ο Ρόουτς, είναι ότι είναι εγγενώς αντιδραστική. «Η παραμικρή διαταραχή ενισχύεται, με κίνδυνο να υπάρξουν αντίποινα και μια προοδευτική αποδιάρθρωση. Το κατασκοπευτικό αερόστατο της Κίνας πυροδοτεί μια διπλωματική απάντηση από το Μπλίνκεν που θυμίζει έντονα τις ενέργειες του ψυχρού πολέμου 1.0 το 1960, όταν η ΕΣΣΔ κατέρριψε το κατασκοπευτικό μας αεροπλάνο U-2. Αυτό, φυσικά, εγκαινίασε την πιο επικίνδυνη φράση του πρώτου ψυχρού πολέμου, με αποκορύφωμα την κρίση των πυραύλων της Κούβας», λέει. «Δεν υπάρχει εμπιστοσύνη σε μια συγκρουσιακή αλληλεξάρτηση, γεγονός που καθιστά δύσκολο να συναρμολογηθούν ξανά τα κομμάτια μιας κάποτε υγιούς σχέσης. Αυτό αφήνει τη συγκρουσιακή αλληλεξάρτηση υπερ-ευάλωτη σε εστίες ανάφλεξης». Με τον πρόεδρο της Βουλής των Αντιπροσώπων Κέβιν Μακάρθι να πηγαίνει σύντομα στην Ταϊβάν, θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί αν αυτό το νησιωτικό έθνος θα είναι η επόμενη Κούβα.
Πώς, λοιπόν, μπορούν να απομακρυνθούν οι δυο πλευρές από ένα τέτοιο καταστροφικό αποτέλεσμα; Κάνοντας αυτό που θα συμβούλευε κάθε καλός θεραπευτής – χρησιμοποιώντας φράσεις με το «εγώ». Οι Αμερικανοί υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πρέπει να παραδεχτούν ότι το χρέος έχει σημασία, και οι ΗΠΑ πρέπει τελικά να αρχίσουν να ζουν εντός των δυνατοτήτων τους, να αποταμιεύουν περισσότερο και να χρησιμοποιούν αυτές τις αποταμιεύσεις για να χρηματοδοτήσουν τα πράγματα που τροφοδοτούν την πραγματική ανάπτυξη – υποδομές, εκπαίδευση και βασική έρευνα και ανάπτυξη – αντί της χρηματοπιστωτικής ανάπτυξης. Αυτός ο Λευκός Οίκος έχει κάνει μια καλή αρχή με το αμερικανικό σχέδιο διάσωσης και τον νόμο για τα τσιπ, αλλά θα χρειαστούν χρόνια, αν όχι δεκαετίες, για να καλυφθεί το κενό των επενδύσεων της Main Street στην Αμερική.
Η Κίνα, από την πλευρά της, πρέπει να αναμετρηθεί με το πώς και γιατί έχει χάσει την εμπιστοσύνη του κόσμου. Από τα λουκέτα μέχρι τις πολιτικές επιθέσεις στον ιδιωτικό τομέα και τον καπιταλισμό της επιτήρησης, υπάρχει λόγος που οι Κινέζοι καταναλωτές εξακολουθούν να κρατούν τόσα πολλά μετρητά κάτω από τα στρώματά τους. Δεν χρειάζεται κανένα κατασκοπευτικό αερόστατο για να καταλάβει κανείς πως δεν φταίει η Αμερική.