Η αμερικανική ηγεμονία και η οικονομική κυριαρχία του γκρουπ είναι πλέον παρελθόν. Οι προσπάθειες «άμβλυνσης του κινδύνου», οι μεγάλες απειλές και η ανάγκη να βρεθεί τρόπος συνεργασίας με Κίνα.
Μάρτιν Γουλφ
«Αντίο G7, γεια σας G20». Αυτός ήταν ο τίτλος ενός άρθρου του Economist σχετικά με την πρώτη σύνοδο κορυφής της Ομάδας των 20 στην Ουάσιγκτον το 2008, το οποίο υποστήριζε ότι αυτή αντιπροσώπευε «μια αποφασιστική αλλαγή στην παλιά τάξη πραγμάτων».
Σήμερα, οι ελπίδες για μια συνεργατική παγκόσμια οικονομική τάξη, οι οποίες έφτασαν στο ζενίθ τους στη σύνοδο κορυφής της G20 στο Λονδίνο τον Απρίλιο του 2009, έχουν εξανεμιστεί. Ωστόσο, δύσκολα αυτό σημαίνει «Αντίο G20, γεια σας G7». Ο προηγούμενος κόσμος της κυριαρχίας της G7 είναι ακόμη πιο μακρινός από εκείνον της συνεργασίας της G20. Ούτε η παγκόσμια συνεργασία ούτε η δυτική κυριαρχία φαίνονται εφικτές.
Τι θα μπορούσε να ακολουθήσει; Αλίμονο, η «διαίρεση» θα μπορούσε να είναι μια απάντηση και η «αναρχία» μια άλλη.
Αυτό δεν προκύπτει από το ανακοινωθέν της συνάντησης των αρχηγών κυβερνήσεων της G7 στη Χιροσίμα, το οποίο είναι εκπληκτικά περιεκτικό. Καλύπτει την παγκόσμια οικονομία, την κλιματική αλλαγή, το περιβάλλον, την ενέργεια, συμπεριλαμβανομένης της καθαρής ενέργειας, την οικονομική ανθεκτικότητα και την οικονομική ασφάλεια, το εμπόριο, την επισιτιστική ασφάλεια, την υγεία, την εργασία, την εκπαίδευση, την ψηφιακή τεχνολογία, την επιστήμη και την τεχνολογία, το φύλο, τα ανθρώπινα δικαιώματα, τους πρόσφυγες, τη μετανάστευση και τη δημοκρατία, την τρομοκρατία, τον βίαιο εξτρεμισμό και το διεθνικό οργανωμένο έγκλημα και τις σχέσεις με την Κίνα, το Αφγανιστάν και το Ιράν (μεταξύ άλλων χωρών).
Μέσα σε 19.000 λέξεις, το κείμενο αυτό μοιάζει με ένα μανιφέστο για μια παγκόσμια διακυβέρνηση. Αντίθετα, το ανακοινωθέν της συνόδου κορυφής της G20 στο Λονδίνο τον Απρίλιο του 2009 ήταν μόλις πάνω από 3.000 λέξεις. Η σύγκριση αυτή είναι άδικη, δεδομένου ότι εκείνη την εποχή η οικονομική κρίση ήταν στο επίκεντρο. Όμως ένας μη εστιασμένος κατάλογος επιθυμιών δεν μπορεί να είναι χρήσιμος: όταν όλα είναι προτεραιότητα, τίποτα δεν είναι προτεραιότητα.
Επιπλέον, τόσο η «μονοπολική» στιγμή των ΗΠΑ, όσο και η οικονομική κυριαρχία της G7 αποτελούν παρελθόν. Είναι αλήθεια ότι η τελευταία εξακολουθεί να είναι το πιο ισχυρό και συνεκτικό οικονομικό μπλοκ στον κόσμο. Συνεχίζει, για παράδειγμα, να παράγει όλα τα κορυφαία αποθεματικά νομίσματα του κόσμου.
Ωστόσο, μεταξύ του 2000 και του 2023, το μερίδιό της στην παγκόσμια παραγωγή (σε αγοραστική δύναμη) θα έχει μειωθεί από 44% σε 30%, ενώ το μερίδιο όλων των χωρών υψηλού εισοδήματος θα έχει μειωθεί από 57% σε 41%. Εν τω μεταξύ, το μερίδιο της Κίνας θα έχει αυξηθεί από 7% σε 19%.
Η Κίνα είναι πλέον μια οικονομική υπερδύναμη. Μέσω της πρωτοβουλίας Μία Ζώνη Ένας Δρόμος έχει γίνει ένας τεράστιος επενδυτής (και πιστωτής) των αναπτυσσόμενων χωρών, αν και, όπως ήταν αναμενόμενο, πρέπει να αντιμετωπίσει τα επακόλουθα επισφαλή χρέη που είναι τόσο γνωστά στις χώρες της G7.
Για ορισμένες αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες χώρες, η Κίνα είναι σημαντικότερος οικονομικός εταίρος από την G7: η Βραζιλία είναι ένα παράδειγμα. Ο πρόεδρος Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα μπορεί να συμμετείχε στην G7, αλλά δεν μπορεί λογικά να αγνοήσει το βάρος της Κίνας.
Οι G7 προσεγγίζουν και άλλους: στη συνάντησή τους στην Ιαπωνία συμμετείχαν η Ινδία, η Βραζιλία, η Ινδονησία, το Βιετνάμ, η Αυστραλία και η Νότια Κορέα. Αλλά 19 χώρες έχουν προφανώς υποβάλει αίτηση για να ενταχθούν στις χώρες BRICS, στις οποίες ήδη συμμετέχουν η Βραζιλία, η Ρωσία, η Ινδία, η Κίνα και η Νότια Αφρική.
Όταν ο Τζιμ Ο’ Νηλ επινόησε την ιδέα των BRICS το 2001, πίστευε ότι πρόκειται για μια κατηγορία με οικονομική σημασία. Νόμιζα ότι οι BRICS θα αφορούσαν μόνο την Κίνα και την Ινδία. Από οικονομική άποψη, αυτό ήταν σωστό. Αλλά οι BRICS φαίνεται τώρα να οδεύουν προς το να γίνουν μια σχετική παγκόσμια ομάδα. Σαφώς, αυτό που ενώνει τα μέλη της είναι η επιθυμία να μην εξαρτώνται από τις ιδιοτροπίες των ΗΠΑ και των στενών συμμάχων τους, οι οποίοι κυριαρχούσαν στον κόσμο τους τελευταίους δύο αιώνες. Πόσο καιρό, άλλωστε, μπορεί (ή, εν προκειμένω, πρέπει) να συνεχίσει να το κάνει αυτό η G7, στην οποία ανήκει το 10% του παγκόσμιου πληθυσμού;
Μερικές φορές, πρέπει απλώς να προσαρμοστεί κανείς στην πραγματικότητα. Αφήστε προς το παρόν κατά μέρος τους πολιτικούς στόχους των μελών της G7, οι οποίοι περιλαμβάνουν δικαίως την ανάγκη διατήρησης της δημοκρατίας στο εσωτερικό της χώρας και την υπεράσπιση των συνόρων της – σήμερα, πάνω απ’ όλα, στην Ουκρανία. Αυτός είναι πράγματι ο αγώνας της Δύσης. Αλλά είναι απίθανο να είναι ποτέ ο αγώνας του κόσμου, οι περισσότεροι από τους οποίους έχουν άλλα, πιο πιεστικά προβλήματα και ανησυχίες. Ήταν καλό που ο πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι συμμετείχε στη σύνοδο κορυφής. Αλλά η Δύση και μόνο θα καθορίσει την επιβίωση της Ουκρανίας.
Αν στραφούμε στα οικονομικά, είναι επίσης καλό που η έννοια της αποσύνδεσης, μια επιζήμια ανοησία, έχει μετατραπεί σε «άμβλυνση του κινδύνου». Αν η τελευταία μπορεί να μετατραπεί σε εστιασμένη και ορθολογική χάραξη πολιτικής, αυτό θα ήταν ακόμη καλύτερο. Αλλά θα είναι πολύ πιο δύσκολο να γίνει αυτό απ’ ό,τι πολλοί φαίνεται να φαντάζονται τώρα.
Είναι λογικό να διαφοροποιήσουμε τις προμήθειες ενέργειας και ζωτικών πρώτων υλών και εξαρτημάτων. Αλλά, για να πάρουμε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, η διαφοροποίηση της προμήθειας προηγμένων τσιπ από την Ταϊβάν θα είναι πραγματικά δύσκολη.
Ένα ακόμη μεγαλύτερο ζήτημα είναι ο τρόπος διαχείρισης της παγκόσμιας οικονομίας. Θα είναι το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα προπύργια της εξουσίας της G7 σε έναν κόσμο όλο και πιο διχασμένο; Αν ναι, πώς και πότε θα αποκτήσουν τους νέους πόρους που χρειάζονται για να αντιμετωπίσουν τις σημερινές προκλήσεις; Πώς, επίσης, θα συντονιστούν με τους οργανισμούς που δημιουργούν η Κίνα και οι σύμμαχοί της; Δεν θα ήταν καλύτερα να παραδεχτούν την πραγματικότητα και να προσαρμόσουν τις ποσοστώσεις και τα μερίδια, για να αναγνωρίσουν τις τεράστιες μετατοπίσεις της οικονομικής δύναμης στον κόσμο;
Η Κίνα δεν πρόκειται να εξαφανιστεί. Γιατί να μην της επιτρέψουμε μεγαλύτερο λόγο με αντάλλαγμα την πλήρη συμμετοχή της στις διαπραγματεύσεις για το χρέος; Ομοίως, γιατί να μην αναζωπυρώσουμε τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, με αντάλλαγμα την αναγνώριση από την Κίνα ότι δεν μπορεί πλέον να περιμένει να της συμπεριφέρονται ως αναπτυσσόμενη χώρα;
Πέρα από όλα αυτά, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι οποιαδήποτε συζήτηση για «άμβλυνση του κινδύνου» που δεν επικεντρώνεται στις δύο μεγαλύτερες απειλές που αντιμετωπίζουμε – αυτές του πολέμου και του κλίματος – είναι σαν να διυλίζουμε τον κώνωπα και να καταπίνουμε την κάμηλον. Ναι, η G7 πρέπει να υπερασπιστεί τις αξίες και τα συμφέροντά της. Αλλά δεν μπορεί να διοικεί τον κόσμο, παρόλο που η μοίρα του κόσμου θα είναι και αυτή των μελών της.
Πρέπει να βρεθεί ένας δρόμος συνεργασίας, για άλλη μια φορά.
Ο Μάρτιν Γουλφς είναι ο διευθυντής του οικονομικού τμήματος των Financial Times.