Θέλουμε να αποτύχει η Κίνα; Αυτό το ερώτημα τέθηκε σε ένα πρόσφατο σεμινάριο για τους δυτικούς υπεύθυνους χάραξης πολιτικής και σχολιαστές, στο οποίο συμμετείχα.
Η ομάδα ξεφύλλιζε μια έκθεση για την επερχόμενη χρονιά, όταν ένας από μας ρώτησε γιατί ένας από τους κινδύνους που βρίσκονται στη λίστα για το 2023 είναι μια απότομη επιβράδυνση της κινεζικής ανάπτυξης. «Αυτό δεν είναι που θέλουμε να συμβεί;» ρώτησε.
Πρόκειται για ένα εύλογο ερώτημα. Άλλωστε, ο πρόεδρος των ΗΠΑ έχει επανειλημμένως πει πως είναι πρόθυμος να πάει σε πόλεμο με την Κίνα για να υπερασπιστεί την Ταϊβάν. Η ΕΕ χαρακτηρίζει τη χώρα ως «συστημικό αντίπαλο». Η Βρετανία εξετάζει επισήμως το ενδεχόμενο να χαρακτηριστεί η Κίνα ως «απειλή». Οπωσδήποτε, αν θεωρείς μια χώρα ως απειλή και ως αντίπαλο, δεν θέλεις να δεις την οικονομία της να αυξάνεται ταχύτατα, έτσι δεν είναι;
Ή μήπως θέλεις; Αυτοί που πιστεύουν πως η συνεχιζόμενη κινεζική οικονομική επιτυχία παραμένει προς το συμφέρον της Δύσης μπορούν να θέσουν ευλογοφανή επιχειρήματα. Πρώτον, η Κίνα είναι ένα τεράστιο μέρος της παγκόσμιας οικονομίας. Αν θέλεις η Κίνα να μπει σε ύφεση, σχεδόν θέλεις ο κόσμος όλος επίσης να διολισθήσει σε ύφεση. Και αν η Κίνα καταρρεύσει -για παράδειγμα αν καταρρεύσει ο κλάδος των ακινήτων της- οι επιπτώσεις θα έχουν αντίκτυπο σε ολόκληρο το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Έπειτα υπάρχει το ηθικό ζήτημα. Είσαι άνετος με το να θέλεις περισσότεροι από 1,4 δισ. Κινέζοι –πολλοί από τους οποίους εξακολουθούν να είναι φτωχοί- να γίνουν ακόμα φτωχότεροι; Η ζήτηση και οι επενδύσεις από την Κίνα είναι κρίσιμης σημασίας για χώρες στην Αφρική και στην Αμερική. Θέλεις και αυτοί να φτωχύνουν;
Το γεγονός πως γίνεται μια τέτοια συζήτηση λέει κάτι για την τρέχουσα σύγχυση στις δυτικές πρωτεύουσες. Ευρύτερα μιλώντας, στα μυαλά των υπεύθυνων χάραξης πολιτικής της Δύσης κάνουν πόλεμο δυο μοντέλα παγκόσμιας τάξης: ένα παλιό μοντέλο που βασίζεται στην παγκοσμιοποίηση και ένα νέο που βασίζεται στον ανταγωνισμό των μεγάλων δυνάμεων.
Το παλιό μοντέλο δίνει έμφαση στα οικονομικά και σε αυτό που οι κινέζοι ονομάζουν «συνεργασία από την οποία όλοι κερδίζουν». Η επιχειρηματολογία του είναι πως η οικονομική σταθερότητα και ανάπτυξη είναι καλή για όλους –και πως επίσης ενθαρρύνει χρήσιμες συνήθειες διεθνούς συνεργασίας σε κρίσιμα ζητήματα όπως η κλιματική αλλαγή.
Το νέο μοντέλο υποστηρίζει πως μια πιο πλούσια Κίνα έχει, δυστυχώς, αποδειχθεί πως είναι μια πιο απειλητική Κίνα. Το Πεκίνο έχει ρίξει χρήμα σε μια στρατιωτική ενίσχυση και έχει εδαφικές φιλοδοξίες που απειλούν την Ταϊβάν, την Ινδία, την Ιαπωνία, τις Φιλιππίνες και άλλους. Αυτή η άποψη υποστηρίζει πως, αν δεν αλλάξουν ή δεν ελεγχθούν οι φιλοδοξίες της Κίνας, τότε η παγκόσμια ειρήνη και ευημερία θα απειληθούν. Η επίθεση της Ρωσίας στην Ουκρανία και η στενή ευθυγράμμιση μεταξύ της Κίνας του Σι Τζινπίνγκ και της Ρωσίας του Βλαντίμιρ Πούτιν, έχουν ενισχύσει την άποψη πως ο καλύτερος τρόπος για να δει κανείς τον κόσμο είναι τώρα ένας που επικεντρώνεται στον ανταγωνισμό των μεγάλων δυνάμεων.
Δυστυχώς, αυτή δεν είναι μια συζήτηση που μπορεί να επιλυθεί επειδή και οι δυο κοσμοθεωρίες περιέχουν στοιχεία αλήθειας. Μια Κίνα καταρρέουσα θα μπορούσε να αποτελέσει απειλή για την παγκόσμια σταθερότητα. Και το ίδιο θα συνέβαινε με μια Κίνα που θα πετύχαινε -όσο αυτή κυβερνάται από τον Σι ή από κάποιον άλλον εθνικιστή αυταρχικό ηγέτη.
Ο τρόπος για να επιλύσουν οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής της Δύσης τη συζήτηση είναι να θέσουν ένα διαφορετικό ερώτημα: όχι αν θέλουμε η Κίνα να πετύχει ή να αποτύχει, αλλά πώς θα διαχειριστούμε τη συνεχιζόμενη άνοδο της Κίνας.
Θέτοντας το ερώτημα με αυτόν τον τρόπο αποφεύγεται να βασιστεί η πολιτική σε κάτι που είναι πέραν του ελέγχου των δυτικών αξιωματούχων. Δεν θα ήταν συνετό οι Αμερικάνοι ή οι Ευρωπαίοι να υποθέσουν πως η Κίνα οδεύει προς κατάρρευση, όπως επίσης δεν θα ήταν ρεαλιστικό για την Κίνα να βασίζει τις πολιτικές της για την Αμερική στην ιδέα πως οι ΗΠΑ μπορεί να καταρρεύσουν. Είναι ξεκάθαρο πως τόσο η Κίνα, όσο και η Αμερική πράγματι αντιμετωπίζουν σημαντικές εσωτερικές προκλήσεις που θα μπορούσαν -στη χειρότερη περίπτωση- να τις κατακλύσουν. Αλλά θα ήταν ανόητο οποιαδήποτε πλευρά να υποθέσει αυτό το αποτέλεσμα.
Αντί να προσπαθεί να κάνει την Κίνα πιο φτωχή ή να αποτρέψει την ανάπτυξη της χώρας, η δυτική πολιτική θα πρέπει να επικεντρωθεί στο διεθνές περιβάλλον, στο οποίο αναδύεται μια πιο πλούσια και πιο ισχυρή Κίνα. Ο στόχος θα ήταν να πλαστεί μια παγκόσμια τάξη που θα καθιστά λιγότερο ελκυστικό για την Κίνα να επιδιώκει επιθετικές πολιτικές.
Αυτή η προσέγγιση έχει στρατιωτικά, τεχνολογικά, οικονομικά και διπλωματικά στοιχεία. Οι ΗΠΑ ήταν πιο αποτελεσματικές στο να ενισχύσουν το δίκτυο των δεσμών ασφαλείας τους με χώρες όπως η Ιαπωνία, η Ινδία και η Αυστραλία –κάτι που λογικά θα βοηθήσει ώστε να αποτραπεί ο κινεζικός μιλιταρισμός. Οι προσπάθειες της Ουάσινγκτον να αποτραπεί το ενδεχόμενο η Κίνα να γίνει αυτή που θα καθορίζει τα τεχνολογικά πρότυπα παγκοσμίως αυξάνουν δυναμική -αλλά θα είναι πολύ πιο δύσκολο να συντονιστεί με τους συμμάχους, που φοβούνται για τα δικά τους οικονομικά συμφέροντα.
Τα οικονομικά και το εμπόριο είναι εκεί που οι ΗΠΑ είναι πιο αδύναμες. Η Κίνα είναι ήδη ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος για τις περισσότερες χώρες του Ινδοειρηνικού. Η αυξανόμενη διάθεση προστατευτισμού της Αμερικής και η ανικανότητα να υπογράψει σημαντικές νέες εμπορικές συμφωνίες στην Ασία, καθιστούν την αντιπρόταση της Ουάσινγκτον ακόμα λιγότερο ελκυστική.
Η μάχη των ιδεών είναι επίσης σημαντική. Όπως έχει δείξει ο πόλεμος της Ουκρανίας, μεγάλα τμήματα του κόσμου παραμένουν βαθύτατα επιφυλακτικά ως προς τα κίνητρα της Δύσης -ακόμα και στην αντίθεση για ένα προφανή πόλεμο επιθετικότητας που εξαπολύει η Ρωσία.
Γι’ αυτό είναι κρίσιμης σημασίας οι ΗΠΑ και η ΕΕ να είναι ξεκάθαρες -στον εαυτόν τους και στους άλλους- πως στόχος τους δεν είναι να αποτρέψουν την Κίνα από το να γίνει πλουσιότερη. Είναι να αποτρέψουν τον αυξανόμενο πλούτο της Κίνας από το να χρησιμοποιηθεί για να απειλήσει τους γείτονές της ή να εκφοβίζει τους εμπορικούς της εταίρους.
Αυτή η πολιτική έχει το θετικό πως είναι και υπερασπίσιμη και εφικτή.