Η Γηραιά Ηπειρος επικαλείται συχνά τις «ευρωπαϊκές αξίες» για να δικαιολογήσει τις αποφάσεις της, όμως συχνά τα κίνητρα είναι άλλα και πολύ πιο σκοτεινά. Η χρήση του εμπορίου ως όπλου, οι μετανάστες και η ένταξη της Ουκρανίας στην ΕΕ.
Αν ρωτήσετε κάποιον οπαδό της ΕΕ γιατί η εμπορική και ρυθμιστική της πολιτική είναι καλύτερη από αυτήν της Αμερικής, η απάντηση που θα πάρετε, είναι γνώριμη: οι ΗΠΑ, όπως φαίνεται, νοιάζονται μόνο για την εξουσία, το πλεονέκτημα και την εμποροκρατική πρόσβαση στην αγορά, ενώ η Ευρώπη έχει να κάνει με τις αξίες.
Ακόμα και πριν την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, αυτός ο ισχυρισμός ήταν ανοικτός σε βάσιμες κατηγορίες περί υποκρισίας. Αλλά καθώς οι Βρυξέλλες επεκτείνουν τις φιλοδοξίες τους σε μια εποχή όπου το εμπόριο παραμένει ένα από τα ισχυρότερα εργαλεία πολιτικής, θα βρει πως η ένταση μεταξύ αρχών και εξουσίας γίνεται ακόμα μεγαλύτερη.
Η προσήλωση στις αξίες σημαίνει πως η εμπορική πρόσβαση στην τεράστια και κερδοφόρο αγορά της ΕΕ έχει φορτωθεί με όρους που αφορούν στα ανθρώπινα δικαιώματα, στα εργασιακά πρότυπα και στο περιβάλλον. Κάποιες φορές αυτές οι ανησυχίες είναι προφανώς γνήσιες, είτε πετύχουν τον στόχο τους είτε όχι. H ΕΕ πέρασε μεγάλο μέρος του 2020, για παράδειγμα, αγωνιώντας για το ποιες ακριβώς εμπορικές ρυθμίσεις θα έπρεπε να αφαιρέσει από την Καμπότζη λόγω των παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων στις οποίες προβαίνει το κράτος, ζυγίζοντας μεταξύ της αβέβαιης πολιτικής επιρροής που έχει στην κυβέρνηση της χώρας και τις απώλειες θέσεων εργασίας στον κλάδο των εξαγωγών ενδυμάτων.
Κάποιες φορές μοιάζουν περισσότερο με καλυμμένο προστατευτισμό. Οι Γάλλοι κτηνοτρόφοι βοοειδών, που δεν είναι γνωστοί για τον περιβαλλοντικό τους ακτιβισμό, έδειξαν μεγάλο ενδιαφέρον για την αποψίλωση του Αμαζονίου, όταν το προσχέδιο εμπορικής συμφωνίας της ΕΕ με τη Mercosur απείλησε το μερίδιό τους στην εγχώρια αγορά από τις φθηνότερες εισαγωγές από τη Βραζιλία.
Και όλο και περισσότερο οι όροι για το εμπόριο είναι ευάλωτοι σε ακόμα πιο σκοτεινά κίνητρα. Η ΕΕ, ενώ κυνικά θέτει την περιοριστική μεταναστευτική πολιτική της στο πλαίσιο της «προστασίας του ευρωπαϊκού τρόπου ζωής μας» (η κατακραυγή που προκάλεσε αυτό οδήγησε σε αλλαγή της συγκεκριμένης «ταμπέλας»), έχει δείξει επανειλημμένως πως αψηφά το διεθνές δίκαιο και τα ανθρώπινα δικαιώματα, με παράνομες επαναπροωθήσεις αναζητούντων άσυλο και άλλων μεταναστών στα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ.
Έκλεισε μια άθλια συμφωνία κατά την μεταναστευτική κρίση του 2015-16, πληρώνοντας την Τουρκία να κρατήσει αυτή τους πρόσφυγες που όδευαν προς την Ευρώπη, και μια ακόμα πιο ηθικά επιλήψιμη συμφωνία με τη Λιβύη -όπου χιλιάδες μετανάστες εξαφανίστηκαν σε «μαύρες φυλακές» όπου οι βιασμοί, τα βασανιστήρια και οι φόνοι είναι συνηθισμένα φαινόμενα.
Τώρα η εμπορική πολιτική έχει αναγκαστεί να εξυπηρετεί την επιβολή κανόνων για τη μετανάστευση. Όπως αποκάλυψαν την περασμένη εβδομάδα οι FT, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει προτείνει την άρση εμπορικών ρυθμίσεων από χώρες που δεν αποδέχονται αναζητούντες άσυλο, η αίτηση των οποίων για παραμονή στην ΕΕ έχει απορριφθεί. Η λογική είναι πως οι χώρες προέλευσής τους (Μαλί, Σενεγάλη και Γουινέα κυρίως) χρειάζονται να παραμείνουν εκεί οι καλύτεροι και εξυπνότεροι, προκειμένου να ενισχύσουν την ανάπτυξη των περιοχών αυτών.
Αυτή η λογική είναι για την αυτοεξυπηρέτηση και βασίζεται στο ξεπερασμένο concept ενός «brain drain»: οι εξυπνότεροι οικονομολόγοι που ασχολούνται με αναπτυξιακά θέματα προσπαθούν να το αποσύρουν ως υποτιμητική και αντιπαραγωγική ιδέα (η επιχειρηματολογία αυτή χρησιμοποιήθηκε επίσης παραδοσιακά από τους Brexiters, που ήταν αντίθετοι στη μετανάστευση Κεντροευρωπαίων και Ανατολικοευρωπαίων προς το Ηνωμένο Βασίλειο). Τα εμβάσματα, η μεταφορά γνώσης και τα άλλα οφέλη των μεταναστών βοηθούν τις χώρες προέλευσής τους πολύ περισσότερο από το να εγκλωβίζονται παραγωγικοί εργαζόμενοι σε μια δυσλειτουργική οικονομία.
Ορισμένα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου προσπαθούν να αφαιρέσουν αυτούς τους όρους για την αναζήτηση ασύλου. Τους αξίζει να πετύχουν. Δεν πρόκειται για μια κοινή εμπορική και μεταναστευτική πολιτική, αλλά για κατάχρηση του εμπορίου ώστε να εξυπηρετεί το εγχώριο αντιμεταναστευτικό αίσθημα. Μπορείς να αιτιολογήσεις ότι προσπαθείς να κάνεις τις χώρες να πάρουν πίσω αυτούς των οποίων η αίτηση ασύλου απορρίφθηκε, καθώς αυτός είναι ο νόμος. Αλλά δεν μπορείς να εμφανίσεις την καταναγκαστική απειλή της απόσυρσης της πρόσβασης στην αγορά ως διεθνή αναπτυξιακή στρατηγική και να περιμένεις να σε πάρουν στα σοβαρά.
Και όταν η ΕΕ αρχίσει να γεμίζει τον γεωπολιτικό μανδύα που έχει φιλόδοξα ρίξει πάνω στο λιπόσαρκο κορμί της, θα αντιμετωπίσει περισσότερες τέτοιες εντάσεις. Η πιο προφανής είναι το ρομαντικό σχέδιο της Κομισιόν (στο οποίο συμμετέχουν αρκετά κράτη-μέλη) για ταχεία ένταξη της μεταπολεμικής Ουκρανίας στην ΕΕ.
Η στρατηγική λογική είναι αναμφίβολη και έχει να κάνει με την ένταξη της Ουκρανίας στη σφαίρα επιρροής της ΕΕ χωρίς τις πλήρεις στρατιωτικές επιπτώσεις της ένταξης στο ΝΑΤΟ. Αλλά, υπό κανονικές συνθήκες, η Ουκρανία με κανέναν τρόπο δεν θα έμπαινε στην ΕΕ χωρίς πολυετείς επώδυνες μεταρρυθμίσεις.
Παρότι έχει ήδη πολύ καλή εμπορική πρόσβαση, η Ουκρανία παραμένει μια φτωχή και βαθύτατα διεφθαρμένη χώρα. Προτού η ρωσική εισβολή δώσει ένα στρατηγικό κίνητρο, μπορείτε να φανταστείτε τις αντιδράσεις σε μια δεξιά ταμπλόιντ όπως η γερμανική Bild για την είσοδο μιας ακόμα ανατολικοευρωπαϊκής χώρας που διψά για επιδοτήσεις και που δεν τηρεί το κράτος δικαίου.
Είναι αλήθεια πως διάφορα κράτη-μέλη αντιστέκονται στην αίτηση ένταξης της Ουκρανίας. Δεν είναι ξεκάθαρο το πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα. Αλλά όπως και να έχει, η ΕΕ θα πρέπει να επιλέξει μεταξύ της στρατηγικής επιρροής και της συνέπειας με τις αξίες.
Η υποκρισία συχνά συνοδεύει την εξουσία. Οι ΗΠΑ πέρασαν τον ψυχρό πόλεμο διακηρύσσοντας τη συμμόρφωσή τους με τη δημοκρατία, ενώ εγκαθιστούσαν και ενίσχυαν κυβερνήσεις των οποίων ηγούνταν κλέφτες και δολοφόνοι. Ίσως η ΕΕ θα συνεχίσει να διακηρύττει ένα πράγμα και να κάνει κάτι άλλο, να ονοματίζει με κυνισμό το ίδιο συμφέρον ως «ευρωπαϊκές αξίες» όπως έχει κάνει με τη μετανάστευση, και να βάζει σε προτεραιότητα την ασφάλεια έναντι της Ρωσίας, αντί για τη δημοκρατία και την καλή διακυβέρνηση.
Ίσως, τουλάχιστον στην τελευταία περίπτωση, αυτό να είναι και το καλύτερο. Αλλά μπορεί να βοηθήσει τη σαφήνεια της συζήτησης, εάν οι Ευρωπαίοι ηγέτες παραδέχονταν την αντίφαση. Και ακόμα και αν δεν το κάνει αυτό, δεν υπάρχει λόγος να σταματήσουμε κι εμείς να δείχνουμε τη διπροσωπία.