Ανάρπαστα έγιναν για λίγο διάστημα τα τουρκικά assets, δημιουργώντας «παράθυρο» ώστε η χώρα να ξαναχτίσει τα αποθεματικά ξένου συναλλάγματός της, τα οποία μειώθηκαν σοβαρά στο πλαίσιο της αποτυχημένης προσπάθειας της κυβέρνησης να ενισχύσει τη λίρα.
Οι αναλυτές, ωστόσο, προειδοποιούν πως ο νέος υπουργός Οικονομικών και ο διοικητής της κεντρικής τράπεζας της Τουρκίας θα δυσκολευτούν, δεδομένης της κλίμακας της απαιτούμενης αύξησης αποθεματικών αλλά και της βλάβης που έχει προκαλέσει η πανδημία σε μια από τις μεγαλύτερες αναδυόμενες αγορές του κόσμου.
Η αποστράγγιση του κορβανά ξένου συναλλάγματος της Τουρκίας υπήρξε μια από τις μεγαλύτερες ανησυχίες για τους ξένους επενδυτές τα τελευταία δυο χρόνια, καθώς τα αποθεματικά θεωρούνται ως κρίσιμης σημασίας ασφάλεια έναντι του μεγάλου λογαριασμού εισαγωγών της χώρας, αλλά και του υψηλού εξωτερικού της χρέους.
Τα μικτά αποθεματικά, εξαιρουμένου του χρυσού, κινούνται γύρω στο χαμηλό 15ετίας τους τελευταίους μήνες, σύμφωνα με τα στοιχεία της κεντρικής τράπεζας της Τουρκίας.
Η εικόνα είναι ακόμα πιο ζοφερή αν γίνει προσαρμογή για την αμφιλεγόμενη λογιστική μέθοδο που υιοθετήθηκε πέρυσι από την κεντρική τράπεζα. Σύμφωνα με υπολογισμούς των FT, όταν εξαιρεθούν από τον ισολογισμό της τράπεζας τα δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια που δανείστηκαν μέσω βραχυπρόθεσμων swaps με εμπορικές τράπεζες, τότε τα καθαρά ξένα assets -που αντιπροσωπεύουν τα καθαρά αποθεματικά- εμφάνιζαν έλλειμμα 52 δισ. δολαρίων στο τέλος Οκτωβρίου.
Ένας βασικός λόγος για τη μείωση ήταν η παρέμβαση που έγινε, η οποία είχε στόχο να σταματήσει την ελεύθερη πτώση της λίρας. Η κεντρική τράπεζα ξόδεψε δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια, σύμφωνα με αναλυτές, αλλά δεν κατάφερε να αποσοβήσει την κατρακύλα 24% του νομίσματος από το τέλος του 2019.
Το σχέδιο αυτό ήταν κεντρικό σημείο της ταραχώδους θητείας του Berat Albayrak, του γαμπρού του προέδρου Recep Tayyip Erdogan που διαχειρίζονταν την οικονομία της χώρας μέχρι την απρόσμενη παραίτησή του τον περασμένο μήνα. Ο διάδοχός του, ο πρώην γραφειοκράτης Lutfi Elvan, και ο νέος διοικητής της κεντρικής τράπεζας, Naci Agbal, έμειναν να μαζέψουν τα σπασμένα.
Το έργο που έχουν μπροστά τους είναι τρομακτικό, αλλά έχουν την ευκαιρία να «γυρίσουν το παιχνίδι», σύμφωνα με τον Hakan Kara, πρώην επικεφαλής οικονομολόγο της κεντρικής τράπεζας της Τουρκίας.
«Υπάρχει μια ευκαιρία εδώ», είπε. «Με πιο αξιόπιστους ανθρώπους που λένε ακριβώς αυτό που περιμένει η αγορά, αυτό θα προσελκύσει ορισμένες εισροές (ξένου κεφαλαίου)».
Τα αποθεματικά που λιγόστευαν συνέβαλαν στις υποβαθμίσεις από διεθνείς οίκους αξιολόγησης και θορύβησαν τους ξένους επενδυτές, οι οποίοι απέσυραν χοντρικά 13 δισ. δολάρια από τουρκικές μετοχές και ομόλογα τους πρώτους δέκα μήνες του 2020, σύμφωνα με τα στοιχεία της κεντρικής τράπεζας.
Ο ανασχηματισμός στην οικονομική διοίκηση της χώρας επαναπροσέλκυσε κάποιες εισροές ξένων κεφαλαίων, με 1,9 δισ. δολάρια να επιστρέφουν και πάλι σε τουρκικά assets μέσα σε τρεις εβδομάδες από τότε που αποχώρησε ο κ. Albayrak.
Η απόφαση που ελήφθη τον περασμένο μήνα για σημαντική αύξηση του βασικού επιτοκίου της κεντρικής τράπεζας στο 15%, σε συνδυασμό με την άρση άλλων μέτρων που πίεζαν τις εμπορικές τράπεζες να δανείζουν, αναμένεται να βοηθήσουν ώστε να επιβραδυνθεί η ανάπτυξη που βασίζονταν στις πιστώσεις και στην κατανάλωση, και η οποία προκαλούσε μεγάλο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και συνέβαλε στην αποστράγγιση των αποθεματικών.
Αλλά η πανδημία δημιουργεί ένα δύσκολο περιβάλλον για να διορθωθεί η εμπορική ανισορροπία. Εν τω μεταξύ, οι τουρκικές εταιρείες συνεχίζουν να δημιουργούν ζήτηση για ξένο συνάλλαγμα, καθώς προσπαθούν να αποπληρώσουν το εξωτερικό τους χρέος. Τέτοιοι παράγοντες σημαίνουν πως είναι πιθανό να είναι μια «σχετικά αργή διαδικασία για να ξαναχτιστούν τα αποθεματικά», σύμφωνα με τον Paul Gamble, ανώτερο διευθυντή του οίκου αξιολόγησης Fitch.
Αν η χώρα μπορεί να προσελκύσει αρκετά μεγάλες εισροές ξένου χρήματος, τότε η κεντρική τράπεζα θα μπορούσε να αρχίσει να ενισχύει τον κορβανά της μέσω δημοπρασιών για αγορά ξένου συναλλάγματος για πρώτη φορά από το 2011. Ορισμένοι αναλυτές, ωστόσο, προειδοποιούν πως ο χρόνος δεν είναι ακόμα ο κατάλληλος.
«Είναι πολύ νωρίς», δήλωσε ο Haluk Burumcekci, οικονομολόγος και σύμβουλος με έδρα στην Κωνσταντινούπολη, ο οποίος σημείωσε το σχετικά μικρό μέγεθος των πρόσφατων ξένων εισροών και το γεγονός πως οι επιφυλακτικοί ντόπιοι επενδυτές συνεχίζουν να αγοράζουν δολάρια τις τελευταίες εβδομάδες.
«Αν δεν υπάρξει από-δολαριοποίηση και η κεντρική τράπεζα αρχίσει να αγοράζει ξένο συνάλλαγμα, τότε το δολάριο θα αυξηθεί και πάλι (έναντι της λίρας)», σημείωσε.
Ο κ. Kara επισήμανε πως θα είναι «πολύ σημαντικό» να υπάρξουν περαιτέρω αυξήσεις επιτοκίων για να δημιουργηθεί το σωστό περιβάλλον για αύξηση των αποθεματικών. Η αύξηση του βασικού επιτοκίου στο 17% και η διατήρησή του εκεί για ένα εξάμηνο θα δημιουργήσει έναν «ενάρετο κύκλο» που, όπως υπολογίζει, θα μπορούσε να βοηθήσει την κεντρική τράπεζα να προσθέσει 15-20 δισ. δολάρια στο «πολεμικό σεντούκι» της. Το ερώτημα είναι εάν ο κ. Erdogan, ένθερμος πολέμιος των υψηλών επιτοκίων, είναι πρόθυμος να ανεχθεί περαιτέρω αυξήσεις επιτοκίων.
«Αυτός είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος», πρόσθεσε.
Κινήσεις από την κεντρική τράπεζα για να μειώσει την εξάρτησή της από τα swaps και η άρση των μέτρων που απέτρεπαν τις τουρκικές τράπεζες από το να κάνουν παρόμοιες συναλλαγές με ξένες τράπεζες, θα βοηθούσαν στην αποκατάσταση της ομαλής λειτουργίας των χρηματαγορών της Τουρκίας, αναφέρουν αναλυτές.
Αλλά οι τραπεζίτες περιμένουν πως ο διακανονισμός θα λυθεί σταδιακά προκειμένου να αποφευχθεί μια απότομη πτώση στα ανακοινωθέντα αποθεματικά της κεντρικής τράπεζας. «Νομίζω πως οι δημόσιες τράπεζες θα συνεχίσουν να μετακυλίουν τα swaps για πολύ καιρό», ανέφερε τραπεζίτης της Κωνσταντινούπολης.
Η κεντρική τράπεζα έδειξε μια επιθυμία να αυξηθούν τα αποθεματικά, στην ανακοίνωση που συνόδευσε την αύξηση επιτοκίων του περασμένου μήνα.
Ο Bulent Gultekin, πρώην διοικητής της κεντρικής τράπεζας της Τουρκίας ο οποίος είναι σήμερα καθηγητής οικονομικών στο Wharton School στο Πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια, δήλωσε πως ένα ολοκληρωμένο σχέδιο και μια καλή επικοινωνία θα είναι κρίσιμης σημασίας για να «δημιουργηθεί ένα περιβάλλον εμπιστοσύνης ώστε να αντιστραφούν οι ροές κεφαλαίων».
«Ποτέ δεν ήταν ξεκάθαρο προς τα πού πήγαιναν (με τις προηγούμενες πολιτικές), αυτός ήταν ο λόγος που έμπλεξαν έτσι», δήλωσε ο καθηγητής Gultekin.
Αρθρο της της Laura Pitel στους |Financial Times (μτφρ Euro2day)