Αλλεπάλληλες κρίσεις για τις οποίες δεν ευθύνονται έχουν βυθίσει αναπτυσσόμενες οικονομίες και χώρες χαμηλού εισοδήματος. Ο πόλεμος αξιών με την Κίνα και η ανάγκη δράσης από τις πλούσιες χώρες.
Τα σοκ των τελευταίων τριών ετών έχουν πλήξει όλες τις χώρες, αλλά έχουν πλήξει ιδιαιτέρως σκληρά τις αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες χώρες. Ως αποτέλεσμα, σύμφωνα με την έκθεση για τις Παγκόσμιες Οικονομικές Προοπτικές του 2023, που μόλις εξέδωσε η Παγκόσμια Τράπεζα, η σύγκλιση των μέσων εισοδημάτων μεταξύ των φτωχών και των πλούσιων χωρών έχει σταματήσει. Ακόμα χειρότερα, μπορεί να μην επανέλθει σύντομα, δεδομένης της ζημιάς που έχει ήδη γίνει και πιθανότατα θα συνεχιστεί τα επόμενα χρόνια.
Μέχρι το τέλος του 2024, τα επίπεδα του ΑΕΠ στις αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες οικονομίες προβλέπεται να είναι 6% χαμηλότερα από αυτά ου αναμένονταν πριν την πανδημία. Η αθροιστική απώλεια ΑΕΠ των χωρών αυτών μεταξύ του 2020 και του 2024 προβλέπεται στο 30% του ΑΕΠ του 2019. Σε εύθραυστες περιοχές και περιοχές που επηρεάζονται από συρράξεις, τα πραγματικά κατά κεφαλήν εισοδήματα εκτιμάται πως θα έχουν μειωθεί μέχρι το 2024. Αν η παγκόσμια οικονομία επιβραδυνθεί περισσότερο απ’ όσο προβλέπεται τώρα, ως αποτέλεσμα της σφιχτής νομισματικής πολιτικής και ενδεχομένως άλλων σοκ, αυτά τα αποτελέσματα θα μπορούσαν εύκολα να είναι χειρότερα.
Αυτές οι απώλειες, με ό,τι αυτές σημαίνουν για τη δυσχερή θέση των πιο ευάλωτων ανθρώπων στον κόσμο, δείχνουν τον αντίκτυπο της πανδημίας, του πολέμου στην Ουκρανία, της αύξησης των τιμών της ενέργειας και των τροφίμων, της αύξησης του πληθωρισμού και της απότομης σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής στις χώρες υψηλού εισοδήματος, ιδίως στις ΗΠΑ, και της συνακόλουθης αύξησης της αξίας του δολαρίου. Ένας προφανής κίνδυνος τώρα είναι αυτός των κυμάτων χρεοκοπίας στις υπερχρεωμένες αναπτυσσόμενες χώρες. Στο σύνολό τους, αυτά τα σοκ θα προκαλέσουν μακροχρόνιες επιπτώσεις, ενδεχομένως και χαμένες δεκαετίες, σε πολλά ευάλωτα μέρη.
Αυτό έχει ξανασυμβεί. Συνέβη στη Λατινική Αμερική μετά την κρίση χρέους του 1982. Και αυτή η κρίση, υπενθυμίζουμε, ήρθε μετά από μια αύξηση του ιδιωτικού δανεισμού προς τις αναπτυσσόμενες χώρες, που τότε ονομάστηκε «ανακύκλωση» των πλεονασμάτων των εξαγωγέων πετρελαίου. Δυστυχώς, μετά από αυτό το κύμα χρέους ήρθαν η εισβολή του Ιράκ στο Ιράν, ένα δεύτερο «πετρελαϊκό σοκ» (το πρώτο ήταν το 1973), μια έξαρση του πληθωρισμού, μια απότομη σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής των ΗΠΑ και ένα ισχυρότερο δολάριο. Ακολούθησε μια καταστροφή – μια κρίση χρέους που διήρκεσε μια δεκαετία.
Είναι ανησυχητικό ότι η πρόσφατη σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής από τις κεντρικές τράπεζες της Ομάδας των Επτά κορυφαίων οικονομιών μοιάζει περισσότερο με εκείνη της δεκαετίας του 1970 και των αρχών της δεκαετίας του 1980 παρά με οποιαδήποτε άλλη έκτοτε, τόσο σε ταχύτητα όσο και σε μέγεθος.
Με βάση τις τρέχουσες προβλέψεις της αγοράς για τα επιτόκια, η σωρευτική αύξηση θα είναι κοντά στις 400 μ.β. σε διάστημα 17 μηνών. Η άνοδος από τον Μάιο του 1979 ήταν τελικά μεγαλύτερη, αλλά χρειάστηκε επίσης περισσότερο χρόνο. Είναι αλήθεια ότι τα επιτόκια ξεκινούν από πολύ χαμηλότερο επίπεδο αυτή τη φορά. Αλλά αυτό μπορεί να μην έχει τόσο μεγάλη διαφορά αν οι άνθρωποι έχουν βασιστεί σε αυτά τα χαμηλά επιτόκια.
Επιπλέον, η ανατίμηση του δολαρίου ΗΠΑ ήταν ιδιαίτερα ισχυρή. Για τις χώρες που έχουν σημαντικό εξωτερικό χρέος σε αμερικανικό νόμισμα, αυτό θα αυξήσει επίσης απότομα το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους.
Βοηθάει που ο δανεισμός αυτή τη φορά δεν έγινε τόσο από τις τράπεζες με κυμαινόμενα επιτόκια, αλλά με ομόλογα, τα οποία έχουν μεγαλύτερες διάρκειες και σταθερά επιτόκια. Παρ’ όλα αυτά, μια ξαφνική διακοπή της ροής πιστώσεων θα δημιουργήσει μια ανελέητη πίεση. Η Παγκόσμια Τράπεζα δείχνει αύξηση κατά 17 ποσοστιαίες μονάδες στα spreads του κρατικού δανεισμού σε ξένο νόμισμα των χωρών με αδύναμη πιστοληπτική αξιολόγηση το 2022 που εισάγουν εμπορεύματα. Ουσιαστικά, οι χώρες αυτές αποκλείονται από τις αγορές.
Επιπλέον, το εξωτερικό χρέος της υποσαχάριας Αφρικής είναι επίσης υψηλό, πάνω από το 40% του ΑΕΠ. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι από τον Φεβρουάριο του 2022 παρατηρείται τεράστια μείωση της έκδοσης δημόσιων και ιδιωτικών ομολόγων στις αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες χώρες σε σύγκριση με ένα χρόνο νωρίτερα.
Αναπόφευκτα, οι υπερχρεωμένες χώρες που έχουν ήδη υποστεί το σοκ της Covid και την απότομη επιδείνωση των όρων εμπορίου τους, καθώς οι τιμές των τροφίμων και της ενέργειας εκτινάχθηκαν στα ύψη, θα αντιμετωπίσουν τώρα ακόμα πιο σοβαρά και διαρκή προβλήματα. Σε αυτές συμπεριλαμβάνονται και ο μεγάλος αριθμός χωρών με χαμηλό εισόδημα, όπου τα μέσα διαβίωσης πολλών βρίσκονται ήδη στα όρια της επιβίωσης.
Σύμφωνα με την τράπεζα, ο αριθμός των ανθρώπων που υποφέρουν από «επισιτιστική ανασφάλεια» (δηλαδή βρίσκονται στα όρια της πείνας) σε χώρες χαμηλού εισοδήματος εκτινάχθηκε από 56 εκατ. το 2019 σε 105 εκατ. το 2022. Πότε μπορεί να αντιστραφεί αυτό;
Γνωρίζουμε, επιπλέον, ότι πολλά παιδιά έχασαν τους γονείς τους κατά τη διάρκεια της πανδημίας και ότι η εκπαίδευσή τους διαταράχθηκε επίσης σοβαρά. Επιπλέον, οι φυσικές επενδύσεις μειώθηκαν απότομα. Έτσι, για το σύνολο των αναδυόμενων και αναπτυσσόμενων χωρών, η τράπεζα προβλέπει ότι οι συνολικές επενδύσεις το 2024 θα είναι κατά 8% χαμηλότερες από ό,τι αναμενόταν το 2020. Αν προσθέσει κανείς την πιθανότητα μακροχρόνιων προβλημάτων χρέους και άρα παύσης της ροής εξωτερικών κεφαλαίων, το ενδεχόμενο μιας χαμένης δεκαετίας για τη σύγκλιση γίνεται σίγουρα πολύ πιθανό για πολλές χώρες. Περιττό να πούμε ότι αυτό δεν θα είναι επίσης ένα περιβάλλον στο οποίο θα σημειωθεί μεγάλη πρόοδος όσον αφορά την ενεργειακή μετάβαση σε πολλά μέρη.
Δεν φταίνε οι χώρες αυτές για την Covid. Η έλλειψη παγκόσμιας συνεργασίας για την αντιμετώπισή της δεν ήταν δικό τους λάθος. Η έλλειψη επαρκούς εξωτερικής επίσημης χρηματοδότησης δεν ήταν δικό τους λάθος. Ο παγκόσμιος πληθωρισμός δεν ήταν δικό τους λάθος. Ο πόλεμος δεν είναι δικό τους λάθος. Αλλά αν οι χώρες υψηλού εισοδήματος δεν προσφέρουν τη βοήθεια που τώρα προφανώς χρειάζονται, θα είναι αναμφισβήτητα δικό τους λάθος.
Οι δημοκρατίες υψηλού εισοδήματος επιθυμούν να ξεκινήσουν έναν πόλεμο αξιών με την Κίνα. Ορίστε λοιπόν μια μάχη. Πρέπει να βρεθεί ένας τρόπος για να λυθούν τα προβλήματα χρέους που τώρα προκύπτουν ουσιαστικά και όχι, όπως συνέβη στην περίπτωση της Λατινικής Αμερικής, μετά από σχεδόν μια δεκαετία προφάσεων. Πρέπει να βρεθεί τρόπος για να ξεφύγουμε από τον φαύλο κύκλο στον οποίον η χαμηλή πιστοληπτική ικανότητα προκαλεί δυσβάστακτα spreads, που προκαλούν κρίσεις χρέους και στη συνέχεια ακόμα χαμηλότερη πιστοληπτική ικανότητα.
Αυτό δεν είναι προς το συμφέρον μόνο των φτωχών χωρών. Είναι επίσης προς το συμφέρον και των πλούσιων χωρών. Τα προβλήματα των εύθραυστων και φτωχών χωρών θα γίνουν και δικά τους. Ήρθε η ώρα να γίνουν διαφορετικά τα πράγματα.
Την επόμενη εβδομάδα σκοπεύω να εξετάσω το πώς.