Οι Ρεπουμπλικάνοι θα φτάσουν σε ακόμα πιο ακραία σημεία για να διαχωρίσουν τους εαυτούς τους από έναν Δημοκρατικό που υποδύεται ότι στηρίζει την ιδεολογία τους.
Απόδοση από άρθρο του Janan Ganesh για τους Financial Times
Το πιο σκληρό πράγμα που μπορεί να κάνει μια κυβέρνηση σε μια αντιπολίτευση είναι να συμφωνήσει μαζί της. Τότε η άλλη μεριά, για να διατηρήσει την ιδιαιτερότητά της, θα πρέπει να διαλέξει την απαρχαίωση ή ακόμα πιο ακραίες θέσεις. Οι παθιασμένες θέσεις του ρεπουμπλικανισμού, που εισήγαγε ο Νιουτ Γκίνγκριτς τη δεκαετία του 1990, θα θυμάστε πως δεν είναι απάντηση στον Μαρξισμό, αλλά στον Μπιλ Κλίντον, με τη σκληρή νομοθεσία για το έγκλημα και τη μεταρρύθυμιση στην πρόνοια, τους ισορροπημένους ισολογισμούς και την εκτόξευση πυραύλων Κρουζ.
Μια γενιά μετά, ο Τζο Μπάιντεν φτιάχνει μια νέα εκδοχή της ίδιας συνταγής. Σίγουρα, οι Ρεπουμπλικάνοι γίνονται όλο και πιο πολύ ακραίοι πολιτικά, με τη θέλησή τους. Αυτό που φταίει είναι η μονοφωνική τους στάση, όπως και ο ανεπίσημος αρχηγός τους, ο Ντόναλντ Τραμπ. Αλλά, ούτε αυτός ο Λευκός Οίκος δεν διακρίνεται από αρκετό λαϊκισμό, ούτε αρκετά συχνά, ώστε να λύσει έναν γόρδιο δεσμό από διλήμματα.
Μετρήστε τους τρόπους με τους οποίους ο Μπάιντεν έχει υπάρξει πιο αυθεντικός λαϊκιστής από ότι ήταν ποτέ ο Τραμπ. Ως υποψήφιος, ο Τραμπ, τάχθηκε μαζί με τον Αμερικανούς εργαζομένους ενάντια στους πλούσιους που είναι ερωτευμένοι με τον ίδιο τους τον εαυτό. Ως πρόεδρος, διάλεξε τις περικοπές φόρων, τον ελεύθερο ανταγωνισμό και έναν -χαρακτηριστικό για Ρεπουμπλικανούς- αγώνα ενάντια στην Obamacare που ήταν χαμένος από την αρχή. Αν είχε κυβερνήσει σαν προδότης για το 1%, υποψιάζομαι πως ο κόσμος τώρα θα ανέλυε έναν δεύτερο όρο για τον Τραμπ. Όπως είναι τα πράγματα τώρα, ο Μπάιντεν έχει την ευκαιρία να κρατήσει τις υποσχέσεις του Τραμπ για τον εαυτό του και να τις ξεπεράσει. Το πλάνο υποδομών του θα περάσει από το Κογκρέσο την επόμενη εβδομάδα. Με 2.700 παράξενες σελίδες, έχει στα χέρια του ένα μυθιστόρημα του πλάνου εξόδων. Σχεδιάζει να αυξήσει τους φόρους στα άτομα με υψηλό εισόδημα και επικερδής εταιρείες. Ακόμα και η ρητορική με την οποία το πλαισιώνει -η φορολογία σαν κοινωνική δικαιοσύνη και όχι δημοσιονομική αναγκαιότητα- χαρακτηρίζεται από λαϊκισμό.
Για την προστασία των εγχώριων προϊόντων, ο Τραμπ ήταν πιο επιτυχημένος. Αλλά δεν πήγε ποτέ έναντια στην Κίνα και την Ευρώπη, ώστε να δημιουργήσει ένα πιο ευρύ πρόγραμμα. Ο Μπάιντεν το κατάφερε αυτό μέσω του προγράμματος εφοδιασμού Buy American. Είναι θλιβερό που ο Ντέιβιντ Ρικάρντο και άλλο αποθανόντες οικονομολόγοι θα πρέπει να βγούν από τους τάφους τους για να καταγραφούν επί μέρους στοιχεία για την αυτοκαταστρεφόμενη απερισκεψία τους. Είναι πολύ πιο δύσκολο να πέσει το φταίξιμο στους πολιτικούς.
Το ίδιο ισχύει και για το πιο εριστικό ζήτημα στο οποίο έχει αναλάβει δράση ο Μπάιντεν. Τον προηγούμενο μήνα, λέγεται πως οι ΗΠΑ άφησαν την αξιοπιστία τους στην άσφαλτο του Διεθνούς Αεροδρόμιου της Καμπούλ. Η κύρια εξέλιξη από τότε, ήταν η ιστορική ψήφος εμπιστοσύνης της Αυστραλίας, που αλλού, στις ΗΠΑ. Έκπληξη δεν αποτέλεσε μόνο το γεγονός ότι ο Μπάιντεν κατάφερε να διασώσει κάτι από αυτή τη μεγάλη απώλεια εθνικού κύρους. Αποτέλεσε το γεγονός ότι ενάντια σε όλη τη συνταγματική Ουάσινγκτον, κατάφερε να πραγματοποιήσει την αποχώρηση. Με μια καμπάνια ενάντια στη συναινετική διάθεση όσω παρενέβησαν, οι τρεις προκάτοχοί του υπέκυψαν, με διάφορους τρόπους. Ακόμα και ο Τραμπ καθυστέρησε την πρότασή του για αποχώρηση από τη Συρία το 2018.
Με μόνο εννέα μήνες στην κυβέρνηση, το μοτίβο εδώ διαφαίνεται ξεκάθαρα. Αυτό που προσφέρει ο Μπάιντεν στους ψηφοφόρους, είναι η ουσία του λαϊκισμού χωρίς τη βαβούρα και τους κινδύνους. Αυτή ακριβώς η συγκράτηση ίσως είναι επειδή δεν χρειάστηκε να αποδείξει ποτέ την καλή του πίστη.
Ο Τραμπ είναι γιος μεσίτη, ο οποίος μεγάλωσε με δυσκολίες στο Κουίνς. Ο Μπόρις Τζόνσον φοίτησε σε ένα τόσο μεγάλο πανεπιστήμιο, που δεν χρειάζεται καν να το ονομάσουμε. Στη Γαλλία, η Μαρίν Λε Πεν είναι κόρη, αλλά και μητέρα, σε αυτό που κάποιος θα περιέγραφε ως μια -τριών γενεών- αλυσίδα ακροδεξιάς ηγεσίας. Το γεγονός ότι ο λαϊκισμός βασίζεται σε υποκριτές και αριστοκράτες για την ηγεσία ήταν δεδομένο ότι θα οτν αφήσει εκτεθειμένο σε κάποια φάση.
Ο Μπάιντεν, πλάσμα της Ουάσιγκτον σχεδόν για μισό αιώνα, δεν είναι ακριβώς αυτό. Σαν προιστορία, είναι πιο κοντά στον «λαό», όποιοι και να είναι αυτοί, από τον Τραμπ ή τον επόμενο προεξέχων Αμερικανό λαϊκιστή, τον παρουσιαστή Τάκερ Κάρλσον. Κάτι που δεν θα καταλάβαινει κανείς ότι βρίσκεται στις τρεις πρώτες επιλογές για την προεδρική θέση, από τον τρόπο που συζητάνε για αυτόν οι Δημοκρατικοί.
Για να εξηγήσω πόσο περίπλοκο βρίσκουν οι αντίπαλοι του Μπάιντεν τον ελεγχόμενο λαϊκισμό του, συλλογιστείτε την ακόμα πιο λυπητερή περίπτωση του JD Vance. Το 2016, ο συγγραφέας του βιβλίου, Το τραγούδι του χιλμπίλη, ήταν προφητικό και για τον τραμπισμό και για την κριτική εκ των έσω. Πέντε χρόνια μετά, με στόχο μια θέση στη Γερουσία των ΗΠΑ, υπάρχει κάτι -σχέδον ψεύτικο- και αμφιλεγόμενο για τα εμβόλια που παρέχει σε άτεκνους και τους πιο χαζούς από τα φιλελεύθερα στελέχη. Μπορεί να είναι μόνο η απερισκεψία ενός άπειρου πολιτικού. Ίσως να είναι η μοίρα ενός κόμματος που θα πρέπει να προσπαθήσει πιο σκληρά για να γίνει πιο ξεχωριστό.
Το 2016, η προστασία των εγχώριων προϊόντων ήταν ακόμα μια ανατρεπτική ενέργεια. Τώρα είναι πλέον κάτι κοινότοπο. Όσοι αψηφούσαν την εξωτερική πολιτική θεωρούνταν εξωτικοί. Ένας από αυτούς δουλεύει πλέον στο Οβάλ Γραφείο. Αυτά είναι, κατά μια έννοια, βαθιές νίκες του λαϊκισμού των Ρεπουμπλικανών. Αλλά υπάρχουν και πολιτικά μαρτύρια. Τι ρούχα φοράει κάποιος όταν έχουν κάνει έφοδο στην γκαρνταρόμπα του; Μόνο, θα φοβόταν κανείς, τα πιο άσχημα.