Η Janet Yellen, υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, έκανε κάτι σημαντικό, που όμως πέρασε σχεδόν απαρατήρητο προ ημερών. Συνέδεσε και πάλι το εμπόριο με τις αξίες.
Σε ομιλία της στο Ατλαντικό Συμβούλιο στην Ουάσινγκτον, η υπουργός ζήτησε ένα νέο πλαίσιο Bretton Woods και μια ανανέωση των θεσμών του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Παγκόσμιας Τράπεζας.
Ξεκαθάρισε επίσης πως ο πόλεμος του Vladimir Putin στην Ουκρανία και η άρνηση της Κίνας να συνταχθεί με τις ΗΠΑ και περισσότερες από 30 ακόμα χώρες στο θέμα των κυρώσεων κατά της Ρωσίας αποτελεί σημείο καμπής για την παγκόσμια οικονομία.
Στο μέλλον, η αμερικανική εμπορική πολιτική δεν θα αφορά πλέον απλώς την ελευθερία των αγορών να αποφασίσουν, αλλά επίσης θα έχει και ορισμένες αρχές -από την εθνική κυριαρχία και την τάξη που θα βασίζεται σε κανόνες, μέχρι την ασφάλεια και τα εργασιακά δικαιώματα. Όπως το έθεσε, ο στόχος της Αμερικής δεν θα πρέπει να είναι μόνο «το ελεύθερο αλλά και το ασφαλές εμπόριο».
Δεν θα πρέπει να επιτρέπεται σε χώρες να χρησιμοποιούν τη «θέση τους στην αγορά σε βασικές πρώτες ύλες, τεχνολογίες ή προϊόντα για να έχουν τη δύναμη να διαταράξουν την οικονομία μας ή να ασκούν ανεπιθύμητη γεωπολιτική πίεση». Αυτό ήταν ξεκάθαρη νύξη για την πετρελαϊκή πολιτική της Ρωσίας, θα μπορούσε όμως εύκολα να καλύπτει την κατασκευή chip της Ταϊβάν, ή τη συσσώρευση σπάνιων γαιών από την Κίνα, ή, κατά τη διάρκεια της πανδημίας, εξοπλισμού προσωπικής προστασίας.
H Yellen έβγαλε μια καινούρια λέξη για αυτή τη μετανεοφιλελεύθερη εποχή: “friend-shoring” (ένα δίκτυο έμπιστων προμηθευτών από φιλικές χώρες που προσφέρουν πολλαπλούς ανεξάρτητους εφοδιαστικούς δρόμους). Οι ΗΠΑ θα ευνοούν τώρα το «friend-shoring των αλυσίδων προμήθειας σε έναν μεγάλο αριθμό έμπιστων χωρών», που μοιράζονται «κανόνες και αξίες για το πώς να λειτουργούν στην παγκόσμια οικονομία». Θα επιδιώξουν επίσης να δημιουργήσουν συμμαχίες βασισμένες σε αρχές σε τομείς όπως οι ψηφιακές υπηρεσίες και η τεχνολογική ρύθμιση, παρόμοια με την περυσινή παγκόσμια φορολογική συμφωνία (της οποίας ηγήθηκε η Yellen).
Αυτό δεν σημαίνει πως η Αμερική είναι μόνη της ή πως η Αμερική έρχεται πρώτα, όμως αναγνωρίζει την ύπαρξη μιας πολιτικής οικονομίας στην οποία το ελεύθερο εμπόριο μπορεί να είναι πραγματικά ελεύθερο μόνο εάν οι χώρες λειτουργούν με κοινές αξίες και επί ίσοις όροις.
Αυτό και διαφέρει αλλά και δεν διαφέρει από τη νεοφιλελεύθερη εποχή που περνάει. Ο όρος «νεοφιλελευθερισμός» χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1938, στο Walter Lippmann Colloquium στο Παρίσι, που ήταν μια συγκέντρωση οικονομολόγων, κοινωνιολόγων, δημοσιογράφων και επιχειρηματιών που ήθελαν να βρουν έναν τρόπο να προστατεύσουν τον παγκόσμιο καπιταλισμό από τον φασισμό και τον σοσιαλισμό.
Ήταν ένα κίνημα που ηχούσε αρμονικά με το δικό μας, με πολλούς τρόπους. Η Ευρώπη είχε διαλυθεί από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μια δεκαετία χαλαρής νομισματικής πολιτικής έως το 1929 δεν κατάφερε να καλύψει τις μεγάλες πολιτικές και οικονομικές αλλαγές που είχαν δημιουργήσει τεράστια ρήγματα στις κοινωνίες. Οι αγορές εργασίας και οι οικογενειακές δομές άλλαζαν. Μια πανδημία, ο πληθωρισμός, στη συνέχεια η οικονομική ύφεση, ο αποπληθωρισμός και οι εμπορικοί πόλεμοι είχαν αφήσει την ήπειρο οικονομικά κατεστραμμένη.
Οι νεοφιλελεύθεροι ήθελαν να διορθώσουν τα ζητήματα αυτά, συνδέοντας τις παγκόσμιες αγορές. Πίστευαν πως αν το κεφάλαιο και το εμπόριο ήταν συνδεδεμένα μέσω μιας σειράς θεσμών που θα μπορούσαν να κινούνται πάνω από τα μεμονωμένα κράτη-έθνη, τότε ο κόσμος θα ήταν λιγότερο πιθανό να διολισθήσει σε αναρχία.
Για πολύ καιρό, η ιδέα αυτή ήταν αποτελεσματική, εν μέρει επειδή η ισορροπία μεταξύ των εθνικών συμφερόντων και της παγκόσμιας οικονομίας δεν ήταν τελείως «χαλασμένη». Ακόμα και κατά την περίοδο Reagan-Thatcher τη δεκαετία του 1980, υπήρχε μια αίσθηση πως το παγκόσμιο εμπόριο ιδιαίτερα έπρεπε να εξυπηρετεί τα εθνικά συμφέροντα. Ως πρόεδρος των ΗΠΑ, ο Ronald Reagan μπορεί να ήταν υπέρ του ελεύθερου εμπορίου, όμως χρησιμοποίησε δασμούς κατά της Ιαπωνίας και επίσης στήριξε τη βιομηχανική πολιτική (όπως έκαναν και συνεχίζουν να κάνουν οι περισσότερες άλλες ασιατικές και πολλές ευρωπαϊκές χώρες).
Στις ΗΠΑ, αυτό άρχισε να αλλάζει κατά τη διάρκεια της κυβέρνησης Clinton, που ενορχήστρωσε μια σειρά συμφωνιών ελεύθερου εμπορίου που κατέληξαν στην είσοδο της Κίνας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου το 2001, με την ελπίδα πως η χώρα θα γινόταν πιο ελεύθερη καθώς θα γινόταν πιο εύπορη. Αυτό, φυσικά, δεν συνέβη. Και τώρα, επιτέλους, οι ηγέτες παντού αναγνωρίζουν την πραγματικότητα του προβλήματος «ένας κόσμος, δύο συστήματα».
H Yellen λέει πως ελπίζει ότι «δεν θα καταλήξουμε με ένα διπολικό σύστημα», ιδιαίτερα δεδομένου του πόσο η ίδια η Κίνα έχει επωφεληθεί από το νεοφιλελεύθερο σύστημα. «Αλλά έχουν προκύψει πραγματικά προβλήματα», όπως παραδέχεται. «Η Κίνα βασίζεται με πολλούς τρόπους στις κρατικές εταιρείες και εμπλέκεται σε πρακτικές που νομίζω ότι βλάπτουν με αθέμιτο τρόπο τα συμφέροντα εθνικής ασφάλειάς μας». Οι πολυεθνικές εφοδιαστικές αλυσίδες, «ενώ έχουν γίνει πολύ αποτελεσματικές και άριστες στη μείωση του επιχειρηματικού κόστους, δεν υπήρξαν ανθεκτικές». Και τα δύο θέματα αυτά πρέπει να αντιμετωπιστούν, λέει.
Το σημερινό σταυροδρόμι μοιάζει με αυτό που αντιμετώπισαν οι νεοφιλελεύθεροι διανοητές που δημιούργησαν το αρχικό σύστημα Bretton Woods. Δεν άρχισαν με την ιδέα του laissez-faire στις αγορές που λειτουργούν για δικό τους λογαριασμό, αλλά με ένα πολύ ανθρώπινο πρόβλημα, το πώς να διορθώσουν έναν καταρρακωμένο από τον πόλεμο κόσμο, ώστε να γίνει μια πιο ασφαλής, πιο συνεκτική κοινωνία, στην οποία η ελευθερία και η ευημερία θα ήταν εγγυημένες. Οι αγορές δεν μπορούσαν να το κάνουν αυτό μόνες τους. Έπρεπε να υπάρξουν νέοι κανόνες.
Και εδώ ακριβώς είμαστε τώρα. Μπορεί κάποιος να υποστηρίξει -όπως θα έκανα κι εγώ- πως μια μεγάλη στροφή έχει ήδη καθυστερήσει να γίνει. Ο παγκόσμιος καπιταλισμός, ιδιαίτερα τα τελευταία 20 χρόνια, έχει απλά προτρέξει σε σχέση με τις εγχώριες ανησυχίες ορισμένων κρατών. Οι χώρες με διαφορετικά πολιτικά, οικονομικά και ακόμα και ηθικά πλαίσια δεν έχουν παίξει όλες με τους ίδιους παγκόσμιους κανόνες. Υπό αυτές τις συνθήκες, οι δίκαιες και ελεύθερες αγορές αρχίζουν να καταρρέουν.
Η διαδικασία της δημιουργίας ενός νέου Bretton Woods έχει μόλις αρχίσει. Αλλά θα ήταν καλό να αρχίσει με τις αξίες που οι φιλελεύθερες δημοκρατίες θέλουν να τηρηθούν.