Έχει εμμονή με τα χρήματα, αλλά το ιστορικό του δείχνει ότι δεν διαπραγματεύεται πάντα σκληρά
Επειδή δεν ήταν υβριστική ή έστω γλαφυρή, η πιο χαρακτηριστική δήλωση που έκανε ο Ντόναλντ Τραμπ μετά την αποχώρησή του από το αξίωμα δεν κράτητράβηξε όσο θα έπρεπε την προσοχή του κόσμου. Ερωτηθείς σε μια συνέντευξη στο Fox News το περασμένο καλοκαίρι αν θα υπερασπιζόταν την Ταϊβάν με βία, είπε ότι το νησί, το οποίο κερδίζει μια περιουσία από ημιαγωγούς, “μας πήρε τις δουλειές μας”. Ανακόλουθο; Ίσως. Ένα χυδαίο πράγμα που θα μπορούσε να αναφερθεί δεδομένου του διακυβεύματος ζωής και θανάτου; Και αυτό επίσης. Αλλά πόση διορατικότητα σε ένα μυαλό. Αν επρόκειτο για κινηματογραφικούς διαλόγους, θα χαιρετούσαμε τη γραφή: ο σεβασμός στον κανόνα “δείξε, μην πεις” για την περιγραφή των χαρακτήρων.
Ο Τραμπ, ο επικρατέστερος υποψήφιος για το προεδρικό χρίσμα των Ρεπουμπλικάνων, είναι, σε βαθμό που ακόμη και οι πιο στενοί του παρατηρητές δυσκολεύονται να κατανοήσουν, άνθρωπος στον οποίο αρέσουν πολύ οι δοσοληψίες. Και όχι με τρόπο πονηρό. Κατοικεί σ’ έναν κόσμο πριν από τον Ντέιβιντ Ρικάρντο, αν όχι πριν από τον Άνταμ Σμιθ, στον οποίο ο πλούτος νοείται ως μια τούρτα που τα έθνη ανταγωνίζονται για ένα κομμάτι της. Περισσότερα για σένα σημαίνει λιγότερα για μένα. Αν οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών με την Κίνα, ipso facto χάνουν. Αν πληρώνουν δυσανάλογο μερίδιο του λογαριασμού του ΝΑΤΟ, είναι κορόιδο. Μην μπαίνετε στον κόπο να απαριθμήσετε όλα όσα παίρνει η Αμερική σε αντάλλαγμα. (Αν ο Βλαντιμίρ Πούτιν είχε συλλογικές αμυντικές ρυθμίσεις σε μια άλλη ήπειρο, η alt-right θα το χαιρέτιζε ως “στρατηγικό βάθος”, δεν θα το χτυπούσε ως βάρος). Για να αντιμετωπίσετε τον Τραμπ, αποδεχτείτε πρώτα ως ακλόνητη την μηδενικού αθροίσματος προσέγγιση του για τα πάντα.
Αυτό αφήνει την Ευρώπη σε χειρότερη και ταυτόχρονα καλύτερη θέση απ’ ό,τι νομίζουν κάποιοι. Ο Τραμπ θα ήταν πρόθυμος να την ξεπουλήσει για ένα δολάριο. Αλλά μπορεί επίσης να πειστεί να μην το κάνει για ένα δολάριο. Αν η ήπειρος δαπανά περισσότερα για την άμυνα -έχει κάνει μια αρχή- το κύριο παράπονό του με το ΝΑΤΟ πραγματικά απομακρύνεται. Μ’ άλλα λόγια, όταν ο Τραμπ γκρινιάζει για τους “παραβατικούς” συμμάχους, δεν εννοεί κάτι ευρύτερο ή βαθύτερο ή μεγαλοπρεπέστερο. Δεν είναι η περιφρόνηση για τη Δύση ή ο θαυμασμός για τους ληστρικούς δικτάτορες που μιλάει. Αυτές οι απόψεις, ακόμη κι αν τις έχει, είναι περιθωριακές δίπλα στην αιώνια πεποίθησή του ότι η Αμερική είναι ξεγυμνωμένη.
Η πρόκληση για τους μεγάλους στοχαστές στην εποχή του Τραμπ είναι να αποδεχτούν ότι εδώ υπάρχει κάποιος βυθισμένος στο άχθος των λογαριασμών και των τιμολογίων. Αλλά αν μπορέσει να γίνει αυτή η νοητική υπέρβαση, γίνεται λίγο λιγότερο τρομακτικός. Ο Τραμπ έχει -με τη μη διεφθαρμένη έννοια- ένα τίμημα. Και δεν είναι ούτε εκβιαστικό. Το άλλο πράγμα που πρέπει να θυμόμαστε για τον Τραμπ είναι ότι θέλει να είναι ο νικητής μιας διαπραγμάτευσης. Για το σκοπό αυτό, δεν επιμένει στους πιο σκληρούς όρους. Το 2018, συμβιβάστηκε με μια αναθεωρημένη εκδοχή της Συμφωνίας Ελεύθερου Εμπορίου της Βόρειας Αμερικής -επιτυγχάνοντας ορισμένες απαιτήσεις, αφήνοντας άλλες να φύγουν- αντί να την εγκαταλείψει εντελώς.
Το 2020, υπέγραψε αυτό που αποκάλεσε “ιστορική” εμπορική ανακωχή με την Κίνα. Σε αντάλλαγμα για τι; Μια ανεφάρμοστη δέσμευση να αγοράσει επιπλέον 200 δισ. δολάρια σε αμερικανικά προϊόντα. Το amour propre του είναι αμφίπλευρο, τον ωθεί να ξεκινάει διαμάχες αλλά και να τις διευθετεί με όποιους όρους μπορεί να γυρίσει ως δικούς του. Είναι δύσκολο να ξέρει κανείς τι τον προσβάλλει περισσότερο, στην πραγματικότητα: το να είναι το κορόιδο σε μια συμφωνία ή το να θεωρείται ανίκανος να την τροποποιήσει.
Θα υπερασπιζόταν ο Τραμπ, σε περίπτωση επίθεσης στο ΝΑΤΟ, τους συμμάχους; Δεδομένου ότι μόνο μία φορά σε 75 χρόνια, έχει γίνει επίκληση του Άρθρου 5, το οποίο ορίζει την αρχή της συλλογικής άμυνας, αυτό είναι ένα εγγενώς μάταιο ερώτημα για να απαντηθεί. Το πιο πρακτικό ερώτημα είναι πώς θα τον εμποδίσουμε να εγκαταλείψει ή να υποχρηματοδοτήσει εν τω μεταξύ το ΝΑΤΟ ή να το υπονομεύσει με τη ρητορική του. Η απάντηση είναι να τον πιστέψουμε στα λόγια του και να ασχοληθούμε με το θέμα των μετρητών. Δεν είναι κώδικας για κάτι άλλο.
Μια οικονομική χειρονομία θα πήγαινε πιο μακριά μαζί του (“Κοιτάξτε τι πήρα από τους Ευρωπαίους”) απ’ ό,τι δείχνει η εξωτερική του αδιαλλαξία. Η “δοσοληψία” είναι απλώς μια σκληρή λέξη για τη “διαπραγμάτευση”. Ο Τραμπ είναι κατά πολύ ο χειρότερος πρόεδρος στην εποχή του ΝΑΤΟ, αλλά ένας ιδεολογικός αντιφιλελεύθερος και Κρεμλινόφιλος, από τον οποίο δεν λείπει η αμερικανική δεξιά, θα ήταν πιο δύσκολο να προσδεθεί στη συμμαχία. Σε μια από τις σπουδαίες ταινίες της Ουάσινγκτον, το Being There, οι άνθρωποι διαβάζουν σημαντικές σκέψεις στα λεγόμενα ενός απλοϊκού ανθρώπου.
Ο Τραμπ δεν είναι απλοϊκός, αλλά τόσο οι οπαδοί του όσο και οι εχθροί του, του αποδίδουν ένα φιλοσοφικό βάρος – ως σωτήρα της χριστιανοσύνης ή ως φασίστα της δεκαετίας του 1930 – που δεν αντέχει. Οι ανησυχίες του δεν βρίσκονται σ’ αυτό το επίπεδο αφαίρεσης. Ακόμα και το παράπονό του με την Κίνα είναι πιο στενό, πιο εμπορικό, από αυτό που επικρατεί σήμερα σε μεγάλο μέρος της Ουάσιγκτον. Εκπαιδευμένη στις ιδέες, η πολιτική τάξη βλέπει με μεγάλους όρους – “αυταρχικός” αυτό, “απομονωτισμός” εκείνο – έναν άνθρωπο που είναι, κατά βάθος, ένας τσιγκούνης. Ο απόλυτος κανόνας της διαπραγμάτευσης με τον Τραμπ είναι ότι κανείς δεν θα είναι χειρότερος σε αυτό από έναν διανοούμενο.
Πηγή : Financial Times