Η πανδημία, το κλείσιμο των σχολείων, και η άνοδος της ανισότητας
Οι ανήλικοι της σχολικής ηλικίας έχουν υποστεί μια από τις πιο δραματικές διαταραχές της πανδημίας COVID-19. Τον Μάρτιο του 2020, τα σχολεία έκλεισαν τις πόρτες τους σε ολόκληρο τον κόσμο και περισσότεροι από 1,5 δισεκατομμύρια μαθητές παγκοσμίως έπαψαν να μαθαίνουν σε φυσικές τάξεις -ή, σε πολλές περιπτώσεις, με οποιονδήποτε οργανωμένο τρόπο.
Μέχρι το φθινόπωρο του 2020 και, στην συνέχεια, όλο και περισσότερο κατά την διάρκεια της άνοιξης, τα σχολικά συστήματα σε ορισμένες χώρες άρχισαν να πειραματίζονται με τμηματικά και υβριδικά ανοίγματα που επέτρεψαν στα παιδιά να επιστρέψουν στα σχολεία τους για μερικές ώρες ή ημέρες κάθε εβδομάδα. Όμως δεν τα κατάφεραν όλα τα σχολικά συστήματα. Οι συνέπειες του κλεισίματος των σχολείων δεν θα είναι εύκολο να εξαλειφθούν -και είναι ιδιαίτερα καταστροφικές για τα παιδιά σε χώρες με χαμηλό και μεσαίο εισόδημα.
Η απώλεια του τελευταίου ενάμιση χρόνου εκπαίδευσης θα μπορούσε να επιδεινώσει σοβαρά την παγκόσμια ανισότητα. Ακόμη και πριν από την πανδημία, η Παγκόσμια Τράπεζα υπολόγισε ότι το 53% των παιδιών που βρίσκονται στην δεύτερη δεκαετία της ζωής τους σε χώρες με χαμηλό και μεσαίο εισόδημα δεν διάβαζαν αρκετά καλά για να κατανοήσουν βασικά κείμενα ή απλώς ήταν εκτός σχολείου. Ως αποτέλεσμα των σχολικών κλεισιμάτων λόγω της COVID-19, ο αριθμός αυτός αναμένεται να αυξηθεί κατά δέκα ποσοστιαίες μονάδες σε ένα έτος. Τα παιδιά που δεν μπόρεσαν να φοιτήσουν στο σχολείο ή να αποκτήσουν βασικές δεξιότητες γραμματισμού θα έχουν ως αποτέλεσμα μειωμένες προοπτικές αποδοχών -και κατά συνέπεια, η οικονομική ανάπτυξη των χωρών τους θα επιβραδυνθεί, ολισθαίνοντας ακόμη πιο πίσω από εκείνη των χωρών με υψηλό εισόδημα. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής σε χώρες με χαμηλό και μεσαίο εισόδημα (και σε χώρες με υψηλό εισόδημα που περιέχουν κοινότητες χαμηλού εισοδήματος) πρέπει να προσπαθήσουν να αντιστρέψουν την ζημιά ανοίγοντας με ασφάλεια τα σχολεία και επενδύοντας στην εκπαίδευση.
ΠΟΛΛΑ ΠΑΙΔΙΑ ΕΜΕΙΝΑΝ ΠΙΣΩ
Έρευνα δείχνει με συνέπεια ότι οι μαθητές που λαμβάνουν σχολική εκπαίδευση υψηλής ποιότητας κερδίζουν περισσότερα από όσα οι αντίστοιχοί τους που δεν την λαμβάνουν, και ότι οι χώρες τους επιτυγχάνουν ταυτόχρονα υψηλότερα ποσοστά οικονομικής ανάπτυξης. Δύο χώρες, η Δομινικανή Δημοκρατία και η Σιγκαπούρη, δείχνουν χαρακτηριστικά την σχέση αυτή. Και τα δύο είναι νησιωτικά έθνη, με σχετικά μικρούς πληθυσμούς 10,7 εκατομμυρίων και 5,7 εκατομμυρίων, αντίστοιχα. Το 2018, και οι δύο συμμετείχαν στο Πρόγραμμα Διεθνούς Αξιολόγησης μαθητών του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), το οποίο μετρά τη μάθηση των μαθητών στα μαθηματικά, την ανάγνωση, και τις επιστήμες. Οι μαθητές της Σιγκαπούρης είχαν μεταξύ των κορυφαίων επιδόσεων, ενώ οι μαθητές από την Δομινικανή Δημοκρατία βρέθηκαν στο τέλος της λίστας που περιείχε περισσότερα από 80 συμμετέχοντα εκπαιδευτικά συστήματα. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, το κατά προσέγγιση κατά κεφαλήν ετήσιο εισόδημα στην Σιγκαπούρη είναι 65.200 δολάρια, ενώ στην Δομινικανή Δημοκρατία είναι μόλις 8.200 δολάρια.
Η πανδημία έχει εντείνει αυτό το χάσμα, κυρίως λόγω της ανισότητας στις αποκρίσεις των δύο χωρών. Η Σιγκαπούρη έχει διατηρήσει την πανδημία υπό έλεγχο, με μόλις 31 θανάτους και άνοιξε ξανά τα δημόσια σχολεία της τον Ιούνιο του 2020. Η Δομινικανή Δημοκρατία καταπολέμησε την πανδημία καλύτερα από πολλές χώρες μεσαίου εισοδήματος, με μόλις 4.000 θανάτους από την έναρξη της κρίσης. Ωστόσο, η χώρα έχει κλείσει τα σχολεία της, ανακοινώνοντας μόλις τον Απρίλιο του 2021 ότι θα τα ανοίξει ξανά σταδιακά. Έτσι, ενώ οι μαθητές της Σιγκαπούρης έχασαν μόνο μερικούς μήνες δια ζώσης διδασκαλίας λόγω της COVID-19, μετά από όλα όσα έχουν γίνει, οι μαθητές από την Δομινικανή Δημοκρατία θα έχουν χάσει περισσότερο από ένα ολόκληρο έτος δια ζώσης μάθησης.
Πολλές χώρες με χαμηλό και μεσαίο εισόδημα (και ιδίως ορισμένες χώρες με υψηλό εισόδημα, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες) έχουν ακολουθήσει τον δρόμο της Δομινικανής Δημοκρατίας και όχι της Σιγκαπούρης. Σύμφωνα με μια πρόσφατη έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας, της UNESCO, και της UNICEF, μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2020 σχεδόν το 90% των χωρών με υψηλό εισόδημα είχαν ανοίξει πλήρως ή εν μέρει τα σχολεία τους (αν και οι περισσότερες χώρες συνδυάζουν την δια ζώσης με την εξ αποστάσεως μάθηση), ενώ μόνο το 67% των χωρών με χαμηλό εισόδημα και το 56% των χωρών μεσαίου εισοδήματος έχουν πράξει έτσι.
Ο χρόνος στην τάξη έχει σημασία. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι, κατά μέσο όρο, οι μαθητές μαθαίνουν λιγότερα μέσω της διαδικτυακής διδασκαλίας από όσο αυτοπροσώπως. Επιπλέον, οι μαθητές που έχουν ήδη απόδοση κάτω από την βάση είναι πιο πιθανό να χάσουν έδαφος όταν η διδασκαλία γίνεται στο διαδίκτυο. Αυτή η κατηγορία μαθητών περιλαμβάνει την πλειοψηφία των παιδιών στην Δομινικανή Δημοκρατία -καθώς και εκείνων αλλού τα οποία προέρχονται από μειονεκτικά υπόβαθρα και μπορεί να μην έχουν οικιακά περιβάλλοντα ευνοϊκά για μάθηση.
Με τα σχολεία να παραμένουν κλειστά για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα σε χώρες με χαμηλό και μεσαίο εισόδημα από όσο στις πλούσιες χώρες, και με τους μειονεκτούντες και αγωνιζόμενους μαθητές να μένουν πιο πίσω κατά την διάρκεια της εξ αποστάσεως μάθησης, οι μαθησιακές απώλειες της πανδημίας είναι πιθανό να συγκεντρωθούν σε μεγάλο βαθμό μεταξύ των φτωχών του κόσμου. Η έρευνα δείχνει ότι οι χώρες με πληθυσμό υψηλής ειδίκευσης τείνουν να αναπτύσσονται ταχύτερα από τις χώρες με πληθυσμούς με λιγότερες δεξιότητες. Τώρα, οι μαθητές σε χώρες με χαμηλό και μεσαίο εισόδημα παλεύουν για να μάθουν νέες δεξιότητες τόσο γρήγορα όσο οι αντίστοιχοί τους σε χώρες με υψηλό εισόδημα και οι συνέπειες για την παγκόσμια ανισότητα θα μπορούσαν να είναι βαθιές.
Σε ένα πρόσφατο άρθρο, οι συν-συγγραφείς μου και εγώ εκτιμήσαμε ότι το κλείσιμο σχολείων λόγω COVID-19 θα οδηγήσει το παγκόσμιο εισόδημα να μειωθεί κατά 15 τρισεκατομμύρια δολάρια, ισοδύναμο με μείωση 0,8% του ετήσιου ρυθμού της παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης. Αλλά αυτές οι απώλειες εισοδήματος δεν θα κατανεμηθούν εξίσου. Υπολογίζουμε ότι οι μαθησιακές απώλειες λόγω του κλεισίματος των σχολείων θα κοστίσουν στις χώρες χαμηλού εισοδήματος το 62% του ΑΕΠ, αλλά στις χώρες μεσαίου και υψηλού εισοδήματος μόλις 22% και 9%, αντίστοιχα. Αυτές οι απώλειες είναι καταστροφικές για τις χώρες χαμηλού εισοδήματος, δεδομένου του ήδη χαμηλού επιπέδου των αποδοχών τους, των υψηλών ποσοστών τους σε φτώχεια, και των αργών προβλεπόμενων ποσοστών ανάκαμψης μετά την COVID-19.
ΣΩΖΟΝΤΑΣ ΤΑ ΣΧΟΛΕΙΑ
Για να μετριαστεί ο αντίκτυπος των σχολικών κλεισιμάτων λόγω της COVID-19 στην παγκόσμια ανισότητα, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πρέπει να δώσουν προτεραιότητα στο άνοιγμα των δημόσιων σχολείων για δια ζώσης εκπαίδευση. Κάτι τέτοιο θα απαιτήσει την παροχή οικονομικών πόρων και πρόσθετη υποστήριξη για εκπαιδευτικούς και μαθητές ώστε να παρακολουθήσουν με ασφάλεια το σχολείο. Αυτό θα σημαίνει μείωση του μεγέθους κάθε τάξης, επενδύσεις σε καλύτερα συστήματα εξαερισμού, διασφάλιση πρόσβασης σε ασφαλές νερό και αποχέτευση, και στενή παρακολούθηση των ποσοστών μόλυνσης για την πρόληψη της εξάπλωσης της COVID-19.
Η εγκατάλειψη του σχολείου σε χώρες με χαμηλό και μεσαίο εισόδημα για να φροντίσει καθένας τον εαυτό του θα επιδεινώσει την φτώχεια και τις ανισότητες. Οι κοινότητες, οι κυβερνήσεις, και οι διεθνείς οργανισμοί πρέπει να επενδύσουν στο άνοιγμα και την βελτίωση των δημόσιων σχολείων, ιδίως εκείνων που εξυπηρετούν τους φτωχότερους και τους πιο περιθωριοποιημένους μαθητές. Τα σχολεία συγκαταλέγονται μεταξύ των μεγαλύτερων πηγών απασχόλησης και οικονομικής δραστηριότητας σε πολλές χώρες και η επαναλειτουργία τους μπορεί να βοηθήσει στην επανενεργοποίηση των οικονομιών με περισσότερους από έναν τρόπους.
Η αποκατάσταση του χαμένου εδάφους απαιτεί περισσότερα πράγματα από πόρους. Οι εκπαιδευτικοί θα πρέπει να αξιολογήσουν τα ελλείμματα των μαθητών τους και να τους βοηθήσουν να καλύψουν τις βασικές δεξιότητες, όπως η ανάγνωση και τα μαθηματικά. Τίποτα από αυτά δεν θα είναι εύκολο, και θα απαιτήσει την ενεργή υποστήριξη και συμμετοχή των υπευθύνων χάραξης πολιτικής, των γονέων, και ολόκληρων κοινοτήτων. Αλλά η αποτυχία επένδυσης στα σημερινά παιδιά σε χώρες με χαμηλό και μεσαίο εισόδημα θα κοστίσει πολύ περισσότερα, για πολύ περισσότερο χρόνο.
Πηγή: Foreign Affairs