Καθώς διπλωμάτες, ακτιβιστές, και δημοσιογράφοι αρχίζουν να απομακρύνονται από τις αίθουσες διαπραγματεύσεων της Διάσκεψης του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή(UN Climate Change Conference) στην Γλασκώβη, ή COP26, υπάρχουν άφθονα στοιχεία ότι η ετήσια συνάντηση αποτυγχάνει να παράσχει κάτι θετικό. Οι πολιτικοί δηλώνουν συνεχώς ότι ο κόσμος βρίσκεται στη μέση μιας κλιματικής κρίσης, αλλά έχουν αποδειχθεί ανίκανοι να λάβουν την αποφασιστική δράση που απαιτεί μια τέτοια κρίση. Δεν έχουν καταφέρει να εμφανίσουν τα 100 δισεκατομμύρια δολάρια για την χρηματοδότηση των αναπτυσσόμενων εθνών που υποσχέθηκαν πριν από 11 χρόνια στην COP16. Οι προσπάθειες για την οριστικοποίηση των κανόνων της συμφωνίας του Παρισιού για το κλίμα, που εγκρίθηκε το 2015, ήταν επίσης ανεπιτυχείς. Μέχρι την σύνταξη αυτού του κειμένου, 53 έθνη είτε δεν έχουν υποβάλει νέα δέσμευση για μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου είτε δεν έχουν αυξήσει την φιλοδοξία των αρχικών υποσχέσεων, όπως απαιτείται από την συμφωνία του Παρισιού. Ο καταιγισμός νέων πρωτοβουλιών που παρουσιάστηκαν στην COP26 ισοδυναμεί με οριακή μόνο πρόοδο: υπάρχει ακόμη ένα τεράστιο χάσμα μεταξύ της τρέχουσας σειράς υποσχέσεων και του στόχου που τέθηκε στο Παρίσι για περιορισμό της θέρμανσης στον 1,5 βαθμό Κελσίου πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα. Η μέση παγκόσμια θερμοκρασία είναι τώρα σε τροχιά να αυξηθεί κατά 2,7 βαθμούς μέχρι το τέλος του αιώνα.
Πολύ απλά, η τρέχουσα προσέγγιση της συνεργασίας για το κλίμα είναι δυσανάλογη με την βαρύτητα της κρίσης. Αντί για τον σταδιακό χαρακτήρα της συμφωνίας του Παρισιού, μια σοβαρή απάντηση απαιτεί να ξαναγράψουμε τους κανόνες του καπιταλισμού. Αυτή η νέα πολυμερής προσπάθεια πρέπει να επιτεθεί στην βασική αιτία της κλιματικής αλλαγής: στην ροή δολαρίων στην παγκόσμια οικονομία. Τα διεθνή εμπορικά και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα θα πρέπει να αντικαταστήσουν την Σύμβαση Πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή (United Nations Framework Convention On Climate Change, UNFCCC) ως το σημείο [όπου γίνεται η χάραξη] της κλιματικής πολιτικής.
Η UNFCCC αντιμετωπίζει την κλιματική αλλαγή ως πρόβλημα που μπορεί να λυθεί με την μέτρηση και τον έλεγχο των εκπομπών. Αλλά το πραγματικό πρόβλημα είναι η αναπροσαρμογή της αξίας των περιουσιακών στοιχείων —η αναγνώριση πως τόσο η κλιματική αλλαγή όσο και οι κλιματικές πολιτικές μεταβάλλουν την αξία του κεφαλαίου και της εργασίας. Η μεταρρύθμιση των κανόνων που διέπουν την οικονομική δραστηριότητα αντιμετωπίζει το πρόβλημα στην πηγή του. Φέρνοντας την κλιματική ατζέντα στις αίθουσες του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (World Trade Organization, WTO), του G-20 και άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής έχουν την ευκαιρία τόσο να επεκτείνουν τα εργαλεία που έχουν στην διάθεσή τους όσο και να χαλιναγωγήσουν τους παρεμποδίζοντες του κλίματος –τις εταιρείες ορυκτών καυσίμων και τις εξορυκτικές εταιρείες, την βαριά βιομηχανία, και άλλους μεγάλους εκπομπούς που πρόκειται να χάσουν από την επιθετική δράση για το κλίμα. Και ενεργώντας μέσω αυτών των φορέων, οι κυβερνήσεις μπορούν να διασφαλίσουν τα εγχώρια οικονομικά οφέλη που είναι απαραίτητα για την οικοδόμηση λαϊκής υποστήριξης για την συνεχή απο-ανθρακοποίηση.
Η ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΙΝΑΙ ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής έχουν εδώ και καιρό κάνει διάλογο για τους φόρους άνθρακα ως εργαλείο της κλιματικής πολιτικής. Όμως, η φορολογική μεταρρύθμιση, με μια ευρύτερη έννοια, είναι επίσης κλιματική πολιτική. Το σημερινό συνονθύλευμα των εθνικών φορολογικών συστημάτων επιτρέπει στις πολυεθνικές εταιρείες να μεταφέρουν τον πλούτο τους στις χώρες με τους χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές. Αυτή η πρακτική, που ονομάζεται «offshoring», συμβάλλει τόσο άμεσα όσο και έμμεσα στην κλιματική αλλαγή. Άμεσα, πολυεθνικές εταιρείες έχουν χρησιμοποιήσει το offshoring για να διοχετεύσουν κεφάλαια σε επιχειρήσεις που επιταχύνουν την κλιματική αλλαγή, όπως εταιρείες που ευθύνονται για την αποψίλωση των δασών του Αμαζονίου. Και έμμεσα, το offshoring μειώνει τις φορολογικές επιβαρύνσεις, διατηρώντας την βιομηχανία ορυκτών καυσίμων πλήρη κερδών και ικανή να διατηρεί μεγάλους προϋπολογισμούς για λόμπινγκ. Αυτές οι εταιρείες έχουν μια μακρά ιστορία πρώτον να αρνούνται την επιστήμη της κλιματικής αλλαγής και στην συνέχεια να πιέζουν τους νομοθέτες να αποτρέψουν την επιθετική κλιματική πολιτική. Η αποφυγή των φορολογικών τους υποχρεώσεων τις βοηθά να κάνουν και τα δύο, και στερεί από τα κράτη έσοδα που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σε κλιματικά προγράμματα. Μια συντηρητική εκτίμηση προτείνει ότι το offshoring κοστίζει στις κυβερνήσεις του κόσμου περίπου 500 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως σε συνολικά χαμένα έσοδα. Οι χώρες χαμηλού και χαμηλο-μεσαίου εισοδήματος, οι οποίες θα υποφέρουν περισσότερο από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, είναι ιδιαίτερα ευάλωτες στην εταιρική φοροδιαφυγή.
Ο αυξημένος εξονυχιστικός έλεγχος της πρακτικής του offshoring, μεταξύ άλλων μέσω δημοσιογραφικών ερευνητικών έργων, όπως τα Pandora Papers, ώθησε τελικά τις χώρες να δράσουν. Τον περασμένο μήνα, μετά από πολλά χρόνια διαπραγματεύσεων, 136 έθνη και δικαιοδοσίες συμφώνησαν σε έναν παγκόσμιο ελάχιστο συντελεστή εταιρικού φόρου 15%. Εν αναμονή της επιτυχούς υπογραφής της συνθήκης, η συμφωνία θα τεθεί σε ισχύ το 2023.
Αυτή η συμφωνία μπορεί να γίνει σημαντικό εργαλείο της κλιματικής πολιτικής. Ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (Organization for Economic Cooperation and Development, ΟΟΣΑ), που θα ελέγχει την εφαρμογή της, εκτιμά ότι 125 δισεκατομμύρια δολάρια ετήσιου φορολογητέου κέρδους θα «ανακατανεμηθούν» —δηλαδή, θα επαναπατριστούν στην δικαιοδοσία όπου εξασφαλίζονται τα κέρδη, αντί στον τόπο όπου οι εταιρείες εκμεταλλεύονται χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές. Οι κυβερνήσεις μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα πρόσθετα έσοδα για να επενδύσουν σε φιλική προς το κλίμα τεχνολογία και υποδομές, καθώς και να αυξήσουν τις δαπάνες σε τομείς χαμηλών εκπομπών άνθρακα, όπως η υγεία, η φροντίδα ηλικιωμένων, και η φροντίδα παιδιών. Δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι οι κυβερνήσεις θα διαθέσουν πόρους με αυτόν τον τρόπο˙ εναπόκειται στο κοινό να απαιτήσει να το κάνουν.
Στην σημερινή της μορφή, ωστόσο, η προτεινόμενη συνθήκη έχει μια σειρά από βαθιά ελαττώματα. Συγκεκριμένα, το τμήμα της συμφωνίας που αφορά την ανακατανομή περιλαμβάνει εξαιρέσεις για τον εξορυκτικό τομέα. Αυτό το μέτρο διασφαλίζει ότι οι αναπτυσσόμενες χώρες, που συχνά φιλοξενούν αυτές τις βιομηχανίες, δεν αποστερούνται φορολογικών εσόδων. Αλλά θα διασφαλίσει επίσης πλεονεκτήματα για τις επιχειρήσεις σε πολλά ανεπτυγμένα έθνη, όπου η εξορυκτική βιομηχανία συνεχίζει να ασκεί την πολιτική της ισχύ για να επιβραδύνει την πρόοδο της απο-ανθρακοποίησης. Η μελλοντική πρόοδος στους φορολογικούς κανόνες, πέρα από την πρόσφατη συμφωνία για τον εταιρικό φόρο, θα πρέπει να επικεντρωθεί στην μεγιστοποίηση της είσπραξης εσόδων από τον εξορυκτικό τομέα.
ΤΕΡΜΑΤΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑ ΤΩΝ ΕΠΕΝΔΥΤΩΝ
Η μεταρρύθμιση της νομοθεσίας για τις ξένες επενδύσεις είναι μια άλλη οδός για την προώθηση της απο-ανθρακοποίησης εκτός της UNFCCC. Οι ισχύοντες κανόνες έχουν σχεδιαστεί για να προστατεύουν τα περιουσιακά στοιχεία της βιομηχανίας ορυκτών καυσίμων. Μέσω του συνόλου των συνθηκών που είναι γνωστές ως «διακανονισμός διαφορών επενδυτή-κράτους» (investor – state dispute settlement, ISDS), οι πολυεθνικές εταιρείες μπορούν να μηνύσουν τα κράτη όταν αποδεικνύουν επιτυχώς ότι οι εγχώριοι κανονισμοί εμποδίζουν τις ξένες επενδύσεις. Οι εταιρείες ορυκτών καυσίμων έχουν χρησιμοποιήσει αυτόν τον μηχανισμό για να μηνύσουν εθνικές κυβερνήσεις -και να ζητήσουν αποζημίωση- όταν πολιτικές που αποσκοπούσαν στην προστασία του κλίματος παρεμπόδισαν τις επενδύσεις.
Από το 2013, περίπου το 20% όλων των υποθέσεων που περνούν από τον ISDS αφορούν την βιομηχανία ορυκτών καυσίμων. Και ορισμένες από αυτές τις υποθέσεις είχαν ως αποτέλεσμα αξιοσημείωτες πληρωμές. Για παράδειγμα, μια μακροχρόνια διαμάχη μεταξύ της Chevron και της κυβέρνησης του Ισημερινού σχετικά με συμβάσεις παραχώρησης στον Αμαζόνιο έληξε το 2011, με τον Ισημερινό να πληρώνει περισσότερα από 70 εκατομμύρια δολάρια ως αποζημίωση σε μια από τις μεγαλύτερες εταιρείες ορυκτών καυσίμων στον κόσμο. Τον Ιούλιο του 2021, η TC Energy, μια εταιρεία υποδομών πετρελαίου και φυσικού αερίου, υπέβαλε ειδοποίηση ότι θα ζητήσει 15 δισεκατομμύρια δολάρια αφότου η κυβέρνηση του προέδρου των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, ανακάλεσε άδειες κατασκευής του πετρελαιαγωγού Keystone XL. Η υπόθεση δεν έχει κριθεί ακόμη, αλλά η επιτυχία στον ISDS θα μπορούσε να αποφέρει απροσδόκητα έσοδα στην TC Energy.
Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι οι εταιρείες δεν χρειάζεται να κερδίσουν τις υποθέσεις τους προκειμένου το σύστημα να επιβραδύνει την πολιτική απο-ανθρακοποίησης˙ η απειλή αγωγών αρκεί για να δημιουργήσει μια «ρυθμιστική ψυχρότητα» που αποθαρρύνει τις χώρες από την σταδιακή κατάργηση της χρήσης ορυκτών καυσίμων. Εάν οι χώρες είναι σοβαρές για την επίτευξη των στόχων του Παρισιού, πρέπει να αποχωρήσουν από την Συνθήκη για την Χάρτα Ενέργειας (Energy Charter Treaty) και άλλες συμφωνίες που περιέχουν διατάξεις ISDS και δεν εξετάζουν ρητά την βιώσιμη ανάπτυξη. Με οτιδήποτε λιγότερο από την πλήρη απόσυρση, τα συμβαλλόμενα μέρη αυτών των συνθηκών πρέπει να εισάγουν μεταρρυθμίσεις που θα επιτρέπουν στα κράτη να επικαλούνται τους κανονισμούς για το κλίμα ως νόμιμη βάση για την απαγόρευση επενδύσεων.
ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΚΑΛΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ
Η μεταρρύθμιση του WTO, επίσης, μπορεί να αλλάξει την δυναμική της πολυμερούς πολιτικής για το κλίμα. Ο εμπορικός φορέας εμποδίζει επί του παρόντος τα έθνη να προστατεύσουν τις νεοσύστατες βιομηχανίες ανανεώσιμων πηγών ενέργειας από τον ξένο ανταγωνισμό. Τα προγράμματα βιώσιμης ενέργειας που απαιτούν την χρήση τοπικών εξαρτημάτων παραβαίνουν τους κανόνες του WTO. Για παράδειγμα, το Οντάριο καθιέρωσε ένα πρόγραμμα δασμών το 2009 που επιδίωκε να επεκτείνει σε μεγάλο βαθμό την ικανότητα ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην επαρχία, παρέχοντας παράλληλα θέσεις εργασίας μέσω μιας προϋπόθεσης τοπικών προμηθειών. Μαζί με παρόμοια προγράμματα που αναπτύχθηκαν αλλού, η πολιτική του Οντάριο παρουσιάστηκε ενώπιον του συστήματος επίλυσης διαφορών του WTO και διαπιστώθηκε ότι παραβίαζε τους κανόνες του παγκόσμιου εμπορίου. Ωστόσο, τα στοιχεία δείχνουν ότι η απασχόληση και άλλα οικονομικά οφέλη από διατάξεις τύπου «κατασκεύασε τοπικά» μπορούν να διευρύνουν την δημόσια υποστήριξη για περαιτέρω κλιματική πολιτική. Το να επιτρέπεται στις χώρες η ευελιξία να λαμβάνουν πράσινες επενδυτικές αποφάσεις, έχοντας στο μυαλό τους αυτούς τους στόχους, μπορεί να επιταχύνει την απο-ανθρακοποίηση —αλλά μόνο με τη μεταρρύθμιση του παγκόσμιου εμπορικού συστήματος.
Ορισμένοι έχουν υποστηρίξει τους συνοριακούς δασμούς άνθρακα ως ένα χρήσιμο εργαλείο που συμμορφώνεται με τον WTO, για την ενίσχυση της κλιματικής πολιτικής. Ένα τέτοιο σύστημα θα επέτρεπε στα κράτη που έχουν υιοθετήσει μια τιμή άνθρακα να επιβάλλουν δασμούς στις εισαγωγές από χώρες χωρίς ισοδύναμη τιμή άνθρακα. Η ιδέα είναι να δημιουργηθούν ίσοι όροι ανταγωνισμού όπου οι χώρες δεν τιμωρούνται για την κλιματική φιλοδοξία˙ χώρες με χαλαρές εσωτερικές πολιτικές πρέπει είτε να αυξήσουν τις δικές τους τιμές άνθρακα ώστε να αντιστοιχούν σε αυτές των εμπορικών τους εταίρων είτε να αντιμετωπίσουν εισαγωγικούς δασμούς.
Αυτό το είδος «κλιματικού κλαμπ» ήρθε ένα βήμα πιο κοντά στην πραγματικότητα αυτό το καλοκαίρι, όταν η Ευρωπαϊκή Ένωση ανακοίνωσε την πρόθεσή της να θεσπίσει συνοριακό δασμό άνθρακα. Η εφαρμογή του θα είναι ένα ρυθμιστικό εγχείρημα-μαμούθ. Με εξαίρεση τους κανόνες της Καλιφόρνια σχετικά με τις εισαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας, ποτέ δεν έχει θεσπιστεί αντίστοιχη πολιτική —και σίγουρα όχι στην κλίμακα που έχει προτείνει η ΕΕ. Ένα εύρωστο σύστημα θα απαιτήσει ισχυρά ανά τομέα σημεία αναφοράς για την εκτίμηση της ποσότητας άνθρακα που «περιέχεται» στα προϊόντα, καθώς και μια μεγάλη και ικανή γραφειοκρατική υπηρεσία για την εκτίμηση των δασμών και την έκδοση αδειών.
Τελικά, οι δασμοί άνθρακα θα είναι τόσο αποτελεσματικοί όσο οι πολιτικές των πιο αποφασιστικών μελών αυτού του νέου «κλαμπ». Οι τιμές του άνθρακα πρέπει να οριστούν αρκετά ψηλά ώστε οι δασμοί που παράγουν να οδηγήσουν άλλες δικαιοδοσίες να ακολουθήσουν πιο φιλόδοξες πολιτικές. Μέχρι στιγμής, ωστόσο, οι τιμές του άνθρακα έχουν παραμείνει εκπληκτικά χαμηλές και τα στοιχεία δείχνουν ότι έχουν προκαλέσει περιορισμένες μειώσεις των εκπομπών. Εν ολίγοις, έως ότου εκπληρωθεί μια σειρά από προϋποθέσεις, ένας δασμός στον άνθρακα δεν θα είναι κάτι περισσότερο από άλλο ένα διαδικαστικό εμπόδιο στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα.
Το εμπορικό καθεστώς μπορεί επίσης να λειτουργήσει ως καταλύτης για σημαντική κλιματική δράση μέσω και της κατάργησης δασμών. Την παραμονή της COP26, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η ΕΕ ανακοίνωσαν αυτό που ισοδυναμεί με μια διεθνή πολιτική απο-ανθρακοποίησης, στοχεύοντας τον τομέα του χάλυβα —η πρώτη πολιτική του είδους της. Μετά από μια εμπορική διαμάχη, κατά την διάρκεια της διακυβέρνησης από τον Αμερικανό πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ, που είδε και τις δύο πλευρές να αυξάνουν τους φόρους εισαγωγής, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η ΕΕ συμφώνησαν να μειώσουν τους δασμούς μεταξύ τους στα προϊόντα χάλυβα και αλουμινίου, ενώ συνεχίζουν να επιβάλουν δασμούς σε χώρες που παράγουν πιο «βρώμικο» χάλυβα (όπως η Κίνα). Δύο από τις μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου ουσιαστικά εμπλέκονται σε διακρίσεις σχετικά με το πράσινο εμπόριο, στοιχηματίζοντας ότι το συνδυασμένο βάρος τους θα επιτρέψει στην πολιτική να καθαρίσει τυχόν νομικές υποθέσεις ενώπιον του WTO. Είναι σημαντικό ότι η βιομηχανία χάλυβα των ΗΠΑ και το συνδικάτο της υποστηρίζουν το μέτρο, αποδεικνύοντας ότι η εμπορική πολιτική μπορεί να είναι ένα πολιτικά δημοφιλές μέσο για να εφαρμοστεί αυτό που στην ουσία είναι κλιματική πολιτική. Και ίσως να υπάρχουν περισσότερες ευκαιρίες να χειριστούν εμπορικές συμφωνίες με αυτόν τον τρόπο. Η επίτευξη παρόμοιας συμφωνίας με την Κίνα, τον μεγαλύτερο παραγωγό χάλυβα στον κόσμο, για, εξαρτώμενη από την κλιματική δράση, μείωση των δασμών θα μπορούσε να κάνει ακόμη περισσότερα για την προώθηση των στόχων για τις εκπομπές.
ΚΙΝΗΤΟΠΟΙΩΝΤΑΣ ΓΙΑ ΤΟ ΚΛΙΜΑ
Εάν η απο-ανθρακοποίηση πρόκειται να προχωρήσει με τον ρυθμό που απαιτείται από τον επείγοντα χαρακτήρα της κλιματικής κρίσης, η συμφωνία του Παρισιού δεν μπορεί να συνεχίσει να είναι το κύριο φόρουμ για την διεθνή συνεργασία. Οι κανόνες του διεθνούς εμπορίου και των χρηματοδοτήσεων πρέπει να ξαναγραφτούν για να οικοδομηθεί μια φιλόδοξη και πολιτικά βιώσιμη κλιματική ατζέντα. Αυτό σημαίνει μεταρρύθμιση των φορολογικών πολιτικών για να διασφαλιστεί ότι οι πλούσιοι και ισχυροί δρώντες που παρεμποδίζουν τις κλιματικές πολιτικές θα πληρώνουν το μερίδιο που τους αναλογεί. Περιλαμβάνει την κατάργηση των απαρχαιωμένων ρυθμίσεων που παρέχουν αδικαιολόγητη προστασία στις επενδύσεις των πολυεθνικών εταιρειών οι οποίες [επενδύσεις] συμβάλλουν στην υποβάθμιση του περιβάλλοντος. Και απαιτεί χαλάρωση των εμπορικών περιορισμών προκειμένου να επιτραπεί στις χώρες να καθιερώσουν εμπορικές πρακτικές που εισάγουν διακρίσεις οι οποίες προάγουν την απο-ανθρακοποίηση.
Η μετατόπιση της κλιματικής πολιτικής στους εμπορικούς και χρηματοπιστωτικούς θεσμούς έχει ένα βασικό πλεονέκτημα έναντι της τρέχουσας πολυμερούς διαδικασίας: την δυνατότητα δημιουργίας ευρείας πολιτικής υποστήριξης. Οποιαδήποτε επιτυχημένη κλιματική δράση πρέπει να ξεκινά με πολιτική κινητοποίηση σε εγχώριο επίπεδο. Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν έχουν ισχυρές απόψεις για τις ατμοσφαιρικές συγκεντρώσεις διοξειδίου του άνθρακα, αλλά ενδιαφέρονται πολύ για την ασφαλή απασχόληση, για την προσιτή υγειονομική περίθαλψη, και για τον καθαρό αέρα και νερό. Η δημόσια απαίτηση, σε συνδυασμό με την αναγνώριση της αυξανόμενης έντασης και του αυξανόμενου κόστους της κλιματικής αλλαγής, προσφέρει την καλύτερη πιθανότητα να ωθηθούν οι κυβερνήσεις σε δράση ανάλογη με την κλίμακα της κρίσης. Η φορολόγηση των μεγάλων εταιρειών, η παροχή ασφαλούς απασχόλησης, και η προώθηση της καθαρής ενέργειας είναι πολιτικές με ευρεία υποστήριξη σε πολλά έθνη. Δεν χρειάζεται να διατυπωθούν ως κλιματικές πολιτικές, αλλά πρέπει να προωθηθούν έχοντας κατά νου τους κλιματικούς στόχους. Τελικά, μια κλιματική πολιτική που προσφέρει υλικά οφέλη για την εργατική τάξη, αντί για μια [πολιτική] που απαιτεί λιτότητα, μπορεί να επεκτείνει την πολιτική υποστήριξη για την απο-ανθρακοποίηση και να βάλει τα θεμέλια για μια παγκόσμια ατζέντα που διασφαλίζει έναν κατοικήσιμο πλανήτη για τις μελλοντικές γενιές.