Η μάχη εξουσίας των τζιχαντιστών στο Αφγανιστάν των Ταλιμπάν.
Η ταχεία κατάληψη του Αφγανιστάν από τους Ταλιμπάν προκάλεσε φόβους ότι η χώρα θα γίνει και πάλι ένα ασφαλές καταφύγιο για ισλαμιστές μαχητές που σκοπεύουν να διαπράξουν πράξεις διεθνούς τρομοκρατίας. Υπό το φως της ιστορίας των Ταλιμπάν να φιλοξενούν τέτοιες ριζοσπαστικές ομάδες, αυτοί οι φόβοι είναι δικαιολογημένοι. Αλλά τα δύο κινήματα που διεκδικούν επιρροή στην χώρα, η Αλ Κάιντα και το Ισλαμικό Κράτος (επίσης γνωστό ως ISIS), αμφότερα αντιμετωπίζουν σοβαρά εμπόδια στην προσπάθειά τους να χρησιμοποιήσουν το Αφγανιστάν ως πλατφόρμα για να ενισχύσουν την δύναμή τους και να ξεκινήσουν ένα νέο κύμα τρομοκρατικών επιθέσεων.
Αυτές οι ομάδες είναι οι ίδιες διχασμένες για τον ρόλο που θα παίξει στο παγκόσμιο τζιχαντιστικό τοπίο ένα Αφγανιστάν που ελέγχεται από τους Ταλιμπάν. Για την Αλ Κάιντα, η νίκη των Ταλιμπάν είναι ένας επικός θρίαμβος -η εκπλήρωση της υπόσχεσης του Θεού να δώσει τη νίκη στους πιστούς επί των απίστων. Για το ISIS δεν είναι καθόλου θρίαμβος αλλά μάλλον περαιτέρω απόδειξη της προθυμίας των Ταλιμπάν να συνεργαστούν με τους Αμερικανούς.
ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΟ ΧΑΛΙΦΑΤΟ Ή ΣΥΜΜΑΧΟΣ ΤΩΝ ΑΜΕΡΙΚΑΝΩΝ;
Από την εποχή της ανόδου του Ισλαμικού Κράτους το 2013 και την ανακήρυξή του ως χαλιφάτου τον επόμενο χρόνο στην περιοχή που κατέλαβε η ομάδα στο Ιράκ και την Συρία, η Αλ Κάιντα προσπάθησε να τοποθετηθεί ως η πιο μετριοπαθής και ρεαλιστική από τις δύο ομάδες. Είναι πιο συγκρατημένη στην πρακτική του takfir -η πρακτική της κήρυξης άλλων Μουσουλμάνων ως άπιστων- και ενδιαφέρεται περισσότερο να είναι ελκυστική στην κοινή γνώμη στον μουσουλμανικό κόσμο. Η Αλ Κάιντα έχει επίσης εμβαθύνει τους ήδη στενούς της δεσμούς με τους Ταλιμπάν. Η σχέση μεταξύ των δύο οργανώσεων χρονολογείται από την αρχή της κυριαρχίας των Ταλιμπάν το 1996, όταν ο ηγέτης της Αλ Κάιντα, Οσάμα Μπιν Λάντεν, κλήθηκε από τους Ταλιμπάν να παραμείνει στο Αφγανιστάν υπό την προστασία τους. Το 2001, πριν από τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, ο Μπιν Λάντεν ορκίστηκε δημόσια όρκο πίστης, ή bay‘a, στον τότε ηγέτη των Ταλιμπάν, Μουλά Ομάρ, και προέτρεψε όλα τα μέλη της Αλ Κάιντα στην χώρα να κάνουν το ίδιο.
Υπό την ηγεσία του διαδόχου του Μπιν Λάντεν, Ayman al-Zawahiri, η Αλ Κάιντα τόνιζε όλο και περισσότερο την πίστη της στους Ταλιμπάν. Στην προπαγάνδα της Αλ Κάιντα, το Ισλαμικό Εμιράτο του Αφγανιστάν, δηλαδή το επίσημο όνομα των Ταλιμπάν, παρουσιάζεται ως η έδρα του αναμενόμενου χαλιφάτου και ο ηγέτης των Ταλιμπάν -ο οποίος είναι ο «διοικητής των πιστών», τίτλος που παραδοσιακά είχαν οι χαλίφηδες- απεικονίζεται ως μια οιονεί χαλιφατική προσωπικότητα. Αυτή η εξέλιξη προέκυψε ως απάντηση στην ανακήρυξη χαλιφάτου από το ISIS τον Ιούνιο του 2014, η οποία περιελάμβανε ένα διάταγμα ότι όλες οι άλλες ομάδες τζιχαντιστών, συμπεριλαμβανομένης της Αλ Κάιντα, δεν ήταν πλέον νόμιμες. Η απάντηση της Αλ Κάιντα ήταν να αποκτήσει νέο νόημα στην σχέση της με τους Ταλιμπάν, υποδηλώνοντας ότι το δίκτυο της Αλ Κάιντα κρατήθηκε ενωμένο με έναν ημι-χαλιφατικό δεσμό υπό την αιγίδα του Ισλαμικού Εμιράτου του Αφγανιστάν.
Ένας βασικός τρόπος με τον οποίο το έκανε η Αλ Κάιντα είναι με το να δώσει νέα έμφαση στον bay‘a της στον κυβερνήτη των Ταλιμπάν. Σε ένα ενημερωτικό δελτίο του 2014, για παράδειγμα, ανακοίνωσε «την ανανέωση του bay‘a στον Διοικητή των Πιστών, Μουλά Μοχάμεντ Ομάρ, τον πολεμιστή της τζιχάντ (ο Θεός να τον προστατεύσει)», επιβεβαιώνοντας «ότι η Αλ Κάιντα και οι κλάδοι της σε όλους τους τόπους είναι στρατιώτες στον στρατό του». Ο Zawahiri, εν τω μεταξύ, επανέλαβε δημόσια τον bay’a εξ ονόματος ολόκληρου του δικτύου της Αλ Κάιντα στους δύο επόμενους ηγέτες των Ταλιμπάν, τον Μουλά Αχτάρ Μοχάμεντ Μανσούρ το 2015 και τον Μουλά Χαϊμπατουλάχ Αχουντζάντα το 2016, σε κάθε μήνυμα περιγράφοντας το Ισλαμικό Εμιράτο του Αφγανιστάν ως «το πρώτο νόμιμο εμιράτο» από την πτώση του οθωμανικού χαλιφάτου το 1924.
Οι θυγατρικές ομάδες της Αλ Κάιντα έχουν επίσης απεικονίσει τον ηγέτη των Ταλιμπάν ως την ανώτατη Αρχή τους. Τον Μάρτιο του 2017, για παράδειγμα, όταν ο επαναστάτης στο Μάλι, Iyad ag Ghali, ανακοίνωσε τον σχηματισμό μιας νέας θυγατρικής της Αλ Κάιντα στην Δυτική Αφρική, διακήρυξε την πίστη του όχι μόνο στον Zawahiri αλλά και στον Akhundzada.
Όλα αυτά φαίνεται να έρχονται σε αντίθεση με το κείμενο της συμφωνίας του Φεβρουαρίου 2020 μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και των Ταλιμπάν, στην οποία οι Ταλιμπάν υποσχέθηκαν να σταματήσουν να υποστηρίζουν την Αλ Κάιντα και να αρχίσουν ειρηνευτικές συνομιλίες με την αφγανική κυβέρνηση. Παρόλο που οι Ταλιμπάν δεν συμφώνησαν να «κόψουν τους δεσμούς» με την Αλ Κάιντα, όπως μερικές φορές απεικονίζεται, δεσμεύτηκαν να μην «φιλοξενήσουν» ή να μην υποστηρίξουν με άλλον τρόπο την Αλ Κάιντα και παρόμοιες ομάδες. Υποσχέθηκαν επίσης ότι δεν θα επιτρέψουν στο Αφγανιστάν να χρησιμοποιηθεί «για να απειλήσει την ασφάλεια των Ηνωμένων Πολιτειών και των συμμάχων τους».
Η ανώτερη ηγεσία της Αλ Κάιντα, ωστόσο, δεν φαίνεται να έχει προσβληθεί από την συμφωνία. Τον Μάρτιο του 2020, η ομάδα εξέδωσε μια δήλωση συγχαίροντας τους Ταλιμπάν για την υποσχόμενη αμερικανική αποχώρηση. Η δήλωση χαιρέτισε την συμφωνία της Ντόχα, που υπογράφηκε μετά τη μεσολάβηση του Κατάρ, ως «μια μεγάλη ιστορική νίκη» και κάλεσε τους Μουσουλμάνους σε όλο τον κόσμο να ακολουθήσουν το παράδειγμα που έδωσαν οι Ταλιμπάν στην δέσμευσή τους για τζιχάντ. Το Ισλαμικό Εμιράτο του Αφγανιστάν απεικονίστηκε ως «ο πυρήνας του Ισλαμικού κράτους» -δηλαδή το χαλιφάτο- «που θα κυβερνήσει με τον καθαρό νόμο του Θεού».
Ενώ η Αλ Κάιντα ενίσχυε την σχέση της με τους Ταλιμπάν, το ISIS κατηγορούσε τους Ταλιμπάν ότι είχαν ξεφύγει. Στο αφήγημα του ISIS, η απόκλιση των Ταλιμπάν από την θρησκευτική καθαρότητα έγινε ιδιαίτερα οξεία μετά τον θάνατο του Μουλά Ομάρ το 2013, μετά από τον οποίο οι Ταλιμπάν παραμέλησαν να εφαρμόσουν τον ισλαμικό νόμο, έγιναν όλο και περισσότερο εθνικιστές και ανεκτικοί στην σιιτική μειονότητα του Αφγανιστάν, και προσπάθησαν να σφυρηλατήσουν σχέσεις με άπιστα κράτη —συμπεριλαμβανομένου του «αποστατήσαντος» Κατάρ. Το ISIS κατηγορεί επίσης τους Ταλιμπάν για την απόρριψη του ισχυρισμού του ISIS περί αποκατάστασης του χαλιφάτου και την αντίσταση στις προσπάθειές του το 2015 να δημιουργήσει μια «επαρχία» στην λεγόμενη γη της Khurasan, μια ιστορική περιοχή που περιλαμβάνει σχεδόν όλο το σύγχρονο Αφγανιστάν. Οι Ταλιμπάν και η επονομαζόμενη Επαρχία Khurasan βρίσκονται από τότε σε πόλεμο, σε ορισμένες περιπτώσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες να παρέχουν ουσιαστικά αεροπορική υποστήριξη στους Ταλιμπάν.
Μετά την ανακοίνωση της συμφωνίας του 2020 μεταξύ Ουάσινγκτον και Ταλιμπάν, το ISIS παρουσίασε την συμφωνία ως περαιτέρω απόδειξη της απόκλισης των Ταλιμπάν. Το επίσημο ενημερωτικό δελτίο του ISIS καταδίκασε τους Ταλιμπάν ότι έκαναν τους Αμερικανούς «νέους συμμάχους» τους και ο εκπρόσωπός του παρατήρησε ότι η συμφωνία επισημοποίησε αυτό που ήταν ήδη εμφανές -ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι Ταλιμπάν συνωμοτούσαν μαζί κατά του ISIS. Σύμφωνα με τα λόγια του, η συμφωνία ήταν «κάλυμμα για τη μόνιμη συμμαχία μεταξύ της αποστατήσασας πολιτοφυλακής των Ταλιμπάν και των Σταυροφόρων».
ΜΙΑ ΑΜΦΙΣΒΗΤΙΣΗΜΗ ΝΙΚΗ
Αφότου γιόρτασε την συμφωνία των Ταλιμπάν με τις Ηνωμένες Πολιτείες, η Αλ Κάιντα έπαψε να σχολιάζει την κατάσταση στο Αφγανιστάν για τον επόμενο ενάμιση χρόνο. Σύμφωνα με την Υπηρεσία Πληροφοριών Άμυνας (Defense Intelligence Agency), οι Ταλιμπάν ζήτησαν από την Αλ Κάιντα «να περιορίσει τις δραστηριότητές της και να αποκρύψει τη μακροχρόνια σχέση μεταξύ των [δυο] οργανώσεων έως ότου ολοκληρωθεί η αποχώρηση των ΗΠΑ και των στρατευμάτων του συνασπισμού». Η Αλ Κάιντα προφανώς αισθάνθηκε ελεύθερη να σχολιάσει δημόσια μόλις οι τελικοί Αμερικανοί στρατιώτες αναχώρησαν από την Καμπούλ στις 31 Αυγούστου, καθώς λίγες ώρες αργότερα εξέδωσε γραπτή δήλωση συγχαίροντας τους Ταλιμπάν και ολόκληρη τη μουσουλμανική κοινότητα για την «ιστορική νίκη».
Το αποτέλεσμα στο Αφγανιστάν, σύμφωνα με την δήλωση, απέδειξε ότι «ο δρόμος της τζιχάντ», κι όχι ο συμβιβασμός ή η συνεννόηση, ήταν ο σωστός τρόπος αντιμετώπισης των απίστων κρατών. Η ήττα των ΗΠΑ σηματοδότησε το τέλος της «εποχής της αμερικανικής και ευρωπαϊκής αλαζονείας και των επιθυμιών τους για στρατιωτική κατοχή μουσουλμανικών εδαφών». Παρόλο που η Αλ Κάιντα δεν είπε ότι ο «μακρινός εχθρός», οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους, είχε ηττηθεί εντελώς, όρισε το επόμενο στάδιο ως πιο επικεντρωμένο στην διάδοση της τζιχάντ σε άλλα κράτη του μουσουλμανικού κόσμου. Η νίκη των Ταλιμπάν «θα ανοίξει τον δρόμο, με την βοήθεια και την δύναμη του Θεού, για τους μουσουλμανικούς λαούς μας ώστε να απελευθερωθούν από την κυριαρχία των καταπιεστικών tawaghit», που είναι η λέξη των τζιχαντιστών για τους Μουσουλμάνους ηγεμόνες οι οποίοι θεωρείται ότι κυβερνούν με άλλους νόμους από εκείνους του Θεού. [Η νίκη των Ταλιμπάν] θα ανοίξει επίσης το δρόμο προς «την απελευθέρωση της μουσουλμανικής Παλαιστίνης από την σιωνιστική κατοχή».
Παρόμοια συναισθήματα εκφράστηκαν από τα περιφερειακά παρακλάδια της Αλ Κάιντα. Η Αλ Κάιντα στην Αραβική Χερσόνησο, το franchise της οργάνωσης που εδρεύει στην Υεμένη, επαίνεσε τους Ταλιμπάν που προσχώρησαν στον δρόμο της τζιχάντ και αρνήθηκαν «να συμβιβαστούν για τις αρχές και τις σταθερές τους». Η νίκη στο Αφγανιστάν, κόμπαζε, θα οδηγούσε «στην ανατροπή των καταπιεστικών τυράννων και στην εκδίωξη των εισβολέων από τα μουσουλμανικά εδάφη». Σύμφωνα με τα λόγια της θυγατρικής της Αλ Κάιντα στην Συρία, της Hurras al-Din, η νίκη των Ταλιμπάν έδειξε ότι η τζιχάντ είναι «ο μόνος δρόμος» που οδηγεί στη νίκη και την ενδυνάμωση. Οι θυγατρικές της Αλ Κάιντα στην Βόρεια Αφρική και το Σαχέλ εξέδωσαν μια κοινή δήλωση που εκθειάζει την σταθερότητα των Ταλιμπάν, λέγοντας ότι απέδειξαν ότι η τζιχάντ ήταν ο μόνος τρόπος για να μεταβεί ο μουσουλμανικός κόσμος «από τα χαμηλά της ταπείνωσης στα ύψη της δόξας».
Αλλά για το ISIS, η ιδέα ότι οι Ταλιμπάν πέτυχαν οποιουδήποτε είδους «νίκη» στο Αφγανιστάν είναι γελοία. Αυτό που πραγματικά συνέβη, κατά την άποψή του, ήταν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες παρέδωσαν πρόθυμα την εξουσία στους Ταλιμπάν, οι οποίοι ουσιαστικά έγιναν πελάτης των ΗΠΑ. Μετά την κατάληψη της Καμπούλ από τους Ταλιμπάν στις 15 Αυγούστου, το εβδομαδιαίο ενημερωτικό δελτίο του ISIS υποτίμησε το προφανές σοκ της στρατιωτικής επιτυχίας των Ταλιμπάν, χαρακτηρίζοντάς το ως «φυσικό αποτέλεσμα» αυτού που είχαν συμφωνήσει οι Αμερικανοί και οι Ταλιμπάν στη Ντόχα το προηγούμενο έτος. Αυτό δεν ήταν παρά «η ειρηνική μεταφορά εξουσίας από τον έναν ειδωλολάτρη ηγεμόνα στον άλλον. … η αντικατάσταση ενός ξυρισμένου ειδωλολάτρη κυβερνήτη με έναν γενειοφόρο », υποστήριξε. Οι Ταλιμπάν είχαν υποσχεθεί να μην επιτρέψουν να επαναληφθεί κάτι σαν την 11η Σεπτεμβρίου και έτσι «η Αμερική επέστρεψε τους Ταλιμπάν στην εξουσία και τους παρέδωσε την Καμπούλ χωρίς ούτε έναν πυροβολισμό».
Οι διαδικτυακοί υποστηρικτές του ISIS έκαναν παρόμοιες επικρίσεις πριν ακόμα δημοσιευτεί το ενημερωτικό δελτίο της ομάδας. Ένας εξέχων οπαδός σημείωσε ότι οι Αμερικανοί πέτυχαν να διαφθείρουν τις θρησκευτικές αρχές των Ταλιμπάν. «Ο Θεός λέει: “Δεν θα πάψουν να σας πολεμούν μέχρι να σας απομακρύνουν από την θρησκεία σας, αν είναι σε θέση” (Q. 2:217). Και μπόρεσαν να στρέψουν τους Ταλιμπάν από την θρησκεία τους».
Σαφώς, οι απόψεις της Αλ Κάιντα και του ISIS είναι ασυμβίβαστες. Είτε οι Ταλιμπάν έχουν μεγαλύτερη τάση να ανταποκρίνονται στα αμερικανικά συμφέροντα από όσο θα ήλπιζε η Αλ Κάιντα, είτε είναι περισσότερο διατεθειμένοι στον ριζοσπαστισμό από όσο το ISIS θα ήθελε να πιστεύει.
Η αλήθεια είναι πιθανώς κάπου στη μέση. Οι Ταλιμπάν θέλουν να είναι και με τους δύο τρόπους: να διατηρήσουν την σχέση τους με την Αλ Κάιντα και να εξασφαλίσουν διεθνή αναγνώριση ως νόμιμοι κυρίαρχοι του Αφγανιστάν. Σε γενικές γραμμές, δεν συμμερίζονται την διακρατική ατζέντα της Αλ Κάιντα˙ τα συμφέροντά τους αρχίζουν και τελειώνουν στο Αφγανιστάν, ή τουλάχιστον έτσι ισχυρίζονται. Ταυτόχρονα, οι Ταλιμπάν έχουν δημιουργήσει στενούς δεσμούς με την Αλ Κάιντα τα τελευταία 20 χρόνια. Μια έκθεση των Ηνωμένων Εθνών που δημοσιεύτηκε νωρίτερα φέτος τοποθέτησε την παρουσία της Αλ Κάιντα στο Αφγανιστάν κάπου μεταξύ αρκετών δεκάδων και 500 ατόμων που απλώνονται σε 15 επαρχίες. Σύμφωνα με την έκθεση, «οι Ταλιμπάν και η Αλ Κάιντα παραμένουν στενά ευθυγραμμισμένοι και δεν δείχνουν καμία ένδειξη ρήξης των σχέσεων».
Παρόλο που ορισμένοι εκπρόσωποι των Ταλιμπάν αρνήθηκαν την ύπαρξη οποιασδήποτε σχέσης με την Αλ Κάιντα -ένας μάλιστα αρνήθηκε την ύπαρξη του bay‘a – οι Ταλιμπάν στο σύνολό τους αρνήθηκαν πεισματικά να αποκηρύξουν την οργάνωση, ακόμη και με τεράστιο κόστος. Αυτό το πείσμα μπορεί να αποδοθεί σε διάφορους παράγοντες, ξεκινώντας από το γεγονός ότι η Αλ Κάιντα και οι Ταλιμπάν έχουν πολεμήσει μαζί ενάντια στις Ηνωμένες Πολιτείες επί 20 χρόνια και έχουν αναπτύξει δεσμούς αίματος. Όπως σημειώνεται στην ίδια έκθεση του ΟΗΕ, η σχέση των οργανώσεων βασίζεται σε «προσωπικούς δεσμούς γάμου και κοινής συνεργασίας στον αγώνα, που εδραιώθηκε τώρα μέσω δεσμών δεύτερης γενιάς». Υπάρχει επίσης μια ρεαλιστική λογική για να μην τερματιστεί η σχέση, καθώς η καταγγελία της Αλ Κάιντα θα κινδύνευε να αποξενώσει τα πιο σκληροπυρηνικά μέλη και φράξιες των Ταλιμπάν, συμπεριλαμβανομένου ιδιαίτερα του Sirajuddin Haqqani, του νεοδιορισθέντα υπουργού Εσωτερικών, και του δικτύου του Χακκανί που συνδέεται με την Αλ Κάιντα.
Παρά την επιμονή της σχέσης, ωστόσο, οι Ταλιμπάν έχουν έντονο ενδιαφέρον να θέσουν υπό έλεγχο την Αλ Κάιντα. Ιδιαίτερα καθώς οι Ταλιμπάν επιδιώκουν την διεθνή αναγνώριση και αποδοχή, θα ήταν ανόητο για την οργάνωση να επιτρέψει στην Αλ Κάιντα να εξαπολύσει επιθέσεις στην Δύση ή ακόμη και σε άλλα μουσουλμανικά κράτη. Δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε ένα σενάριο στο οποίο οι Ταλιμπάν παρέχουν χώρο και οικονομική υποστήριξη για να λειτουργήσει η Αλ Κάιντα, περιορίζοντας παράλληλα τις δραστηριότητες της οργάνωσης για να σχεδιάσουν και να πραγματοποιήσουν επιθέσεις. Σε αυτό το σενάριο, το Αφγανιστάν θα γινόταν ξανά καταφύγιο για την Αλ Κάιντα -ένα ασφαλές καταφύγιο όπου τα μέλη και οι ηγέτες της Αλ Κάιντα θα μπορούσαν να συγκεντρωθούν ξανά, να μαζέψουν κεφάλαια, να παράγουν προπαγάνδα, και να εκδώσουν καθοδήγηση σε ένα ευρύτερο δίκτυο θυγατρικών, αλλά όπου θα τους απαγορευόταν να ξεκινήσουν επιθετικές επιχειρήσεις.
Η δεύτερη προσπάθεια των Ταλιμπάν να κυβερνήσουν το Αφγανιστάν περιλαμβάνει μια ισορροπημένη πράξη μεταξύ της τήρησης των αυστηρών αρχών τους και της πραγματοποίησης ρεαλιστικών παραχωρήσεων για να εξασφαλίσουν την διακυβέρνησή τους -και η σχέση τους με την Αλ Κάιντα μπορεί να ακολουθήσει την ίδια δυναμική.
ΜΙΑ ΜΑΚΡΑ ΠΟΡΕΙΑ ΑΝΑΚΑΜΨΗΣ
Η Αλ Κάιντα έχει πολύ δρόμο να διανύσει για να ανοικοδομήσει την θρυμματισμένη οργάνωσή της, ανεξάρτητα από την υποστήριξη που προσφέρουν οι Ταλιμπάν. Το πρόβλημα ξεκινά από την κορυφή, καθώς η βασική ηγεσία της Αλ Κάιντα έχει αποδεκατιστεί τα τελευταία χρόνια. Τον Αύγουστο του 2020, ο δεύτερος τη τάξει διοικητής της Αλ Κάιντα, ο Abu Muhammad al-Masri, πυροβολήθηκε στους δρόμους της Τεχεράνης˙ δύο μήνες αργότερα, ένας ανώτερος διοικητής της Αλ Κάιντα, ο Husam Abd al-Rauf, σκοτώθηκε στο Αφγανιστάν. Ορισμένοι βασικοί ηγέτες μετακόμισαν επίσης στην Συρία αναζητώντας ένα νέο ασφαλές καταφύγιο και σκοτώθηκαν σε αμερικανικές επιθέσεις με μη επανδρωμένα αεροσκάφη, οδηγώντας έναν ιδεολόγο των τζιχαντιστών να περιγράψει την βόρεια Συρία ως «κυνηγότοπο» για βετεράνους τζιχαντιστές.
Περαιτέρω επιδείνωση του προβλήματος είναι ότι ο Zawahiri, ο υπερεβδομηκοντούτης επικεφαλής της οργάνωσης, θεωρείται ευρέως ότι πάσχει. Ενώ ένα πρόσφατο βιβλίο και ένα βίντεο που κυκλοφόρησαν από τον ηγέτη της Αλ Κάιντα διέψευσαν τις προηγούμενες αναφορές για τον θάνατό του πέρυσι, δεν είναι σαφές πόσο ακόμα έχει να ζήσει.
Ο πιθανός διάδοχος του Zawahiri, ο 61χρονος Saif al-Adel, ζει στο Ιράν επί σχεδόν δύο δεκαετίες. Η ιρανική κυβέρνηση φαίνεται να κρατά αυτόν και πολλούς άλλους ηγέτες της Αλ Κάιντα στην χώρα ως μόχλευση -επιτρέποντάς τους κάποια ελευθερία κινήσεων αλλά απαγορεύοντάς τους να φύγουν από την χώρα. Η διαμονή τους στο Ιράν δημιουργεί ένα σοβαρό πρόβλημα για την Αλ Κάιντα, καθώς τα μέλη της οργάνωσης θεωρούν ότι το σιιτικό Ιράν είναι θρησκευτικός και πολιτικός εχθρός και όχι κατάλληλος οικοδεσπότης για την ηγεσία τους. Αν ο Adel προσπαθούσε να αναλάβει το τιμόνι της οργάνωσης από την ιρανική βάση του, πιθανότατα θα αντιμετώπιζε αντίσταση από τα πιο ασυμβίβαστα στοιχεία του κινήματος. Οι ηγέτες της Αλ Κάιντα που εδρεύουν στο Ιράν θα προσπαθήσουν τώρα να μετεγκατασταθούν στο Αφγανιστάν, αλλά παραμένει ασαφές εάν η Τεχεράνη θα τους το επιτρέψει.
Ένα άλλο πρόβλημα είναι η έλλειψη διοίκησης και ελέγχου των θυγατρικών της. Η Αλ Κάιντα λειτουργεί σήμερα ως ένα σε μεγάλο βαθμό αποκεντρωμένο δίκτυο˙ τα τοπικά franchise, από την Βόρεια Αφρική έως τη Νότια Ασία, δεν ελέγχονται άμεσα από την ανώτερη ηγεσία του ομίλου. Ορισμένοι αναλυτές βλέπουν την αυτονομία αυτών των θυγατρικών ως δύναμη, αλλά χωρίς ισχυρή κεντρική ηγεσία, το δίκτυο της Αλ Κάιντα κινδυνεύει από κατακερματισμό ή ακόμη και πλήρη διάλυση. Το 2013, ο Zawahiri απέτυχε να ασκήσει την απαραίτητη εξουσία για να αποτρέψει την απόσπαση του Ιρακινού συνεργάτη του, του «Ισλαμικού Κράτους του Ιράκ», και την δημιουργία του ISIS, και ομοίως, το 2016, απέτυχε να αποτρέψει το συριακό franchise του, την Jabhat al-Nusra, να φύγει από την οργάνωση.
Στην καρδιά του προβλήματος που αντιμετωπίζει η Αλ Κάιντα είναι μια στρατηγική απόκλιση μεταξύ της βασικής ηγεσίας της και των θυγατρικών της. Αν και η πρώτη παραμένει δεσμευμένη -τουλάχιστον ρητορικά- να δίνει προτεραιότητα στον αγώνα κατά του «μακρινού εχθρού», των Ηνωμένων Πολιτειών και των συμμάχων τους, οι σκοποί και οι στόχοι των θυγατρικών της είναι κυρίως τοπικοί. Δεν ξοδεύουν το μεγαλύτερο μέρος της ενέργειάς τους για να σχεδιάσουν τρομοκρατικές επιθέσεις στην Δύση.
Κατά ειρωνικό τρόπο, θα μπορούσε να είναι ο εχθρός των Ταλιμπάν, η Επαρχία Khurasan του ISIS, που θα ωφεληθεί περισσότερο από την κυριαρχία των Ταλιμπάν. Το Ισλαμικό Κράτος στο Αφγανιστάν μπορεί να έχει καταρρακωθεί -έχει υποστεί σοβαρές απώλειες και δεν ελέγχει πλέον εδάφη-αλλά έχει μια καλά καθορισμένη στρατηγική για να αξιοποιήσει τη νέα πραγματικότητα. Μπορεί να παρουσιαστεί ως η σκληρή γραμμή της τζιχαντιστικής εναλλακτικής έναντι των Ταλιμπάν, τονίζοντας την φερόμενη μετριοπάθεια και την τάση για συμβιβασμό των τελευταίων. Με το να επιτεθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες στο αεροδρόμιο της Καμπούλ στα τέλη Αυγούστου, το Ισλαμικό Κράτος δεν προσπαθούσε μόνο να σκοτώσει Αμερικανούς, αλλά να δείξει στους πιο σκληροπυρηνικούς υποστηρικτές των Ταλιμπάν ότι η οργάνωσή τους είχε μαλακώσει. Στο δελτίο του, το ISIS τόνισε ότι οι Ταλιμπάν προστατεύουν «τους Σταυροφόρους και τους κατασκόπους τους» στο αεροδρόμιο της Καμπούλ.
Το ISIS θα επωφεληθεί επίσης από την έξοδο των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν, καθώς η αμερικανική αεροπορική δύναμη ήταν το κλειδί για την αντιστροφή των κερδών της οργάνωσης εκεί. Οι διαδικτυακοί υποστηρικτές του το βλέπουν σίγουρα με αυτόν τον τρόπο. «Οι στρατιώτες του Χαλιφάτου στην Χουρασάν είναι σε καλή κατάσταση», καυχήθηκε ένας διακεκριμένος υποστηρικτής στο διαδίκτυο. «Τώρα δεν υπάρχει πλέον αφγανικός στρατός, καθώς το ειδωλολατρικό στρατιωτικό κατεστημένο έχει ηττηθεί και οι περισσότεροι στρατιώτες και ηγέτες έχουν εγκαταλείψει το Αφγανιστάν και δεν υπάρχουν πλέον αμερικανικές βάσεις από τις οποίες τα αεροπλάνα να απογειώνονται για να τους βοηθήσουν ή ειδικές δυνάμεις να διεξάγουν επιδρομές και αποβιβάσεις εναντίον των μουτζαχεντίν. Μόνο οι αποστάτες Ταλιμπάν παραμένουν στο θέατρο για να αντιμετωπίσουν την αναπόφευκτη μοίρα τους, η οποία είναι είτε μια σφαίρα στο κεφάλι είτε ένα κοφτερό μαχαίρι στον λαιμό».
Παρόλο που το ISIS πιθανότατα θα επωφεληθεί από τη μειωμένη στρατιωτική πίεση στο Αφγανιστάν, η ομάδα έχει περιορισμένη απήχηση στην χώρα. Εν μέρει αυτό οφείλεται στην ένταξή της στον Σαλαφισμό, μια καθαρή μορφή του Σουνιτικού Ισλάμ που βρίσκεται σε μειοψηφία στο Αφγανιστάν, όπου κυριαρχεί η σχολή Hanafi και η σχετική θεολογία Maturidi. Οι περισσότερες από τις περιοχές στις οποίες το ISIS κατείχε στο παρελθόν έδαφος, όπως οι ανατολικές επαρχίες Kunar και Nangarhar, είναι μέρη όπου ο σαλαφισμός είναι ασυνήθιστα δημοφιλής. Το ISIS μπορεί να καταφέρει να συλλάβει μερικούς από τους πιο σκληροπυρηνικούς υποστηρικτές των Ταλιμπάν, αλλά θα δυσκολευτεί να επεκτείνει περαιτέρω την βάση υποστήριξής του.
Τόσο η Αλ Κάιντα όσο και το ISIS αντιμετωπίζουν σοβαρές προκλήσεις στην προσπάθειά τους να αποκαταστήσουν την θέση τους στο Αφγανιστάν. Η επιστροφή των Ταλιμπάν θα μπορούσε να δημιουργήσει τη μεγαλύτερη ευκαιρία σε περισσότερο από μια δεκαετία στην Αλ Κάιντα να ανασυγκροτηθεί και να αναδιοργανωθεί, αλλά αυτή δεν είναι σε καλή θέση για να την αρπάξει. Το ISIS θα επιδιώξει να διαδραματίσει έναν ρόλο «χαλαστή», αλλά θα δυσκολευτεί να κερδίσει εσωτερική υποστήριξη ή να ταιριάξει με τους Ταλιμπάν όσον αφορά το ανθρώπινο δυναμικό και τους πόρους. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, εν τω μεταξύ, θα συνεχίσουν να προσπαθούν να αποδυναμώσουν και τις δύο ομάδες μέσω συνεχιζόμενων επιθέσεων με drone -στην περίπτωση του ISIS, ενδεχομένως με την υποστήριξη των Ταλιμπάν.
Τίποτα από τα παραπάνω δεν γράφεται για να ελαχιστοποιήσει την απειλή που θέτουν αυτές οι τζιχαντιστικές ομάδες για το Αφγανιστάν, τους γείτονές του, και τον κόσμο. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους πρέπει να παραμείνουν σε εγρήγορση και να είναι ενεργούν προληπτικά, μήπως η μια ή και οι δύο αυτές οργανώσεις επανεμφανιστούν δυνατά. Αλλά το πόσο επιτυχημένοι θα είναι οι τζιχαντιστές στο να χρησιμοποιήσουν το Αφγανιστάν μένει να φανεί. Η επιτυχία τους δεν είναι καθόλου ένα προκαθορισμένο συμπέρασμα.
Πηγή: Foreign Affairs