Για να ανταγωνιστούν, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να διαλέξουν τις μάχες τους
Κατά την σύνοδο κορυφής της Μαδρίτης τον Ιούνιο, οι ηγέτες του ΝΑΤΟ εξέδωσαν την πρώτη τους νέα «στρατηγική ιδέα» εδώ και μια δεκαετία. Όπως αναμενόταν, η Ρωσία βρέθηκε στο επίκεντρο του εγγράφου, και οι αρχηγοί των κρατών δήλωσαν ότι η Μόσχα αποτελεί έκδηλη απειλή για την διατλαντική συμμαχία. Σε μια κοινή δήλωση, «υποσχέθηκαν» την δέσμευσή τους στην Ουκρανία «για όσο καιρό χρειαστεί» και δεσμεύτηκαν να δαπανήσουν περισσότερα για την άμυνα.
Η Ρωσία, ωστόσο, δεν ήταν η μόνη σημαντική απειλή που εντοπίζεται στη νέα στρατηγική. Για πρώτη φορά, οι σύμμαχοι δήλωσαν ότι η Κίνα θέτει «συστημικές προκλήσεις» για την «ευρωατλαντική ασφάλεια», και ότι οι φιλοδοξίες και οι πολιτικές της αμφισβητούν τα «συμφέροντα, την ασφάλεια και τις αξίες» της συμμαχίας. Για να δώσουν έμφαση στο θέμα, ηγέτες από την Αυστραλία, την Ιαπωνία, τη Νέα Ζηλανδία, και τη Νότια Κορέα ήταν παρόντες για να επιδείξουν ενότητα και αποφασιστικότητα.
Η νέα εστίαση του ΝΑΤΟ είναι μόνο μια από τις πολλές ενδείξεις ότι έχει ξεκινήσει μια νέα στρατηγική εποχή. Η στρατηγική εθνικής ασφάλειας της κυβέρνησης Μπάιντεν, για παράδειγμα, αναφέρει ότι «η πιο πιεστική στρατηγική πρόκληση» προέρχεται από «δυνάμεις που επιστρώνουν την αυταρχική διακυβέρνηση με αναθεωρητική εξωτερική πολιτική». Η νέα στρατηγική των ΗΠΑ, η οποία δημοσιεύθηκε τον Οκτώβριο, χαρακτηρίζει την Ρωσία ως «άμεση απειλή για το ελεύθερο και ανοικτό διεθνές σύστημα» και την Κίνα ως τον μοναδικό ανταγωνιστή με την πρόθεση και την δύναμη να αναδιαμορφώσει αυτό το σύστημα. Σήμερα η Ουάσινγκτον έχει επιλέξει, ίσως εξ ορισμού, να ανταγωνίζεται -και αν χρειαστεί, να αντιπαρατίθεται- τόσο με την Ρωσία όσο και με την Κίνα ταυτόχρονα και επ’ αόριστον.
Αυτή η νέα γεωπολιτική πραγματικότητα έχει μόλις αρχίσει να γίνεται αντιληπτή από τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής και τους ειδικούς. Όπως παρατήρησε ο στρατηγιστής Andrew Krepinevich, ποτέ τα τελευταία 100 χρόνια οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν αντιμετώπισαν ως ανταγωνιστή μια μόνο μεγάλη δύναμη με ΑΕΠ ίσο ή μεγαλύτερο από το 40% του ΑΕΠ των ΗΠΑ. Ωστόσο, σήμερα, η κινεζική οικονομία ανέρχεται σε τουλάχιστον 70% του αμερικανικού ΑΕΠ, ποσοστό που είναι πιθανό να αυξηθεί. Η κάθε μια είναι πυρηνικά εξοπλισμένη χώρα ικανή να προβάλλει πολιτική, οικονομική, και στρατιωτική ισχύ σε παγκόσμια κλίμακα. Η Κίνα και η Ρωσία επίσης συνεργάζονται. Αν και υπάρχουν σαφώς όρια στην οιονεί «χωρίς όρια» συμμαχία της Ρωσίας και της Κίνας, η καθεμία φαίνεται αποφασισμένη να αναθεωρήσει αυτό που θεωρεί ως την κυριαρχία της Δύσης στην παγκόσμια τάξη.
Το 1880, ο Πρώσος ηγέτης, Ότο φον Μπίσμαρκ, υποστήριξε ότι «όσο ο κόσμος κυβερνάται από την ασταθή ισορροπία πέντε μεγάλων δυνάμεων», η Γερμανία θα πρέπει να «προσπαθήσει να είναι μια από τις τρεις». Μεταξύ των τριών σημερινών μεγάλων δυνάμεων, οι δύο είναι πολύ πιο κοντά η μια στην άλλη από όσο στις Ηνωμένες Πολιτείες. Υπάρχει μικρή προοπτική για οποιαδήποτε βραχυπρόθεσμη αλλαγή σε αυτήν την βασική στρατηγική εξίσωση. Κατά συνέπεια, το πώς θα πρέπει να λειτουργήσει η Ουάσινγκτον σε έναν κόσμο με δύο μεγάλες δυνάμεις ως αντιπάλους είναι το κεντρικό ερώτημα της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Ο ανταγωνισμός με την Κίνα και την Ρωσία σε κάθε ζήτημα και σε κάθε μέρος όπου δραστηριοποιούνται είναι συνταγή αποτυχίας. Είναι επίσης περιττός. Μια εξωτερική πολιτική που διαχειρίζεται αυτές τις δίδυμες προκλήσεις απαιτεί τον καθορισμό προτεραιοτήτων και την πραγματοποίηση δύσκολων συμβιβασμών σε διάφορες περιοχές και ζητήματα. Αυτό θα είναι πολύ πιο εύκολο να ειπωθεί παρά να γίνει.
Ο ΦΙΛΟΣ ΤΟΥ ΕΧΘΡΟΥ ΜΟΥ
Αυτή δεν ήταν η κατάσταση που πίστευε ότι θα συναντούσε ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, όταν ανέλαβε τα καθήκοντά του. Κατά την διάρκεια των πρώτων μηνών του ως πρόεδρος, αξιωματούχοι της κυβέρνησης επανειλημμένα έκαναν έκκληση για μια «σταθερή και προβλέψιμη» σχέση με την Ρωσία, μια σχέση στην οποία η Μόσχα θα απέφευγε την κακή διεθνή συμπεριφορά και θα επέτρεπε στην Ουάσινγκτον να επικεντρωθεί περισσότερο στην πρόκληση της Κίνας. Άλλοι είχαν πιο φιλόδοξα οράματα. Μόλις τον Φεβρουάριο, πριν από την εισβολή της Ρωσίας, ένας αριθμός ειδικών της εξωτερικής πολιτικής συμβούλευε μια δραματική κίνηση στην στρατηγική σκακιέρα. Ακριβώς όπως στις αρχές της δεκαετίας του 1970, όταν η κυβέρνηση Νίξον έκανε άνοιγμα στην Κίνα για να αναπροσαρμόσει την ισορροπία δυνάμεων με την Σοβιετική Ένωση, το σκεπτικό τους ήταν πως, τώρα οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να ευθυγραμμιστούν με την Ρωσία για να αντισταθμίσουν την Κίνα. Ένας τέτοιος «αντίστροφος Κίσινγκερ» θα εκμεταλλευόταν τις παραδοσιακές αντιπαλότητες μεταξύ Κίνας και Ρωσίας και την προφανή επιθυμία της Μόσχας να συνεργαστεί με την Ουάσιγκτον ως ισότιμη χώρα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα παραμέριζαν τις μακροχρόνιες ανησυχίες τους για την εσωτερική και διεθνή συμπεριφορά της Ρωσίας για να αντιμετωπίσουν από κοινού την μεγαλύτερη πρόκληση στην Ασία.
Μια τέτοια μεγάλη στρατηγική κίνηση, μη ρεαλιστική πριν από την εισβολή της Ρωσίας, είναι πλέον αδιανόητη. Δεδομένου του κατακτητικού πολέμου της Ρωσίας, της περιφρόνησης των πιο βασικών κανόνων διεθνούς συμπεριφοράς, και της δηλωμένης επιθυμίας της να ανατρέψει την ευρωπαϊκή τάξη ασφαλείας, δεν θα υπάρξει αναδιάταξη της σκακιέρας. Για το ορατό μέλλον, η Ρωσία θα αποτελεί σημαντική απειλή για τα συμφέροντα και τα ιδανικά των ΗΠΑ. Παρόλο που ο πόλεμος στην Ουκρανία εξαντλεί ήδη την συμβατική στρατιωτική ισχύ της Ρωσίας, η Μόσχα διατηρεί το μεγαλύτερο πυρηνικό οπλοστάσιο στον κόσμο και μια σειρά από μη συμβατικές δυνατότητες που, μαζί με τα υπόλοιπα στρατιωτικά και πληροφοριακά εργαλεία που έχει στην διάθεσή της, θα της επιτρέψουν να απειλεί τους γείτονες, να παρεμβαίνει στις δημοκρατίες, και να παραβιάζει τους διεθνείς κανόνες. Ελλείψει μιας σημαντικής αλλαγής στο πολιτικό της σύστημα, η αντιμετώπιση της Ρωσίας -ακόμη και αν βρίσκεται σε παρακμή- θα απαιτεί σημαντική προσοχή και πόρους των ΗΠΑ για τα επόμενα χρόνια.
Μπροστά σε αυτές τις ρωσικές λεηλασίες, μερικοί εμπειρογνώμονες πρότειναν την αντίθετη πρόταση: ένα είδος «επανάληψης του Κίσινγκερ». Με τη Μόσχα να ανατρέπει την βασισμένη σε κανόνες τάξη που είναι τόσο ζωτικής σημασίας για την ειρηνική λειτουργία της διεθνούς πολιτικής, ίσως η Ουάσινγκτον θα έπρεπε αντ’ αυτού να κάνει έναν συμβιβασμό με την Κίνα. Όπως με τον Νίξον, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα ευθυγραμμιστούν με την Κίνα έναντι μιας βίαιης και ανεκτικής σε κινδύνους Ρωσίας. Ο Fareed Zakaria, ο Zachary Karabell και μερικοί άλλοι έχουν προτείνει αυτήν την προσέγγιση, η οποία φαίνεται εξίσου ανεφάρμοστη με κάποια νέα συμμαχία ΗΠΑ-Ρωσίας. Η υποχώρηση στις κινεζικές απαιτήσεις -για την ουσιαστική κυριαρχία στην Ασία, τον τερματισμό της προώθησης της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τη μείωση της αμερικανικής παρουσίας σε όλον τον Ινδο-Ειρηνικό, και τον έλεγχο της Ταϊβάν και της Θάλασσας της Νότιας Κίνας- είναι ένα τίμημα που κανένας Αμερικανός ηγέτης δεν θα είναι πρόθυμος να πληρώσει για να αντισταθμίσει την Ρωσία.
Μια τρίτη ομάδα ειδικών της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ συμβουλεύει να επικεντρωθεί αποκλειστικά στην Κίνα και όχι στην Ρωσία. Δεδομένης της ισχύος και των φιλοδοξιών της Κίνας, υποστηρίζουν, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν να κατανέμουν τους πόρους και την προσοχή τους τόσο στην Ευρώπη όσο και στον Ινδο-Ειρηνικό. Η Ουκρανία έχει αναδειχθεί ως ένας δαπανηρός αντιπερισπασμός από σοβαρότερες απειλές πιο ανατολικά, προτείνουν οι εν λόγω ειδικοί, και η Ουάσινγκτον θα πρέπει να αφήσει την πρωταρχική ευθύνη για την διαχείριση των ρωσικών απειλών στους ίδιους τους Ευρωπαίους. Ωστόσο, το αποτέλεσμα της ρωσικής επιθετικότητας στην Ευρώπη θα γίνει αισθητό στην Ασία και η επιτυχία ή η αποτυχία της Μόσχας στην Ουκρανία θα ενθαρρύνει ή θα εμποδίσει τα κινεζικά σχέδια αλλού. Αυτός είναι ένας βασικός λόγος για τον οποίο χώρες όπως η Αυστραλία, η Ιαπωνία, η Νέα Ζηλανδία, η Σιγκαπούρη, και η Νότια Κορέα έχουν ενταχθεί στις κυρώσεις κατά της Ρωσίας και βοηθούν την Ουκρανία. Και παρά τις μακροχρόνιες ελπίδες ότι οι Ευρωπαίοι θα χειριστούν την ασφάλεια στην ήπειρό τους χωρίς σημαντικό ρόλο των ΗΠΑ, η ιστορία δείχνει ότι δεν θα το κάνουν.
Σε αυτήν τη νέα εποχή, η Ρωσία και η Κίνα δεν αντιπροσωπεύουν ούτε σκακιστικά πιόνια που πρέπει να μετακινηθούν με επιμελείς πράξεις σοφής πολιτικής πρακτικής ούτε οι προκλήσεις των μεγάλων δυνάμεων μπορούν να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά χωρίς αμερικανικό ακτιβισμό. Είναι, μάλλον, ανθεκτικές και διαφοροποιημένες προκλήσεις που πρέπει να αντιμετωπιστούν ταυτόχρονα. Αυτή είναι η ουσία του στρατηγικού γρίφου των Ηνωμένων Πολιτειών.
ΦΙΛΟΙ, ΧΡΗΜΑΤΑ, ΚΑΙ ΧΡΟΝΟΣ
Η λύση που προτείνεται συχνότερα είναι η συνεργασία με συμμάχους και εταίρους. Το οικονομικό βάρος και η στρατιωτική ισχύς της Κίνας και της Ρωσίας είναι τρομερά σημαντικά, αλλά η συνδυασμένη ισχύς των Ηνωμένων Πολιτειών και των συμμάχων τους είναι ακόμη μεγαλύτερη. Η δομή της συμμαχίας των ΗΠΑ, που ενισχύεται από νέους και μη συμμαχικούς εταίρους, αποτελεί κεντρικό πλεονέκτημα για την Ουάσινγκτον. Η Ρωσία έχει την Λευκορωσία και η Κίνα την Βόρεια Κορέα -οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν το ΝΑΤΟ, πέντε συμμάχους στον Ειρηνικό, το G7 και πολλά άλλα. Αν υπάρχουν πλευρές σε αυτούς τους αγώνες, οι ισχυρότερες δημοκρατίες του κόσμου βρίσκονται στην αμερικανική πλευρά. Κλειδί για την επιτυχία αυτής της στρατηγικής είναι όχι μόνο η συνεργασία με τους εταίρους, αλλά και η απόκτηση νέων και η ενίσχυση των δεσμών μεταξύ τους· εξ ου και η ένταξη της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ· η συμφωνία ανταλλαγής αμυντικής τεχνολογίας που περιλαμβάνει την Αυστραλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και τις Ηνωμένες Πολιτείες, γνωστή ως AUKUS· και η άνοδος του Τετραμερούς Διαλόγου για την Ασφάλεια, μιας ομάδας που περιλαμβάνει την Αυστραλία, την Ινδία, την Ιαπωνία, και τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η άλλη κοινοτοπία είναι ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει, σε αυτήν την νέα εποχή του ανταγωνισμού, να αυξήσουν τις δικές τους πηγές ισχύος. Αυτό συμβαίνει τώρα, αν και η κλίμακα και ο ρυθμός αποτελούν αντικείμενο πολλών συζητήσεων. Η κυβέρνηση Μπάιντεν πρότεινε ένα ποσό ρεκόρ (σε μη προσαρμοσμένους όρους) 773 δισεκατομμυρίων δολαρίων σε αμυντικές δαπάνες για το 2023, ποσό που αυξήθηκε γρήγορα από το Κογκρέσο. Το νομοσχέδιο CHIPS and Science, που υπογράφηκε ως νόμος τον Αύγουστο, διαθέτει περισσότερα από 50 δισεκατομμύρια δολάρια για την εγχώρια κατασκευή ημιαγωγών και προωθεί την ανάπτυξη προηγμένων τεχνολογιών. Η ανάγκη ανταγωνισμού με την Κίνα έχει υποκινήσει και άλλες κινήσεις, όπως η δημιουργία το 2019 του Οργανισμού Αναπτυξιακής Χρηματοδότησης (Development Finance Corporation, DFC), ο οποίος επενδύει σε αναπτυξιακά έργα σε χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος. Εν τω μεταξύ, οι ρωσικές απειλές έχουν ωθήσει σε βήματα για την καλύτερη ασφάλεια των εκλογικών υποδομών των ΗΠΑ και την ενίσχυση της αμυντικής βιομηχανικής βάσης. Οι ισχυρότερες και καλύτερα αμυνόμενες Ηνωμένες Πολιτείες θα είναι σε καλύτερη θέση για να αντιμετωπίσουν τις διπλές προκλήσεις της Κίνας και της Ρωσίας.
Μια τρίτη λύση θα ήταν να επωφεληθούν από τις προσωρινές ασυμμετρίες στον ανταγωνισμό της Κίνας και της Ρωσίας. Το Πεκίνο χρησιμοποιεί τον οικονομικό εξαναγκασμό και την διπλωματική πίεση, αλλά δεν έχει ακόμη ασκήσει πλήρως την στρατιωτική του επιλογή· η Ρωσία χρησιμοποιεί σχεδόν όλα τα μέσα της εθνικής της ισχύος για να κατακτήσει την Ουκρανία. Αυτό υποδηλώνει ότι μια μεγάλη προσπάθεια τιμωρίας των ρωσικών παραβάσεων τώρα θα μπορούσε να καταστήσει την χώρα πιο αδύναμη, πιο φτωχή, και πολύ λιγότερο ικανή στρατιωτικά στο μέλλον -ακριβώς όταν το Πεκίνο ίσως να επιθυμεί να συνδυάσει την αυξανόμενη ισχύ του με ανοιχτή επιθετικότητα. Εδώ η επιτακτική ανάγκη θα ήταν να επικεντρωθεί ένα μεγάλο μέρος της ενέργειας και των πόρων στην ρωσική απειλή στην τρέχουσα οξεία φάση της, ενώ παράλληλα θα πρέπει να αποφασιστεί να αφιερωθεί η μερίδα του λέοντος και των δύο στην Κίνα μακροπρόθεσμα.
Οι προτροπές για την ενίσχυση των συμμαχιών, την δημιουργία εγχώριας δύναμης, και την εκμετάλλευση του χρόνου είναι προφανώς σωστές. Ωστόσο, κάνοντας όλα αυτά, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα εξακολουθήσουν να μην είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν την κινεζική και την ρωσική επιρροή παντού και σε κάθε ζήτημα, επ’ αόριστον. Ούτε θα πρέπει να προσπαθήσουν. Κρίσιμα για την διαχείριση αυτών των προβλημάτων με την πάροδο του χρόνου είναι ο καθορισμός προτεραιοτήτων και η πραγματοποίηση δύσκολων συμβιβασμών σε διάφορες περιοχές και ζητήματα.
ΒΕΡΟΛΙΝΟ Ή ΛΑΟΣ;
Ο καθορισμός προτεραιοτήτων είναι μια από τις πιο εύκολες ενέργειες που μπορεί να επικαλεστεί κανείς και μια από τις πιο δύσκολες που μπορεί να κάνει. Ακόμη και αν είναι δυνατή μια αδρή συναίνεση σχετικά µε το ποιοι τοµείς και θέµατα έχουν µεγαλύτερη σηµασία και θα πρέπει εποµένως να αποτελέσουν το επίκεντρο της δραστηριότητας των ΗΠΑ, το αναγκαίο συμπέρασμα είναι ότι άλλοι τοµείς έχουν πολύ µικρότερη σηµασία και θα πρέπει να λάβουν ελάχιστη ή καθόλου προσοχή και πόρους. Αξιολογούμενη μεμονωμένα, κάθε περιοχή -το δυτικό ημισφαίριο, η Ασία, η Ευρώπη, η Μέση Ανατολή, ο παγκόσμιος Νότος- διεκδικεί προτεραιότητα, και πολλά θέματα έχουν υποστηρικτές εντός ή εκτός κυβέρνησης που επιχειρηματολογούν για την σημασία τους.
Εδώ, ένα μάθημα από τον Ψυχρό Πόλεμο μπορεί να είναι διδακτικό. Από τα πρώτα χρόνια εκείνης της εποχής, οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν αποφασίσει να υπερασπιστούν το Βερολίνο από τις σοβιετικές απειλές, ακόμη και με το κόστος ενός πλήρους πολέμου. Η προσοχή, οι στρατιωτικοί πόροι, και η ενέργεια που δαπανήθηκαν εκεί υπερέβαιναν κατά πολύ αυτά που δαπανήθηκαν σε άλλες πόλεις σε όλο τον κόσμο. Η δέσμευση για την υπεράσπιση του Βερολίνου σήμερα φαίνεται σοφή. Δύο φορές κατά το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα, οι Ηνωμένες Πολιτείες διέσχισαν τον Ατλαντικό για να τερματίσουν πολέμους που ξεκίνησαν στην Ευρώπη. Αποτρέποντας το ξέσπασμα ενός άλλου κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, οι Ηνωμένες Πολιτείες συνέβαλαν στην εξασφάλιση δεκαετιών ευρωπαϊκής ειρήνης και ευημερίας. Κατά την διάρκεια εκείνης της εποχής, ωστόσο, η Ουάσινγκτον επένδυσε επίσης τόσο έντονα στην διαμόρφωση της εσωτερικής πολιτικής του Λάος, ώστε έγινε το πιο βαριά βομβαρδισμένο έθνος ανά κάτοικο στην ιστορία. Η στρατιωτική εκστρατεία των ΗΠΑ εκεί διήρκεσε 14 χρόνια και κατέληξε σε αποτυχία. Ακόμη και αν συνυπολογίσουμε τον πόλεμο του Βιετνάμ και το μονοπάτι του Χο Τσι Μινχ, μια στρατιωτική διαδρομή ανεφοδιασμού των Βορειοβιετναμέζων που περνούσε στο Λάος, οι περισσότερες από 500.000 αποστολές βομβαρδισμού που πραγματοποίησαν οι Ηνωμένες Πολιτείες πάνω από την μικρή αυτή χώρα φαίνεται σήμερα, τουλάχιστον, ότι ήταν μια σημαντική σπατάλη πόρων εθνικής ασφάλειας.
Οι ιστορικές αναλογίες είναι πάντα δύσκολες, και αυτές οι δύο είναι πιο δύσκολες από τις περισσότερες. Ωστόσο, η διαφορά μεταξύ του Βερολίνου και του Λάος κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου υποδηλώνει μια σημερινή ευρετική [διαδικασία]: Εν μέσω του αορίστου χρόνου ανταγωνισμού με την Ρωσία και την Κίνα, ποια ζητήματα και ποιες περιοχές μοιάζουν περισσότερο με το Βερολίνο και ποια περισσότερο με το Λάος; Ποια αξίζουν την σημαντική επένδυση αμερικανικών πόρων και προσοχής -για να αντισταθούν στην επέκταση της ρωσικής και κινεζικής επιρροής, για παράδειγμα, ή να δημιουργήσουν μια νέα σχέση που θα ενίσχυε την αμερικανική θέση- και ποια όχι;
Τα Βερολίνα των τελευταίων ημερών είναι πιο εύκολο να αναγνωριστούν. Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία παραβιάζει τον βασικό κανόνα κατά της βίαιης κλοπής ξένου εδάφους και κλονίζει ένα βασικό θεμέλιο της τάξης που βασίζεται σε κανόνες. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ισχυρό συμφέρον να διασφαλίσουν ότι μια τέτοια παράβαση όχι μόνο θα τιμωρηθεί αλλά και θα καταστεί ανεπιτυχής, τουλάχιστον έτσι ώστε ο επόμενος επίδοξος επιτιθέμενος να αποθαρρυνθεί από το να ακολουθήσει μια παρόμοια πορεία. Η κινεζική δραστηριότητα στην Θάλασσα της Νότιας Κίνας απειλεί τους θαλάσσιους κανόνες που επιτρέπουν τις ζωτικής σημασίας εμπορικές επιχειρήσεις και, ως εκ τούτου, θα πρέπει να αποτελεί βασικό πεδίο εστίασης της αμερικανικής πολιτικής. Η προστασία της αμερικανικής δημοκρατικής πρακτικής από κακόβουλες παρεμβάσεις της Μόσχας ή του Πεκίνου είναι κρίσιμη για την λειτουργία του αμερικανικού πολιτικού συστήματος.
Η αφαίρεση της προτεραιότητας για θέματα και τομείς είναι πιο δύσκολη. Η στρατιωτική παρουσία της Ρωσίας στην Βενεζουέλα και το Σαχέλ, για παράδειγμα, είναι σίγουρα ανεπιθύμητη, αλλά δεν αποτελεί την ίδια απειλή για τους υφιστάμενους διεθνείς κανόνες με την επιθετικότητα του Κρεμλίνου στην Ουκρανία. Η Ουάσινγκτον δεν επιθυμεί καμία χώρα να χρησιμοποιεί υποδομές της Huawei για το δίκτυο 5G, αλλά οι προσπάθειες των ΗΠΑ θα πρέπει να επικεντρωθούν ευθέως στο να αποτρέψουν τους συμμάχους και τους στενούς εταίρους από το να το πράξουν, αντί να προσπαθήσουν να εμποδίσουν τους πάντες από το να το χρησιμοποιήσουν. Η Belt and Road Initiative της Κίνας θέτει πιθανά διλήμματα παγίδας χρέους για όλους τους αποδέκτες, αλλά οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να αμφισβητήσουν την επέκτασή της στην Νοτιοανατολική Ασία (όπου η αυξημένη κινεζική επιρροή θα μπορούσε να οδηγήσει σε ναυτικές βάσεις που θα μπορούσαν να εμποδίσουν τα συμφέροντα των ΗΠΑ) σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από όσο στην Κεντρική Ασία (όπου δεν θα επηρεαστεί η ικανότητα των Ηνωμένων Πολιτειών να επιχειρούν).
Ομοίως, η Ουάσιγκτον θα πρέπει να επικεντρωθεί περισσότερο στην παρεμπόδιση της δημιουργίας κινεζικής ναυτικής εγκατάστασης στον Νότιο Ειρηνικό παρά στην Δυτική Αφρική, καθώς το Πεκίνο επιδιώκει βάσεις και στις δύο περιοχές, δεδομένου ότι το αρνητικό κόστος της κινεζικής στρατιωτικής επιρροής είναι σημαντικά μεγαλύτερο στον Ινδο-Ειρηνικό από όσο αλλού. Δεν θα πρέπει να δώσει μεγάλη έμφαση στην επιστράτευση της Κίνας για την επίλυση του πυρηνικού ζητήματος της Βόρειας Κορέας, το οποίο μπορεί να τύχει διαχείρισης αλλά δεν επιλύεται σε οποιοδήποτε λογικό χρονοδιάγραμμα. Και οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να φροντίσουν να απορροφήσουν το κόστος της διαφοροποίησης από τα αγαθά που προμηθεύονται από την Κίνα μόνο όταν αυτό έχει νόημα για την εθνική ασφάλεια, όπως με τις βασικές τεχνολογίες, τον ιατρικό εξοπλισμό, και τις σπάνιες γαίες· η πλειονότητα των αμερικανικών εισαγωγών από την Κίνα δεν χρειάζεται να επαναπατριστούν ή ακόμη και να επαναπατριστούν σε χώρες φίλων.
ΜΙΑ ΠΙΟ ΧΡΗΣΙΜΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ
Οι ενέργειες της Μόσχας ή του Πεκίνου που θα αμφισβητούσαν βασικές αρχές της διεθνούς τάξης, θα περιόριζαν την ελευθερία δράσης των Ηνωμένων Πολιτειών, ή θα υπονόμευαν την εσωτερική λειτουργία ξένων χωρών θα πρέπει να καθορίσουν σε γενικές γραμμές το τι είναι πιο σημαντικό. Πιο συγκεκριμένα, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα πρέπει να εστιάζουν περισσότερο σε δράσεις στα μέρη και στα θέματα όπου η δυνητική ζημία για τα βασικά συμφέροντα των ΗΠΑ είναι μεγάλη και η δυνητική χρησιμότητα για τον διεκδικητή είναι σημαντική. Το μεγάλο υπόλοιπο των ρωσικών και κινεζικών δραστηριοτήτων σε όλο τον κόσμο που είναι ανεπιθύμητες, επιθετικές, και ακόμη και αντίθετες με τα συμφέροντα των ΗΠΑ θα πρέπει να υποβιβαστούν σε χαμηλότερη βαθμίδα προτεραιότητας. Αυτές θα λάμβαναν σημαντικά μικρότερο μερίδιο των αμερικανικών πόρων και της προσοχής για την εθνική ασφάλεια.
Αυτό το αναγκαίο έργο ιεράρχησης προτεραιοτήτων θα υπερβεί τις γενικές γραμμές που χαρακτήρισαν την πρόσφατη εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Οι συχνές παρατηρήσεις που ακούγονται -ότι ο ανταγωνισμός των μεγάλων δυνάμεων έχει επιστρέψει, ότι ο Ινδο-Ειρηνικός έχει αναδειχθεί σε περιοχή ζωτικής σημασίας, ή ότι μια ρεβανσιστική Ρωσία και μια αποφασιστική Κίνα έχουν παγκόσμιες φιλοδοξίες- έχουν περιορισμένη χρησιμότητα. Αυτό που χρειάζεται σήμερα είναι μια πολύ πιο λεπτή ιεράρχηση των περιοχών και των θεμάτων και μια πολιτική διαδικασία που εξετάζει την σχετική σημασία πολλαπλών κρίσεων και ευκαιριών αντί να αξιολογεί την καθεμία από μόνη της. Αυτό ισχύει όχι μόνο για την εκτελεστική εξουσία, αλλά και για το Κογκρέσο, το οποίο τείνει να εστιάζει σε πρωτοσέλιδα ζητήματα και να κατευθύνει την χρηματοδότηση και τις αλλαγές πολιτικής αναλόγως.
Η εναλλακτική λύση, σε αυτήν την νέα εποχή, θα απαιτούσε από τις Ηνωμένες Πολιτείες να αντισταθούν στην ανεπιθύμητη κινεζική και ρωσική επιρροή, όπου κι αν υπάρχει -δηλαδή σε κάθε περιοχή του κόσμου και σε ένα ευρύ φάσμα θεμάτων. Μια τέτοια προσπάθεια, ακόμη και αν συνεργάζονται με συμμάχους και κάνουν κάθε άλλο συνετό βήμα για την αύξηση της αμερικανικής ισχύος, φλερτάρει την αποτυχία. Η προσπάθεια να τα κάνουμε όλα, παντού, θα προκαλέσει εξάντληση και θα υπονομεύσει την ικανότητα των ΗΠΑ να αντιμετωπίσουν αυτά που έχουν μεγαλύτερη σημασία.
Ετούτη η νέα στρατηγική εποχή επιβάλλει στους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής την ανάγκη να ιεραρχήσουν και να προσδιορίσουν αδίστακτα ποια ζητήματα και ποιες περιοχές οι Ηνωμένες Πολιτείες θα αγνοήσουν, θα προσπαθήσουν απλώς να μετριάσουν, ή θα αφιερώσουν ένα μικρό μέρος της σημαντικής προσοχής και των πόρων τους. Ενάντια στα ένστικτα και τις προθέσεις τους, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν στηρίξει την πορεία τους σε ταυτόχρονες αναμετρήσεις εναντίον δύο μεγάλων δυνάμεων που ορίζουν τα συμφέροντά τους σε παγκόσμιο επίπεδο. Αν θέλουν να επιτύχουν, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να επιλέξουν προσεκτικά τις μάχες τους.