Γιατί μια ψεύτικη ειρήνη θα είναι χειρότερη από έναν μακροχρόνιο πόλεμο
Στις 26 Ιουλίου, η Ευρωπαϊκή Ένωση ανακοίνωσε μια συμφωνία για το φυσικό αέριο που είχε ως στόχο να δείξει την συνεχή αποφασιστικότητα των κρατών – μελών για την Ρωσία: σύμφωνα με την συμφωνία, τα κράτη μέλη της ΕΕ θα μειώσουν την κατανάλωση φυσικού αερίου κατά 15% μεταξύ του Αυγούστου και του Μαρτίου, συμβάλλοντας έτσι στην αποτροπή μιας κρίσης τον χειμώνα, επιδεικνύοντας αλληλεγγύη και περιορίζοντας την ικανότητα της Ρωσίας να οπλοποιεί τον ενεργειακό εφοδιασμό της Ευρώπης. Εκ πρώτης όψεως, ήταν μια περαιτέρω επίδειξη του ενιαίου μετώπου που η ήπειρος έχει ως επί το πλείστον διατηρήσει από την αρχή του πολέμου. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, οι περικοπές είναι εθελοντικές, και πολλά μεμονωμένα κράτη έχουν εξαιρέσεις που θέτουν υπό αμφισβήτηση το πόσο ουσιαστική θα είναι η συμφωνία, ειδικά όταν οι ελλείψεις φυσικού αερίου θα επηρεάσουν κάποια πολύ περισσότερο από άλλα.
Έξι μήνες μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, υπάρχουν ενδείξεις ότι η Ευρώπη δυσκολεύεται να διατηρήσει την πορεία της σε έναν όλο και πιο δαπανηρό πόλεμο. Με τον αυξανόμενο πληθωρισμό, την κλιμακούμενη ενεργειακή κρίση και την διογκούμενη απειλή της ύφεσης, οι Ευρωπαίοι ηγέτες έχουν εκφράσει όλο και πιο δυναμικά την άποψη τους σχετικά με τις κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις της σύγκρουσης και τις πολιτικές και γεωπολιτικές αλυσιδωτές αντιδράσεις της. Εν τω μεταξύ, κάτω από την εξωστρεφή επίδειξη συναίνεσης, σιγοβράζουν εντάσεις σχετικά με τον τρόπο χειρισμού του πολέμου. Η Γερμανία, για παράδειγμα, έχει κωλυσιεργήσει σχετικά με τις υποσχόμενες αποστολές όπλων στην Ουκρανία. Στην Ιταλία, όπου η κυβέρνηση συνασπισμού του πρωθυπουργού Μάριο Ντράγκι έχει πέσει, υπάρχει αυξανόμενη πολιτική αντίθεση στη στρατιωτική υποστήριξη προς το Κίεβο μεταξύ των λαϊκιστικών κομμάτων της χώρας. Και μολονότι πέντε πακέτα κυρώσεων εγκρίθηκαν αστραπιαία, οι Ευρωπαίοι δαπάνησαν εβδομάδες για ένα έκτο που είχε ως στόχο το ρωσικό πετρέλαιο, το οποίο καθυστερούσε ο εσωτερικός αυταρχικός της ΕΕ, ο Ούγγρος πρωθυπουργός, Βίκτορ Όρμπαν.
Εν μέσω αυτών των προκλήσεων, ελλοχεύει ένα ευρύτερο ερώτημα σχετικά με το για πόσο καιρό μπορεί να διατηρηθεί η ευρωπαϊκή ενότητα στον πόλεμο και τι μπορεί να προκαλέσει την κατάρρευσή της. Στην πραγματικότητα, η μεγαλύτερη απειλή για τον ευρωπαϊκό συνασπισμό ίσως να μην είναι η έλλειψη προόδου στον τερματισμό της οξυμένης βίας στην Ουκρανία, όπως συνέβαινε μέχρι τώρα, αλλά μια σχετική ανάπαυλα της σύγκρουσης, η οποία θα μπορούσε να επιτρέψει στη Μόσχα να δελεάσει κάποια κράτη της ΕΕ να πιέσουν το Κίεβο για να κάνει παραχωρήσεις, ιδιαίτερα εάν η ενεργειακή κρίση συνεχίσει να επιδεινώνεται. Παραδόξως, ενδίδοντας στην ψευδαίσθηση της ειρήνης, η Ευρώπη και η Δύση θα μπορούσαν να καταλήξουν να παρατείνουν τον πόλεμο εις βάρος όλων.
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΛΑΪΚΙΣΤΩΝ
Κατά την διάρκεια της αρχικής φάσης του πολέμου, η Ευρωπαϊκή Ένωση επέδειξε αξιοσημείωτη αποφασιστικότητα. Οι Βρυξέλλες, που δεν ήταν ποτέ γνωστές για την ταχύτητά τους, κατάφεραν μέσα σε λίγες εβδομάδες, να εγκρίνουν τις πιο εκτεταμένες κυρώσεις που εφαρμόστηκαν ποτέ. Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις επιτάχυναν στην άμυνα, με την Γερμανία να ανακοινώνει το εντυπωσιακό [ποσό] των 100 δισεκατομμυρίων ευρώ σε πρόσθετες στρατιωτικές δαπάνες, και την ΕΕ να διευκολύνει για πρώτη φορά τις μεταφορές όπλων σε ένα τρίτο μέρος. Η Ευρώπη συμφώνησε επίσης να παράσχει προσωρινή προστασία σε εκατομμύρια Ουκρανούς πολίτες, συμπεριλαμβανομένης της ελευθερίας μετακίνησης και εργασίας σε ολόκληρη την ΕΕ. Και τον Ιούνιο, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο (European Council) χορήγησε επισήμως στην Ουκρανία και τη Μολδαβία το καθεστώς υποψήφιας προς ένταξη χώρας στην ΕΕ, όπως επίσης χορήγησε και στην Γεωργία το καθεστώς της δυνητικά υποψήφιας προς ένταξη χώρας, εν αναμονή των μεταρρυθμίσεων. Για μεγάλο μέρος της άνοιξης, η νέα δυναμική φαινόταν να επιβεβαιώνει τον ισχυρισμό του Γερμανού καγκελαρίου, Όλαφ Σολτς, ότι η ρωσική εισβολή ήταν ένα Zeitenwende, ένα σημείο καμπής, και ότι οι Ευρωπαίοι ήταν έτοιμοι να ανταποκριθούν στην πρόκληση.
Από τότε, ωστόσο, η δυναμική στις Βρυξέλλες έχει εξασθενήσει. Για παράδειγμα, μολονότι τα κράτη της ΕE συμφώνησαν τελικά σε ένα εμπάργκο πετρελαίου στην Ρωσία, αυτό θα συμβεί με μια χρονική καθυστέρηση που ίσως επιτρέψει στη Ρωσία να προσαρμοστεί. Και παρά την πρόσφατη συμφωνία όσον αφορά το φυσικό αέριο για την εξοικονόμηση ενέργειας, ένα πραγματικό εμπάργκο φυσικού αερίου δεν είναι ορατό. Στην πραγματικότητα, αντί για εμπάργκο φυσικού αερίου της ΕΕ στην Ρωσία, η Μόσχα είναι αυτή που έχει κλείσει το φυσικό αέριο στην Ευρώπη. Έξι χώρες —η Βουλγαρία, η Δανία, η Φινλανδία, η Λετονία, η Πολωνία και η Ολλανδία— έχουν αποκοπεί εντελώς από τον ρωσικό εφοδιασμό. Επιπλέον, η Gazprom, η ρωσική κρατική εταιρεία ενέργειας, μείωσε δραστικά τις ροές φυσικού αερίου προς την υπόλοιπη Ευρώπη. Ο Nordstream I, ο οποίος είναι ο μεγαλύτερος αγωγός που φέρνει ρωσικό φυσικό αέριο στην Ευρώπη και ο οποίος ανήκει κυρίως στην Gazprom, έκλεισε προσωρινά τον Ιούλιο για συντήρηση. Έκτοτε άνοιξε ξανά, αλλά οι εξαγωγές φυσικού αερίου μειώθηκαν στο 20% των συμφωνηθέντων ποσοτήτων, με περαιτέρω διαταραχές να [βρίσκονται] στον ορίζοντα. Αντί να συμφωνήσει σε νέες κυρώσεις, η ΕΕ κινείται βιαστικά για να αντιμετωπίσει [το θέμα] των αποθηκών φυσικού αερίου σε πολλές χώρες, και αγωνίζεται για να επιβάλλει περιορισμούς στην χρήση. Για να διαφοροποιήσει τις προμήθειες της, επιδιώκει νέες ενεργειακές συνεργασίες με τις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Μέση Ανατολή, την Αφρική και τον Καύκασο. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (International Monetary Fund) εκτιμά ότι σε περίπτωση πλήρους διακοπής του ρωσικού φυσικού αερίου στην Ευρώπη, οι οικονομίες κάποιων χωρών -συμπεριλαμβανομένων της Δημοκρατίας της Τσεχίας, της Ουγγαρίας, της Σλοβακίας και της Ιταλίας- θα μπορούσαν να συσταλούν περισσότερο από 5%. Αυτός θα είναι ένας κρύος και δαπανηρός χειμώνας.
Οι αυξανόμενες οικονομικές πιέσεις αρχίζουν ήδη να έχουν ανησυχητικές συνέπειες στην ευρωπαϊκή πολιτική. Σε χώρες όπως η Ιταλία και η Γαλλία, τα λαϊκιστικά και τα δεξιά εθνικιστικά κόμματα χρησιμοποιούν το κόστος του πολέμου για να επιστρατεύσουν την λαϊκή υποστήριξη. Υποστηρίζουν ότι επιβάλλοντας κυρώσεις στη Ρωσία και ενστερνιζόμενες την πράσινη ατζέντα, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και οι θεσμοί της ΕΕ τροφοδοτούν τον πληθωρισμό, υποσκάπτουν την βιομηχανία και καταστρέφουν θέσεις εργασίας. Αυτό είναι ένα μήνυμα που έχει ενισχυθεί και στα κυρίαρχα media. Ήδη στις προεδρικές εκλογές της Γαλλίας, τον Απρίλιο, τα ακροδεξιά και τα ακροαριστερά κόμματα είχαν υψηλές επιδόσεις —ένα αποτέλεσμα που επαναλήφθηκε στις βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου. Πολύ πιο δραματική ήταν η πτώση του Ντράγκι στην Ιταλία τον Ιούλιο, αφότου τα τρία κόμματα με τους στενότερους δεσμούς με το Κρεμλίνο απέσυραν την στήριξή τους στην κυβέρνηση συνασπισμού της οποίας αποτελούσαν μέρος.
Αυτά τα γεγονότα ίσως αποτελούν μόνο μια πρόγευση του τι πρόκειται να ακολουθήσει. Παίρνοντας παράδειγμα από την στρατηγική του Κρεμλίνου, πολλά λαϊκιστικά κόμματα έχουν υιοθετήσει ρητορική που δεν συμβαδίζει με τις πραγματικές προθέσεις τους. Αντί να παραδεχτούν ότι θέλουν να πουλήσουν την Ουκρανία, αρχηγοί λαϊκιστικών κομμάτων όπως ο Ιταλός Ματέο Σαλβίνι λένε ότι είναι υπέρ της ειρήνης, του συμβιβασμού και της διπλωματίας. Οι λαϊκιστές ηττήθηκαν προσωρινά με την πανδημία, καθώς το αφήγημα τους περί μη εμβολιασμού δεν εντυπωσίασε ιδιαίτερα τους Ευρωπαίους. Αλλά ο πόλεμος στην Ουκρανία, σε συνδυασμό με την ενεργειακή κρίση, τους έδωσε μια τέλεια ευκαιρία να ανέβουν ξανά. Με την πάροδο του χρόνου, αυτή η δυναμική θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα νέο κύμα εθνικιστικού λαϊκισμού που θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο όχι μόνο την ευρωπαϊκή ενότητα αλλά και την ύπαρξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο σύνολό της. Ενώ μια εθνικιστική Ευρώπη είναι δυνατή, μια εθνικιστική ΕΕ είναι εξ’ ορισμού αντιφατική.
ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΕΣ ΔΙΑΧΩΡΙΣΤΙΚΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ
Ακόμη πιο ανησυχητική για την Ευρώπη είναι η επιστροφή των παλαιών γεωπολιτικών χασμάτων. Το πρώτο είναι η όλο και μεγαλύτερη διαχωριστική γραμμή μεταξύ της ανατολής και της δύσης της ηπείρου, με τα κράτη στα σύνορα της Ουκρανίας, όπως οι χώρες της Βαλτικής και η Πολωνία, να ζητούν δικαιοσύνη μέσω των κυρώσεων και της σθεναρής στρατιωτικής υποστήριξης στην Ουκρανία, και τα κράτη της δυτικής Ευρώπης, όπως η Ιταλία, η Γαλλία και η Γερμανία, να κλίνουν προς τον συμβιβασμό με την Ρωσία. Τα αμφιλεγόμενα σχόλια του Γάλλου προέδρου, Εμανουέλ Μακρόν, τον Ιούνιο, σχετικά με την σημασία του να μην ταπεινωθεί η Ρωσία, ενόσω το ρωσικό πυροβολικό σφυροκοπούσε την Ουκρανία, είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Καθώς οι ενεργειακές και οικονομικές κρίσεις βαθαίνουν, οι χώρες που βρίσκονται πιο μακριά από την πρώτη γραμμή είναι πιο πιθανό να πιέσουν για τη μείωση της έντασης του πολέμου. Οι ηγέτες της Ανατολικής Ευρώπης, μολονότι οι χώρες τους υποφέρουν επίσης από τις οικονομικές επιπτώσεις, πιθανότατα θα παραμείνουν σταθεροί στην πεποίθησή τους ότι η ειρήνη θα είναι δυνατή μόνο όταν η Ουκρανία θα έχει εκδιώξει τις ρωσικές δυνάμεις από τα εδάφη της και ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, θα έχει λογοδοτήσει για την επιθετικότητά του.
Το δεύτερο χάσμα εκτείνεται από τον βορρά στο νότο, μια διαχωριστική γραμμή που σχεδόν διέλυσε την ευρωζώνη κατά την διάρκεια της κρίσης δημόσιου χρέους πριν από μια δεκαετία. Με την βραχυπρόθεσμη πιθανότητα της ύφεσης, και ίσως ακόμη και του στασιμοπληθωρισμού, η διαφορά στο κόστος δανεισμού μεταξύ των βόρειων και των νότιων κρατών – μελών της ΕΕ —ιδίως μεταξύ της Γερμανίας και της Ιταλίας — αυξάνεται. Η Γαλλία, η Ισπανία και η Ιταλία, οι οποίες έχουν λιγότερα περιθώρια δημοσιονομικών ελιγμών για να αντιμετωπίσουν μια ύφεση, ζητούν μια νέα πρωτοβουλία από τις Βρυξέλλες για να συμπληρώσει το μετα-πανδημικό ταμείο ανάκαμψης της Ευρώπης και να συμβάλει στην αντιμετώπιση του οικονομικού κόστους του πολέμου, συμπεριλαμβανομένης της ακριβής ενεργειακής μετάβασης. Αυτή την φορά, ωστόσο, η Γερμανία, η οποία έχει δει τις τιμές της ενέργειας να τριπλασιάζονται και, λόγω της μεγάλης της εξάρτησης από το ρωσικό φυσικό αέριο, είναι πολύ πιο εκτεθειμένη στον ενεργειακό εκβιασμό της Ρωσίας από πολλά άλλα μέλη, είναι λιγότερο πιθανό να υποστηρίξει μια τέτοια κίνηση. Αν μη τι άλλο, η γερμανική κυβέρνηση φαίνεται πιθανό να ζητήσει από τα άλλα μέλη της ΕΕ να συμβάλουν στο μετριασμό της ενεργειακής κρίσης της Γερμανίας, αντί να παράσχει τους δικούς της οικονομικούς πόρους για να βοηθήσει στα οικονομικά δεινά των άλλων μελών. Δεν είναι περίεργο που η Γερμανία υποστήριξε σθεναρά την συμφωνία εξοικονόμησης αερίου της ΕΕ τον Ιούλιο.
Αυτές οι διαιρέσεις είναι ακριβώς ό,τι είχε ελπίσει ο Πούτιν. Πεπεισμένος ότι οι φιλελεύθερες δημοκρατίες της Ευρώπης είναι αδύναμες και ηθικά διεφθαρμένες, ο Ρώσος ηγέτης έχει βασιστεί στην υπόθεση ότι η ενότητα της Δύσης για την Ουκρανία θα καταρρεύσει και θα μπορούσε τελικά να διαλυθεί τους επόμενους μήνες. Παίζοντας το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι με το φυσικό αέριο, δημιουργώντας μια παγκόσμια επισιτιστική κρίση αποκλείοντας την εξαγωγή ουκρανικών σιτηρών μέσω της Μαύρης Θάλασσας, και επιδιώκοντας μια στρατηγική καμένης γης στην Ουκρανία, ο Πούτιν ίσως στοιχηματίζει ότι είναι απλώς θέμα χρόνου έως ότου η Δύση, αρχής γενομένης από την Ευρώπη, διαλυθεί από τις ανταγωνιστικές πιέσεις. Όπως το βλέπει η Μόσχα, οι φιλελεύθερες δημοκρατίες έχουν χαμηλό κατώφλι πόνου: δεν είναι ικανές να παίξουν το μακρό παιχνίδι εάν αυτό έχει υψηλό κοινωνικό ή οικονομικό τίμημα.
Η Μόσχα γνωρίζει ότι οι κυρώσεις προκαλούν κολοσσιαία ζημιά στην Ρωσία. Ο Πούτιν το έχει παραδεχθεί δημόσια. Το Κρεμλίνο γνωρίζει επίσης ότι η ζημιά θα αυξηθεί με την πάροδο του χρόνου. Προς το παρόν, μολονότι η ενεργειακή αποσύνδεση μεταξύ της Ευρώπης και της Ρωσίας έχει οδηγήσει στην πιο οξεία ενεργειακή κρίση από το πετρελαϊκό εμπάργκο του 1973 και μετά, η Ρωσία έχει απολαύσει πανύψηλες τιμές πετρελαίου και φυσικού αερίου. Αλλά καθώς η Ευρώπη απογαλακτίζεται από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα –τόσο με την διαφοροποίηση των πηγών ενέργειας της όσο και με την επιτάχυνση της μετάβασής της στην καθαρή ενέργεια — θα αναδυθεί τελικά πιο δυνατή από αυτήν την κρίση. Αντίθετα, παρά τους νέους, πολυδιαφημισμένους δεσμούς της Μόσχας με το Πεκίνο, θα χρειαστούν χρόνια για να αντικαταστήσει η Κίνα την Ευρώπη ως αγορά ρωσικών υδρογονανθράκων, και για διάφορους λόγους, η Κίνα είναι ιδιαίτερα απίθανο να είναι τόσο επικερδής για τη Μόσχα όσο είναι η Ευρώπη. Επιπλέον, είναι δύσκολο να δούμε την Κίνα να επενδύει στην ενεργειακή μετάβαση της Ρωσίας: το μακροπρόθεσμο οικονομικό μέλλον της Ρωσίας είναι ζοφερό.
Ο Πούτιν πρέπει να αναγνωρίσει αυτή την πραγματικότητα, αλλά ο υπολογισμός του είναι πιθανώς ότι η Ευρώπη θα σπάσει πρώτη, δεδομένης της εύθραυστης ενότητάς της. Οι εσωτερικές πιέσεις στην ήπειρο θα του επιτρέψουν να επιτύχει τους πολεμικούς του στόχους στην Ουκρανία, και ίσως, αργά ή γρήγορα, να επιστρέψει στο business as usual με την Ευρώπη, ή τουλάχιστον με κάποιες ευρωπαϊκές χώρες. Όπως το βλέπει το Κρεμλίνο, οι διαιρέσεις και οι αδυναμίες της Ευρώπης θα αποτρέψουν ένα μακροπρόθεσμο σενάριο στο οποίο η Ρωσία θα φέρει το στρατηγικό, οικονομικό και πολιτικό κόστος της εισβολής της.
Ο ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΤΗΣ ΑΥΤΟΣΥΓΚΡΑΤΗΣΗΣ
Με κάθε επιπλέον μήνα πολέμου, ο κίνδυνος της ευρωπαϊκής διχόνοιας αυξάνεται και τα πρώτα ανησυχητικά μηνύματα έχουν ήδη έρθει στην επιφάνεια. Αλλά πολλά θα εξαρτηθούν από την ίδια την πορεία της σύγκρουσης. Εάν η Ρωσία συνεχίσει την εκστρατεία θηριωδιών και καταστροφής που έχει χαρακτηρίσει τους τελευταίους έξι μήνες, οι Ευρωπαίοι ηγέτες μπορούν να βασίζονται στον Πούτιν για να τους κρατήσει ενωμένους. Παρά την ενεργειακή κρίση και τον οικονομικό πόνο που προκαλείται από αυτήν, καθώς και τις πολιτικές και γεωπολιτικές εντάσεις που αυτά θα επιφέρουν, οι Ευρωπαίοι είναι απίθανο να απομακρυνθούν από μια αιμορραγούσα Ουκρανία. Στο τρέχον επίπεδο βίας, και με την Ρωσία να δηλώνει ανοιχτά τις φιλοδοξίες της να επιδιώξει και να κρατήσει περισσότερο ουκρανικό έδαφος, οι Ευρωπαίοι δεν θα παρακρατήσουν όπλα και οικονομική υποστήριξη από το Κίεβο, πόσω μάλλον να άρουν τις κυρώσεις με αντάλλαγμα μια εκεχειρία. Όσο η Ρωσία συνεχίζει την βάναυση επίθεσή της, οι Ευρωπαίοι ίσως είναι πολύ απρόθυμοι, αλλά θα συνεχίσουν στην ίδια πορεία.
Αλλά θα είναι πολύ πιο δύσκολο για την Ευρώπη εάν ο Πούτιν, από ανάγκη παρά από επιλογή, αλλάξει τακτική στην Ουκρανία. Μέχρι το φθινόπωρο, η Ρωσία ίσως απλώς να μην έχει την στρατιωτική ικανότητα να διατηρήσει την αδιάκοπη στρατιωτική επίθεση των τελευταίων έξι μηνών. Ήδη, κάποιες Δυτικές υπηρεσίες πληροφοριών πιστεύουν ότι η Ρωσία υφίσταται πολύ υψηλό στρατιωτικό τίμημα για τον πόλεμό της, τόσο όσον αφορά τον εξοπλισμό όσο και τις απώλειες. Η CIA και η MI6 εκτιμούν ότι περισσότεροι από 15.000 Ρώσοι στρατιώτες έχουν πεθάνει από τις 24 Φεβρουαρίου και μετά. Αυτές οι απώλειες είναι πιθανό να αυξηθούν έτι περαιτέρω, καθώς οι ουκρανικές δυνάμεις λαμβάνουν Δυτικά όπλα υψηλότερου επιπέδου. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι οι στόχοι του Κρεμλίνου έχουν αλλάξει: η επιδίωξη ενός ιδεολογικού σχεδίου δεν αποτρέπεται εύκολα, και ένας ηγέτης που συγκρίνει τον εαυτό του με τον Μεγάλο Πέτρο είναι απίθανο να συμβιβαστεί με λίγα εδαφικά κέρδη στην [περιοχή] Ντονμπάς. Καθώς ο στρατός της Ρωσίας γίνεται όλο και πιο ανεπαρκής, το Κρεμλίνο θα είναι πιθανώς υποχρεωμένο να προσαρμόσει την στρατηγική του, συμπεριλαμβανομένου του να αφήσει περιθώριο για μια προσωρινή μείωση των εχθροπραξιών – λιγότερες ρωσικές πυραυλικές επιθέσεις σε πόλεις της Ουκρανίας, ας πούμε, ή μια ευρύτερη μείωση των πυρών του πυροβολικού – ώστε να επιτρέψει στις δυνάμεις του να επανέλθουν και να ανασυνταχθούν. Μια τέτοια αλλαγή θα σήμαινε ότι ο ρυθμός του πολέμου τους επόμενους μήνες θα μπορούσε να αλλάξει ανάλογα με την σχετική εξάντληση και την ανασύσταση της στρατιωτικής ισχύος της Ρωσίας.
Ο μεγαλύτερος κίνδυνος που αντιμετωπίζουν οι Ευρωπαίοι ηγέτες είναι επομένως ένας κρυφός [κίνδυνος]: εάν οι ρωσικές επιχειρήσεις στην Ουκρανία υποχωρήσουν και η Μόσχα αρχίσει να υπαινίσσεται κάποιου είδους συμβιβασμό ή εκεχειρία, οι Ευρωπαίοι ίσως πέσουν σε μια παγίδα. Μια τέτοια προοπτική, μολονότι θα παρουσιαζόταν ως μια ευκαιρία που θα [έπρεπε] να αδράξουν, θα ήταν πιθανώς μια ύπουλη απειλή: για τη Μόσχα, θα χρησίμευε απλώς ως ένας τρόπος να κερδίσει χρόνο ώστε να προετοιμαστεί για τον επόμενο γύρο μαχών, λίγους μήνες αργότερα. Και αν κάποιες χώρες υποστήριζαν ένα τέτοιο βήμα, αυτό θα μπορούσε να διχάσει περαιτέρω την Ευρώπη, ακόμη κι αν βοηθούσε το Κρεμλίνο να παρατείνει τον πόλεμο.
Είναι ακριβώς όταν η βία υποχωρήσει, που η Δύση θα πρέπει να δείξει την πραγματική της ανθεκτικότητα και να πολλαπλασιάσει την υποστήριξή της στο Κίεβο, ώστε να διασφαλίσει όχι μόνο ότι η Ρωσία θα χάσει αυτόν τον πόλεμο αλλά ότι η Ουκρανία θα τον κερδίσει πραγματικά, εξασφαλίζοντας ένα εδαφικά και, επομένως, οικονομικά βιώσιμο κράτος, με εγγυήσεις ασφαλείας, και, τελικά, μια πορεία προς την ανασυγκρότηση και την δημοκρατική εδραίωση στην ΕΕ. Ωστόσο, ο πειρασμός να αναζητηθεί ένας συμβιβασμός με την Ρωσία θα ήταν ισχυρός, ειδικά δεδομένου ότι πιθανώς θα συνέβαινε σε μια περίοδο αυξανόμενων κοινωνικών, οικονομικών, πολιτικών και γεωπολιτικών πιέσεων στην ήπειρο. Εάν η μείωση της βίας στην Ουκρανία συμπέσει με μια ραγδαία αυξανόμενη ενεργειακή κρίση στην Ευρώπη, αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει τους Ευρωπαίους ηγέτες όχι απλώς στο να διαπληκτιστούν και να αμφιταλαντευτούν, αλλά στο να διχαστούν συνολικά.
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟΣ ΠΟΝΟΣ, ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟ ΚΕΡΔΟΣ
Επιδιώκοντας την επιθετικότητά του εναντίον της Ουκρανίας τον Φεβρουάριο του 2022, ο Πούτιν έχει χαλυβδώσει και ενώσει την Ευρωπαϊκή Ένωση -όπως έχει κάνει με το ΝΑΤΟ και την Δύση γενικότερα- με τρόπους που ίσως φαίνονταν απίθανοι πριν από τον πόλεμο. Έχουν περάσει δεκαετίες από τότε που υπήρξε μια τέτοια επίδειξη ευρωπαϊκής και διατλαντικής συνοχής και αποφασιστικότητας. Αλλά είναι κάθε άλλο παρά σαφές ότι αυτό μπορεί να διατηρηθεί, ιδιαίτερα καθώς ο ίδιος ο πόλεμος αλλάζει και γίνεται όλο και πιο απρόβλεπτος. Μολονότι η σύγκρουση είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα συνεχιστεί, η εξέλιξή της πιθανώς δεν θα είναι γραμμική. Και σε στιγμές ηρεμίας, οι Ευρωπαίοι ηγέτες θα αντιμετωπίσουν νέες προκλήσεις στην διατήρηση της πίεσης στην Ρωσία, και δεν θα μπορούν πλέον να υπολογίζουν στην ενοποιητική επίδραση μιας οξείας εξωτερικής απειλής.
Ο Πούτιν σίγουρα πιστεύει ότι η ανθεκτικότητα έχει να κάνει μόνο με την αντοχή στον πόνο και ότι οι φιλελεύθερες δημοκρατίες – πρώτα και κύρια οι δυτικοευρωπαϊκές- έχουν απλώς υπερβολικά αδύναμη ηγεσία και δεν έχουν ό,τι χρειάζεται για να κάνουν υπομονή. Οι Ευρωπαίοι, αντίθετα, έχουν δείξει ότι πιστεύουν πως η ανθεκτικότητα δεν έχει να κάνει μόνο με την αντίσταση στον πόνο, αλλά με την ικανότητα προσαρμογής, αντίδρασης και ανάκαμψης από την κρίση. Οι Ευρωπαίοι κατανοούν ότι τα δημοκρατικά τους συστήματα και οι ευρωπαϊκοί θεσμοί είναι αργοί και ακατάστατοι αλλά ισχυροί.
Η πορεία της Ευρώπης διαμέσου των κατά συρροήν κρίσεων της τις τελευταίες δεκαετίες —συμπεριλαμβανομένων της κρίσης του δημόσιου χρέους, της μετανάστευσης, του Brexit και της πανδημίας της COVID-19 — δείχνει ακριβώς αυτό. Ο πόλεμος στην Ουκρανία και ο τρόπος με τον οποίο θα δοκιμάσει τις άμυνες, τις οικονομίες και τα ενεργειακά συστήματα της Ευρώπης, καθώς και τον κοινωνικό ιστό της δημοκρατικής της τάξης, ίσως κάλλιστα να είναι η δυσκολότερη δοκιμασία όλων. Για να την περάσουν, οι Ευρωπαίοι θα πρέπει να βρουν την δική τους αποφασιστικότητα και δύναμη, αντί να βασίζονται στον Πούτιν για να κάνει αυτή την δουλειά.