Στις 9 Μαΐου 2022, μια φάλαγγα από άρματα μάχης και πυροβολικό έκανε την Κόκκινη Πλατεία της Μόσχας να τρέμει. Πάνω από 10.000 στρατιώτες παρήλαυναν στους δρόμους της πόλης. Ήταν η 27η ετήσια παρέλαση της Ρωσίας για την Ημέρα της Νίκης, κατά την οποία η χώρα τιμά τον θρίαμβο της Σοβιετικής Ένωσης επί της Ναζιστικής Γερμανίας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, που προήδρευσε στις τελετές, έκανε μια ομιλία επαινώντας τον στρατό και το σθένος της χώρας του. «Η υπεράσπιση της πατρίδας μας όταν διακυβευόταν το πεπρωμένο της ήταν πάντα ιερή», είπε. «Δεν θα τα παρατήσουμε ποτέ». Ο Πούτιν μιλούσε για το παρελθόν αλλά και για το παρόν, με ένα ξεκάθαρο μήνυμα προς τον υπόλοιπο κόσμο: η Ρωσία είναι αποφασισμένη να συνεχίσει να διεξάγει τον πόλεμό της κατά της Ουκρανίας.
Ο πόλεμος φαίνεται πολύ διαφορετικός στα λόγια του Πούτιν από όσο στην Δύση. Είναι δίκαιος και θαρραλέος. Είναι πετυχημένος. «Οι πολεμιστές μας διαφορετικών εθνοτήτων πολεμούν μαζί, θωρακίζοντας ο ένας τον άλλον από σφαίρες και σκάγια σαν αδέρφια», είπε ο Πούτιν. Οι εχθροί της Ρωσίας προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν «διεθνείς τρομοκρατικές συμμορίες» εναντίον της χώρας, αλλά «απέτυχαν εντελώς». Στην πραγματικότητα, φυσικά, τα ρωσικά στρατεύματα αντιμετώπισαν σκληρή τοπική αντίσταση αντί για εκρήξεις υποστήριξης, και δεν μπόρεσαν να καταλάβουν το Κίεβο και να ανατρέψουν την κυβέρνηση της Ουκρανίας. Αλλά για τον Πούτιν, η νίκη μπορεί να είναι το μόνο δημοσίως αποδεκτό αποτέλεσμα. Καμία εναλλακτική έκβαση δεν συζητείται ανοιχτά στην Ρωσία.
Ωστόσο, συζητείται στην Δύση, η οποία ήταν σχεδόν περιχαρής για την επιτυχία της Ουκρανίας. Οι στρατιωτικές αποτυχίες της Ρωσίας έχουν αναζωογονήσει την διατλαντική συμμαχία και, για μια στιγμή, έκαναν τη Μόσχα να μοιάζει με μια κλεπτοκρατική δύναμη τρίτης διαλογής. Πολλοί υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής και αναλυτές ονειρεύονται τώρα ότι η σύγκρουση θα μπορούσε τελικά να καταλήξει όχι μόνο σε μια ουκρανική νίκη ελπίζουν ότι το καθεστώς του Πούτιν θα έχει την ίδια μοίρα με την Σοβιετική Ένωση: την κατάρρευση. Αυτή η ελπίδα είναι εμφανής στα πολλά άρθρα και ομιλίες που κάνουν συγκρίσεις μεταξύ του καταστροφικού πολέμου της Σοβιετικής Ένωσης στο Αφγανιστάν και της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία. Φαίνεται να είναι ένα λανθάνον κίνητρο για τις σκληρές κυρώσεις που επιβλήθηκαν στην Ρωσία, και υπογραμμίζει όλες τις πρόσφατες συζητήσεις για τη νέα ενότητα του δημοκρατικού κόσμου. Ο πόλεμος, σύμφωνα με την λογική αυτή, θα μειώσει την δημόσια υποστήριξη για το Κρεμλίνο, καθώς οι απώλειες αυξάνονται και οι κυρώσεις καταστρέφουν την ρωσική οικονομία. Αποκομμένοι από την πρόσβαση σε Δυτικά αγαθά, αγορές, και πολιτισμό, τόσο οι ελίτ όσο και οι απλοί Ρώσοι θα βαρεθούν όλο και περισσότερο τον Πούτιν, ίσως κατεβαίνοντας στους δρόμους για να απαιτήσουν ένα καλύτερο μέλλον. Τελικά, ο Πούτιν και το καθεστώς του μπορεί να παραγκωνιστούν είτε με ένα πραξικόπημα είτε με ένα κύμα μαζικών διαδηλώσεων.
Αυτό το σκεπτικό βασίζεται σε μια εσφαλμένη ανάγνωση της ιστορίας. Η Σοβιετική Ένωση δεν κατέρρευσε για τους λόγους που οι Δυτικοί θέλουν να επισημαίνουν: μια ταπεινωτική ήττα στο Αφγανιστάν, την στρατιωτική πίεση από τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη, τις εθνικιστικές εντάσεις στις δημοκρατίες της, και το τραγούδι των σειρήνων της δημοκρατίας. Στην πραγματικότητα, οι λανθασμένες σοβιετικές οικονομικές πολιτικές και μια σειρά από πολιτικά λάθη του σοβιετικού ηγέτη Μιχαήλ Γκορμπατσόφ ήταν που προκάλεσαν την αυτοκαταστροφή της χώρας. Και ο Πούτιν έχει μάθει πολλά από την σοβιετική κατάρρευση, καταφέρνοντας να αποφύγει το οικονομικό χάος που καταδίκασε το σοβιετικό κράτος παρά τις έντονες κυρώσεις. Η Ρωσία σήμερα διαθέτει έναν πολύ διαφορετικό συνδυασμό ανθεκτικότητας και ευαλωτότητας από εκείνον που χαρακτήριζε την Σοβιετική Ένωση της ύστερης εποχής. Αυτή η ιστορία έχει σημασία γιατί σκεπτόμενη τον πόλεμο στην Ουκρανία και τα επακόλουθά του, η Δύση θα πρέπει να αποφύγει να προβάλει τις λανθασμένες αντιλήψεις της για την σοβιετική κατάρρευση στην σημερινή Ρωσία.
Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η Δύση είναι αβοήθητη στην διαμόρφωση του μέλλοντος της Ρωσίας. Το καθεστώς του Πούτιν είναι πιο σταθερό από εκείνο του Γκορμπατσόφ, αλλά εάν η Δύση μπορεί να παραμείνει ενωμένη, ίσως να είναι ακόμα σε θέση να υπονομεύσει σιγά-σιγά την εξουσία του Ρώσου προέδρου. Ο Πούτιν υπολόγισε πολύ λάθος εισβάλλοντας στην Ουκρανία και με αυτόν τον τρόπο έχει αποκαλύψει τα τρωτά σημεία του καθεστώτος -μια οικονομία που είναι πολύ πιο αλληλεξαρτημένη με τις Δυτικές οικονομίες από όσο ήταν ποτέ η σοβιετική προκάτοχός της και ένα εξαιρετικά συγκεντρωτικό πολιτικό σύστημα που δεν διαθέτει τα εργαλεία για πολιτική και στρατιωτική επιστράτευση που κατείχε το Κομμουνιστικό Κόμμα. Εάν ο πόλεμος συνεχιστεί, η Ρωσία θα γίνει λιγότερο ισχυρός διεθνής παράγοντας. Μια παρατεταμένη εισβολή μπορεί να οδηγήσει ακόμη και στο είδος του χάους που κατέστρεψε την Σοβιετική Ένωση. Αλλά οι Δυτικοί ηγέτες δεν μπορούν να ελπίζουν σε μια τόσο γρήγορη, αποφασιστική νίκη. Θα πρέπει να αντιμετωπίσουν μια αυταρχική Ρωσία, όσο αποδυναμωμένη κι αν είναι, στο άμεσο μέλλον.
ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ
Στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη, πολλοί ειδικοί υποθέτουν ότι η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης ήταν προκαθορισμένη. Σε αυτό το αφήγημα, η Σοβιετική Ένωση είχε από καιρό απολιθωθεί οικονομικά και ιδεολογικά, ενώ ο στρατός της είχε υπερεκταθεί. Χρειάστηκε χρόνος ώστε τα οικονομικά ελαττώματα και οι εσωτερικές αντιφάσεις να διαλύσουν το κράτος, αλλά καθώς η Δύση αύξησε την πίεση στο Κρεμλίνο μέσω στρατιωτικών συσσωρεύσεων, η χώρα άρχισε να λυγίζει. Και καθώς τα εθνικά κινήματα αυτοδιάθεσης στις συνιστώσες δημοκρατίες κέρδισαν δυναμική, άρχισε να διαλύεται. Οι προσπάθειες του Γκορμπατσόφ για φιλελευθεροποίηση, παρότι με καλές προθέσεις, δεν μπορούσαν να σώσουν ένα σύστημα που πέθαινε.
Υπάρχει κάποια αλήθεια σε αυτή την ιστορία. Η Σοβιετική Ένωση δεν θα μπορούσε ποτέ να ανταγωνιστεί επιτυχώς στρατιωτικά ή τεχνολογικά τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους τους. Οι Σοβιετικοί ηγέτες έκαναν Σισύφειο έργο για να φτάσουν την Δύση, αλλά η χώρα τους πάντα υστερούσε. Στο πεδίο της μάχης των ιδεών και των εικόνων, η Δυτική ελευθερία και ευημερία συνέβαλαν στην επιτάχυνση της κατάρρευσης της κομμουνιστικής ιδεολογίας, καθώς οι νεότερες σοβιετικές ελίτ έχασαν την πίστη τους στον κομμουνισμό και απέκτησαν έντονο ενδιαφέρον για τα πολυπόθητα ξένα αγαθά, τα ταξίδια, και την Δυτική λαϊκή κουλτούρα. Και το σοβιετικό αυτοκρατορικό σχέδιο σίγουρα αντιμετώπισε δυσαρέσκεια και περιφρόνηση από τις εσωτερικές εθνοτικές μειονότητες.
Ωστόσο, αυτά δεν ήταν νέα προβλήματα, και από μόνα τους δεν ήταν αρκετά ώστε να αναγκάσουν γρήγορα το Κομμουνιστικό Κόμμα να φύγει από την εξουσία στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Στην Κίνα, οι κομμουνιστές ηγέτες αντιμετώπισαν ένα παρόμοιο σύνολο κρίσεων περίπου την ίδια στιγμή, αλλά απάντησαν στην αυξανόμενη δυσαρέσκεια με την απελευθέρωση της κινεζικής οικονομίας ενώ χρησιμοποίησαν βία για να καταπνίξουν μαζικές διαδηλώσεις. Αυτός ο συνδυασμός -καπιταλισμός χωρίς δημοκρατία- λειτούργησε, και οι ηγέτες του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος κυβερνούν τώρα κυνικά και επωφελούνται από τον κρατικό καπιταλισμό ενώ ποζάρουν κάτω από τα πορτρέτα του Καρλ Μαρξ, του Βλαντιμίρ Λένιν, και του Μάο Τσε Τουνγκ. Άλλα κομμουνιστικά καθεστώτα, όπως αυτό στο Βιετνάμ, έκαναν παρόμοιες μεταβάσεις.
Στην πραγματικότητα, η Σοβιετική Ένωση καταστράφηκε όχι τόσο από τα δομικά της σφάλματα όσο από τις ίδιες τις μεταρρυθμίσεις της εποχής Γκορμπατσόφ. Όπως υποστήριξαν οι οικονομολόγοι Michael Bernstam, Michael Ellman, και Vladimir Kontorovich, η περεστρόικα απελευθέρωσε την επιχειρηματική ενέργεια, αλλά όχι με τρόπο που δημιούργησε μια νέα οικονομία της αγοράς και γέμισε ράφια για τους σοβιετικούς καταναλωτές. Αντίθετα, η ενέργεια αποδείχθηκε καταστροφική. Σοβιετικού τύπου επιχειρηματίες ξεκοίλιασαν τα οικονομικά περιουσιακά στοιχεία του κράτους και εξήγαγαν πολύτιμους πόρους για [να κερδίσουν] δολάρια ενώ πλήρωναν φόρους σε ρούβλια. Διοχέτευαν τα έσοδα σε υπεράκτιες τοποθεσίες, ανοίγοντας τον δρόμο για την ολιγαρχική κλεπτοκρατία. Οι εμπορικές τράπεζες έμαθαν γρήγορα έξυπνους τρόπους να αρμέγουν το σοβιετικό κράτος, οδηγώντας την κεντρική τράπεζα να τυπώνει όλο και περισσότερα ρούβλια για να καλύψει τις οικονομικές υποχρεώσεις των εμπορικών τραπεζών καθώς το δημόσιο έλλειμμα διευρυνόταν. Το 1986 και το 1987, καθώς οι πωλήσεις της βότκας και οι τιμές του πετρελαίου έπεφταν και η χώρα παραπατούσε μετά την πυρηνική καταστροφή του Τσερνομπίλ, το Υπουργείο Οικονομικών τύπωσε μόνο 3,9 δισεκατομμύρια και 5,9 δισεκατομμύρια ρούβλια, αντίστοιχα. Αλλά το 1988 και το 1989, όταν θεσπίστηκαν οι μεταρρυθμίσεις του Γκορμπατσόφ, οι ενέσεις ρευστότητας σε ρούβλια αυξήθηκαν στα 11,7 δισεκατομμύρια και στην συνέχεια στα 18,3 δισεκατομμύρια.
Ο Γκορμπατσόφ και άλλοι μεταρρυθμιστές συνέχισαν την πορεία τους ούτως ή άλλως. Ο Σοβιετικός ηγέτης ανέθεσε περισσότερη πολιτική και οικονομική εξουσία στις 15 δημοκρατίες που αποτελούσαν την ένωση. Απομάκρυνε το Κομμουνιστικό Κόμμα από την διακυβέρνηση και ενέκρινε εκλογές σε κάθε μια από τις δημοκρατίες για συμβούλια με νομοθετική και συνταγματική εξουσία. Ο σχεδιασμός του Γκορμπατσόφ ήταν καλός, αλλά μεγάλωσε το οικονομικό χάος και την χρηματοπιστωτική αποσταθεροποίηση. Η Ρωσία και οι άλλες δημοκρατίες παρακράτησαν τα δύο τρίτα των εσόδων που υποτίθεται ότι θα πήγαιναν στον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό, αναγκάζοντας το σοβιετικό Υπουργείο Οικονομικών να τυπώσει 28,4 δισεκατομμύρια ρούβλια το 1990. Η σοβιετική άρχουσα τάξη, εν τω μεταξύ, αποσυντέθηκε σε εθνοτικές φυλές: τις κομμουνιστικές ελίτ στις διάφορες δημοκρατίες —Καζάκοι, Λιθουανοί, Ουκρανοί, και άλλοι— άρχισαν να ταυτίζονται περισσότερο με τα «έθνη» τους παρά με το αυτοκρατορικό κέντρο. Ο εθνικιστικός αυτονομισμός αναδύθηκε σαν πλημμύρα.
Η αλλαγή αισθημάτων ήταν ιδιαίτερα εντυπωσιακή στην περίπτωση των Ρώσων. Κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι Ρώσοι είχαν κάνει το μεγαλύτερο μέρος των μαχών για λογαριασμό της Σοβιετικής Ένωσης, και πολλοί στην Δύση είδαν την κομμουνιστική αυτοκρατορία ως μια απλή προέκταση της Ρωσίας. Αλλά το 1990-91, ήταν κυρίως δεκάδες εκατομμύρια Ρώσοι, με επικεφαλής τον Μπόρις Γέλτσιν, που γκρέμισαν το σοβιετικό κράτος. Ήταν μια εκλεκτική ομάδα, που περιλάμβανε φιλελεύθερους διανοούμενους από τη Μόσχα, επαρχιώτες Ρώσους απαράτσικ [στμ: μέλη του κομματικού μηχανισμού], ακόμη και αξιωματικούς της KGB και του στρατού. Αυτό που τους ένωσε ήταν η απόρριψη του Γκορμπατσόφ και η αποτυχημένη διακυβέρνησή του. Η αντιληπτή αδυναμία του σοβιετικού ηγέτη, με την σειρά της, προκάλεσε απόπειρα πραξικοπήματος τον Αύγουστο του 1991. Οι οργανωτές του έθεσαν τον Γκορμπατσόφ σε κατ’ οίκον περιορισμό και έστειλαν τανκς στη Μόσχα με την ελπίδα να σοκάρουν τον κόσμο και να τον υποτάξουν, αλλά απέτυχαν και στα δύο μέτωπα. Αντίθετα, δίστασαν να χρησιμοποιήσουν ωμή βία και ενέπνευσαν μαζικές διαδηλώσεις ενάντια στον έλεγχο του Κρεμλίνου. Αυτό που ακολούθησε ήταν η αυτοκαταστροφή των δομών εξουσίας της Σοβιετικής Ένωσης. Ο Γέλτσιν παραμέρισε τον Γκορμπατσόφ, απαγόρευσε το Κομμουνιστικό Κόμμα, και ενήργησε ως κυρίαρχος ηγέτης. Στις 8 Δεκεμβρίου 1991, ο Γέλτσιν και οι ηγέτες της Λευκορωσίας και της Ουκρανίας δήλωσαν ότι η Σοβιετική Ένωση «έπαψε να υπάρχει ως υποκείμενο του διεθνούς δικαίου και της γεωπολιτικής πραγματικότητας».
Αλλά χωρίς την δήλωση του Γέλτσιν, η Σοβιετική Ένωση θα μπορούσε να είχε συνεχίσει να προσπαθεί. Ακόμη και αφού έπαυσε να υπάρχει επίσημα, η αυτοκρατορία συνέχισε να ζει για χρόνια ως μια κοινή ζώνη ρουβλίου χωρίς σύνορα και τελωνεία. Τα μετασοβιετικά κράτη δεν είχαν οικονομική ανεξαρτησία. Ακόμη και μετά τα εθνικά δημοψηφίσματα για την ανεξαρτησία, ακολουθούμενα από εορτασμούς για τη νέα ελευθερία, χρειάστηκαν δεκαετίες ώστε δεκάδες εκατομμύρια πρώην Σοβιετικοί πολίτες εκτός Ρωσίας να αναπτύξουν μετα-αυτοκρατορικές ταυτότητες, να σκέφτονται και να ενεργούν σαν πολίτες της Λευκορωσίας, της Ουκρανίας, και των άλλων νέων κρατών. Υπό αυτή την έννοια, η Σοβιετική Ένωση αποδείχθηκε πιο ανθεκτική παρά εύθραυστη. Δεν διέφερε από άλλες αυτοκρατορίες στο ότι χρειάστηκαν δεκαετίες, κι όχι μήνες, για να διαλυθεί.
ΜΑΘΑΙΝΟΝΤΑΣ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
Ο Πούτιν είναι βαθιά εξοικειωμένος με αυτήν την ιστορία. Ο Ρώσος πρόεδρος δήλωσε κάποτε ότι «η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης ήταν η μεγαλύτερη γεωπολιτική καταστροφή» του 20ου αιώνα και έχει δομήσει το καθεστώς του για να αποφύγει την ίδια μοίρα. Αναγνώρισε ότι ο Μαρξ και ο Λένιν έκαναν λάθος σχετικά με τα οικονομικά, και εργάστηκε δυναμικά για να καταλάβει το πώς η Ρωσία θα μπορούσε να επιβιώσει και να ευδοκιμήσει υπό τον παγκόσμιο καπιταλισμό. Έφερε ικανούς οικονομολόγους και έθεσε τη μακροοικονομική σταθερότητα και τον ισοσκελισμένο προϋπολογισμό στις κορυφαίες προτεραιότητές του. Κατά την πρώτη δεκαετία της διακυβέρνησής του, οι αυξανόμενες τιμές του πετρελαίου γέμισαν τα ταμεία της Ρωσίας και ο Πούτιν ολοκλήρωσε γρήγορα την αποπληρωμή του χρέους των 130 δισεκατομμυρίων δολαρίων που η Ρωσία όφειλε στις Δυτικές τράπεζες. Διατήρησε τα μελλοντικά χρέη στο ελάχιστο, και η κυβέρνησή του άρχισε να συσσωρεύει αποθέματα σε ξένο νόμισμα και χρυσό. Αυτές οι προφυλάξεις απέδωσαν καρπούς κατά την διάρκεια της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008, όταν η Ρωσία μπόρεσε να διασώσει άνετα εταιρείες ζωτικής σημασίας για την οικονομία της (οι οποίες διοικούνταν όλες από συνεργάτες του Πούτιν).
Μετά την προσάρτηση της Κριμαίας από τον Πούτιν το 2014, οι Ηνωμένες Πολιτείες επέβαλαν κυρώσεις στο ρωσικό πετρέλαιο και σε άλλες βιομηχανίες, και οι τιμές του πετρελαίου κατρακύλησαν όσο και επί Γκορμπατσόφ. Όμως η ρωσική κυβέρνηση αντέδρασε επιδέξια. Υπό την ηγεσία της προέδρου της Κεντρικής Τράπεζας, Elvira Nabiullina, και του υπουργού Οικονομικών, Anton Siluanov, η κυβέρνηση επέτρεψε στο ρούβλι να υποτιμηθεί, αποκαθιστώντας τη μακροοικονομική σταθερότητα. Μετά από μια σύντομη πτώση, η ρωσική οικονομία ανέκαμψε. Ακόμη και κατά την διάρκεια της πανδημίας COVID-19, η χώρα διατήρησε αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία. Ενώ τα Δυτικά κράτη τύπωναν τρισεκατομμύρια δολάρια για να επιδοτούν τις οικονομίες τους, η Ρωσία αύξησε το δημοσιονομικό της πλεόνασμα. Οι οικονομολόγοι της κυβέρνησης «είναι πιο αφοσιωμένοι από τον Πάπα στην εφαρμογή» της προσέγγισης που υποστηρίζει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, δήλωσε ο Ντμίτρι Νεκράσοφ, Ρώσος πρώην κρατικός οικονομολόγος. «Κατά την διάρκεια των τελευταίων δέκα ετών δεν υπήρξε χώρα στον κόσμο που θα είχε ασκήσει μια τόσο συνεπή, συντηρητική και σκληρών αρχών πολιτική βασισμένη σε [ένα] φιλελεύθερο μοντέλο μακροοικονομίας». Μέχρι το 2022, το κράτος του Πούτιν είχε συγκεντρώσει περισσότερα από 600 δισεκατομμύρια δολάρια σε χρηματοοικονομικά αποθέματα, ένα από τα μεγαλύτερα αποθέματα στον κόσμο.
Αλλά για τον Πούτιν, ο πρωταρχικός σκοπός αυτής της υγιούς χάραξης οικονομικής πολιτικής δεν ήταν να κερδίσει διεθνείς επαίνους ή ακόμη και να βοηθήσει τους απλούς Ρώσους να διατηρήσουν τις αποταμιεύσεις τους. Το θέμα ήταν να ενισχύσει την δύναμή του. Ο Πούτιν χρησιμοποίησε τα συσσωρευμένα αποθέματα για να αποκαταστήσει τα νεύρα του αυταρχικού κράτους χτίζοντας τις υπηρεσίες ασφαλείας, επεκτείνοντας την στρατιωτική και εξοπλιστική βιομηχανία της Ρωσίας, και πληρώνοντας τον επικεφαλής της Τσετσενίας, Ραμζάν Καντίροφ, και τον παραστρατό του -έναν άλλο πυλώνα της δικτατορίας του Κρεμλίνου.
Όταν ο Πούτιν αποφάσισε να εισβάλει στην Ουκρανία νωρίτερα φέτος, πίστευε ότι τα μεγάλα αποθέματα της Ρωσίας θα επέτρεπαν στην χώρα να απαλλαγεί από οποιεσδήποτε κυρώσεις προκύψουν. Αλλά η οικονομική απάντηση της Δύσης ήταν πολύ πιο σκληρή από όσο περίμενε -ακόμη και τα φλογερά αντιρωσικά γεράκια στην Δύση εξεπλάγησαν. Η Δύση και οι σύμμαχοί της απέκοψαν μια σειρά από μεγάλες ρωσικές τράπεζες από το SWIFT, το διεθνές δίκτυο εκκαθάρισης πληρωμών, και πάγωσαν 400 δισεκατομμύρια δολάρια σε ρωσικά διεθνή αποθέματα που ήταν πρακτικά αποθηκευμένα στις χώρες του G-7. Η Ουάσιγκτον και οι σύμμαχοί της εμπόδισαν επίσης μια σειρά από κατασκευαστικές εταιρείες να συνεργαστούν με την ρωσική κυβέρνηση ή με ρωσικές επιχειρήσεις. Πάνω από 700 Δυτικές εταιρείες παραγωγής και λιανικής έφυγαν μόνες τους από την Ρωσία, ντροπιασμένες από την κοινή γνώμη στις χώρες τους. Μεγάλες διεθνείς μεταφορικές και χρηματοοικονομικές εταιρείες και μεσάζοντες σταμάτησαν να συνεργάζονται με εταιρείες που συνδέονται με τη Μόσχα. Η αποσύνδεση δεν μοιάζει με τίποτα που έχει δει ο κόσμος μετά τους αποκλεισμούς της Γερμανίας και της Ιαπωνίας κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Στην Δύση, αυτές οι ενέργειες αντιμετωπίστηκαν με ευφορία. Οι ειδικοί δήλωσαν ότι το νόμισμα της Ρωσίας θα κατέρρεε και ότι θα υπάρξουν ευρείες διαδηλώσεις. Κάποιοι μάλιστα υπέθεσαν ότι ο Πούτιν θα μπορούσε να ανατραπεί. Αλλά κανένα από αυτά τα σενάρια δεν έγινε πραγματικότητα. Το ρούβλι αρχικά έπεσε, αλλά η Nabiullina και ο Siluanov ενήργησαν γρήγορα για να το σώσουν. Το ρωσικό κράτος ανέστειλε την ελεύθερη μετατρεψιμότητα του νομίσματος και αποφάσισε ότι το 80% των εσόδων από το πετρέλαιο που προέρχονταν από ρωσικές εταιρείες και άλλους εξαγωγείς (συμπεριλαμβανομένων των εσόδων σε δολάρια) έπρεπε να πωληθεί στην κεντρική τράπεζα. Απαγόρευσε στους Ρώσους πολίτες να κάνουν εμβάσματα στο εξωτερικό άνω των 10.000 δολαρίων ανά μήνα, αναστέλλοντας την πανικόβλητη βιασύνη να μετατραπούν ρούβλια σε δολάρια, και το ρωσικό νόμισμα τελικά ανέκαμψε μέχρι τα επίπεδα πριν από την εισβολή. Αν ο Γκορμπατσόφ είχε βοηθηθεί από τέτοια τεχνογνωσία, η Σοβιετική Ένωση ίσως να είχε επιβιώσει.
Οι επιχειρηματίες της Ρωσίας, εν τω μεταξύ, μαθαίνουν πώς να προσαρμόζονται στη νέα τους πραγματικότητα. Πολλές από τις μπροστινές πόρτες της διεθνούς οικονομίας έχουν κλείσει, αλλά οι επιχειρηματίες της Ρωσίας -συμπεριλαμβανομένων εκείνων που διευθύνουν την βιομηχανία όπλων της- ξέρουν πώς να χρησιμοποιούν τις κερκόπορτες για να βρουν αυτό που χρειάζονται. Οι ρωσικές επιχειρήσεις εξακολουθούν να απολαμβάνουν νόμιμη πρόσβαση σε πολλές μεγάλες οικονομίες, συμπεριλαμβανομένων εκείνων της Κίνας και της Ινδίας, οι οποίες παραμένουν πρόθυμες να συναλλάσσονται με την Ρωσία. Υπάρχει ελάχιστος οικονομικός λόγος για να μην το κάνουν: η ισχύς του ρουβλίου καθιστά επικερδές να αγοράζουν ρωσική ενέργεια και άλλα υλικά με έκπτωση. Η ρωσική κυβέρνηση μπορεί στην συνέχεια να φορολογήσει αυτά τα κέρδη και να επιβάλει τη μετατροπή τους σε ρούβλια, διατηρώντας περαιτέρω την φερεγγυότητα της χώρας. Βραχυπρόθεσμα, λοιπόν, είναι απίθανο οι σκληρές κυρώσεις της Δύσης να σκοτώσουν το ρούβλι και να αναγκάσουν το Κρεμλίνο να υποχωρήσει.
ΔΙΑΙΡΕΙ ΚΑΙ ΒΑΣΙΛΕΥΕ
Οι Δυτικές ποινές μπορεί να μην αλλάζουν την σκέψη της Μόσχας. Αλλά βλάπτουν αναμφισβήτητα τμήματα του πληθυσμού της Ρωσίας: συγκεκριμένα, τις ελίτ της χώρας και την αστική μεσαία τάξη. Κυβερνήσεις, πανεπιστήμια, και άλλα ιδρύματα σε όλο τον κόσμο έχουν ακυρώσει χιλιάδες επιστημονικά και ακαδημαϊκά έργα με Ρώσους ερευνητές. Υπηρεσίες που ενσωματώθηκαν στις ζωές πολλών υπαλλήλων Ρώσων -από το Facebook έως το Netflix και το Zoom- ξαφνικά δεν είναι διαθέσιμες. Οι Ρώσοι δεν μπορούν να αναβαθμίσουν τα MacBook ή τα iPhone τους. Τους έχει καταστεί εξαιρετικά δύσκολο να λάβουν βίζα για να εισέλθουν στο Ηνωμένο Βασίλειο ή την Ευρωπαϊκή Ένωση, και ακόμη κι αν τα καταφέρουν, δεν υπάρχουν απευθείας πτήσεις ή τρένα που μπορούν να τους μεταφέρουν εκεί. Δεν μπορούν πλέον να χρησιμοποιούν τις πιστωτικές τους κάρτες στο εξωτερικό ή να πληρώνουν για ξένα αγαθά και υπηρεσίες. Για τους κοσμοπολίτες της χώρας, η εισβολή της Ρωσίας έχει κάνει την ζωή αρκετά δύσκολη.
Με την πρώτη ματιά, αυτό μπορεί να φαίνεται ότι είναι κακό για τον Πούτιν. Κατά την διάρκεια της σοβιετικής πολιτικής κρίσης του 1990–91, τα μέλη της μεσαίας και ανώτερης τάξης έπαιξαν τεράστιο ρόλο στην κατάρρευση του κράτους. Εκατοντάδες χιλιάδες μορφωμένοι Σοβιετικοί συγκεντρώθηκαν στις κεντρικές πλατείες της Μόσχας και της Αγίας Πετρούπολης, απαιτώντας αλλαγή. Μια νέα ρωσική ελίτ, που αγκάλιασε τον εθνικισμό και τέθηκε σε αντίθεση με την σοβιετική παλιά φρουρά, κέρδισε την εξουσία μετά τις εκλογές που διεξήχθησαν το 1990. Οι εργαζόμενοι της γνώσης και η διανόηση της χώρας συνεργάστηκαν με αυτή τη νέα ελίτ για να βοηθήσουν στην πτώση της αυτοκρατορίας.
Αλλά ο Γκορμπατσόφ ανέχθηκε, και αναμφισβήτητα ενθάρρυνε, έναν τέτοιο πολιτικό ακτιβισμό. Ο Πούτιν όχι. Σε αντίθεση με τον Γκορμπατσόφ, ο οποίος επέτρεψε στους αντιπάλους να διεκδικήσουν εκλογές, ο Πούτιν εργάστηκε για να αποτρέψει τυχόν Ρώσους να εμφανιστούν ως αξιόπιστες απειλές -πιο πρόσφατα, δηλητηριάζοντας τον ηγέτη της αντιπολίτευσης Αλεξέι Ναβάλνι τον Αύγουστο του 2020 και στην συνέχεια συλλαμβάνοντάς τον έναν χρόνο αργότερα. Δεν υπήρξαν διαδηλώσεις κατά του πολέμου στην κλίμακα που επέτρεψε ο Γκορμπατσόφ, εν μέρει χάρη στην αδίστακτη αποτελεσματικότητα των ρωσικών υπηρεσιών ασφαλείας. Οι Αρχές επιβολής του αστυνομικού κράτους του Πούτιν έχουν την δύναμη και τις δεξιότητες που απαιτούνται για να καταστείλουν οποιεσδήποτε διαδηλώσεις στους δρόμους, μεταξύ άλλων μέσω εκφοβισμού, συλλήψεων, και άλλων διαφόρων τιμωριών, όπως βαριά πρόστιμα. Και το ρωσικό κράτος πιέζει επιθετικά να ελέγξει το μυαλό του λαού του. Τις πρώτες ημέρες μετά την εισβολή, το νομοθετικό σώμα της Ρωσίας ψήφισε νόμους που ποινικοποιούν την ανοιχτή συζήτηση και την διάδοση πληροφοριών για τον πόλεμο. Η κυβέρνηση ανάγκασε τα ανεξάρτητα πρακτορεία ειδήσεων της χώρας να κλείσουν.
Αλλά αυτά είναι μόνο τα πιο ορατά εργαλεία του συστήματος ελέγχου του Πούτιν. Όπως πολλοί άλλοι αυταρχικοί, ο Ρώσος πρόεδρος έμαθε επίσης να εκμεταλλεύεται την οικονομική ανισότητα για να δημιουργήσει μια σταθερή βάση υποστήριξης, βασιζόμενος στις διαφορές μεταξύ αυτών που η Ρωσίδα ακαδημαϊκός Natalya Zubarevich αποκαλεί «τέσσερις Ρωσίες». Η πρώτη Ρωσία αποτελείται από αστούς σε μεγάλες πόλεις, πολλοί από τους οποίους εργάζονται στη μεταβιομηχανική οικονομία και είναι πολιτιστικά συνδεδεμένοι με την Δύση. Είναι η πηγή της μεγαλύτερης αντίθεσης στον Πούτιν και έχουν διοργανώσει διαμαρτυρίες κατά του προέδρου στο παρελθόν. Αλλά αποτελούν μόλις το ένα πέμπτο του πληθυσμού, σύμφωνα με την εκτίμηση της Zubarevich. Οι άλλες τρεις Ρωσίες αποτελούνται από κατοίκους φτωχότερων βιομηχανικών πόλεων, που νοσταλγούν το σοβιετικό παρελθόν˙ ανθρώπους που ζουν σε παρακμάζουσες αγροτικές πόλεις˙ και πολυεθνικούς μη Ρώσους στον Βόρειο Καύκασο (συμπεριλαμβανομένης της Τσετσενίας) και στη νότια Σιβηρία. Οι κάτοικοι αυτών των τριών Ρωσιών υποστηρίζουν στην συντριπτική τους πλειοψηφία τον Πούτιν επειδή εξαρτώνται από τις κρατικές επιδοτήσεις και επειδή τηρούν τις παραδοσιακές αξίες όσον αφορά την ιεραρχία, την θρησκεία, και την κοσμοθεωρία -τα είδη των πολιτιστικών θέσεων που έχει υπερασπιστεί ο Πούτιν στην ιμπεριαλιστική και εθνικιστική προπαγάνδα του Κρεμλίνου, η οποία έχει πιάσει την ανώτατη ταχύτητά της από τότε που ξεκίνησε η εισβολή στην Ουκρανία.
Ο Πούτιν, λοιπόν, δεν χρειάζεται να εμπλακεί σε μαζική καταστολή για να κρατήσει τον εαυτό του στην εξουσία. Πράγματι, αναγνωρίζοντας την φαινομενική ματαιότητα της αντίθεσης προς το κράτος, πολλά μέλη της πρώτης Ρωσίας που πραγματικά έχουν βαρεθεί τον Πούτιν, απλώς εγκαταλείπουν την χώρα -μια εξέλιξη που ο Πούτιν υποστηρίζει ανοιχτά. Έχει δηλώσει ότι η αποχώρησή τους είναι «μια φυσική και αναγκαία αυτοκάθαρση της [ρωσικής] κοινωνίας» από μια φιλοδυτική «πέμπτη φάλαγγα». Και μέχρι στιγμής, η εισβολή έχει κάνει ελάχιστα για να διαβρώσει την υποστήριξή του μεταξύ των άλλων τριών Ρωσιών. Τα περισσότερα μέλη αυτών των ομάδων δεν αισθάνονται συνδεδεμένα με την παγκόσμια οικονομία και επομένως δεν ενοχλούνται από τον αποκλεισμό της Ρωσίας από την Δύση μέσω κυρώσεων και απαγορεύσεων. Για να διατηρήσει την υποστήριξη αυτών των ομάδων, ο Πούτιν μπορεί να συνεχίσει να επιδοτεί ορισμένες περιοχές και να ρίχνει δισεκατομμύρια σε έργα υποδομών και κατασκευαστικά έργα σε άλλες.
Μπορεί επίσης να κάνει έκκληση στα συντηρητικά και νοσταλγικά συναισθήματά τους —κάτι που δεν θα μπορούσε ποτέ να κάνει ο Γκορμπατσόφ. Η ταραχώδης ιστορία της Ρωσίας έχει οδηγήσει τους περισσότερους από τους ανθρώπους της να θέλουν έναν ισχυρό ηγέτη και την εδραίωση της χώρας –όχι την δημοκρατία, τα πολιτικά δικαιώματα, και την εθνική αυτοδιάθεση. Ο Γκορμπατσόφ, ωστόσο, δεν ήταν ισχυρός άνδρας. Ο Σοβιετικός ηγέτης καθοδηγήθηκε από ένα εξαιρετικά ιδεαλιστικό όραμα και αρνήθηκε να χρησιμοποιήσει βία για να διατηρήσει την αυτοκρατορία του. Κινητοποίησε τις πιο προοδευτικές ομάδες της ρωσικής κοινωνίας, πάνω απ’ όλα την διανόηση και τους επαγγελματίες στις πόλεις, για να τον βοηθήσουν να βγάλει την Σοβιετική Ένωση από την απομόνωση, την στασιμότητα, και τις συντηρητικές αγκυλώσεις. Αλλά με αυτόν τον τρόπο, έχασε την υποστήριξη της υπόλοιπης Ρωσίας και αναγκάστηκε να παραιτηθεί, αφήνοντας πίσω του μια κληρονομιά οικονομικής κρίσης, ανιθαγένειας, χάους, και απόσχισης. Το προσδόκιμο ζωής των Ρώσων μειώθηκε από 69 χρόνια το 1990 σε 64,5 χρόνια το 1994˙ για τους άνδρες, η βουτιά ήταν από τα 64 έτη στα 58 έτη. Ο πληθυσμός της Ρωσίας μειώθηκε και η χώρα αντιμετώπισε ελλείψεις τροφίμων. Δεν είναι περίεργο που τόσοι πολλοί Ρώσοι ήθελαν έναν ισχυρό άνδρα όπως ο Πούτιν, ο οποίος υποσχέθηκε να τους προστατεύσει από έναν εχθρικό κόσμο και να αποκαταστήσει την ρωσική αυτοκρατορία. Τις εβδομάδες μετά την εισβολή στην Ουκρανία, η αντανακλαστική αντίδραση του ρωσικού λαού ήταν να συσπειρωθεί γύρω από τον τσάρο, όχι να τον κατηγορήσει για απρόκλητη επιθετικότητα.
ΥΠΟ ΠΙΕΣΗ
Τίποτα από αυτά δεν είναι καλό για τους Δυτικούς που θέλουν να πέσει το σύστημα του Πούτιν -ή για τους Ουκρανούς που αγωνίζονται για να νικήσουν την ρωσική στρατιωτική μηχανή. Αλλά παρόλο που η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης μπορεί να μην προσφέρει μια προεπισκόπηση της τροχιάς της Ρωσίας, αυτό δεν σημαίνει ότι οι ενέργειες της Δύσης δεν θα έχουν αντίκτυπο στο μέλλον της χώρας. Υπάρχει συναίνεση τόσο μεταξύ των Δυτικών όσο και των έμπειρων Ρώσων οικονομολόγων ότι μακροπρόθεσμα, οι κυρώσεις θα προκαλέσουν συρρίκνωση της οικονομίας της Ρωσίας καθώς αυξάνονται οι διακοπές της εφοδιαστικής αλυσίδας. Οι βιομηχανίες μεταφορών και επικοινωνιών της χώρας είναι ιδιαίτερα ευάλωτες. Τα επιβατικά αεροσκάφη της Ρωσίας, τα ταχύτερα τρένα, και τα περισσότερα από τα αυτοκίνητά της κατασκευάζονται στην Δύση και τώρα είναι αποκομμένα από τις εταιρείες που ξέρουν πώς να τα επισκευάζουν και να τα συντηρούν. Ακόμη και οι επίσημες κυβερνητικές στατιστικές δείχνουν ότι η συναρμολόγηση νέων αυτοκινήτων στην Ρωσία έχει πέσει κατακόρυφα -τουλάχιστον εν μέρει επειδή τα ρωσικά εργοστάσια είναι αποκομμένα από ανταλλακτικά ξένης κατασκευής. Το ρωσικό στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα μπορεί να συνεχίσει να προχωρά απρόσκοπτα προς το παρόν, αλλά, επίσης, θα αντιμετωπίσει τελικά ελλείψεις. Στο παρελθόν, οι Δυτικές εταιρείες συνέχισαν να προμηθεύουν Ρώσους κατασκευαστές όπλων, ακόμη και μετά την προσάρτηση της Κριμαίας από την Ρωσία. Τώρα, ακόμα και μόνο για ηθικούς λόγους, δεν θα το κάνουν.
Ο ρωσικός ενεργειακός τομέας έχει σε μεγάλο βαθμό γλιτώσει από τις κυρώσεις και καθώς οι τιμές εκτινάσσονται στα ύψη, κερδίζει περισσότερα χρήματα από τις εξαγωγές από όσο πριν από τον πόλεμο. Αλλά τελικά, η παραγωγή ενέργειας θα επιδεινωθεί επίσης, και ο ενεργειακός τομέας, επίσης, θα χρειαστεί ανταλλακτικά και τεχνολογικές αναβαθμίσεις που μόνο η Δύση μπορεί να προσφέρει σωστά. Οι ρωσικές Αρχές έχουν παραδεχθεί ότι η παραγωγή πετρελαίου της χώρας μειώθηκε κατά 7,5% τον Μάρτιο και μπορεί να πέσει σε επίπεδα που δεν έχουν παρατηρηθεί από το 2003. Η πώληση ενέργειας είναι πιθανό να γίνει επίσης πρόβλημα, ειδικά εάν η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορέσει να απογαλακτιστεί από το ρωσικό πετρέλαιο και αέριο.
Ο Πούτιν αρνείται ότι αυτό θα συμβεί. Σε μια συνάντηση με τους επικεφαλής των ενεργειακών εταιρειών, αναφέρθηκε στις Δυτικές κυρώσεις ως «χαοτικές» και διαβεβαίωσε ότι θα πλήξουν τις Δυτικές οικονομίες και τους καταναλωτές περισσότερο από τους Ρώσους λόγω του πληθωρισμού. Μίλησε ακόμη και για την «οικονομική αυτοκτονία» της Ευρώπης και υποσχέθηκε να παραμείνει μπροστά από τις αντιρωσικές ενέργειες της Δύσης. Έχει επίσης πείσει τον εαυτό του ότι η Δύση δεν έχει πια το πάνω χέρι στην παγκόσμια οικονομία, δεδομένης της αυξανόμενης πολυπολικότητας του κόσμου. Δεν είναι μόνος σε αυτό˙ ακόμη και Ρώσοι οικονομολόγοι που αντιτίθενται στον Πούτιν είναι πεπεισμένοι ότι όσο τα οικονομικά της χώρας είναι σε καλή κατάσταση, ο υπόλοιπος κόσμος -συμπεριλαμβανομένων ορισμένων Δυτικών εταιρειών, εμπόρων, και μεσαζόντων- θα ρισκάρει να παραβιάσει τις κυρώσεις για να συναλλάσσεται με την Ρωσία. Καθώς η παγκόσμια οικονομία λυγίζει κάτω από το βάρος του πολέμου και καθώς το διεθνές σοκ για την εισβολή εξασθενεί, πιστεύουν ότι η σχέση της Ρωσίας με τον κόσμο θα επανέλθει στο φυσιολογικό, όπως ακριβώς έγινε μετά το 2014.
Όμως η Δύση φαίνεται έτοιμη να συνεχίσει. Μια μέρα πριν ο Πούτιν γιορτάσει την Ημέρα της Νίκης, οι ηγέτες του G-7 εξέδωσαν μια δήλωση για την υποστήριξη της Ουκρανίας στην οποία αναγνώρισαν την χώρα ως σύμμαχο της Δύσης και υποσχέθηκαν οικονομική υποστήριξη, σταθερή προμήθεια όπλων, πρόσβαση στις πληροφορίες του ΝΑΤΟ, και κρισίμως, συνεχιζόμενη οικονομική πίεση στην Ρωσία. Το κλειδί της δήλωσης ήταν, πράγματι, μια ανακοίνωση ότι θα εργαστούν προς «την απομόνωση της Ρωσίας σε όλους τους τομείς της οικονομίας της». Απηχεί αυτό που η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, η επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, περιέγραψε ως στόχους της ΕΕ: να σταματήσει τις ρωσικές τράπεζες «από το να λειτουργούν παγκοσμίως», να «αποκλείσει αποτελεσματικά τις ρωσικές εξαγωγές και εισαγωγές», και «να καταστήσει αδύνατο η [ Ρωσική] Κεντρική Τράπεζα να ρευστοποιεί τα περιουσιακά της στοιχεία».
Δεν θα είναι εύκολο να διατηρηθεί αυτό το επίπεδο ενότητας, ούτε θα είναι εύκολο να επεκταθεί η πίεση σε περισσότερους τομείς της Ρωσίας —όπως με την επιβολή εμπάργκο της ΕΕ στο ρωσικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Αρκετές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ουγγαρίας (της οποίας ο πρωθυπουργός, Βίκτορ Όρμπαν, παραμένει ένας από τους λίγους φίλους του Πούτιν στην Ευρώπη), καθώς και η Γερμανία και η Ιταλία, γνωρίζουν ότι ένα ενεργειακό εμπάργκο θα προκαλούσε τεράστιο πλήγμα στις οικονομίες τους. Και ακόμη κι αν η Ευρώπη θεσπίσει μια ενεργειακή απαγόρευση, δεν θα οδηγήσει σε άμεση κρίση στην Ρωσία. Η Σοβιετική Ένωση, άλλωστε, γνώρισε μια δραστική πτώση των εσόδων από το πετρέλαιο στα τέλη της δεκαετίας του 1980, αλλά δεν ήταν αυτό που χρεοκόπησε την χώρα. Ήταν, αντίθετα, η απώλεια του ελέγχου του Γκορμπατσόφ στην κεντρική τράπεζα, το ρούβλι, και τους δημοσιονομικούς μηχανισμούς της χώρας. Όσο ο Πούτιν διατηρεί την εξουσία σε αυτά τα περιουσιακά στοιχεία και ακολουθεί επαγγελματικές συμβουλές, η πτώση των ενεργειακών κερδών δεν θα υπονομεύσει την ανθεκτικότητα του καθεστώτος του.
Αλλά αν η Δύση είναι σοβαρή για να σταματήσει τον Πούτιν, θα πρέπει να προσπαθήσει να διατηρήσει την πίεση ούτως ή άλλως. Όσο περισσότερο συνεχίζονται οι κυρώσεις και όσο πιο σκληρές γίνονται, τόσο περισσότερο το αντιρωσικό οικονομικό καθεστώς της Δύσης θα εφαρμόζεται και θα εσωτερικεύεται από άλλους παράγοντες της παγκόσμιας οικονομίας. Τα κράτη και οι εταιρείες εκτός Δύσης θα ανησυχούν περισσότερο για τις δευτερεύουσες κυρώσεις. Ορισμένες από τις επιχειρήσεις μπορεί ακόμη και να ανησυχούν για την φήμη τους. Ο κινεζικός τηλεπικοινωνιακός κολοσσός Huawei έχει ήδη αναστείλει νέα συμβόλαια με την Ρωσία. Οι ινδικές εταιρείες που έδειξαν ότι είναι έτοιμες να αγοράσουν ρωσικό πετρέλαιο με έκπτωση 30% βρίσκονται τώρα υπό έντονη πίεση να κάνουν πίσω.
Εάν το καθεστώς των κυρώσεων όντως καθυστερήσει και θεσμοποιηθεί, η Δύση μπορεί ακόμη να καταφέρει να υπονομεύσει το σύστημα του Πούτιν. Οι ταλαντούχοι οικονομολόγοι της Μόσχας δεν θα μπορέσουν τελικά να προστατεύσουν την χώρα από τις καταστροφικές μακροοικονομικές επιπτώσεις. Ακόμη και με τρισεκατομμύρια δολάρια σε επενδύσεις σε έργα υποδομής ή άλλα μέτρα τόνωσης, το ρωσικό κράτος δεν θα μπορέσει να ξεπεράσει τις επιπτώσεις του αποκλεισμού, καθώς το κόστος αυτών των έργων, ειδικά με την συνοδευτική διαφθορά, είναι μεγάλο. Χωρίς ξένη τεχνογνωσία, η αποτελεσματικότητα της παραγωγής ρωσικών προϊόντων και η ποιότητά τους θα επανέλθουν εκεί που ήταν στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Οι τρεις Ρωσίες που εξαρτώνται από το κράτος για τα προς το ζην θα νιώσουν τότε έντονα την αυξανόμενη αδυναμία και την απομόνωση της χώρας τους με τρόπο που, προς το παρόν, δεν το κάνουν. Οι άνθρωποι ίσως ακόμη και να δυσκολεύονται να βάλουν φαγητό στο τραπέζι. Όλα αυτά θα υπονόμευαν σοβαρά την ιστορία του Πούτιν: ότι είναι ο ουσιαστικός ηγέτης μιας «κυρίαρχης και μεγάλης Ρωσίας», η οποία έχει «σηκωθεί από τα γόνατά της» υπό την θητεία του.
Μακροπρόθεσμα, μπορούμε να φανταστούμε ότι αυτό αποδυναμώνει σοβαρά το ρωσικό κράτος. Ο σεπαρατισμός [στμ: η τάση αυτονόμησης] θα μπορούσε να αυξηθεί ή να επιστρέψει σε ορισμένες περιοχές, όπως η Τσετσενία, εάν το Κρεμλίνο σταματήσει να πληρώνει τους λογαριασμούς των κατοίκων τους. Οι εντάσεις θα αυξηθούν γενικά μεταξύ της Μόσχας -όπου συγκεντρώνονται τα χρήματα- και των βιομηχανικών πόλεων και περιοχών που εξαρτώνται από τις εισαγωγές και τις εξαγωγές. Αυτό είναι πολύ πιθανό να συμβεί στην Ανατολική Σιβηρία και στις μεσαίες περιοχές του Βόλγα, τις πετρελαιοπαραγωγικές περιοχές που θα μπορούσαν να αναγκαστούν να δώσουν όλο και μεγαλύτερα μερίδια των συρρικνούμενων κερδών τους στο Κρεμλίνο.
Ωστόσο, ακόμη και μια πολύ πιο αδύναμη Ρωσία δεν είναι προορισμένη να υποστεί διάλυση τύπου Σοβιετικής Ένωσης. Ο εθνικός σεπαρατισμός δεν αποτελεί πια τόσο μεγάλη απειλή για την σημερινή Ρωσία, όπου περίπου το 80% των πολιτών της χώρας θεωρούν ότι είναι εθνοτικά Ρώσοι, όσο ήταν για την Σοβιετική Ένωση. Οι ισχυροί κατασταλτικοί θεσμοί της Μόσχας θα μπορούσαν επίσης να διασφαλίσουν ότι η Ρωσία δεν θα βιώσει αλλαγή καθεστώτος, ή τουλάχιστον όχι το ίδιο είδος αλλαγής καθεστώτος που έλαβε χώρα το 1991. Και οι Ρώσοι, ακόμα κι αν στραφούν κατά του πολέμου, πιθανότατα δεν θα προχωρούσαν σε άλλη εξέγερση για καταστρέψουν το δικό τους κράτος.
Η Δύση πρέπει ωστόσο να κρατήσει την πορεία της. Οι κυρώσεις θα εξαντλήσουν σταδιακά το πολεμικό σεντούκι της Ρωσίας και, μαζί με αυτό, την ικανότητα της χώρας να πολεμά. Αντιμετωπίζοντας αυξανόμενες αποτυχίες στο πεδίο της μάχης, το Κρεμλίνο ίσως να συμφωνήσει σε μια άβολη ανακωχή. Αλλά και η Δύση πρέπει να παραμείνει ρεαλιστική. Μόνο ένας σκληροπυρηνικός ντετερμινιστής μπορεί να πιστεύει ότι το 1991 δεν υπήρχαν εναλλακτικές λύσεις στην σοβιετική κατάρρευση. Στην πραγματικότητα, ένας πολύ πιο λογικός δρόμος για το σοβιετικό κράτος θα ήταν ο συνεχιζόμενος αυταρχισμός σε συνδυασμό με την ριζική απελευθέρωση της αγοράς και την ευημερία για επιλεγμένες ομάδες -όχι διαφορετικά από τον δρόμο που έχει πάρει η Κίνα. Ομοίως, θα ήταν ντετερμινιστικό για την Δύση να περιμένει ότι μια αποδυναμωμένη Ρωσία θα πέσει. Θα υπάρξει τουλάχιστον μια περίοδος κατά την οποία η Ουκρανία και η Δύση θα πρέπει να συνυπάρξουν με ένα αποδυναμωμένο και ταπεινωμένο αλλά ακόμα αυταρχικό ρωσικό κράτος. Οι Δυτικοί πολιτικοί πρέπει να προετοιμαστούν για αυτό το ενδεχόμενο αντί να ονειρεύονται μια κατάρρευση στη Μόσχα.