Τι θα χρειαζόταν για ένα πραξικόπημα από τον στενό κύκλο του Κρεμλίνου
Μεταξύ των πολλών ερωτημάτων γύρω από τον καταστροφικό πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία, ένα από τα πιο αξιοσημείωτα αφορά τις αυξανόμενες εντάσεις μεταξύ του Ρώσου προέδρου, Βλαντιμίρ Πούτιν, και των υπηρεσιών ασφαλείας και του στρατού του. Ο πόλεμος ξεκίνησε με τον Πούτιν να διεξάγει μια συνεδρίαση του συμβουλίου ασφαλείας που μεταδόθηκε τηλεοπτικά, στην οποία ταπείνωσε τον Sergei Naryshkin, τον αρχηγό της υπηρεσίας πληροφοριών εξωτερικού, για ανεπαρκή ενθουσιασμό σχετικά με την εισβολή. Δύο εβδομάδες αργότερα, με τις ρωσικές δυνάμεις να αντιμετωπίζουν μεγάλες απώλειες και απροσδόκητη αντίσταση, ο Πούτιν έθεσε υπό κατ’ οίκον περιορισμό δύο στρατηγούς της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Ασφαλείας της Ρωσίας (Federal Security Service, FSB) και ξεκίνησε μια έρευνα για τις κακές πληροφορίες και την κατάχρηση κεφαλαίων που προορίζονταν για την καλλιέργεια ομάδων υπέρ του Κρεμλίνου στην Ουκρανία. Υποχρέωσε επίσης έναν υποδιοικητή της Εθνικής Φρουράς να παραιτηθεί, κατά τα φαινόμενα λόγω μιας ποινικής έρευνας. Στις αρχές Απριλίου, ένας από τους στρατηγούς της FSB που είχε τεθεί υπό κατ’ οίκον περιορισμό μεταφέρθηκε στην φυλακή Lefortovo.
Μετά ήρθε η σειρά του στρατού. Για σχεδόν δύο εβδομάδες τον Μάρτιο, εν μέσω φημών ότι ο Πούτιν ήταν εξοργισμένος με την πρόοδο της εισβολής, ο υπουργός Άμυνας Σεργκέι Σοϊγκού, το δημόσιο πρόσωπο του πολέμου και γενικά θεωρούμενος ως ένας από τους πιο έμπιστους υπαρχηγούς του Πούτιν, εξαφανίστηκε. Όταν τελικά ο Σοϊγκού επανεμφανίστηκε, πρώτα σε ένα βιντεοσκοπημένο στιγμιότυπο της συνεδρίασης του συμβουλίου ασφαλείας, και στην συνέχεια αυτοπροσώπως σε μια διάσκεψη στο Υπουργείο Άμυνας, έδειχνε σκυθρωπός και αποστασιοποιημένος. Στα τέλη Μαρτίου, οι δυνάμεις των υπηρεσιών πληροφοριών των ΗΠΑ υπέδειξαν ότι το ρωσικό Υπουργείο Άμυνας δεν έχει δώσει στον Πούτιν μια σαφή εικόνα για τον πόλεμο, ίσως από φόβο για περαιτέρω συνέπειες. Και στις 9 Απριλίου, ο Πούτιν αναδιοργάνωσε την στρατιωτική ιεραρχία, διορίζοντας τον στρατηγό Alexandr V. Bortnikov ως επικεφαλής των επιχειρήσεων στην Ουκρανία.
Εκ πρώτης όψεως, αυτές οι εξελίξεις υποδηλώνουν μια εντυπωσιακή αλλαγή. Τα χρόνια πριν από τον πόλεμο, οι siloviki, όπως είναι γνωστή η ελίτ [των υπηρεσιών] ασφαλείας της Ρωσίας, ήταν ένα από τα κύρια κέντρα ισχύος του καθεστώτος του Πούτιν. Ως πρώην αξιωματικός της KGB ο ίδιος, ο Πούτιν έχει βασιστεί εδώ και πολύ καιρό στις υπηρεσίες ασφαλείας για να επιβάλουν τις πολιτικές του και να τον βοηθήσουν να διατηρήσει την λαβή του στην εξουσία. Και παρότι οι siloviki έχουν σχετικά επισκιαστεί από το Υπουργείο Άμυνας του Σοϊγκού τα τελευταία χρόνια, ποτέ πριν ο Πούτιν δεν φαινόταν να είναι σε τόσο μεγάλη δυσαρμονία τόσο με τις υπηρεσίες ασφαλείας όσο και με τον στρατό, όπως είναι τώρα. Δεδομένης της ολοένα και πιο αδίστακτης καταστολής αυτών των ανδρών από τον Πούτιν και της αυξανόμενης συνειδητοποίησης στη Μόσχα ότι ο πόλεμος έχει πάει άσχημα, ορισμένοι παρατηρητές αναρωτιούνται πόσο καιρό θα ανέχονται τα καταστροφικά λάθη του.
Τέτοια ερωτήματα, ωστόσο, παραβλέπουν την ιστορική σχέση μεταξύ των δυνάμεων ασφαλείας και του ρωσικού κράτους —και τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο ο Πούτιν έχει οικοδομήσει την βάση της ισχύος του. Μολονότι οι πρόσφατες εξελίξεις είναι αξιοσημείωτες, δεν υποδηλώνουν μεγαλύτερη κατάρρευση της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων. Ακόμη και εν μέσω των σημερινών εντάσεων, οι πιθανότητες ότι τα ηγετικά στελέχη της ασφάλειας ή της στρατιωτικής ελίτ θα μπορούσαν να κάνουν μια κίνηση εναντίον του Πούτιν παραμένουν ελάχιστες. Αξίζει να εξεταστεί, λοιπόν, γιατί συμβαίνει αυτό και τι ίσως θα έπρεπε να συμβεί για να αλλάξει.
ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΠΟΙΗΜΕΝΟΙ, ΟΧΙ ΚΙΝΗΤΟΠΟΙΗΜΕΝΟΙ
Για να κατανοήσουμε το γιατί μπορεί να είναι απίθανο να στραφούν οι siloviki εναντίον του Πούτιν, είναι απαραίτητο να κατανοήσουμε πρώτα την ιστορική σχέση μεταξύ του στρατού και του κράτους. Ιστορικά, ο ρωσικός στρατός δεν συνέστησε ποτέ μεγάλη απειλή για τους κυβερνήτες της χώρας. Σε αντίθεση με άλλες έντονα στρατιωτικοποιημένες κοινωνίες, έχουν υπάρξει πολύ λίγα επιτυχημένα στρατιωτικά πραξικοπήματα ή απόπειρες στρατιωτικών πραξικοπημάτων στην Ρωσία. Η τελευταία φορά που ο ρωσικός στρατός εξαπέλυσε μια ανοιχτή εξέγερση ήταν το 1825, όταν οι Δεκεμβριστές (Decembrists) προσπάθησαν να εκθρονίσουν τον Τσάρο Νικόλαο Α’˙ η εξέγερση απέτυχε καταστροφικά, με τους περισσότερους από τους πραξικοπηματίες να σκοτώνονται ή να εξορίζονται. Ούτε ο ρωσικός στρατός έδωσε το έναυσμα για [την δημιουργία] εναλλακτικών κέντρων εξουσίας -στην πεπατημένη των Ελεύθερων Αξιωματικών της Αιγύπτου, για παράδειγμα, που ανέτρεψαν τον Βασιλιά Φαρούκ το 1952. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν προσπάθησε: σε αρκετές περιπτώσεις από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και μετά, ομάδες βετεράνων στρατιωτικών έχουν επιχειρήσει να κερδίσουν πολιτική ισχύ, αλλά κάθε φορά έχουν αποτύχει.
Κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1990, πριν ανέλθει ο Πούτιν στην εξουσία, η ρωσική κυβέρνηση ήταν ανίσχυρη και το Κρεμλίνο υποχρεώθηκε να ισορροπήσει μεταξύ των ανταγωνιστικών ομάδων. Μερικές φορές, αυτό οδήγησε σε προσπάθειες μελών του στρατού να κερδίσουν επιρροή ή ακόμα και να ανατρέψουν την κυβέρνηση. Τον Οκτώβριο του 1993, μια ομάδα πρώην Σοβιετικών βετεράνων που αυτοαποκαλούνταν Ένωση Αξιωματικών (Union of Officers) συμμετείχαν σε μια υπερσυντηρητική στάση, αλλά συνελήφθησαν πριν ξεκινήσει η εξέγερση. Τέσσερα χρόνια αργότερα, ένας Ρώσος στρατηγός ονόματι Lev Rokhlin, άφησε τον στρατό και ίδρυσε το δικό του πολιτικό κόμμα που ονομαζόταν Κίνημα για την Υποστήριξη του Στρατού (Movement In Support of the Army), το οποίο είχε ως στόχο να καταλάβει το Κρεμλίνο. [Το κόμμα] κέρδισε γρήγορα δημοτικότητα, αλλά στην συνέχεια, το 1998, η σύζυγος του Rokhlin τον πυροβόλησε κατά την διάρκεια μιας οικογενειακής διαμάχης στη ντάτσα τους [στμ: ρωσική εξοχική κατοικία]. Η δολοφονία έδωσε το έναυσμα για πολλές θεωρίες συνωμοσίας, αλλά ένα πράγμα έγινε σαφές: το κίνημα του Rokhlin δεν επέζησε του θανάτου του.
Εκείνα τα χρόνια, οι υπηρεσίες ασφαλείας και μερικές φορές οι στρατηγοί και οι αξιωματικοί του στρατού χρησιμοποιούσαν την επιρροή τους για να υποστηρίξουν ισχυρούς περιφερειακούς ηγέτες, συμπεριλαμβανομένου του δημάρχου της Μόσχας, ως αντίβαρο στον πρόεδρο. Αλλά ο Πούτιν έχει εξαλείψει συστηματικά αυτού του είδους την απειλή. Η Ρωσία δεν έχει πλέον οποιεσδήποτε σημαντικές αντιπολιτευτικές δυνάμεις. Οι πολιτικοί αντίπαλοι του Πούτιν είτε έχουν εξοντωθεί (όπως ο Boris Nemtsov, ο οποίος δολοφονήθηκε κοντά στο Κρεμλίνο το 2015), είτε ρίχτηκαν στην φυλακή (όπως ο Αλεξέι Ναβάλνι, ο οποίος είναι έγκλειστος από τον Ιανουάριο του 2021 και πρόσφατα καταδικάστηκε σε νέα ποινή εννέα ετών σε μια ποινική αποικία υψίστης ασφαλείας), ή εξαναγκάστηκαν σε εξορία (όπως σχεδόν όλοι οι υπαρχηγοί του Ναβάλνι και ένας αυξανόμενος αριθμός πρώην μελών του στενού κύκλου, όπως ο Vladimir Milov, πρώην αναπληρωτής Υπουργός Ενέργειας, ο Sergei Aleksashenko, πρώην αναπληρωτής Υπουργός Οικονομικών, ακόμη και ο Andrei Kozyrev, πρώην υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας).
Στις ελάχιστες περιπτώσεις που μέλη του στρατού έχουν αμφισβητήσει τον Πούτιν, εμποδίστηκαν εύκολα. Το 2005, για παράδειγμα, ο Vladimir Kvachkov, ένας απόστρατος συνταγματάρχης των υπηρεσιών πληροφοριών του στρατού, επιχείρησε να δολοφονήσει τον Anatoly Chubais, τον οικονομολόγο που ήταν γνωστός ως ο πατέρας του αμφιλεγόμενου προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων της δεκαετίας του 1990 στην Ρωσία. Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, ο Chubais παρέμενε κοντά στον Πούτιν και απολάμβανε ακόμη την υποστήριξή του. Η ομάδα του Kvachkov πυροδότησε μια βόμβα που είχε τοποθετηθεί στην άκρη του δρόμου και γάζωσε το αυτοκίνητο του Chubais με πυρά από αυτόματα [όπλα], αλλά η απόπειρα δολοφονίας απέτυχε και ο Kvachkov οδηγήθηκε στην φυλακή. Όταν ο Kvachkov αφέθηκε ελεύθερος, ξεκίνησε μια πολιτική επιστροφή που δεν πήγε πουθενά και αργότερα συνελήφθη εκ νέου από την FSB. Η δημοτικότητά του περιοριζόταν στους γηράσκοντες απόστρατους του Κόκκινου Στρατού που πίστευαν ότι η Σοβιετική Ένωση είχε καταστραφεί ως αποτέλεσμα μιας εβραϊκής συνωμοσίας. Όλοι οι άλλοι τον έβλεπαν ως στιγματισμένο και ξεπερασμένο. Όπως μας είπε τότε ένας αξιωματικός των Spetsnaz [στμ: των ρωσικών ειδικών δυνάμεων] που άκουσε μια από τις ομιλίες του Kvachkov, «γιατί θα πρέπει να τον ακούμε για την πολιτική εάν απέτυχε να εκτελέσει μια ενέδρα του τύπου που υποτίθεται ότι εκτελούσε στην εντέλεια στο Αφγανιστάν;»
ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΟΥΜΕΝΟΣ ΑΠΟ ΤΑ ΝΩΤΑ ΤΟΥ
Στην πραγματικότητα, εκτός από την συστηματική εξάλειψη των δυνάμεων της αντιπολίτευσης από τον Πούτιν, υπάρχει μια βαθύτερη δομική αιτία για την αδυναμία του στρατού να εξαπολύσει μια αποτελεσματική αμφισβήτηση του Κρεμλίνου. Κατά την διάρκεια των σοβιετικών χρόνων, η μυστική αστυνομία κρατούσε τον στρατό υπό το άγρυπνο βλέμμα της. Ήδη από το 1918, λιγότερο από έναν χρόνο μετά την Επανάσταση των Μπολσεβίκων, η Cheka, η πρόδρομος της KGB, σχημάτισε μια μονάδα για να αντιμετωπίσει τις διαφωνίες εντός του Κόκκινου Στρατού. Αυτή η επαγρύπνηση συνεχίστηκε υπό τον Στάλιν και τους διαδόχους του, οι οποίοι διατήρησαν σταθερή την λαβή τους στρατό: σε κάθε μεραρχία του στρατού είχαν φυτευτεί πυρήνες του Κομμουνιστικού Κόμματος και η KGB δημιούργησε μια μεγάλη στρατιωτική δύναμη αντικατασκοπείας για να κατασκοπεύει τον στρατό. Και όταν κατέρρευσε η Σοβιετική Ένωση, η KGB ανασυστάθηκε σε μεγάλο βαθμό ως FSB, με τη νέα υπηρεσία να καταλαμβάνει το ίδιο αρχηγείο στο [κτήριο] Lubyanka και να ακολουθεί πολλές από τις ίδιες πρακτικές.
Από τότε που ανήλθε στην εξουσία, ο Πούτιν έχει επεκτείνει επιθετικά αυτές τις εξουσίες, δίνοντας στην FSB ευρεία ελευθερία να παρακολουθεί τις διαφωνίες εντός του στρατού. Ήδη από τις αρχές του 2000, όταν ακόμη ήταν εκτελών καθήκοντα προέδρου, ο Πούτιν ενέκρινε μια νέα σειρά κανονισμών που επέκτειναν την ανάμιξη της FSB στην στρατιωτική αντικατασκοπεία. Η FSB εξουσιοδοτήθηκε να διερευνά, όπως το έθετε ο νόμος, οποιουσδήποτε «παράνομους ένοπλους σχηματισμούς, εγκληματικές ομάδες, και άτομα και δημόσιους συνδέσμους» που μπορεί να επιδιώκουν μια «βίαιη αλλαγή του πολιτικού συστήματος της Ρωσικής Ομοσπονδίας και την βίαιη κατάληψη ή την βίαιη διατήρηση της εξουσίας». Το 2004, η στρατιωτική μονάδα αντικατασκοπείας της FSB προήχθη στην βαθμίδα ενός πλήρους τμήματος των υπηρεσιών ασφαλείας. Σύντομα έγινε το μεγαλύτερο τμήμα της FSB, με πολυάριθμους πράκτορες να έχουν αναπτυχθεί στον ρωσικό στρατό
Ως αποτέλεσμα αυτής της εντολής, οι πράκτορες της FSB είναι σήμερα διάχυτοι στον στρατό της Ρωσίας. Υπάρχουν κανόνες που διέπουν το πόσοι πράκτορες της FSB πρέπει να κατανεμηθούν σε κάθε στρατιωτική μονάδα και κάθε στρατιωτική εγκατάσταση. Σύμφωνα με την πολιτική της FSB, για παράδειγμα, μια μικρή αεροπορική βάση της Εθνικής Φρουράς στην [πόλη] Ermolino, στην περιοχή της Kaluga -μια βάση που στεγάζει μόνο έξι αεροπλάνα και ίσως μια ντουζίνα ελικόπτερα- πρέπει να επιβλέπεται από τον τοπικό αρχηγό της FSB, μαζί με περισσότερα από 20 στρατολογημένα στελέχη και 16 εμπιστευτικές επαφές με το προσωπικό της βάσης.
Στον πόλεμο στην Ουκρανία, ο επίσημος ρόλος της FSB είναι να διασφαλίσει ότι τα ρωσικά στρατεύματα δεν υπονομεύονται ή δεν δέχονται επιθέσεις από τα μετόπισθεν. Οι πράκτορες της FSB είναι επίσης υπεύθυνοι για την επιβολή πολιτικού ελέγχου στα κατεχόμενα εδάφη, συμπεριλαμβανομένων των πόλεων και των περιοχών που έχουν περιέλθει στον ρωσικό έλεγχο. Αλλά παρακολουθούν επίσης με άγρυπνο μάτι τους ίδιους τους στρατιώτες.
Με τέτοια αδιάκοπη παρακολούθηση, ο ρωσικός στρατός δεν έχει παραγάγει ποτέ τον τύπο των αξιωματικών που θα μπορούσαν να ηγηθούν μιας αποτελεσματικής εξέγερσης. Τι γίνεται όμως με τους ίδιους τους άνδρες της FSB; Όπως έχει δείξει το ίδιο το καθεστώς του Πούτιν, σε αντίθεση με τον στρατό, η KGB έχει παραγάγει έναν από τους πιο ισχυρούς ηγέτες της χώρας από τον Στάλιν και μετά. Αναμφισβήτητα, λοιπόν, η μεγαλύτερη απειλή για τον Πούτιν μπορεί κάλλιστα να προέλθει από την υπηρεσία της οποίας τις εξουσίες έχει ενισχύσει σταθερά όλα αυτά τα χρόνια: τους αξιωματικούς στο Lubyanka.
ΟΙ ΠΡΟΘΥΜΟΙ ΕΠΙΒΟΛΕΙΣ ΤΟΥ ΠΟΥΤΙΝ
Ωστόσο, εάν κάποιος περιμένει από μέλη των υπηρεσιών ασφαλείας να ξεσηκωθούν εναντίον του Πούτιν, καλό θα ήταν να εξετάσει το αμελητέο ιστορικό αποτελεσματικής διαφωνίας της FSB. Οι ρωσικές υπηρεσίες ασφαλείας ήταν πάντα επιρρεπείς στην διαφθορά, αλλά δεν ήταν ιδιαίτερα επιδέξιες στο να οικοδομούν αποτελεσματικές βάσεις εξουσίας και δικά τους δίκτυα πατρωνίας. Λόγω του τρόπου με τον οποίο είναι δομημένη η FSB, οι μεμονωμένοι αξιωματικοί τείνουν να είναι πιστοί στην ιεραρχία και την θέση τους, παρά σε συγκεκριμένους ανώτερους αξιωματικούς εντός των υπηρεσιών. Εάν ένας στρατηγός της FSB χάσει την δουλειά του, δεν μπορεί να βασιστεί στην συνεχιζόμενη αφοσίωση των πρώην υφισταμένων του.
Τα μέλη της FSB γνωρίζουν επίσης πολύ καλά ότι μπορεί να υποστούν τις καταστολές του Πούτιν όπως οποιοσδήποτε άλλος. Προς το παρόν, υπάρχουν δεκάδες αξιωματικοί της FSB που έχουν φυλακιστεί με τις κατηγορίες της διαφθοράς και της προδοσίας (που συχνά περιλαμβάνουν την φερόμενη κατασκοπεία υπέρ των Ηνωμένων Πολιτειών [2]). Μολονότι μερικές φορές οι κατηγορίες είναι πραγματικές, συχνά φαίνεται ότι υπάρχουν άλλα κίνητρα που καθορίζουν το ποιος στοχεύεται. Στις περισσότερες περιπτώσεις, εκείνοι που έχουν κατηγορηθεί συνελήφθησαν από το τμήμα εσωτερικής ασφάλειας της ίδιας της FSB. Ως αποτέλεσμα αυτών των πρακτικών, υπάρχει εδώ και πολύ καιρό μια διάχυτη κουλτούρα δυσπιστίας εντός της FSB: οι μεσαίου επιπέδου αξιωματικοί δεν εμπιστεύονται τους στρατηγούς και οι στρατηγοί δεν εμπιστεύονται τους υφισταμένους τους. Τα παλαιότερα μέλη εξακολουθούν να θυμούνται ότι το πραξικόπημα του 1991 υπό την ηγεσία του Vladimir Kryuchkov, του επικεφαλής της KGB, απέτυχε επειδή τα απλά στελέχη επέλεξαν να τηρήσουν στάση αναμονής αντί να συμμετάσχουν στην συνωμοσία του.
Η σημερινή γενιά αξιωματικών της FSB, άνδρες στα 30 και στα 40 τους, δεν έχουν αναμνήσεις από οποιονδήποτε πρόεδρο πέραν του Πούτιν και έχουν χτίσει την καριέρα τους υπό έναν διευθυντή, τον Aleksandr Bortnikov, ο οποίος ηγείται της υπηρεσίας από το 2007. Παρουσιάζουν μια εντυπωσιακή αντίθεση σε σχέση με την προηγούμενη γενιά, που ήταν εν ενεργεία την δεκαετία του 1990, όταν τα απλά στελέχη της FSB ήταν υποχρεωμένα να ελίσσονται συνεχώς μεταξύ των διαφορετικών πολιτικών ομάδων που ανταγωνίζονταν για την εξουσία. Αυτές τις μέρες, οι αξιωματικοί της FSB υπηρετούν μόνο τον πρόεδρο με το να υπακούν εντολές. Η κύρια λειτουργία τους είναι να εξαλείφουν αδίστακτα οποιαδήποτε πιθανή πηγή αντιπολίτευσης ή διαφωνίας, απλά και ξεκάθαρα, χωρίς να κάνουν ερωτήσεις. Και η υψηλή θέση που απολαμβάνουν στην ρωσική κοινωνία τείνει να τους κάνει ακόμα πιο πιστούς στο καθεστώς.
TA ΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΦΟΣΙΩΣΗΣ
Μολονότι ο Πούτιν έχει από καιρό βασιστεί στην σταθερή υποστήριξη του στρατού και των υπηρεσιών ασφαλείας του, ο πόλεμος στην Ουκρανία υποδηλώνει ότι μπορεί να υπάρχουν όρια στο πόσο μακριά μπορεί να φτάσει αυτό. Οι ολοένα και πιο ορατές εντάσεις μεταξύ του ίδιου και των ανώτερων μελών της ελίτ ασφαλείας του υποδηλώνουν ότι ο Πούτιν μπορεί να είναι πιο παρανοϊκός από ποτέ σχετικά με τις πιθανές αμφισβητήσεις της εξουσίας του. Από την άλλη πλευρά, μια τέτοια διάσταση απόψεων μπορεί επίσης να υποδεικνύει ότι τουλάχιστον ορισμένα μέλη του στενού κύκλου του είναι δυσαρεστημένα με την πορεία που έχει χαράξει. Και δεδομένου ότι η μέθοδος της επιλογής του Πούτιν για να αντιμετωπίζει τα προβλήματα –συμπεριλαμβανομένων των κακών πληροφοριών και των κακών στρατιωτικών επιδόσεων στην Ουκρανία– είναι να κατηγορεί τους siloviki, αυτοί δεν αισθάνονται ιδιαίτερα ενθαρρυμένοι για να του δώσουν μια ακριβή εικόνα για το τι συμβαίνει. Επίσης δεν θέλουν να εξέχει το κεφάλι τους.
Χωρίς πολιτική εμπειρία και μια ευρεία βάση υποστήριξης, οι siloviki -τόσο οι υπηρεσίες ασφαλείας όσο και ο στρατός- δεν είναι ικανοί να παραγάγουν και να οδηγήσουν ένα πραξικόπημα από μόνοι τους. Ούτε είναι πιθανό να επηρεαστούν εάν το λαϊκό συναίσθημα στην Ρωσία στραφεί δραματικά εναντίον του Πούτιν. Αλλά οι siloviki είναι αδίστακτοι στο να προστατεύουν τα συμφέροντά τους, και υπάρχει τουλάχιστον ένας τρόπος για να χάσουν την πίστη τους: εάν τα οικονομικά προβλήματα της Ρωσίας φτάσουν στο σημείο στο οποίο οι περιφερειακοί κυβερνήτες της θα αρχίσουν να παρεκκλίνουν από τον Πούτιν και η οικονομική τάξη πραγμάτων που έχει διατηρήσει το κράτος ασφαλείας του Πούτιν για περισσότερα από είκοσι χρόνια αρχίσει να καταρρέει, τότε οι siloviki μπορεί κάλλιστα να συμπεράνουν ότι το Κρεμλίνο χάνει τον έλεγχο της χώρας και ότι το δικό τους μέλλον απειλείται. Σε αυτή την περίπτωση, θα μπορούσαν να παραμερίσουν και να το αφήσουν να συμβεί -ή ακόμα και να δώσουν χείρα βοηθείας.