Η συμμαχία του ΝΑΤΟ είναι ακατάλληλη για την Ευρώπη του εικοστού πρώτου αιώνα. Αυτό δεν συμβαίνει επειδή το λέει ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν ή επειδή ο Πούτιν προσπαθεί να χρησιμοποιήσει την απειλή ενός ευρύτερου πολέμου στην Ουκρανία για να επιβάλει την ουδετερότητα σε ετούτη την χώρα και για να σταματήσει την επέκταση της συμμαχίας. Αντίθετα, συμβαίνει επειδή το ΝΑΤΟ πάσχει από ένα σοβαρό σχεδιαστικό ελάττωμα: επεκτεινόμενο βαθιά στο καζάνι της γεωπολιτικής της ανατολικής Ευρώπης, είναι πολύ μεγάλο, πολύ κακώς καθορισμένο, και πολύ προκλητικό για το δικό του καλό.
Ιδρυμένο το 1949 για να προστατεύσει την Δυτική Ευρώπη, το ΝΑΤΟ στην αρχή ήταν ένας θρίαμβος. Κράτησε την αναπτυσσόμενη Σοβιετική Ένωση σε απόσταση, διατήρησε την ειρήνη, και επέτρεψε την οικονομική και πολιτική ολοκλήρωση της Δυτικής Ευρώπης. Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, οι Ηνωμένες Πολιτείες και διάφορες χώρες της κεντρικής και νοτιοανατολικής Ευρώπης ενθάρρυναν μια δραματική διεύρυνση της συμμαχίας, ανοίγοντας τις πόρτες του ΝΑΤΟ σε περισσότερα από δώδεκα έθνη, σε διαδοχικούς γύρους επέκτασης. Σήμερα, η συμμαχία είναι ένα χαλαρό και πλατύ τέρας 30 χωρών, που περιλαμβάνει την Βόρεια Αμερική, την Δυτική Ευρώπη, τις χώρες της Βαλτικής, και την Τουρκία. Αυτό επέκτεινε τις αμφιταλαντεύσεις του ΝΑΤΟ μεταξύ επιθετικότητας και άμυνας, έχοντας στρατιωτικά εμπλακεί στην Σερβία, στο Αφγανιστάν, και στην Λιβύη. Το τεράστιο μέγεθος της συμμαχίας και το θολό της αποστολής της κινδυνεύουν να εμπλέξουν το ΝΑΤΟ σε έναν μεγάλο ευρωπαϊκό πόλεμο.
Για να απλοποιήσει τον στρατηγικό του σκοπό και να βελτιώσει τις αμυντικές του ικανότητες, το ΝΑΤΟ πρέπει να αποκηρύξει δημόσια και ρητά την προσθήκη περισσότερων μελών. Η συμμαχία πρέπει να καταστήσει σαφές ότι η μακρά φάση επέκτασής της έχει τελειώσει. Ο τερματισμός της πολιτικής των ανοιχτών θυρών, όσο δύσκολο κι αν είναι να εκτελεστεί, και η επανεξέταση της αρχιτεκτονικής ασφάλειας της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης δεν θα ήταν μια παραχώρηση στον Πούτιν. Αντίθετα, είναι απαραίτητη ώστε η πιο επιτυχημένη συμμαχία του εικοστού αιώνα να αντέξει και να ευημερήσει στον εικοστό πρώτο.
ΤΟ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟ
Η αρχική συμμαχία του ΝΑΤΟ εξυπηρέτησε τρεις κύριες λειτουργίες. Πρώτη και κύρια ήταν η άμυνα. Η Σοβιετική Ένωση είχε κινηθεί γρήγορα προς τα δυτικά κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, καταπίνοντας ανεξάρτητα έθνη και εδραιώνοντας τον εαυτό της ως μια μεγάλη ευρωπαϊκή δύναμη. Το ΝΑΤΟ δεν ανέστρεψε αυτή την τάση, αλλά μάλλον την διαχειρίστηκε, δημιουργώντας μια περίμετρο πέρα από την οποία η Σοβιετική Ένωση δεν μπορούσε να πάει. Δεύτερον, το ΝΑΤΟ επίλυσε το ενδημικό πρόβλημα της δυτικοευρωπαϊκής ασφάλειας και, ειδικότερα, το πρόβλημα του εναλλασσόμενου γαλλικού, γερμανικού, και βρετανικού ανταγωνισμού. Η μετατροπή της Γαλλίας, της Γερμανίας, και του Ηνωμένου Βασιλείου από περιοδικούς εχθρούς σε σταθερούς συμμάχους ήταν μια συνταγή για διαρκή ειρήνη. Τέλος, το ΝΑΤΟ εγγυήθηκε την δέσμευση των ΗΠΑ στην ευρωπαϊκή ασφάλεια, αυτό ακριβώς που απέτυχε να κάνει ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος και τα συγκεχυμένα επακόλουθά του.
Από το 1949 έως το 1989, το ΝΑΤΟ εκπλήρωσε όλες αυτές τις βασικές λειτουργίες. Η Σοβιετική Ένωση δεν έστειλε ποτέ τα τανκς της μέσα από το φαράγγι της [γερμανικής πόλης] Fulda (Fulda Gap). Αντίθετα, κατασκεύασε μια σοβιετική εκδοχή του ΝΑΤΟ, το Σύμφωνο της Βαρσοβίας, το οποίο ήταν αφιερωμένο στην αντιμετώπιση της αμερικανικής ισχύος στην Ευρώπη, στον περιορισμό της Γερμανίας, και στην σταθεροποίηση της σοβιετικής στρατιωτικής παρουσίας από το Ανατολικό Βερολίνο και την Πράγα έως την Βουδαπέστη. Στην Δυτική Ευρώπη, το ΝΑΤΟ διατήρησε την ειρήνη τόσο αποτελεσματικά που αυτή η λειτουργία της συμμαχίας σχεδόν ξεχάστηκε. Ο πόλεμος μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας έγινε αδιανόητος, επιτρέποντας την τελική δημιουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Παρά τον πόλεμο του Βιετνάμ, παρά το Watergate, και παρά την ενεργειακή κρίση της δεκαετίας του 1970, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν αποσύρθηκαν ποτέ από την Ευρώπη. Η Ουάσιγκτον δεν ήταν λιγότερο αφοσιωμένη στην ευρωπαϊκή ασφάλεια το 1989 από όσο ήταν το 1949. Με άλλα λόγια, η συμμαχία του ΝΑΤΟ είχε λειτουργήσει έξοχα.
Ύστερα όμως ήρθε μια δραματική περίοδος επαναπροσδιορισμού. Οι πρόεδροι Μπιλ Κλίντον και Τζορτζ Μπους [ο νεότερος] βάσισαν την πολιτική τους για το ΝΑΤΟ σε δύο υποθέσεις. Η πρώτη ήταν ότι το ΝΑΤΟ ήταν το καλύτερο όχημα για την διασφάλιση της ευρωπαϊκής ειρήνης και ασφάλειας. Το πνεύμα της γαλλογερμανικής συμφιλίωσης, ήταν το σκεπτικό, θα μπορούσε να επεκταθεί μαζί με το ΝΑΤΟ, μειώνοντας τον κίνδυνο ένα αδέσμευτο ευρωπαϊκό κράτος να αποκτήσει πυρηνικά όπλα και να γίνει παρίας. Με παρόμοιο τρόπο, η επέκταση του ΝΑΤΟ θεωρήθηκε ως αντιστάθμισμα έναντι της Ρωσίας. Ο Γερμανός καγκελάριος Χέλμουτ Κολ και πολλοί ηγέτες της Ανατολικής Ευρώπης αισθάνθηκαν ότι η δεκαετία του 1990 ήταν ανώμαλη και ότι η Μόσχα θα γινόταν ξανά δυνατή αργά ή γρήγορα. Όταν θα γινόταν αυτό, ένα διευρυμένο ΝΑΤΟ θα μπορούσε να είναι το προπύργιο ενάντια στην Ρωσία όπως ήταν η αρχική συμμαχία ενάντια στην Σοβιετική Ένωση.
Η δεύτερη υπόθεση πίσω από την επέκταση του ΝΑΤΟ προέκυψε από αισιόδοξες ιδέες για την διεθνή τάξη. Ίσως η Ρωσία βρισκόταν στον δρόμο προς την δημοκρατία, και μια ρωσική δημοκρατία θα απολάμβανε φυσικά την συνεργασία με το ΝΑΤΟ. Ίσως η Ρωσία να μην γινόταν δημοκρατία, αλλά εντούτοις να υπαγόταν σε μια τάξη υπό την ηγεσία της Αμερικής. Το 2003, το Γραφείο Σχεδιασμού Πολιτικής (Office of Policy Planning) του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ παρήγαγε ένα έγγραφο με τίτλο «Γιατί το ΝΑΤΟ Πρέπει να Προσκαλέσει την Ρωσία να Ενταχθεί» (Why NATO Should Invite Russia To Join). Αυτό δεν έμελλε να γίνει, αλλά οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ υπέθεσαν ότι το μαγνητικό Δυτικό μοντέλο θα προσέλκυε την Ρωσία στην Ευρώπη όπως θα [προσέλκυε] μια σειρά από χώρες που δεν είναι ακόμη στο ΝΑΤΟ: την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, την Λευκορωσία, την Γεωργία, τη Μολδαβία, και την Ουκρανία. Το ΝΑΤΟ και το Δυτικό πολιτικό μοντέλο θα προχωρούσαν χέρι-χέρι. Δεδομένου του πόσο καλά είχε λειτουργήσει το ΝΑΤΟ μέχρι τότε, περισσότερο ΝΑΤΟ εξ ορισμού θα ισοδυναμούσε με περισσότερη ειρήνη, περισσότερη ολοκλήρωση, περισσότερη τάξη.
Αμφότερες οι υποθέσεις πίσω από την επέκταση του ΝΑΤΟ αποδείχτηκαν εσφαλμένες. Μια δομή που δημιουργήθηκε για την Δυτική Ευρώπη των μέσων του [εικοστού] αιώνα δεν είχε νόημα στη μεταψυχροπολεμική ανατολική Ευρώπη. Το αρχικό ΝΑΤΟ ήταν οριοθετημένο —από το Σιδηρούν Παραπέτασμα, από την γεωγραφία και από την πολιτική. Εκτός του ΝΑΤΟ, η Αυστρία και η Φινλανδία δεν ήταν διαθέσιμες: ήταν τυπικά ουδέτερες, αλλά έκαναν ξεκάθαρη την πίστη τους με το να υποστηρίζουν αθόρυβα τις επιταγές της Δυτικής ασφάλειας. Επιπλέον, οι φρικαλεότητες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου είχαν συμπιέσει τον εθνικισμό στην Δυτική Ευρώπη, η οποία έχει ιστορία ισχυρών εθνικών κρατών. Μετά το 1945, δεν υπήρχαν εκκρεμή ερωτήματα μεταξύ τους για τα σύνορα. Καμία εξωτερική δύναμη, ούτε η Σοβιετική Ένωση, ούτε η Κίνα, δεν ήταν πρόθυμη να αλλάξει τα σύνορα της Δυτικής Ευρώπης. Έτσι το ΝΑΤΟ θα μπορούσε να διαπρέψει ως, όπως υποτίθεται ότι ήταν, μια αμυντική στρατιωτική συμμαχία.
Ένα διευρυμένο ΝΑΤΟ λειτουργεί εντελώς διαφορετικά στην Ανατολική Ευρώπη. Το 2022 δεν υπάρχει ισοδύναμο του Σιδηρούν Παραπετάσματος και η ανατολική γεωγραφία της Ευρώπης δεν περιορίζει την επέκταση του ΝΑΤΟ. Αντίθετα, η συμμαχία απλώνεται αδέξια και απρογραμμάτιστα σε όλη την ανατολική Ευρώπη. Η περιοχή του Καλίνινγκραντ είναι μια ρωσική νησίδα μέσα σε μια θάλασσα εδάφους του ΝΑΤΟ, η οποία εκτείνεται σε μια ακανόνιστη γραμμή από την Εσθονία μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα. Το ΝΑΤΟ του εικοστού πρώτου αιώνα είναι μπλεγμένο στο βασανιστικό ερώτημα του πού τελειώνουν τα δυτικά σύνορα της Ρωσίας και που αρχίζουν τα ανατολικά σύνορα της Ευρώπης, ένα ερώτημα που από τον δέκατο έβδομο αιώνα ήταν η αιτία αναρίθμητων πολέμων, κάποιοι εκ των οποίων προήλθαν από τον ρωσικό ιμπεριαλισμό και κάποιοι [άλλοι] από τις Δυτικές εισβολές. Το ΝΑΤΟ διασχίζει τυχαία δεκάδες διαχωριστικές γραμμές στο αδίστακτο γήπεδο των αυτοκρατοριών, των εθνικών κρατών, και των εθνοτήτων που είναι η ανατολική Ευρώπη. Η συμμαχία δεν είναι η αιτία της περιφερειακής αστάθειας, αλλά ως μια μη ουδέτερη παρουσία και αντικείμενο της ρωσικής εχθρότητας, δεν μπορεί να διαχωριστεί από αυτήν την αστάθεια. Ίσως αν όλες οι ευρωπαϊκές χώρες (εκτός από την Ρωσία) ήταν μέλη του ΝΑΤΟ, η συμμαχία θα μπορούσε να είναι ένα αποτελεσματικό προπύργιο ενάντια στη Μόσχα, αλλά ετούτη είναι κάθε άλλο από μια τέτοια περίπτωση.
Οι μη προβλεφθέντες κίνδυνοι της επέκτασης του ΝΑΤΟ έχουν επιδεινωθεί από την πολιτική των ανοιχτών θυρών, η οποία καθιστά ακατανόητη την ανατολική πτέρυγα της συμμαχίας. Η δήλωση του ΝΑΤΟ το 2008 ότι η Ουκρανία και η Γεωργία κάποια μέρα θα γίνουν μέλη ήταν στην καλύτερη περίπτωση φιλόδοξη και στην χειρότερη ανειλικρινής. Ωστόσο, η δυνατότητα για μια κίνηση των συνόρων του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά είναι πολύ πραγματική, όπως έχουν υπογραμμίσει οι πρόσφατες συνομιλίες για την δυνητική ένταξη της Φινλανδίας και της Σουηδίας. Επιπλέον, η προσπάθεια της ουκρανικής κυβέρνησης να εισέλθει στο ΝΑΤΟ έχει εμπλέξει την συμμαχία στην πιο εκρηκτική εθνοτική-εθνικιστική σύγκρουση της περιοχής, ακόμη κι αν οι υποστηρικτές της αυτονομίας του ΝΑΤΟ θεωρούν την ένταξη της Ουκρανίας ως καθαρά θέμα σεβασμού της χάρτας της συμμαχίας, που κατοχυρώνει την πολιτική των ανοιχτών θυρών, ή το θεόσταλτο δικαίωμα του Κιέβου να επιλέγει τους συμμάχους του. Μια αμυντική συμμαχία δεν έχει τα εφόδια για να χειριστεί μια σύγκρουση μεταξύ ενός μη μέλους που επιδιώκει ένταξη και μιας πυρηνικής δύναμης, πεισμωμένης να αρνηθεί αυτήν την ένταξη. Ετούτη είναι μια σύγκρουση που το ΝΑΤΟ μπορεί μόνο να χάσει και μια [σύγκρουση] που θα μπορούσε ακόμη και να απειλήσει την ύπαρξη της συμμαχίας, εάν ένα κράτος-μέλος όπως η Πολωνία ή η Λιθουανία έλκονταν στον εξελισσόμενο πόλεμο μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας.
Ένας επιπλέον κίνδυνος για ένα διευρυνόμενο ΝΑΤΟ είναι η διεθνής τάξη γύρω από αυτό. Αντί να επιθυμεί να ενταχθεί στην υπό την ηγεσία των ΗΠΑ τάξη στην Ευρώπη, η Ρωσία επιδιώκει να οικοδομήσει μια δική της διεθνή τάξη και να περιορίσει την αμερικανική ισχύ. Κατά ειρωνικό τρόπο, η επέκταση του ΝΑΤΟ, ή η υπόσχεσή της, βοηθά τον Πούτιν σε αυτή την προσπάθεια. Ενισχύει το αφήγημά του για την Δυτική προδοσία και δικαιολογεί τον ρωσικό παρεμβατισμό στο ρωσικό κοινό. Στην Ρωσία, το ΝΑΤΟ είναι αντιληπτό ως ξένο και μη φιλικό. Η επέκτασή του είναι ένας πυλώνας της εσωτερικής πολιτικής νομιμοποίησης του Πούτιν. Η Ρωσία χρειάζεται έναν ηγέτη, λέει η λογική του Πούτιν, ο οποίος να μπορεί να πει «όχι» σε μια συμμαχία που έχει κατασκευαστεί για να λέει «όχι» στη Μόσχα.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΑΜΥΝΑ
Το ΝΑΤΟ πρέπει να αλλάξει πορεία, αρνούμενο δημόσια και ρητά να προσθέσει άλλα κράτη-μέλη. Δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να υπαναχωρήσει στις δεσμεύσεις του έναντι των χωρών που έχουν ήδη προσχωρήσει —η αξιοπιστία των ΗΠΑ στην Ευρώπη εξαρτάται από την τήρησή τους— αλλά πρέπει να επανεξετάσει τις υποθέσεις που υποστήριξαν την επέκταση του ΝΑΤΟ την δεκαετία του 1990. Με την συμμαχία να έχει ήδη υπερεκταθεί σε μια από τις πιο επικίνδυνες γειτονιές του κόσμου, η ενσωμάτωση της Ουκρανίας θα ήταν στρατηγική παραφροσύνη. Το είδος του θεάτρου του παραλόγου που είναι η προσκόλληση της Δύσης στην πολιτική των ανοιχτών θυρών, είναι από μόνο του προσβλητικό για την Ουκρανία (και για την Γεωργία) και με την πάροδο του χρόνου θα προκαλέσει πικρία προς την Ουάσιγκτον. Ακόμα κι αν όλοι γνωρίζουν ότι αυτά που λένε έρχονται σε αντίθεση με την πραγματικότητα, Ουκρανοί και Αμερικανοί εξίσου, θολώνουν τα νερά και προκαλούν σύγχυση με το να μη μιλούν ειλικρινά.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες χρειάζονται μια νέα στρατηγική για την αντιμετώπιση της Ρωσίας στην Ανατολική Ευρώπη, μια [στρατηγική] που δεν θα βασίζεται κυρίως στο ΝΑΤΟ. Η συμμαχία υπάρχει για να υπερασπίζεται τα μέλη της και το κλείσιμο των ανοιχτών θυρών θα την βοηθούσε να το κάνει. Χωρίς αμφιβολία, ο τερματισμός της επέκτασης θα απαιτούσε δύσκολη διπλωματία. Θα αντιτίθετο στις συχνά επαναλαμβανόμενες υποσχέσεις Αμερικανών και Ευρωπαίων αξιωματούχων και θα αθετούσε τα προηγούμενα. Αλλά μια συμμαχία που δεν μπορεί να ενεργήσει προς το συμφέρον της και που προσκολλάται σε διαψευθείσες υποθέσεις θα υπονομεύσει τον εαυτό της εκ των έσω. Η επιβίωση απαιτεί μεταρρύθμιση και η οριστικοποίηση των μελών του ΝΑΤΟ θα επέτρεπε μια προσέγγιση προσαρμοσμένη στην πολυπλοκότητα της περιοχής, σε μια διεθνή τάξη στην οποία το Δυτικό μοντέλο δεν κυριαρχεί, και στον αναθεωρητισμό της Ρωσίας του Πούτιν, που δεν πρόκειται να πάει πουθενά οποτεδήποτε σύντομα.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι και εταίροι τους πρέπει ταυτόχρονα να προτείνουν έναν νέο θεσμό για διαβουλεύσεις με την Ρωσία, έναν [θεσμό] που θα επικεντρώνεται στην διαχείριση κρίσεων, στην αποκλιμάκωση, και στον στρατηγικό διάλογο. Το ΝΑΤΟ δεν πρέπει να παίξει κανέναν ρόλο σε αυτόν. Αξίζει να σταλεί το μήνυμα στη Μόσχα, ίσως για τον ηγέτη που θα έρθει μετά τον Πούτιν, ότι το ΝΑΤΟ δεν είναι αυτοσκοπός για την ευρωπαϊκή ασφάλεια. Το πιο σημαντικό, η Ουάσιγκτον πρέπει να προχωρήσει με προσοχή. Το status quo είναι επισφαλές και κάθε εκατοστό που μπορεί να κερδηθεί από την διπλωματία ΗΠΑ-Ευρώπης-Ρωσίας αξίζει να κερδηθεί. Οι πιθανότητες να πετύχει μια τέτοια διπλωματία είναι μικρές, αλλά το να μην της δοθεί μια ευκαιρία θα ήταν ασυγχώρητο σφάλμα.
Αντί να βασίζεται στο ΝΑΤΟ, η Ουάσιγκτον πρέπει να χρησιμοποιήσει την οικονομική πολιτική στις επόμενες συγκρούσεις με την Ρωσία. Μαζί με την Ευρωπαϊκή Ένωση, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν έναν συνδυασμό κυρώσεων, μέτρων για να εμποδίσουν τη μεταφορά τεχνολογίας, και προσπαθειών απομόνωσης της Ρωσίας από τις ευρωπαϊκές και αμερικανικές αγορές ώστε να πιέσουν την Ρωσία για την Ουκρανία και για άλλους τομείς διαφωνίας. Αυτή δεν είναι καθόλου νέα ιδέα, αλλά η κατώτερη από σύγχρονη οικονομία και η σχετική χρηματοπιστωτική αδυναμία της Ρωσίας την καθιστούν καλό στόχο για τέτοια μέτρα.
Στην περίπτωση μιας νέας στρατιωτικής σύγκρουσης με την Ρωσία, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να σχηματίσουν έναν ad hoc συνασπισμό με συμμάχους και εταίρους για την αντιμετώπιση των πιθανών απειλών, αντί να εμπλέξουν άμεσα το ΝΑΤΟ (εκτός εάν η Ρωσία επιτεθεί σε ένα μέλος του ΝΑΤΟ). Από το 1991 και μετά, το ιστορικό του ΝΑΤΟ σε εδάφη εκτός του ΝΑΤΟ είναι στιγματισμένο, με αποτυχημένες αποστολές στο Αφγανιστάν και στην Λιβύη. Αυτές οι, εκτός της περιοχής του, ατυχείς περιπέτειες αποδεικνύουν ότι η συμμαχία πρέπει να παίζει άμυνα, όχι επίθεση.
Το κλείσιμο των ανοιχτών θυρών του ΝΑΤΟ δεν θα επιλύσει τα προβλήματα της Ουάσιγκτον με την Ρωσία. Αυτά τα προβλήματα ξεπερνούν πολύ την συμμαχία. Αλλά ο τερματισμός της επέκτασης του ΝΑΤΟ θα ήταν μια πράξη αυτοάμυνας για την ίδια την συμμαχία, δίνοντάς της τα δώρα που παρέχει ο μεγαλύτερος περιορισμός και η μεγαλύτερη σαφήνεια.