Πως οι ΗΠΑ επέτρεψαν στους εχθρούς τους να τις κυριεύσουν
Απόδοση από άρθρο του Μπεν Ρόουντς για το Foreign Affairs
Κανένα γεγονός του 21ου αιώνα δεν καθόρισε τόσο τις ΗΠΑ και τον ρόλο τους παγκοσμίως, όσο η 11η Σεπτεμβρίου. Η σιγουριά της περιόδου μετά τον πόλεμο χτυπήθηκε και κατέστρεψε την ψευδαίσθηση ότι θα τελείωνε με έναν αμερικανικό θρίαμβο. Το μέγεθος της αμερικανικής απάντησης δημιούργησε ένα ντόμινο αλλαγών στην κυβέρνηση, την εσωτερική και εξωτερική πολιτική και την κοινωνία που δεν έχει σταματήσει ακόμα. Μόνο μελετώντας και κατανοώντας την επίδραση αυτή θα μπορούσε κάποιος να δει πως έγινε και που πρέπει να πάει η χώρα.
Είναι δύσκολο να καταφέρει να υποτιμήσει κανείς τις επιπτώσεις της 11ης Σεπτεμβρίου. Ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας είναι το μεγαλύτερο πόνημα των ΗΠΑ μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, μια περίοδος που πια έχει τελειώσει. Εδώ και 20 χρόνια η κύρια προτεραιότητα των ΗΠΑ ήταν το χτίσιμο της αντιτρομοκρατικής στρατηγικής σε έναν πόλεμο δίχως τέλος σε εσωτερικό και εξωτερικό. Τα μέτρα ασφαλείας άλλαξαν σε κάθε τομέα της καθημερινής ζωής. Οι ΗΠΑ έστειλαν δυνάμεις σε Αφγανιστάν, Ιράκ, Λιβύη, Πακιστάν, Φιλιππίνες, Σομαλία, Υεμένη και άλλες. Ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας άλλαξε την ταυτότητα της χώρας.
Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής ένωσης, οι ΗΠΑ είχαν χάσει ένα ενωτικό για τη χώρα στοιχείο και οι γραμμές ανάμεσα στην καπιταλιστική δημοκρατία και την κομμουνιστική απολυταρχία ήταν θολές. Μετά και την 11η Σεπτεμβρίου ο Πρόεδρος Τζορτζ Μπους πήρε την έννοια του πολέμου κατά της τρομοκρατίας για να κατασκευάσει μια νέα ενότητα, μέσω της μάχης ενάντια στον φασισμό και τον κομμουνισμό. Η απάντηση της κυβέρνησης Μπους αποτέλεσε μια αποτελεσματική απάντηση σε μια τραγωδία άνευ προηγουμένου, αλλά δημιούργησε υπερβολικές προσδοκίες και απρομελέτητες συνέπειες. Σύντομα οι ΗΠΑ βρέθηκαν να καταχρώνται την εξουσία τους και εφάρμοσαν ένα στρατιωτικό καθεστώς που υπονόμευσε την υγεία της χώρας στο εσωτερικό και την αξιοπιστία της στο εξωτερικό. Οι νίκες της κυβέρνησης Μπους δεν ήρθαν ποτέ και οδηγήθηκαν σε ένα κοκτέιλ φόβου και ξενοφοβίας, το οποίο ως αποτέλεσμα είχε τον Πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ και την προσπάθειά του να μεταφέρει το ίδιο κλίμα και στο εσωτερικό.
Ο τωρινός Πρόεδρος, Τζο Μπάιντεν, έχει αφοσιωθεί στο να δώσει ένα τέλος στους «ατέλειωτους πολέμους» της χώρας, κάτι που το έδειξε με την απόφαση του περί απόσυρσης των στρατευμάτων από το Αφγανιστάν και τη διεθνή του ατζέντα. Στη Σύνοδο των G-7 έκανε σαφές πως τα θέματα μείζονος σημασίας από εδώ και πέρα θα είναι η πανδημία, η κλιματική αλλαγή, η αναζωπύρωση της δημοκρατίας και ο ανταγωνισμός με την Κίνα. Ο Μπάιντεν προσπαθεί να οδηγήσει τη χώρα στην εποχή μετά την 11η Σεπτεμβρίου.
Η νέα ταυτότητα των Ηνωμένων Πολιτειών είναι -πλέον- ένα τόσο αιχμηρό θέμα που έχει κάνει τη χώρα περισσότερο ευάλωτη σε θέματα τρομοκρατίας, από όσο ήταν πριν την επίθεση. Κάποτε η επίθεση στο Καπιτώλιο θα ήταν κάτι εξαιρετικά σοβαρό, τώρα οι ίδιοι πολιτικοί δεν θέλουν να ερευνήσουν το τι πραγματικά συνέβη.
Ένας τρόπος για να χτιστεί εκ νέου η ταυτότητα της χώρας θα ήταν να δοθεί έμφαση στον ανταγωνισμό με την Κίνα. Αντίθετα με την Αλ Κάιντα, η Κίνα έχει άλλη κυβερνητική οπτική και τη δύναμη να αλλάξει τον κόσμο στα μέτρα της. Οι ΗΠΑ έμειναν πολύ μεγάλο διάστημα απορροφημένες από τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή. Μια νέα θέαση της κατάστασης «εμείς ή αυτοί» όμως θα μπορούσε να οδηγήσει τη χώρα στο να επαναλάβει τα τραγικά λάθη που έκανε στον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας.
Το υπερωκεάνιο
Ο Πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα χαρακτήριζε την κυβέρνηση των ΗΠΑ ως «υπερωκεάνιο»: μια τεράστια κατασκευή που κοίταζε σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση και μόνο. Ο Μπους έστρεψε το πλοίο σε μια διαφορετική κατεύθυνση, αυτή του πολέμου ενάντια στην τρομοκρατία. Καθιερώθηκαν νέες γραφειοκρατικές διαδικασίες, νέα σχέδια, νέοι προϋπολογισμοί και νέες προτεραιότητες. Οι χώρες στις οποίες επενέβησαν οι ΗΠΑ έχουν επιστρέψει στα προηγούμενα καθεστώτα και είναι αντιμέτωπες με εσωτερικές διαμάχες.
Το κόστος των στρατιωτικών επεμβάσεων μετά την 11η Σεπτεμβρίου ήταν εξωφρενικό. Πάνω από 7.000 Αμερικανοί στρατιώτες πέθαναν στο Αφγανιστάν και το Ιράκ και πάνω από 50.000 τραυματίστηκαν. Χιλιάδες Αφγανοί και Ιρακινοί έχασαν τις ζωές τους και περίπου 37 εκατομμύρια αναγκάστηκαν να φύγουν από τα σπίτια τους. Το οικονομικό κόστος έχει ξεπεράσει τα 7 τρισεκατομμύρια δολάρια και έχει δεσμεύσει χρόνο, ενέργεια και πόρους από την αμερικανική κυβέρνηση.
Όλα αυτά βέβαια ξεκίνησαν από την Αλ Κάιντα, την οποία αποδεκάτισαν οι ΗΠΑ. Η Αμερική υπηρέτησε τον σκοπό της, αλλά, αυτό δεν σημαίνει πως δεν έκαναν υπερβολές και πως δεν σπατάλησαν χρήματα και πόρους που θα μπορούσαν να πάνε σε έργα υποδομής. Η χώρα χρειάζεται διαρθρωτικές διορθώσεις και όχι απλά μια αλλαγή πορείας.
Εύκολη αρχή, δύσκολο τέλος
Από το ξεκίνημα αυτού το πολέμου, κατά τη διάρκεια της θητείας του Ομπάμα οι αμερικανικές δυνάμεις μειώθηκαν από 180.000 το 2009 σε 15.000 το 2017. Αργότερα έδωσαν βάση στα θέματα της κλιματικής αλλαγής, στην ενδυνάμωση των συστημάτων υγείας και στα θέματα με την Κίνα. Παρότι αυτή ήταν η πρόθεσή τους, μάλλον έφεραν τα αντίθετα αποτελέσματα. Και ο Τραμπ έστειλε ακόμα περισσότερο στρατό και αγνόησε τα ανθρώπινα δικαιώματα και δεν έδωσε βάρος στην κλιματική αλλαγή και την υγεία.
Η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει πια το πλεονέκτημα της επίγνωσης αυτών των 20 ετών και μπορεί να θέσει τις σωστές προτεραιότητες. Για να γίνει αυτό θα πρέπει να αποστρατικοποιήσει την πολιτική της και να θέσει άλλα ζητήματα, μειώνοντας τις στρατιωτικές δυνάμεις σε μέρη όπως ο Περσικός Κόλπος και να αυξήσει τις επενδύσεις στην πράσινη ενέργεια, τα μέτρα κατά της πανδημίας και να κάνει σοβαρές μεταρρυθμίσεις. Είναι σχεδόν σίγουρο πως θα συναντήσει αντιρρήσεις από τη μεριά των Ρεπουμπλικάνων, κάτι που αντιμετώπισε και η κυβέρνηση Ομπάμα.
Όμως ο Μπάιντεν βρίσκεται εν μέσω πανδημίας και σίγουρα ο τραμπισμός διακινδύνευσε τις ζωές των Αμερικανών. Ο Μπάιντεν θα πρέπει να κερδίσει ξανά την εμπιστοσύνη τους, να ασφαλίσει τη χώρα και να ενδυναμώσει τον θεσμό της δημοκρατίας. Η στρατιωτική βοήθεια στην οποία η χώρα έχει βασίσει την εξωτερική της πολιτική θα πρέπει να ρυθμιστεί εκ νέου με βάση τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Ο πόλεμος στην πατρίδα
Ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας έφερε απολυταρχικά καθεστώτα και στο εσωτερικό της χώρας. Μετά την 11η Σεπτεμβρίου αναδύθηκαν ακροδεξιές απόψεις και μια λογική «εμείς ή αυτοί» που ξύπνησε σε πολλούς ένα θυμό απέναντι σε όσους δεν ενθουσιάζονται από τον πόλεμο με το Ισλαμικό καθεστώς. Ο φόβος της τρομοκρατίας ξύπνησε τον φόβο για το διαφορετικό, τους μετανάστες, ακόμα και τους αθλητές που απλώς γονάτισαν ως διαμαρτυρία στην αστυνομική βία, αλλά και πολλές θεωρίες συνωμοσίας· όλα αυτά, πολύ συχνά εις βάρος μειονοτήτων.
Οι ΗΠΑ θα πρέπει να αντιμετωπίσουν αυτή την άβολη πραγματικότητα, αν θέλουν να αντιμετωπίσουν ηγέτες όπως ο Πούτιν και θα πρέπει να αποδείξουν πως μπορούν να γίνουν ξανά ηγέτες του ελεύθερου κόσμου. Και θα πρέπει να γίνουν το παράδειγμα, αποκαθιστώντας την αμερικανική δημοκρατία.
Περισσότερο εμείς και λιγότερο αυτοί
Όλα αυτά τα μαθήματα θα πρέπει να εφαρμοστούν την ώρα που ανταγωνισμός με την Κίνα αυξάνεται. Οι ΗΠΑ προσπαθεί να αποδείξει πως μπορεί να ανταγωνιστεί τον ελεγχόμενο από το κράτος καπιταλισμό. Ο Μπάιντεν στοχεύει να δημιουργήσει εμπορικούς δεσμούς μεταξύ Αμερικής και Κίνας και εργάζεται με τους G-7 και το ΝΑΤΟ ώστε να την αντιμετωπίσουν ενωμένοι. Το υπερωκεάνιο φαίνεται πως αλλάζει τροχιά.
Η λογική του «αυτοί» μπορεί να φέρει ένα νέο κύμα εθνικισμού, ενώ το «εμείς» -μια ανθεκτική στον ανταγωνισμό δημοκρατία- θα μπορούσε να αποτελέσει το φωτεινό παράδειγμα για τον κόσμο. Η προστασία των δημοκρατικών θεσμών στο εσωτερικό θα πρέπει να αποτελέσει τον θεμέλιο λίθο του δημοκρατικού παραδείγματος που θα θέσουν οι ΗΠΑ. Παράλληλα, οι θεσμοί θα πρέπει να εφαρμοστούν σε όλους, χωρίς φαινόμενα ανισοτήτων και ρατσισμού. Για 30 χρόνια οι προτεραιότητες των ΗΠΑ ήταν οικονομικές, αλλά αυτό θα πρέπει να αλλάξει. Ο κόσμος είναι ένα δύσκολο και επικίνδυνο μέρος και οι ΗΠΑ θα πρέπει να υπερασπιστούν τα συμφέροντά τους. Όχι με πόλεμο, αλλά με την αναβίωση της δημοκρατίας, ως μέσο ανθρωπιστικών παρεμβάσεων.
Για να καταφέρει αυτή η γενιά να αντικαταστήσει τον πόλεμο ενάντια στη δημοκρατία, με έναν καλύτερο στόχο, θα πρέπει οι ΗΠΑ να χρησιμοποιήσουν σαν οδηγό όλα αυτά για τα οποία πολεμούν και όχι όλα αυτά στα οποία είναι ενάντια.