Τι θα σημάνει για την συμμαχία η ένταξη της Σουηδίας και της Φινλανδίας
Παρά την τουρκική ισχυρογνωμοσύνη, φαίνεται όλο και πιο πιθανό η Φινλανδία και η Σουηδία να ενταχθούν σύντομα στο ΝΑΤΟ. Όλο αυτό είναι για καλό. Οι δύο σκανδιναβικές χώρες είναι ένθερμες δημοκρατικές Δυτικές δυνάμεις και έχουν επενδύσει περισσότερα στην άμυνά τους από τα περισσότερα μέλη του ΝΑΤΟ. Η ενσωμάτωση τους θα ενδυναμώσει την συμμαχία στρατιωτικά, διπλωματικά και γεωγραφικά στην Ευρώπη. Επιπλέον, η ένταξη τους θα καταστήσει αδιαμφισβήτητο το ότι η εισβολή του Ρώσου προέδρου, Βλαντιμίρ Πούτιν, στην Ουκρανία ήταν ένα σοβαρό λάθος. Οτιδήποτε κι αν επιτύχει ο Πούτιν επί του εδάφους στην [περιοχή] Ντονμπάς -και ακόμα και αυτό φαίνεται όλο και πιο αμφίβολο- η εξώθηση της Φινλανδίας και της Σουηδίας στην αγκαλιά του ΝΑΤΟ αποτελεί ένα βαρύ τίμημα. [Ο Πούτιν] ίσως να επιμένει ότι ο πόλεμος άξιζε τον κόπο ανεξαρτήτως αυτού, αλλά οι περισσότεροι Ρώσοι είναι πιθανό να συμπεράνουν ότι τους άφησε σε μια πιο αδύναμη γεωστρατηγική θέση συνολικά.
Ωστόσο, υπάρχει ένας σημαντικός όρος που παραβλέπεται. Η ένταξη της Φινλανδίας και, ιδιαίτερα, της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ θα είναι πιθανώς το τελειωτικό χτύπημα για τις αποστολές της συμμαχίας έξω από την Ευρώπη. Η ιδέα για μάχες «εκτός περιοχής [δικαιοδοσίας]» προέκυψε στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου, όταν η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης αφαίρεσε τον αρχικό λόγο ύπαρξης της συμμαχίας. Αλλά τα μέλη του ΝΑΤΟ δεν βιάζονταν να διαλυθούν, αναγνωρίζοντας ότι η συμμαχία τα είχε εξυπηρετήσει καλά. Αντίθετα, πολλοί σε αμφότερες πλευρές του Ατλαντικού άρχισαν να αναλογίζονται σε ποιους άλλους σκοπούς θα μπορούσε αυτή να συνεισφέρει. Έτσι, το «εκτός περιοχής δικαιοδοσίας του ΝΑΤΟ» έγινε το σύνθημα για όσους πίστευαν ότι ένας συνασπισμός που είχε υπηρετήσει τόσο λαμπρά στο να ελέγξει τις Δυτικές ανησυχίες για την ασφάλεια στην Ευρώπη θα μπορούσε να επαναχρησιμοποιηθεί για να αντιμετωπίσει απειλές πέρα από αυτήν.
Αλλά αυτό που φαινόταν τόσο προφανές στην θεωρία δεν λειτούργησε στην πράξη. Τα μέλη του ΝΑΤΟ δεν μπορούσαν κάποιες φορές να συμφωνήσουν στο τι συνιστούσε ζωτικής σημασίας συμφέρον εκτός Ευρώπης. Βρήκαν ακόμη πιο δύσκολο να καταλήξουν σε μια συναίνεση για το πώς να αντιμετωπίσουν τις απειλές στις οποίες όντως συμφωνούσαν, καθώς λίγα από τα ευρωπαϊκά μέλη του ΝΑΤΟ ήταν πρόθυμα ή ικανά να συνεισφέρουν στρατιωτικές δυνάμεις σε αποστολές πέρα από την ήπειρο. Και οι αμήχανες διευθετήσεις διοίκησης και ελέγχου του ΝΑΤΟ, ιδιαίτερα η ανάγκη για συναίνεση σε κάθε σημαντική πολιτική απόφαση, κατέστησαν σχεδόν αδύνατο για το ΝΑΤΟ να λειτουργήσει πραγματικά εκτός Ευρώπης, ανεξάρτητα από το πόσο μεγάλη ήταν η απειλή.
Ο τερματισμός της «εκτός περιοχής [δικαιοδοσίας]» αντίληψης του ΝΑΤΟ ίσως αποδειχθεί ότι δεν είναι κάτι κακό, τουλάχιστον στο μυαλό εκείνων που, μετά το Αφγανιστάν και την Λιβύη, συμπέραναν ότι το κόστος αυτών των εγχειρημάτων υπερβαίνει κατά πολύ τα οφέλη. Αλλά μετατοπίζοντας το γεωγραφικό κέντρο βάρους του ΝΑΤΟ αποφασιστικά προς τα βόρεια και τα ανατολικά, ο κίνδυνος είναι ότι η συμμαχία ίσως χάσει τα ίχνη των απειλών που συγκεντρώνονται στον νότο.
ΣΚΑΝΔΙΝΑΒΙΚΗ ΑΥΤΟΣΥΓΚΡΑΤΗΣΗ
Η προσθήκη της Φινλανδίας και της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ είναι πιθανό να σβήσει τις τελευταίες λάμψεις ελπίδας ότι το ΝΑΤΟ θα βγει ξανά εκτός περιοχής [δικαιοδοσίας]. Είναι δύσκολο να φανταστεί κάποιος πολλές σημαντικές στρατιωτικές επιχειρήσεις πέρα από την Ευρώπη στις οποίες θα συμφωνούσαν οι Φινλανδοί ή οι Σουηδοί. Είναι αλήθεια ότι τόσο η Φινλανδία όσο και η Σουηδία έχουν στρατιωτικό προσωπικό που είναι ανεπτυγμένο εκτός των συνόρων τους. Συνεισφέρουν στρατεύματα σε ειρηνευτικές αποστολές του ΟΗΕ σε όλο τον κόσμο και ήταν παρούσες μαζί με το ΝΑΤΟ στο Αφγανιστάν, μολονότι ως επί το πλείστον υπό την [εκπαιδευτική] ιδιότητα και την ιδιότητα της υποστήριξης. Πιο πρόσφατα, αμφότερες οι χώρες έστειλαν στρατεύματα στο Μάλι και στο Σαχέλ, με την Σουηδία να δεσμεύει ειδικές δυνάμεις στην Επιχείρηση Barkhane υπό την ηγεσία της Γαλλίας, ενώ η Φινλανδία συμμετείχε στην Εκπαιδευτική Αποστολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Μάλι (European Union Training Mission In Mali, EUTM Mali). Αλλά τόσο στο Αφγανιστάν όσο και στο Μάλι, η Φινλανδία και η Σουηδία βρήκαν τις εμπειρίες τους απογοητευτικές, σε βαθμό που η Σουηδία αποσύρθηκε από το Μάλι νωρίτερα φέτος.
Επιπλέον, με την Ρωσία να απειλεί άμεσα τη φινλανδική και σουηδική κυριαρχία στην Βαλτική και στην βορειοανατολική γωνία της σκανδιναβικής χερσονήσου, είναι απίθανο είτε η σουηδική είτε η φινλανδική κυβέρνηση να συμφωνήσουν να δεσμεύσουν σημαντικό αριθμό στρατευμάτων σε μια αποστολή που δεν σχετίζεται άμεσα με τον περιορισμό της ρωσικής απειλής. Οι επιχειρήσεις πέρα από την Ευρώπη θα αποδεικνύονταν πολύ δύσκολο να πείσουν το κοινό σε αμφότερες τις χώρες. Οι Φινλανδοί και οι Σουηδοί μεταπείστηκαν να ενταχθούν στην συμμαχία μόνο αφότου η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία, μια κίνηση που δημιούργησε άμεση απειλή για τις πατρίδες τους. Στο μυαλό τους, η συμφωνία [να ενταχθούν] στο ΝΑΤΟ είναι μια καθαρά αμυντική κίνηση, που έγινε για να προστατεύσει τις ανατολικές πτέρυγες των χωρών τους και να κρατήσει την Ρωσία μακριά από τα κράτη της Βαλτικής και την ανατολική Ευρώπη. Το να πειστούν να αναλάβουν μακρινές επιχειρήσεις που δεν έχουν άμεσο αντίκτυπο στην δική τους ασφάλεια αποκλείεται στο άμεσο μέλλον.
Για τους Σουηδούς υπάρχει κάτι περισσότερο από αυτό. Τα δεδομένα της κοινής γνώμης υποδεικνύουν ότι το σουηδικό κοινό δεν είναι ιδιαίτερα γοητευμένο από τις αναπτύξεις στο εξωτερικό, και όταν τις εγκρίνει -για παράδειγμα, την δέσμευσή ενός τάγματος στο Αφγανιστάν επί δώδεκα χρόνια- προτιμά σθεναρά τις ανθρωπιστικές και ειρηνευτικές αποστολές από τις πολεμικές συγκρούσεις. Το σουηδικό κοινό απεχθάνεται ιδιαιτέρως και τις απώλειες, ακόμη περισσότερο από ό,τι είναι ο κανόνας μεταξύ των Δυτικών δημοκρατιών. Σε μια δημοσκόπηση του 2011, οι Σουηδοί ρωτήθηκαν εάν οι στρατιωτικές επιχειρήσεις οποιουδήποτε είδους στο εξωτερικό άξιζαν τον κίνδυνο να σκοτωθούν ή να τραυματιστούν Σουηδοί στρατιώτες· με διαφορά μεγαλύτερη από δύο προς ένα, απάντησαν ότι δεν άξιζαν. Τα ίδια δεδομένα δείχνουν ότι οι Σουηδοί δεν ενδιαφέρονται να χρησιμοποιήσουν τον στρατό τους για αποστολές όπως η ανατροπή καταπιεστικών δικτατοριών ή η μείωση της επιθετικότητας εναντίον χωρών εκτός Ευρώπης. Και το σουηδικό κοινό τελικά θύμωσε με την αποστολή στο Αφγανιστάν, ακόμη και όταν η κυβέρνηση δεν το έκανε, οδηγώντας την δεύτερη να απεμπλακεί σταδιακά από τον πόλεμο.
Το φινλανδικό κοινό αισθάνεται παρόμοια, ωστόσο η γεωγραφία και η στρατιωτική παράδοση της Φινλανδίας παρουσιάζουν πρόσθετα εμπόδια. Είναι αλήθεια ότι, σε αντίθεση με την Σουηδία, η παράδοση της Φινλανδίας στην ουδετερότητα είναι πολύ πιο πρόσφατη και επιβλήθηκε από την Σοβιετική Ένωση μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι Φινλανδοί επομένως έχουν λιγότερους ηθικούς ενδοιασμούς για τις επιχειρήσεις εκτός περιοχής [δικαιοδοσίας]. Αλλά και σε αντίθεση με την Σουηδία, η Φινλανδία μοιράζεται σύνορα με την Ρωσία—μήκους 830 μιλίων. Και η απουσία φυσικών εμποδίων κατά μήκος τους, εκτός από τα δάση, καθιστά τη χώρα ιδιαίτερα ευάλωτη στην ρωσική απειλή. Αναγνωρίζοντας αυτή την πραγματικότητα, οι Φινλανδοί έχουν βασιστεί σε έναν μεγάλο στρατό εφέδρων για να υπερασπιστούν την χώρα, και όχι στο είδος της μικρής, αποκλειστικά εθελοντικής δύναμης που ταιριάζει καλύτερα σε μακρινές εκστρατευτικές επιχειρήσεις. Για αυτούς τους εφέδρους, καθώς και για την φινλανδική κοινή γνώμη, οι επιχειρήσεις εκτός περιοχής [δικαιοδοσίας] που θα μπορούσαν να πάρουν τις άκρως απαραίτητες φινλανδικές μονάδες από τα ρωσικά σύνορα θα είναι ιδιαίτερα δύσκολο να «πωληθούν» όσο ο Πούτιν και οι όμοιοί του βρίσκονται στην εξουσία.
Ωστόσο είναι η προσέγγιση της Σουηδίας στο διεθνές δίκαιο που είναι πιθανό να αποδειχθεί το μεγαλύτερο εμπόδιο για επιχειρήσεις εκτός περιοχής [δικαιοδοσίας]. Η Σουηδία αντιτάχθηκε επί της αρχής σθεναρά στον πόλεμο των Ηνωμένων Πολιτειών στο Βιετνάμ και στην εισβολή τους στο Ιράκ το 2003, ακόμη και πριν από τις καταστροφικές εξελίξεις σε αμφότερους. Στην περίπτωση του Βιετνάμ, οι Σουηδοί τον χαρακτήρισαν ως έναν άδικο, ιμπεριαλιστικό πόλεμο που είχε σκοπό να καταστείλει την βούληση του βιετναμέζικου λαού. Στην περίπτωση του Ιράκ, η σουηδική κυβέρνηση δήλωσε ότι η έλλειψη σαφούς εντολής από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ καθιστούσε παράνομο τον πόλεμο. Δεδομένης της αυξανόμενης εχθρότητας που τρέφουν η Ρωσία και η Κίνα για την Δύση , η προοπτική ότι οποιαδήποτε από τις δύο δυνάμεις μπορεί να ασκήσει το βέτο της στο Συμβούλιο Ασφαλείας σημαίνει ότι το ΝΑΤΟ είναι απίθανο να επιδιώξει τις ευλογίες ετούτου του οργάνου για μελλοντικές επιχειρήσεις. Όμως, χωρίς την επίσημη έγκριση του ΟΗΕ, είναι ιδιαίτερα απίθανο να ανεχτεί η Στοκχόλμη οποιαδήποτε μελλοντική στρατιωτική επιχείρηση του ΝΑΤΟ, εκτός και εάν επρόκειτο για μια αδιαμφισβήτητη περίπτωση αυτοάμυνας από ένα μέλος της συμμαχίας, ανταποκρινόμενη έτσι στους σουηδικούς ορισμούς για τη νόμιμη χρήση βίας.
Για πολιτισμικούς και ιστορικούς λόγους που είναι συνδεδεμένοι με το ουδέτερο παρελθόν τους, οι Σουηδοί δίνουν επίσης τεράστια έμφαση στην αποφυγή των παράπλευρων ζημιών, τις οποίες οι Ηνωμένες Πολιτείες κατηγορούνται συχνά ότι προκαλούν άσκοπα. Σε αντίθεση με τις Ηνωμένες Πολιτείες, η Σουηδία είναι μεγάλος υποστηρικτής του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου (International Criminal Court). Τα σουηδικά δικαστήρια έχουν ασκήσει την αρχή της «καθολικής δικαιοδοσίας», την οποία επικαλούνται στην Σουηδία για να δικάσουν άτομα που κατηγορούνται για διάπραξη εγκλημάτων πολέμου αλλού.
Όλες αυτές οι προτιμήσεις είναι βαθιά κρίσιμες για την εικόνα που έχει η Σουηδία για τον εαυτό της. Κατά συνέπεια, σε έναν οργανισμό στον οποίο η ομοφωνία είναι ο κανόνας, είναι δύσκολο να φανταστεί κάποιος ότι η Στοκχόλμη θα επέτρεπε μια στρατιωτική αποστολή του ΝΑΤΟ που θεωρεί παράνομη, ακόμη και αν δεν προσδοκάται να συμμετάσχουν οι σουηδικές δυνάμεις. Άλλα μέλη του ΝΑΤΟ μπορεί να δυσφορούν και να υποστηρίζουν μια στρατιωτική αποστολή στο εξωτερικό που δεν είναι δημοφιλής στο κοινό τους, γνωρίζοντας ότι δεν θα είναι υποχρεωμένα να συνεισφέρουν δυνάμεις, αλλά η αυστηρή, νομικιστική προσέγγιση της Σουηδίας το καθιστά πολύ λιγότερο πιθανό. Επιπλέον, η διεξαγωγή μιας στρατιωτικής επιχείρησης του ΝΑΤΟ με τέτοιο τρόπο που δεν θα είναι αντίθετη με τους σουηδικούς νόμους και αξίες θα προκαλούσε πιθανότατα τόσους πονοκεφάλους, ώστε οι χώρες που θα είναι πρόθυμες να δράσουν θα προτιμούσαν αναμφίβολα να το κάνουν εκτός του ΝΑΤΟ.
ΑΠΟΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΜΕΣΟΓΕΙΟ
Μολονότι η συμπερίληψη της Φινλανδίας και της Σουηδίας είναι πιθανό να τερματίσει το φλερτ του ΝΑΤΟ με τις επιχειρήσεις εκτός περιοχής [δικαιοδοσίας], αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό. Στην πράξη, τέτοιες επιχειρήσεις δεν λειτούργησαν ποτέ πραγματικά. Στο Αφγανιστάν, για παράδειγμα, ο συνασπισμός των μελών του ΝΑΤΟ υπό την ηγεσία των ΗΠΑ αρχικά νίκησε τους Ταλιμπάν και απελευθέρωσε την Καμπούλ, αλλά όχι πολύ αργότερα, η συμμετοχή της συμμαχίας αποκάλυψε τα όριά της και κατέληξε σε φιάσκο. Παρασχέθηκαν υπερβολικά λίγες δυνάμεις με υπερβολικά μεγάλο κόστος, επιβαρύνοντας ειδικά τις επιχειρήσεις με ποικίλους περιορισμούς σχετικά με το ποια στρατεύματα μπορούσαν να κάνουν τί, για πόσο καιρό και σε ποιες συνθήκες. Οι Αμερικανοί, οι Βρετανοί, οι Καναδοί και ελάχιστοι άλλοι έδωσαν το μεγαλύτερο μέρος της πραγματικής μάχης και κατέληξαν να εύχονται να βρίσκονταν εκεί χωρίς τους άλλους εταίρους τους στην συμμαχία και χωρίς τους δυσκίνητους κανονισμούς, τις εξαιρέσεις και τις προϋποθέσεις που αυτοί έφεραν μαζί τους.
Πάνω από όλα, η προσθήκη της Φινλανδίας και της Σουηδίας θα ενδυναμώσει την ικανότητα του ΝΑΤΟ να υπερασπιστεί την Ευρώπη. Θα επιτρέψει στην συμμαχία να αντλήσει περισσότερους πόρους από την Ευρώπη παρά από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Θα αναζωογονήσει τους δεσμούς του ΝΑΤΟ, επιδεικνύοντας τα κοινά συμφέροντα και τον κοινό σκοπό για την υπεράσπισή τους, διευκολύνοντας τις Ηνωμένες Πολιτείες να συγκροτήσουν μελλοντικούς «συνασπισμούς των προθύμων» που περιλαμβάνουν μέλη του ΝΑΤΟ. Και θα αμαυρώσει κάθε νίκη που θα καταφέρει να επιτύχει η Ρωσία στην Ουκρανία. Ακόμα κι αν η συμπερίληψη αυτών των δύο νέων μελών σημάνει τον τερματισμό της φαντασίωσης των επιχειρήσεων εκτός περιοχής [δικαιοδοσίας] του ΝΑΤΟ, γενικά είναι μια πολύ καλή συμφωνία για την Δύση.
Αλλά υπάρχει μια παγίδα: η Μεσόγειος. Παρά το καλό που θα κάνει η συμπερίληψη της Φινλανδίας και της Σουηδίας στην συμμαχία, διακινδυνεύει επίσης να γείρει την εστίαση του ΝΑΤΟ σχεδόν αποκλειστικά προς τις ανατολικές και βόρειες πτέρυγες της Ευρώπης, αφήνοντας το μαλακό υπογάστριο της ηπείρου επικίνδυνα εκτεθειμένο.
Αυτός είναι ένας εύλογος κίνδυνος βραχυπρόθεσμα, διότι η Μεσόγειος δεν αποτελεί το πιο πιεστικό ζήτημα για το ΝΑΤΟ αυτή την στιγμή. Ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει καταστήσει εξαιρετικά σαφές ότι ο μεγαλύτερος ανταγωνιστής της συμμαχίας είναι ακόμη η Ρωσία, η οποία απειλεί τα ανατολικά της Ευρώπης. Επιπλέον, κατά τη διάρκεια των τελευταίων λίγων ετών, η Μόσχα έχει διαταράξει το status quo στην Βαλτική Θάλασσα – όπου έχει παραβιάσει τον εναέριο χώρο και τα αποκλειστικά χωρικά ύδατα όχι μόνο των κρατών της Βαλτικής, αλλά και της Φινλανδίας, της Σουηδίας και της Δανίας. Η Αρκτική, επίσης, είναι πιθανό να γίνει μια μεγάλη αρένα ανταγωνισμού, καθώς η κλιματική αλλαγή αποψύχει τους τεράστιους πόρους της και τα παγωμένα περάσματα της, ανοίγοντας ταχείες διαδρομές για τη ναυτιλία.
Επομένως, η εστίαση στην ρωσική απειλή σε αυτές τις περιοχές έχει νόημα, αλλά δεν μπορεί να καταλήξει εις βάρος της άκρως απαραίτητης μακροπρόθεσμης προσοχής στην Μεσόγειο. Και αυτή είναι μια περιοχή όπου τα Δυτικά συμφέροντα θα αμφισβητηθούν τους επόμενους μήνες και χρόνια. Ένα δηλητηριώδες μείγμα κακών δημογραφικών, κλιματικής αλλαγής, διαφθοράς και ταγγής πολιτικής βράζει στην άλλη πλευρά της Μεσογείου, στην Βόρειο Αφρική, στο Σαχέλ και στην Μέση Ανατολή.
Ως απλώς ένα παράδειγμα των προκλήσεων που βρίσκονται εκεί, ακόμη και πριν από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, όλες αυτές οι περιοχές αντιμετώπιζαν κρίσιμες ελλείψεις τροφίμων λόγω του πολέμου και των επαναλαμβανόμενων ξηρασιών. Η σίτιση της ευρύτερης περιοχής της Μεσογείου θα είναι μια πρόκληση, αλλά είναι απολύτως ζωτικής σημασίας. Η αποτυχία θα διακινδύνευε το είδος του επεκτεινόμενου λιμού ή του κατακόρυφα αυξανόμενου πληθωρισμού που στο παρελθόν έχει πυροδοτήσει μεγάλα κύματα προσφύγων και μεταναστών στην άλλη πλευρά της στενής θάλασσας, δημιουργώντας συγκρούσεις τόσο εντός των ευρωπαϊκών κοινωνιών όσο και μεταξύ αυτών και των γειτόνων τους σε όλη την Μεσόγειο.
ΕΝΑ ΘΕΡΜΟ ΜΕΤΩΠΟ
Η Ευρώπη αντιμετωπίζει και μια ρωσική πρόκληση στη νότια πτέρυγα της, μια [πρόκληση] που έρχεται σε δύο μορφές. Πρώτον, η Μεσόγειος αποτελεί το κλειδί για να εκπληρώσει η Ευρώπη την υπόσχεση της να τερματίσει την εξάρτησή της από το ρωσικό φυσικό αέριο. Αντ’ αυτού η Ευρώπη θα πρέπει να βασιστεί σε περιοχές με νέα κοιτάσματα φυσικού αερίου στην ανατολική Μεσόγειο· να εισάγει περισσότερο φυσικό αέριο από τους υφιστάμενους παραγωγούς της Βορείου Αφρικής, όπως η Αλγερία και η Λιβύη· και να πάρει περισσότερο υγροποιημένο φυσικό αέριο από το Κατάρ, χρησιμοποιώντας οδούς που διέρχονται από την Μεσόγειο μέσω της Διώρυγας του Σουέζ.
Η Μεσόγειος έχει αποδειχθεί και μια αρένα όπου ο Πούτιν έχει ενισχύσει την ρωσική επιρροή και την χρησιμοποιεί για να κάνει πονηριές. Η παρέμβαση της Ρωσίας στον συριακό εμφύλιο πόλεμο για λογαριασμό του καθεστώτος του προέδρου Μπασάρ αλ Άσαντ της έχει επιτρέψει να αποκτήσει πάτημα στην Μεσόγειο. Εν τω μεταξύ, η πιο περιορισμένη συμμετοχή της στην σύγκρουση της Λιβύης, κυρίως μέσω των μισθοφόρων της Ομάδας Wagner, επιτρέπει στην Μόσχα να συνδέσει την όλο και μεγαλύτερη παρουσία της στην Μεσόγειο με τις προσπάθειές της να βγάλει έξω την Δύση, ιδιαίτερα την Γαλλία, από το Σαχέλ. Ομοίως, οι πωλήσεις όπλων που πρόσφερε ο Πούτιν στο αλγερινό καθεστώς θα πρέπει να θεωρηθούν ως μια απόπειρα να παρασύρει το Αλγέρι μακριά από τις επικερδείς ενεργειακές αγορές του στην Ευρώπη και να αυξήσει την πίεση στην Ιταλία, στην Γαλλία και στην Ισπανία πριν τον χειμώνα. Η Ρωσία χρησιμοποιεί πλέον την «θάλασσα ανάμεσα στην γη» για να αποκτήσει επιρροή πέρα από αυτήν, στην Αφρική και στην Μέση Ανατολή.
Και η Μόσχα δεν είναι μόνη της. Το Ιράν έχει χρησιμοποιήσει την συμμετοχή του στον συριακό εμφύλιο πόλεμο για να δημιουργήσει ένα δίκτυο στρατιωτικών βάσεων σε ολόκληρη την Συρία, συνδέοντας φυσικά το Ιράν με τους συμμάχους του της Χεζμπολάχ στον Λίβανο και τις φιλο-ιρανικές πολιτοφυλακές στο Ιράκ, σχηματίζοντας αυτό που ο βασιλιάς Αμπντάλα της Ιορδανίας κάποτε αποκαλούσε «σιιτική ημισέληνο». Το Πεκίνο έχει επίσης εντείνει το παιχνίδι του. Έχει αγοράσει μερίδια σε λιμάνια και άλλα έργα υποδομών σε όλη την Μεσόγειο και έχει δημιουργήσει την πρώτη του στρατιωτική βάση στο εξωτερικό, στο Τζιμπουτί, στην είσοδο της Ερυθράς Θάλασσας η οποία συνδέει την Μεσόγειο και τον Ινδικό Ωκεανό.
Επιπλέον, τα μέλη του ΝΑΤΟ ίσως εστιάζουν στον βορρά παρά στον νότο, διότι ο πρώτος όχι μόνο φαίνεται πιο πιεστικός αλλά και πιο απλός. Η κραυγαλέα επιθετικότητα του Πούτιν έχει επανενώσει την Ευρώπη και την Βόρειο Αμερική στην αποφασιστικότητά τους να αντισταθούν σε περαιτέρω ρωσική επίθεση. Αλλά τα ζητήματα της Μεσογείου είναι πιο δύσκολα. Τείνουν να απαιτούν περισσότερες πολιτικές και οικονομικές λύσεις, όχι απλώς στρατιωτικές. Και τα μέλη της συμμαχίας είναι συχνά πιο διαιρεμένα για τα ζητήματα της Μεσογείου.
Έτσι, παρά την πιθανή βόρεια κλίση του προς την Ρωσία, την Σκανδιναβία και την Αρκτική, το ΝΑΤΟ δεν μπορεί να αγνοήσει τις προκλήσεις στην Μεσόγειο. Λόγω του ότι το σοκ από την ρωσική επίθεση στην Ουκρανία παραμένει τόσο φρέσκο, θα είναι μια πρόκληση να πείσει κάποιος την Φινλανδία και την Σουηδία να εστιάσουν στην περιοχή, ίσως ακόμη περισσότερο από ό,τι [να πείσει] τα υπόλοιπα βορειοευρωπαϊκά μέλη του ΝΑΤΟ. Όπως πάντα, λοιπόν, θα εναπόκειται στην Ουάσιγκτον ως ο γεωστρατηγικός ηγέτης της συμμαχίας να πείσει τους βορειοευρωπαίους και ανατολικοευρωπαίους συμμάχους της ότι ο έλεγχος της Μόσχας στην Μεσόγειο μπορεί να αποδυναμώσει την ρωσική απειλή για την Ευρώπη, περιορίζοντας τις οικονομικές και πολιτικές επιλογές της όταν συνεχίσει τις επεκτατικές διεκδικήσεις της στην καρδιά της Ευρώπης.
Πράγματι, λόγω του ότι οι φιλοδοξίες της Ρωσίας δεν περιορίζονται στην Μεσόγειο αλλά την υπερβαίνουν τόσο στην Αφρική όσο και στην Μέση Ανατολή, μια νέα μεσογειακή στρατηγική του ΝΑΤΟ ίσως απαιτήσει μια αναθεωρημένη προσέγγιση εκτός περιοχής [δικαιοδοσίας], [μια προσέγγιση] που μπορεί να επιτύχει εκεί που οι προηγούμενες προσπάθειες έχουν αποτύχει. Αυτό θα μπορούσε να μεταφραστεί σε νέες μορφές συνεργασιών με δρώντες εκτός του ΝΑΤΟ στην άλλη πλευρά της Μεσογείου, αξιοποιώντας πλήρως τους ισχυρούς δεσμούς που απορρέουν από τις Συμφωνίες του Αβραάμ (Abraham Accords), συμφωνίες που εξομαλύνουν τις σχέσεις μεταξύ των χωρών του Αραβικού Κόλπου και του Ισραήλ. Αυτό δεν θα απαιτούσε την δέσμευση για άλλη μια φορά είτε των Ηνωμένων Πολιτειών είτε του ΝΑΤΟ σε δυσεπίλυτες συγκρούσεις στην Μέση Ανατολή και στην Βόρειο Αφρική. Αντίθετα, θα έπρεπε να εστιάσει περισσότερο στην διπλωματία και στην συλλογική ασφάλεια για να διασφαλίσει την ίδια την θάλασσα και να ενισχύσει τους συμμάχους σε αμφότερες τις πλευρές με εκπαίδευση, εξοπλισμό, πληροφορίες και υποστήριξη επιμελητείας ώστε να τους δώσει την δυνατότητα να εξασφαλίσουν την ενδοχώρα τους. Αυτό, ωστόσο, απαιτεί διορατική πολιτική, καλά καθορισμένες πολιτικές παραμέτρους και συνεχή προσοχή, καθώς οι σύμμαχοι των Ηνωμένων Πολιτειών στην Μεσόγειο δεν μοιράζονται πάντα τα ίδια συμφέροντα σε κάθε δεδομένη περιοχή, είτε μεταξύ τους είτε με τα κράτη του ΝΑΤΟ .
Έτσι, παρά την πιθανή βόρεια κλίση του προς την Ρωσία, την Σκανδιναβία και την Αρκτική, το ΝΑΤΟ δεν μπορεί να αγνοήσει ή να ξεχάσει τις προκλήσεις στην Μεσόγειο. Τουλάχιστον, το ΝΑΤΟ πρέπει να διασφαλίσει ότι ακόμη κι αν η Μεσόγειος δεν θα γίνει ποτέ Δυτική λίμνη, δεν μπορεί να γίνει εχθρικά ύδατα.