Γιατί οι μάχες της άμβλωσης στην Αμερική δεν θα σταματήσουν τη μεταρρύθμιση στο εξωτερικό
Από ημέρα σε ημέρα, το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ (US Supreme Court) θα εκδώσει μια ετυμηγορία που είναι πιθανό να ανατρέψει την απόφασή του 1973 για την Roe εναντίον Wade, την υπόθεση που επιβεβαίωσε το συνταγματικό δικαίωμα στην άμβλωση [στμ: η απόφαση εκδόθηκε στις 24 Ιουνίου 2022]. Η ανατροπή της Roe θα είχε βαθιές επιπτώσεις στην πρόσβαση στην άμβλωση στις Ηνωμένες Πολιτείες. Μια τέτοια απόφαση θα είχε επίσης επιπτώσεις στο εξωτερικό, ιδιαίτερα εάν μια δικαστική απόφαση δώσει κίνητρο στις μελλοντικές προεδρικές κυβερνήσεις των ΗΠΑ ώστε να πιέσουν για περιορισμούς στην άμβλωση σε άλλα μέρη του κόσμου.
Είναι σημαντικό, ωστόσο, να μην υπερεκτιμάται η επιρροή των ΗΠΑ στην παγκόσμια πολιτική για τις αμβλώσεις. Η υπόθεση του 1973 αποτέλεσε ορόσημο στο να επιτραπεί η πρόσβαση στην άμβλωση και λειτούργησε ως παράδειγμα για τους υποστηρικτές της άμβλωσης σε όλο τον κόσμο. Όμως, στα 50 χρόνια έκτοτε, τo διεθνές μήνυμα των Ηνωμένων Πολιτειών σχετικά με την άμβλωση υπήρξε μη συνεκτικό. Η νομοθεσία των ΗΠΑ κατέστησε νόμιμες τις αμβλώσεις στο εσωτερικό, αλλά η πρόσθετη νομοθεσία που ακολούθησε έδωσε στις κυβερνήσεις των ΗΠΑ τα εργαλεία για να περιορίσουν την πρόσβαση στο εξωτερικό. Πράγματι, οι Ηνωμένες Πολιτείες, με πολιτικές που στην χειρότερη περίπτωση είναι παρεμποδιστικές και στην καλύτερη περίπτωση ασυνεπείς, έχουν συμβάλλει καθοριστικά στην παρεμπόδιση της διεθνούς συμφωνίας για την φιλελευθεροποίηση της άμβλωσης. Ωστόσο, η παγκόσμια τάση έχει σιγά-σιγά μετακινηθεί προς τη μεγαλύτερη πρόσβαση στην άμβλωση. Όποια και αν είναι η μοίρα της Roe στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι άλλες χώρες θα αποφασίσουν τις δικές τους πολιτικές για την άμβλωση όπως αυτές κρίνουν σκόπιμο.
TO ΚΥΜΑ ΜΕΓΑΛΩΝΕΙ
Χώρες όπως η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο επέβαλαν για πρώτη φορά πολιτικές που απαγορεύαν την άμβλωση στις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα – και τις αναπαρήγαγαν σε όλο τον κόσμο, δηλώνοντας ότι οι δικοί τους νόμοι είναι οι νόμοι των αποικιών τους. Αλλά δυνάμεις που ώθησαν την πολιτική προς την αντίθετη κατεύθυνση αναδύθηκαν λίγο αργότερα. Στην Ευρώπη, στις αρχές του εικοστού αιώνα, τα σοσιαλιστικά κόμματα πίεσαν για εξαιρέσεις από την απαγόρευση της άμβλωσης, συμπεριλαμβανομένων των γυναικών που υπέφεραν από την φτώχεια. Η σοβιετική κυβέρνηση ήταν η πρώτη που νομιμοποίησε την άμβλωση κατά παραγγελία το 1920, μολονότι περιοδικά ανακαλούσε και επανέφερε αυτή την πολιτική τις επόμενες δεκαετίες. Το να επιτραπεί η άμβλωση σε περιορισμένες περιστάσεις, κέρδισε ευρύτερη δημόσια υποστήριξη σε όλη την Ευρώπη, όταν τα ποσοστά των αμβλώσεων αυξήθηκαν την δεκαετία του 1930, κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1960, οι χώρες σε όλο τον κόσμο κινούνταν προς την φιλελευθεροποίηση. Το Ηνωμένο Βασίλειο ψήφισε τον νόμο περί αμβλώσεων (Abortion Act) το 1967, η Σιγκαπούρη ενέκρινε τον νόμο περί αμβλώσεων το 1969, η Ινδία θέσπισε τον νόμο περί ιατρικού τερματισμού της εγκυμοσύνης (Medical Termination of Pregnancy Act) το 1971 και το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ αποφάνθηκε για την Roe εναντίον Wade το 1973. Όταν η Κίνα εισήγαγε την πολιτική του ενός παιδιού το 1979, η εφαρμογή της προϋπέθετε την πρόσβαση στην άμβλωση.
Το κύμα φιλελευθεροποίησης της άμβλωσης στις δεκαετίες του 1960 και του 1970 συνέπεσε με μια γενική άνοδο της παγκόσμιας προσοχής στα ζητήματα των δικαιωμάτων των γυναικών, όπως οι ίσες ευκαιρίες απασχόλησης, η ποινικοποίηση της ενδοοικογενειακής βίας και οι μη διακρίσεις στους νόμους περί ιδιοκτησίας και κληρονομιάς. Ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών κήρυξε την [περίοδο από το] 1975 έως το 1984 «Δεκαετία της Γυναίκας», και το 1979 υιοθέτησε μια συνθήκη – ορόσημο για τα δικαιώματα των γυναικών, την Σύμβαση για την Εξάλειψη όλων των Μορφών Διακρίσεων κατά των Γυναικών (Convention for the Elimination of All Forms of Discrimination Against Women), η οποία έκτοτε έχει υπογραφεί από σχεδόν όλες τις χώρες του κόσμου. Αλλά ακόμη και όταν κάποιες χώρες συμπεριέλαβαν την πρόσβαση στην άμβλωση στην εγχώρια νομοθεσία, άλλες αντιτάχθηκαν στην πρακτική και η ισχυρή αντι-κινητοποίηση άφησε το ζήτημα εκτός διεθνών συμφωνιών. Η άμβλωση δεν αναφερόταν στην Συνθήκη του 1979, ούτε έχει συμπεριληφθεί στους Αναπτυξιακούς Στόχους της Χιλιετίας (Millenial Development Goals) του ΟΗΕ ή στους μεταγενέστερους Στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης (Sustainable Development Goals) ως στοιχείο της προόδου όσον αφορά τα δικαιώματα των γυναικών. Επίσης, στην Διεθνή Διάσκεψη για τον Πληθυσμό και την Ανάπτυξη (International Conference on Population and Development), το 1994 στο Κάιρο, η Καθολική Εκκλησία σχημάτισε στρατηγικές συμμαχίες με τις αντιπροσωπείες των κυρίως καθολικών και μουσουλμανικών χωρών, ώστε να εμποδίσει τις προσπάθειες των οργανώσεων για τα δικαιώματα των γυναικών να προσθέσουν γλώσσα που έθετε επί τάπητος την άμβλωση στα έγγραφα της διάσκεψης.
Η ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ ΣΤΗΝ ROE
Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν εδώ και καιρό ενεργήσει ως ιδιαίτερα αποτελεσματικός «χαλαστής» (spoiler) στις προσπάθειες να οικοδομηθεί μια ισχυρή παγκόσμια συναίνεση σχετικά με την άμβλωση. Η απόφαση Roe εναντίον Wade πυροδότησε την άμεση αντίδραση από το εγχώριο κίνημα κατά της άμβλωσης, και ο τομέας όπου αυτό κατάφερε να σημειώσει γρήγορα επιτυχία ήταν η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Οι ερευνητές έχουν τεκμηριώσει το πώς, στα χρόνια που προηγήθηκαν της δικαστικής απόφασης, το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα χρησιμοποίησε την αντίθεση στην άμβλωση για να απομακρύνει τους Καθολικούς ψηφοφόρους από το Δημοκρατικό Κόμμα και να κινητοποιήσει τους κοινωνικούς συντηρητικούς να ψηφίσουν. Οι Ρεπουμπλικάνοι πήραν την πρώτη τους νομοθετική νίκη λίγο μετά την επανεκλογή του προέδρου Ρίτσαρντ Νίξον, το 1972. Την ίδια χρονιά που αποφασίστηκε η Roe, το 1973, το Κογκρέσο ψήφισε την Τροποποίηση Helms στον Νόμο περί Εξωτερικής Βοήθειας (Foreign Assistance Act), που απαγόρευε την χρήση της βοήθειας των ΗΠΑ για την πληρωμή αμβλώσεων.
Μια δεκαετία αργότερα, το 1984, ο πρόεδρος Ρόναλντ Ρέιγκαν έστειλε μια αντιπροσωπεία στην Δεύτερη Διεθνή Διάσκεψη για τον Πληθυσμό (Second International Conference on Population) στην Πόλη του Μεξικού για να ανακοινώσει μια νέα πολιτική, χτίζοντας πάνω στην Τροποποίηση Helms, η οποία έκοψε όλη την βοήθεια των ΗΠΑ για τον οικογενειακό προγραμματισμό σε μη κυβερνητικές οργανώσεις εκτός των Ηνωμένων Πολιτειών που δεν πιστοποίησαν είτε ότι δεν έκαναν αμβλώσεις είτε ότι δεν παρείχαν πληροφορίες σχετικά με την άμβλωση. (Αυτή έγινε γνωστή ως Πολιτική της Πόλης του Μεξικού.) Το 1985, το Κογκρέσο των ΗΠΑ ψήφισε την Τροποποίηση Kemp-Kasten, η οποία επέβαλε έναν παρόμοιο περιορισμό στις συνεισφορές των ΗΠΑ στο Ταμείο Πληθυσμού του ΟΗΕ (UN Population Fund). Μαζί, αυτές οι πολιτικές οδήγησαν σε ουσιαστική μείωση της χρηματοδότησης των ΗΠΑ που διατίθεται για την υποστήριξη ολοκληρωμένων υπηρεσιών αναπαραγωγικής υγείας στο εξωτερικό. Μολονότι οι πολιτικές ισχύουν για όλους τους αποδέκτες της βοήθειας των ΗΠΑ, στην πράξη επηρεάζονται περισσότερο οι φτωχότερες χώρες -όπου οι άνθρωποι εξαρτώνται συχνά από χρηματοδοτούμενες από το εξωτερικό ΜΚΟ για υπηρεσίες υγείας.
Υπάρχουν τόσο ηθικά όσο και πρακτικά προβλήματα με τις πολιτικές των ΗΠΑ σχετικά με την πρόσβαση στην άμβλωση στο εξωτερικό. Αυτά αντιπροσωπεύουν ένα είδος ιμπεριαλιστικής υποκρισίας, επιβάλλοντας μια ιεραρχία στην οποία μια διαδικασία που είναι νόμιμη στις Ηνωμένες Πολιτείες περιορίζεται για τις γυναίκες που ζουν σε άλλες χώρες. Επιπλέον, η έρευνα έχει σταθερά βρει ότι η Πολιτική της Πόλης του Μεξικού αυξάνει τα ποσοστά των αμβλώσεων, ιδιαίτερα μεταξύ των γυναικών που ζουν σε χώρες που λαμβάνουν μεγάλη εξωτερική βοήθεια από τις ΗΠΑ. Αυτό το αποτέλεσμα ίσως φαίνεται παράλογο, αλλά η εξήγηση είναι λογική: όταν έχει επιβληθεί η πολιτική, η προσφορά αντισυλληπτικών σε ετούτες τις χώρες έχει μειωθεί, διότι οι ΜΚΟ που παρέχουν υπηρεσίες αναπαραγωγικής υγείας έχουν χάσει χρηματοδότηση. Το αποτέλεσμα είναι λιγότερη χρήση αντισυλληπτικών, το οποίο σημαίνει περισσότερες εγκυμοσύνες και περισσότερες αμβλώσεις.
Αυτό που παρέχει η Πολιτική της Πόλης του Μεξικού, ωστόσο, είναι η συμβολική υποστήριξη στους πολέμιους της άμβλωσης. Αυτή και άλλες πολιτικές των ΗΠΑ έχουν αποθαρρύνει την προάσπιση των αναπαραγωγικών δικαιωμάτων σε χώρες που είναι εξαρτημένες από την αμερικανική βοήθεια. Σε συνεντεύξεις που διεξήγαγε η Vanessa Rios για μια μελέτη του 2019 του Διεθνούς Συνασπισμού για την Υγεία των Γυναικών (International Women’s Health Coalition), εκπρόσωποι οργανώσεων υγείας στην Κένυα, στο Νεπάλ, στη Νιγηρία και στη Νότιο Αφρική ανέφεραν τον φόβο τους να συνεργαστούν ή να συνδεθούν με οποιονδήποτε τρόπο με άλλες ομάδες που εμπλέκονται στην άμβλωση. Φοβόνταν ακόμη και να συζητήσουν για την άμβλωση εντός των ίδιων των οργανώσεων τους.
Ο ρόλος της Πολιτικής της Πόλης του Μεξικού στην ενδυνάμωση των κινημάτων κατά της άμβλωσης συμβάλει στην εξουδετέρωση ενός σημαντικού ορίου στην αποτελεσματικότητά της: του γεγονότος ότι κάθε Δημοκρατικός πρόεδρος από το 1984 και μετά την έχει ανακαλέσει για όλη την διάρκεια της θητείας του. Μολονότι οι Δημοκρατικές κυβερνήσεις έχουν αποκαταστήσει την χρηματοδότηση των ΗΠΑ σε οργανώσεις βοήθειας σε άλλες χώρες που είχε προηγουμένως διακοπεί, ετούτες οι κυβερνήσεις συνήθως δεν έχουν θεσπίσει πολιτικές για να διαταράξουν τα δίκτυα κατά της άμβλωσης ή να υποστηρίξουν την υπεράσπιση των αναπαραγωγικών δικαιωμάτων σε εκείνα τα μέρη.
Υπό τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ, οι Ηνωμένες Πολιτείες επιδίωξαν ακόμη πιο εκτεταμένους περιορισμούς για την άμβλωση στο εξωτερικό. Το 2017, η κυβέρνηση επέκτεινε την Πολιτική της Πόλης του Μεξικού για να εφαρμοστεί όχι μόνο στα περίπου 600 εκατομμύρια δολάρια σε βοήθεια που διαθέτει η Ουάσιγκτον για τον οικογενειακό προγραμματισμό και την αναπαραγωγική υγεία κάθε χρόνο, αλλά και στα σχεδόν 7 δισεκατομμύρια δολάρια σε συνολική διεθνή υγειονομική βοήθεια που παρέχει κάθε χρόνο. Οι συνεντεύξεις της Rios υποδήλωσαν ότι κάποια από αυτά τα κεφάλαια εξετράπησαν για την υποστήριξη ομάδων κατά της άμβλωσης στο εξωτερικό – και ότι συντηρητικοί πολιτικοί και οργανώσεις σε χώρες όπως η Κένυα και η Νιγηρία είχαν γίνει πιο ευθείες ως απάντηση στην αλλαγή της πολιτικής των ΗΠΑ.
Το 2020, η κυβέρνηση των ΗΠΑ, υπό την ηγεσία του υπουργού Εξωτερικών Μάικ Πομπέο, συν-υποστήριξε (με την Βραζιλία, την Αίγυπτο, την Ουγγαρία, την Ινδονησία και την Ουγκάντα) την Συναινετική Διακήρυξη της Γενεύης για την Προώθηση της Υγείας των Γυναικών και την Ενίσχυση της Οικογένειας (Geneva Consensus Declaration on Promoting Women’s Health and Strengthening the Family), η οποία, ενώ δεν δεσμεύει τις 34 υπογράφουσες [χώρες] σε οποιεσδήποτε συγκεκριμένες πολιτικές, εξέφρασε μια κοινή δέσμευση για την αποτροπή της πρόσβασης στην άμβλωση. Οι αυταρχικές τάσεις των συμμετεχουσών χωρών είναι εντυπωσιακές, ειδικά σε συνδυασμό με τα βήματα που έχουν κάνει τελευταία κάποιες για τον περιορισμό της άμβλωσης, όπως η απόφαση του Πολωνικού Συνταγματικού Δικαστηρίου (Polish Constitutional Tribunal) το 2020 που περιορίζει τις συνθήκες υπό τις οποίες η διαδικασία είναι νόμιμη. Οι μελετητές έχουν σημειώσει ότι η διολίσθηση της δημοκρατίας σε όλο τον κόσμο ίσως οδηγήσει σε περαιτέρω διαβρώσεις των αναπαραγωγικών δικαιωμάτων.
ΜΙΑ ΑΔΙΑΜΦΙΣΒΗΤΗΤΗ ΤΑΣΗ
Μέχρι σήμερα, οι διακεκομμένες προσπάθειες των ΗΠΑ για τον περιορισμό της άμβλωσης δεν έχουν καταφέρει να αντιστρέψουν μια ευρύτερη παγκόσμια τάση προς την φιλελευθεροποίηση. Μολονότι κάποιοι διεθνείς θεσμοί εξακολουθούν να αποφεύγουν να θέσουν επί τάπητος την άμβλωση, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (World Health Organization, ΠΟΥ), για παράδειγμα, έχει γίνει ένας όλο και πιο δυναμικός υποστηρικτής της φιλελευθεροποίησης των αμβλώσεων. Το 2003 εξέδωσε μια έκθεση που προσέφερε τεχνική και πολιτική καθοδήγηση για ασφαλείς πρακτικές άμβλωσης και την επικαιροποίησε το 2012. Το 2019, ο ΠΟΥ μετακίνησε τη μιφεπριστόνη και τη μισοπροστόλη (τα φάρμακα στο σχήμα δύο χαπιών της αποκαλούμενης φαρμακευτικής άμβλωσης) στον Κατάλογο Απαραιτήτων Φαρμάκων (Essential Medicines List), ο οποίος περιγράφει τις ελάχιστες απαιτήσεις για ένα εθνικό σύστημα υγειονομικής περίθαλψης και προσδιορίζει τα ασφαλέστερα και αποτελεσματικότερα φάρμακα για καταστάσεις προτεραιότητας. Νωρίτερα φέτος, ο ΠΟΥ έκανε την πιο τολμηρή δήλωσή του για την άμβλωση μέχρι σήμερα, εκδίδοντας κατευθυντήριες γραμμές περίθαλψης για την άμβλωση, που συνιστούν στις χώρες να αποποινικοποιήσουν την άμβλωση και να καταστήσουν την διαδικασία διαθέσιμη στις εγκύους κατόπιν αιτήματος τους, παρουσιάζοντας αυτές τις πολιτικές ως απαραίτητες για τη μείωση των μη ασφαλών αμβλώσεων και των μητρικών θανάτων.
Πολλές χώρες τείνουν επίσης προς την άρση των περιορισμών στην άμβλωση, αν και με άνισο και κατακερματισμένο τρόπο. Οι εύπορες χώρες τείνουν να έχουν φιλελεύθερους νόμους για την άμβλωση, ενώ οι λιγότερο εύπορες αντίστοιχές τους έχουν νόμους που εκτείνονται από την πλήρη απαγόρευση έως το να επιτρέπουν την άμβλωση χωρίς περιορισμούς. Από το 1994 και μετά, περισσότερες από 50 χώρες έχουν διευρύνει το νομικό έρεισμα για την άμβλωση. Μόνο τέσσερις —η Δομινικανή Δημοκρατία, το Ελ Σαλβαδόρ, η Νικαράγουα και η Πολωνία— έχουν κάνει τους νόμους τους για την άμβλωση σταθερά πιο περιοριστικούς. Πολλοί παράγοντες έχουν συμβάλλει σε αυτή την τάση. Πρώτον, ο χαρακτηρισμός της άμβλωσης από τον ΠΟΥ ως ζήτημα υγείας της μητέρας, παρά ως ηθικό και πολιτισμικό ζήτημα έχει συμβάλει στο να γίνει η πρακτική λιγότερο αμφιλεγόμενη. Σε χώρες όπου οι γιατροί αποτελούν ισχυρή πολιτική δύναμη, έχουν πιέσει για την αποποινικοποίηση, ώστε να δώσουν στους γιατρούς μεγαλύτερη διακριτική ευχέρεια όσον αφορά την ιατρική διαδικασία. Ωστόσο, η άμβλωση ίσως παραμείνει απρόσιτη για πολλές γυναίκες σε αυτές τις περιπτώσεις. Για παράδειγμα, στην Ουρουγουάη, ένας πρόσφατος νόμος που φιλελευθεροποίησε τις πολιτικές της χώρας εξακολουθεί να απαιτεί από την έγκυο να συναντηθεί με μια ομάδα επαγγελματιών υγείας που αποφασίζουν εάν θα επιτραπεί η άμβλωση —και οι γιατροί έχουν το δικαίωμα να αρνηθούν να την εκτελέσουν. Αυτό το είδος μεταρρύθμισης φαίνεται να αφορά τόσο την προστασία των γιατρών από την ποινική δίωξη όσο και την προστασία των συμφερόντων των εγκύων.
Είναι αξιοσημείωτο ότι η πρόσβαση στην άμβλωση επεκτάθηκε πρόσφατα στο Μπενίν και στην Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, που εξαρτώνται αμφότερες σε μεγάλο βαθμό από την ξένη χρηματοδότηση. Το 2019, σχεδόν το ένα τρίτο της διμερούς εξωτερικής βοήθειας του Μπενίν προήλθε από τις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά η κυβέρνηση, μολαταύτα, μεταρρύθμισε τους νόμους της για την άμβλωση τον Οκτώβριο του 2021, με στόχο την βελτίωση της σεξουαλικής και αναπαραγωγικής υγείας. Μιλώντας υπέρ της νομοθεσίας, ο υπουργός Υγείας του Μπενίν σημείωσε ότι οι μη ασφαλείς αμβλώσεις ήταν υπεύθυνες για έως και το 20% των μητρικών θανάτων στην χώρα. Όταν η άμβλωση ποινικοποιείται, οι ασθενείς που χρειάζονται ιατρική περίθαλψη μετά από μια μη ασφαλή άμβλωση ίσως φοβηθούν να πάνε σε νοσοκομείο· εάν πάνε, συχνά συναντούν προσωπικό με την ελάχιστη εκπαίδευση στην περίθαλψη που σχετίζεται με την άμβλωση. Η Πολιτική της Πόλης του Μεξικού των ΗΠΑ, η οποία μειώνει περαιτέρω την διαθεσιμότητα των ασφαλών υπηρεσιών που σχετίζονται με την άμβλωση, μπορεί να επιδεινώσει περαιτέρω αυτό το πρόβλημα. Οι μεταρρυθμίσεις του Μπενίν, ωστόσο, δείχνουν ότι κάποιες εξαρτημένες από την βοήθεια χώρες είναι πρόθυμες να διακινδυνεύσουν την απώλεια της χρηματοδότησης από τις ΗΠΑ υπό την επόμενη ρεπουμπλικανική κυβέρνηση, προκειμένου να αποκομίσουν τα υγειονομικά οφέλη από την φιλελευθεροποίηση των νόμων για την άμβλωση.
Στις πέντε δεκαετίες από την Roe εναντίον Wade, οι πολιτικές των περισσότερων χωρών για την άμβλωση έχουν εξαρτηθεί περισσότερο από τις ανησυχίες για την υγεία, τις συμμαχίες με την Καθολική Εκκλησία ή την πολιτική ισχύ των επαγγελματιών υγείας παρά από την εσωτερική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών —ακόμα και όταν εκείνες οι πολιτικές μεταφράζονται στην προάσπιση [του κινήματος] κατά των αμβλώσεων στο εξωτερικό. Και τα επόμενα χρόνια, οι ίδιοι παράγοντες που έχουν ωθήσει την φιλελευθεροποίηση μέχρι στιγμής θα συνεχίσουν να το κάνουν. Η ανατροπή της Roe ίσως ενθαρρύνει τις μελλοντικές κυβερνήσεις των ΗΠΑ να πιέσουν πιο επιθετικά για περιορισμούς εντός και εκτός των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά η ανατροπή μπορεί να μην είναι αρκετή για να γυρίσει πίσω το αργά ανερχόμενο παγκόσμιο κύμα φιλελευθεροποίησης της άμβλωσης.