Και πώς μπορεί να αρχίσει να νικά ξανά
Το σύγχρονο κίνημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχει προ πολλού παρουσιαστεί ως μια ιδεαλιστική σταυροφορία. Σε έναν κόσμο που βρίθει αδυσώπητων πολιτικών ισχύος και αρπαγών από τους αδύναμους, θέλει να χρησιμεύει ως φάρος απλόχερης ηθικής διαύγειας που βασίζεται σε οικουμενικές αρχές. Οι ακτιβιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ερμηνεύουν τις εμβληματικές νίκες του κινήματός τους ως θριάμβους ανυποχώρητης ακεραιότητας, που θέτουν τις βάσεις για τους μελλοντικούς προοδευτικούς σκοπούς. Το 2012, ο Aryeh Neier, ο συνιδρυτής του Παρατηρητηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων(Human Rights Watch), έγραψε ότι το κίνημα κατά της δουλείας ήταν η πρώτη αληθινή εκστρατεία για τα ανθρώπινα δικαιώματα, διότι οι υποστηρικτές της κινητοποιήθηκαν για τα δικαιώματα των άλλων. Οι ίδιοι οι πρώτοι υποστηρικτές της κατάργησης της δουλείας ισχυρίστηκαν ότι η ασυμβίβαστη επιδίωξη τους για τις αλτρουιστικές αρχές επικράτησε, διότι η ηθική αλήθεια του σκοπού τους ήταν αυταπόδεικτη. Ο Μαχάτμα Γκάντι και ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ Τζούνιορ χρησίμευσαν ως μεταγενέστερα πρότυπα του ίδιου αποφασιστικού, υποδειγματικού μοντέλου.
Αλλά το κίνημα είναι σαστισμένο, τώρα που το ύφος του μονόπλευρου διαλόγου και της οργισμένης διαπόμπευσης προκαλεί την οξεία αντίδραση των ανελεύθερων, δεξιών, λαϊκιστών ισχυρών ανδρών και των μαζικών εκλογικών σωμάτων που υποστηρίζουν αυτούς τους ισχυρούς άνδρες σε όλο τον κόσμο. Ο Βραζιλιάνος πρόεδρος, Ζαΐρ Μπολσονάρου, ο Κινέζος Πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ, ο Ούγγρος πρωθυπουργός, Βίκτορ Όρμπαν, ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, ο Αμερικανός πρώην πρόεδρος, Ντόναλντ Τραμπ και πολλοί άλλοι ηγέτες απέκτησαν δημοτικότητα επικρίνοντας την προώθηση των φιλελεύθερων ανθρωπίνων δικαιωμάτων ως ένα έργο παρακμιακών, και εκτός πραγματικότητας, νταήδων που προωθούν ξένες ατζέντες για να αντικαταστήσουν την λαϊκή εθνική αυτοδιάθεση με τον ελιτιστικό, ιμπεριαλιστικό κοσμοπολιτισμό. Ο Σι απαξίωσε την κατηγορία για την διάπραξη γενοκτονίας εναντίον της μειονότητας των Ουιγούρων της Κίνας, κάνοντας έναν γύρο του θριάμβου στην επαρχία Σιντζιάνγκ (όπου ζουν οι περισσότεροι Ουιγούροι) τον Ιούλιο του 2022, όπου κόμπασε για την «ενοποίηση» των λαών της Κίνας. Η κατηγορία του προέδρου των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν για εγκλήματα πολέμου δεν έκανε τίποτα για να εμποδίσει τον Πούτιν να κλιμακώσει τις επιθέσεις εναντίον Ουκρανών αμάχων. Ο Μπάιντεν αποκάλεσε τον Σαουδάραβα πρίγκιπα – διάδοχο Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν «παρία», αλλά στην συνέχεια τον επισκέφτηκε στο Ριάντ, όπου αντάλλαξαν έναν διαβόητο χαιρετισμό με τις γροθιές τους. «Η ονομαστική αναφορά και η διαπόμπευση», αναγνωρίζει ο Neier, «είναι όλο και πιο αναποτελεσματική».
Αυτή η αντίδραση προκλήθηκε σε μεγάλο βαθμό από το ίδιο [το κίνημα]. Το πρόβλημα είναι ότι οι υπέρμαχοι των ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχουν παρερμηνεύσει τις πηγές της δικής τους ιστορικής επιτυχίας. Η δημοκρατία που βασίζεται στα ατομικά δικαιώματα είναι μακράν η πιο επιτυχημένη μορφή σύγχρονης κοινωνικής οργάνωσης, όχι λόγω της ανιδιοτελούς ηθικολογίας της, αλλά διότι είναι συνήθως πολύ καλύτερη από τις εναλλακτικές στο να υπηρετεί τα συμφέροντα των ανθρώπων. Οι ακτιβιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τα καταφέρνουν καλύτερα όταν εργάζονται για να ενδυναμώσουν την ικανότητα των ανθρώπων να πολεμούν για τα δικά τους δικαιώματα, παρά όταν εκφοβίζουν τους καταπιεστικούς ηγέτες με τρόπους που τους βοηθούν να κινητοποιήσουν την εθνικιστική αντίδραση.
ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΣ ΔΥΝΑΤΟ
Οι πρόοδοι στα ανθρώπινα δικαιώματα από τη Μεταρρύθμιση και τον Διαφωτισμό και μετά έχουν εξαρτηθεί όχι από τις ξένες επικρίσεις στα καταπιεστικά καθεστώτα, αλλά από την αυξανόμενη κοινωνική ισχύ των υπηκόων αυτών των καθεστώτων, οι οποίοι επωφελήθηκαν άμεσα από την διεύρυνση των δικαιωμάτων. Αρχής γενομένης από την προτεσταντική Βόρεια Ευρώπη, όπως η Ολλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο, οι έμποροι και οι αστικές μεσαίες τάξεις πίεσαν για την δημοκρατία, τη νόμιμη διαδικασία, την θρησκευτική ελευθερία και τον αποτελεσματικό καπιταλισμό, για να προστατεύσουν τα οικονομικά συμφέροντα καθώς και τις προσωπικές ελευθερίες τους. Με την σειρά του, η επέκταση του αλφαβητισμού και του εμπορίου έδωσε στους μορφωμένους, εργατικούς υπηκόους μεγαλύτερη μόχλευση ενάντια στους κυβερνήτες τους και στήριξε την ανάπτυξη της συνταγματικής εξουσίας. Αργότερα, η εκβιομηχάνιση παρείχε στους εργάτες μια ώθηση να σχηματίσουν συνδικάτα και να διεκδικήσουν οικονομικά, κοινωνικά και εργασιακά δικαιώματα για την εργατική τάξη.
Σε πολλές συνταγματικές δημοκρατίες, από την στιγμή που δημιουργήθηκε ένα ισχυρό βασικό εκλογικό σώμα για ένα σύστημα βασισμένο στα δικαιώματα, τα κοινωνικά κινήματα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν ετούτο το σύστημα για να επεκτείνουν τα δικαιώματα στις αποκλεισμένες ομάδες. Οι υπέρμαχοι των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ίσως θέλουν να εξηγήσουν τις νίκες του κινήματος κατά της δουλείας, τη μη βίαιη εκστρατεία του Γκάντι για την ανεξαρτησία της Ινδίας, και τον ειρηνικό αγώνα του Κινγκ για τα ατομικά δικαιώματα ως αποτέλεσμα του ασυμβίβαστου ιδεαλισμού τους. Αλλά οι επιτυχίες τους εξαρτήθηκαν πάνω από όλα από την κινητοποίηση και την διατήρηση μαζικών κοινωνικών κινημάτων που βασίζονται σε ευρείες ηθικές αρχές, οι οποίες κέρδισαν την συμπάθεια των ισχυρών πλειοψηφιών στις δικές τους κοινωνίες. Για να νικήσουν, οι ακτιβιστές με αρχές, τα μαζικά κινήματα και τα προοδευτικά πολιτικά κόμματα συντονίστηκαν όλα μαζί, κάνοντας, μεταξύ άλλων, αποτελεσματικές διαπραγματεύσεις για την απόκτηση πολιτικής εξουσίας.
Αναλογιστείτε τους Αμερικανούς υπέρμαχους της κατάργησης της δουλείας. Αυτή η πτέρυγα του κινήματος κατά της δουλείας κατέρρεε στα τέλη της δεκαετίας του 1830, ως αποτέλεσμα των εσωτερικών διαιρέσεων και της εχθρότητας της βόρειας λευκής εργατικής τάξης, η οποία ήταν επιφυλακτική όσον αφορά τον ανταγωνισμό από την εργασία των μαύρων στις πολιτείες της. Αλλά παρέμενε αρκετά ισχυρή στον υπερ-θρησκευόμενο βορρά της πολιτείας της Νέας Υόρκης ώστε να διατηρήσει την αποφασιστική ισορροπία δυνάμεων στις προεδρικές εκλογές του 1844, οι οποίες έφεραν αντιμέτωπο τον γερουσιαστή του Κεντάκι, του [κόμματος] Whig (στμ: ένα από τα δύο μεγάλα κόμματα των μέσων του 19ου αιώνα), Henry Clay, ο οποίος ήταν αμφίσημος όσον αφορά την δουλεία, εναντίον του υπέρμαχου της δουλείας, Δημοκρατικού James K. Polk. Οι Νεοϋορκέζοι υπέρμαχοι της κατάργησης της δουλείας εγκατέλειψαν τους Whigs και ψήφισαν έναν ασυμβίβαστο υποψήφιο τρίτου κόμματος, [ο οποίος τασσόταν] κατά της δουλείας, εκλέγοντας ακούσια τον Polk, ο οποίος προετοίμασε το έδαφος για τον Μεξικανικό Πόλεμο (Mexican War) και την επέκταση της δουλείας προς δυσμάς. Ο πραγματιστής πολιτικός των Whig, Αβραάμ Λίνκολν, διδάχθηκε από το λάθος των υπέρμαχων της κατάργησης της δουλείας. Στην δική του προεκλογική εκστρατεία, δημιούργησε έναν επιτυχημένο Ρεπουμπλικανικό συνασπισμό κατά της δουλείας, υποσχόμενος στους ρατσιστές βόρειους λευκούς εργάτες ότι θα απαγόρευε την εργασία μαύρων σκλάβων στις δυτικές περιοχές, όπου οι λευκοί ήλπιζαν να εγκατασταθούν. Ήταν ένας δυσάρεστος συμβιβασμός, απαραίτητος ωστόσο για να εμψυχώσει τους αντιπάλους της δουλείας. Ο Λίνκολν νίκησε και μέχρι το 1865, η δουλεία είχε απαγορευτεί παντού στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Μολονότι οι σημερινοί ακτιβιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχουν διδαχθεί κάποιες ρεαλιστικές τεχνικές από την δουλειά δεκαετιών στην βάση, εξακολουθούν να προτιμούν τις ιδεαλιστικές καταγγελίες από την αποτελεσματική σύναψη συμφωνιών, και αποφεύγουν την οικοδόμηση πιθανώς απείθαρχων μαζικών κινημάτων. Σε έναν σχολιασμό του 2013, ο Neier ανησύχησε ότι η ισχύς της «μαζικής κινητοποίησης» ίσως «χρησιμοποιείτο καταχρηστικά», κάτι που είπε ότι δεν θα συνέβαινε σε έναν επίλεκτο, με επαγγελματικά χαρακτηριστικά οργανισμό. Όμως, όπως παραδέχτηκε ο Kenneth Roth, ο απερχόμενος εκτελεστικός διευθυντής του Παρατηρητηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, σε ένα δοκίμιο του 2004, ο οργανισμός και οι σύμμαχοι του πάσχουν από «σχετική αδυναμία στην κινητοποίηση μεγάλου αριθμού ανθρώπων σε αυτό το στάδιο της εξέλιξής μας».
ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗ
Η δημοκρατική αυτό-διακυβέρνηση που στηρίζεται στα φιλελεύθερα πολιτικά δικαιώματα είναι μακράν η πιο δημοφιλής, επιτυχημένη και ρεαλιστική μορφή σύγχρονης κοινωνικής οργάνωσης. Παραμερίζοντας τα μικρά πετρο-κράτη και την Σιγκαπούρη, καμία χώρα δεν έχει προοδεύσει πέρα από την παγίδα του μεσαίου εισοδήματος -ή το 25% του κατά κεφαλήν ΑΕΠ των ΗΠΑ- χωρίς να υιοθετήσει το πλήρες οπλοστάσιο των φιλελεύθερων δημοκρατικών πολιτικών και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η Κίνα παραμένει κολλημένη στο 16% του επιπέδου των ΗΠΑ, με βάση τα δεδομένα της Παγκόσμιας Τράπεζας για το 2020 (χρησιμοποιώντας τη μέθοδο μέτρησής της για τις ανεπτυγμένες χώρες). Και η άνοδος της Κίνας ήταν δυνατή μόνο διότι οι φιλελεύθερες δυνάμεις επέτρεψαν στην χώρα να συνδεθεί στην ανοιχτή παγκόσμια οικονομία της αγοράς που αυτές είχαν οργανώσει. Οι φιλελεύθερες δημοκρατίες βρίσκονται επίσης στην πλευρά του νικητή σε κάθε αναμέτρηση για την παγκόσμια ηγεμονία τους τελευταίους δύο αιώνες, διότι είναι οι καλύτερες ρεαλίστριες —καλύτερες στο να συνάπτουν και να διατηρούν συμμαχίες, λιγότερο απειλητικές για τους αναποφάσιστους και πιο συνετές στην αποφυγή του είδους της αυτοκαταστροφικής επιθετικότητας που συνεχίζει να μαστίζει τις αυταρχικές μεγάλες δυνάμεις.
Η εμπειρική έρευνα σχετικά με τις συνθήκες που στηρίζουν τα επιτυχημένα συστήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων δείχνει ότι αυτά τα δικαιώματα συσχετίζονται πιο έντονα με την ειρήνη, καθώς ο πόλεμος αναπόφευκτα φέρνει έναν χείμαρρο καταπατήσεων των δικαιωμάτων. Η δημοκρατία και ένα πλήθος παραγόντων που συμβάλλουν στην προώθηση της σταθερής δημοκρατίας έρχονται δεύτεροι. Αυτοί οι παράγοντες περιλαμβάνουν ένα αρκετά υψηλό κατά κεφαλήν ΑΕΠ· τους βασισμένους σε κανόνες, μη διεφθαρμένους διοικητικούς και νομικούς θεσμούς· την διαφοροποιημένη οικονομία (ειδικά μια [οικονομία] που δεν βασίζεται μόνο στο πετρέλαιο και στο φυσικό αέριο)· την συναίνεση με την οποία οι άνθρωποι θα μπορούν να ασκούν το δημοκρατικό τους δικαίωμα στην εθνική αυτοδιάθεση· και την υποστηρικτική διεθνή γειτονιά φιλελεύθερων δημοκρατικών κρατών.
Δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη, λοιπόν, ότι, ιστορικά, η φιλελεύθερη δημοκρατία και ο ακτιβισμός για τα φιλελεύθερα δικαιώματα είναι αδιαίρετοι, με τον καθένα να εξαρτάται από την επιτυχία του άλλου. Αλλά σήμερα, το αντιπαραγωγικό αποτέλεσμα της κραυγαλέας υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων επιδεινώνει το πρόβλημα της δημοκρατικής διολίσθησης και περιπλέκει την γεωπολιτική αναμέτρηση της δημοκρατίας εναντίων των όλο και πιο διεκδικητικών δικτατοριών. Η εισαγωγή του Roth στην Παγκόσμια Έκθεση του Παρατηρητηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για το 2022 έχει δίκιο που τονίζει ότι η επίλυση της σύγχρονης κρίσης της δημοκρατίας είναι το κλειδί για την βελτίωση των παγκόσμιων ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Αλλά η συνταγή του βασίζεται πολύ σε αυτό που αποκαλεί «καταγγελία» της απολυταρχίας. Η ηθικολογική διαπόμπευση δεν παρέχει μια παράκαμψη προς την δημοκρατία που είναι βασισμένη στα δικαιώματα, όταν από τα κράτη λείπουν οι προϋποθέσεις για την δημιουργία της. Η Αραβική Άνοιξη δεν κατάφερε να φέρει ούτε την δημοκρατία ούτε τα ανθρώπινα δικαιώματα, όχι διότι έλειπε η ρητορική με αρχές από τους ακτιβιστές, αλλά διότι οι κοινωνικές συνθήκες για αμφότερα ήταν αδύναμες ή απούσες σε όλα τα κράτη. Έως ότου δημιουργηθούν τουλάχιστον κάποιες από τις συνθήκες που θα διευκολύνουν, το πρωταρχικό καθήκον των υποστηρικτών των δικαιωμάτων είναι να βρουν μια ρεαλιστική οδό για την εφαρμογή τους.
ΠΕΙΣΤΙΚΗ ΙΣΧΥΣ
Στο σημερινό τεταμένο πολιτικό σκηνικό, θα είναι δύσκολο να συνδυαστεί αποτελεσματικά η αρχή και ο ρεαλισμός. Αλλά οι πολιτικοί και οι ακτιβιστές που επιλέγουν την δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα μπορούν να ξεκινήσουν διασφαλίζοντας ότι τα κεντρικά συστήματα λειτουργίας της φιλελεύθερης δημοκρατικής τάξης πραγμάτων δουλεύουν όπως θα έπρεπε, για να παράσχουν συλλογικά οφέλη, μέσω της ανοιχτής παγκόσμιας οικονομίας, μέσω των συστημάτων στρατιωτικών συμμαχιών που προστατεύουν τους φιλελευθεροποιούμενους εταίρους από την αυταρχική επιθετικότητα, και μέσω του ελεύθερου λόγου και της πληροφορίας.
Αυτή η δουλειά δεν θα είναι εύκολη. Η αυξανόμενη οικονομική ανισότητα και η συντριπτική ροή παραπληροφόρησης [12] έχουν αμαυρώσει την ελκυστικότητα του συστήματος που βασίζεται στα δικαιώματα. Ένας βασικός λόγος για αυτό -και μια πηγή λαϊκιστικής αντίδρασης εναντίον της φιλελεύθερης τάξης πραγμάτων- είναι η άνοδος του ελευθερισμού (libertarianism), ο οποίος έχει επισκιάσει την ιδέα ότι το φιλελεύθερο κράτος θα έπρεπε να ρυθμίζει τις οικονομικές αγορές και ότι οι υπεύθυνοι δημοσιογράφοι θα έπρεπε να ασκούν εποπτεία στην αγορά των ιδεών. Για να αρχίσουν να αναβιώνουν το σύστημα που βασίζεται στα δικαιώματα, οι δημοκρατικές χώρες και οι ομάδες προάσπισης των δικαιωμάτων μπορούν να εργαστούν για να επιβάλουν πολύ αυστηρότερους κανόνες για το διεθνές ξέπλυμα χρήματος, την φοροδιαφυγή, την απόκρυψη κλεμμένων περιουσιακών στοιχείων και την παγκόσμια διασπορά ρητορικής μίσους , δυσφήμισης και ψευδών πληροφοριών .
Τα φιλελεύθερα κράτη πρέπει επίσης να μετριάσουν τον τρόπο με τον οποίο επεκτείνουν την εμβέλειά τους, ανοίγοντας υπό όρους την πόρτα σε νέες χώρες για να ενταχθούν οικειοθελώς στις τάξεις τους, αντί να κάνουν ανυπόμονες, επιθετικές πωλήσεις των φιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, για παράδειγμα, πέτυχε να φέρει σταθερή, δημοκρατική διακυβέρνηση σε μεγάλο μέρος της μεταψυχροπολεμικής Ευρώπης, περιμένοντας σωστά από τις χώρες να υποβάλουν αίτηση για ένταξη και απαιτώντας στην συνέχεια μια αυστηρή μαθητεία ώστε να επιτύχουν τα πρότυπα διακυβέρνησης, νομοθεσίας και δικαιωμάτων του κλαμπ. (Ακόμα και σε αυτή την περίπτωση, οι όροι της ΕΕ είναι κάποιες φορές πολύ χαλαροί, όπως αποδεικνύει η δημοκρατική διολίσθηση στην Ουγγαρία και στην Πολωνία.) Αλλά αλλού, οι απότομες μεταβάσεις σε επιφανειακά Δυτικού τύπου συστήματα, που απαιτήθηκαν κάποιες φορές από ανήσυχους δημοκρατικούς ευεργέτες, επιβλήθηκαν σε αφρικανικά [κράτη] και σε κράτη της Μέσης Ανατολής από τα οποία έλειπαν οι θεσμικές, δημογραφικές και οικονομικές προϋποθέσεις για την επιτυχία. Τα αποτελέσματα σε μέρη όπως το Μπουρούντι, το Ιράκ και η Ρουάντα ήταν συχνά βραχύβια και τελικά οδήγησαν σε αιματοχυσία.
Η αποφυγή της επιθετικής πώλησης θα απαιτήσει από τα φιλελεύθερα κράτη και τους ακτιβιστές να μετριάσουν τον νομικισμό, την ηθικολογία και τον οικουμενισμό τους. Αντίθετα, θα έπρεπε να απευθυνθούν στο προσωπικό συμφέρον των ισχυρών εθνικών πλειοψηφιών, δίνοντας έμφαση σε δημοφιλή ζητήματα όπως η καταπολέμηση της διαφθοράς και η ευρεία οικονομική ευημερία. Η πρώτη είναι ιδιαίτερα σημαντική. Το ένα τρίτο των πρόσφατων μαζικών διαδηλώσεων παγκοσμίως έχουν οργανωθεί από τοπικές ομάδες για να καταγγείλουν την διαφθορά. Αλλά οι μεγάλες διεθνικές οργανώσεις για τα δικαιώματα έχουν συμμετάσχει σε αυτές τις προσπάθειες μόνο αφότου το κράτος έχει καταστείλει τις διαδηλώσεις, και τότε μόνο για να αντιταχθούν στην καταστολή — όχι στην διαφθορά. Η πιο άμεση κινητοποίηση κατά της διαφθοράς θα παρείχε στο κίνημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ένα κορυφαίο ζήτημα, ένα [ζήτημα] που είναι βασικό για την ενδυνάμωση του κράτους δικαίου. Οι ομάδες για τα δικαιώματα ήθελαν επίσης να πείσουν τα κράτη να αποκαλέσουν «γενοκτονία» την πρακτική της Κίνας να στέλνει την μειονότητα των Ουιγούρων σε δίκτυα στρατοπέδων συγκέντρωσης. Αλλά τέτοιες κατηγορίες οδηγούν σε μια άτακτη άσκηση εννοιολογικής σχολαστικότητας. Αντίθετα, η επιβολή αυστηρών ορίων στις εξαγωγές που βασίζονται στην καταναγκαστική εργασία, όπως αυτή που εκτελούν οι φυλακισμένοι Ουιγούροι, υπογραμμίζει ένα ζήτημα για το οποίο οι ξένοι εμπορικοί εταίροι έχουν σαφές έννομο συμφέρον και προσωπικό συμφέρον. Οι ομάδες της κοινωνίας των πολιτών μπορούν να οργανώσουν διαρκή μποϊκοτάζ για να δείξουν ότι οι υπερασπιστές των δικαιωμάτων μιλούν σοβαρά. Αυτό διεκδικεί μια θέση που υποστηρίζει την δίκαιη μεταχείριση όλων των Κινέζων εργαζομένων και δημιουργεί ένα κίνητρο για την Κίνα να βελτιώσει τα συστήματα λογοδοσίας της και τα πρότυπα εργασίας της.
Πράγματι, κατά καιρούς, οι υποστηρικτές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων θα θέλουν να αποφύγουν εντελώς την διαπόμπευση και αντ’ αυτής να προσεγγίσουν την δουλειά τους με έναν τρόπο που μοιάζει περισσότερο με την συμβουλευτική για θέματα διαχείρισης – δίνοντας έμφαση στις πνευματώδεις συμβουλές, στην επενδυτική νοοτροπία και στα θετικά κίνητρα – αντί να επιτίθενται στα πολιτισμικά ελαττώματα μιας κοινωνίας. Η έρευνα δείχνει, για παράδειγμα, ότι οι βαθιά ριζωμένες καταπατήσεις των δικαιωμάτων των γυναικών, όπως ο παιδικός γάμος και το κόψιμο των γυναικείων γεννητικών οργάνων, μειώνονται όταν οι κάτοικοι έχουν αυξημένη πρόσβαση στα διεθνή media, όταν οι γυναίκες έχουν καλύτερες ευκαιρίες εργασίας έξω από το σπίτι και όταν οι κοινότητες εκσυγχρονίζονται τουλάχιστον εν μέρει. — όλες θετικές μεταρρυθμίσεις που σε γενικές γραμμές ενισχύουν τις οικονομίες. Η διαπόμπευση των κρατών για «οπισθοδρόμηση», αντίθετα, μπορεί να έχει το αντίθετο από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, πολιτικοποιώντας πρακτικές που είναι συμβολικές της πολιτισμικής ταυτότητα μιας χώρας, τροφοδοτώντας με την σειρά τους αντιδράσεις κατά των δικαιωμάτων των γυναικών.
Αυτό δεν σημαίνει ότι τα φιλελεύθερα κράτη και οι ακτιβιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν πρέπει να είναι σαφείς ως προς τις αρχές. Σημαίνει ότι πρέπει να είναι προσεκτικοί και στρατηγικοί σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο προωθούν αυτές τις αξίες. Ετούτο περιλαμβάνει επίσης την αποφυγή αναποτελεσματικών απαιτήσεων. Ο Μπάιντεν αποκάλεσε τον Πούτιν «εγκληματία πολέμου» που «δεν μπορεί να παραμείνει στην εξουσία», αλλά δεν έχει κανέναν εύλογο τρόπο να εκπληρώσει αυτή την προκλητική δήλωση. Μολονότι αυτού του είδους οι κενές περιεχομένου καταδίκες ίσως αποφέρουν βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα που προκαλούν ευχαρίστηση, τελικά μοιάζουν με υποκρισία, ακόμα κι αν είναι ειλικρινείς. Και όπως σημειώνει σε ένα πρόσφατο βιβλίο η βετεράνος ακτιβίστρια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων Priscilla Hayner, πραγματικά υπάρχουν ανταλλάγματα μεταξύ της ειρήνης και της δικαιοσύνης. Το να απειληθούν οι στρατιωτικές ελίτ και άλλοι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής με φυλάκιση θα μπορούσε, για παράδειγμα, να αποκλείσει το να τους προσφερθεί άσυλο ή αμνηστία εάν συμβάλουν στον τερματισμό του πολέμου – και ο πόλεμος, εν τέλει, είναι η πιο σοβαρή αιτία καταπάτησης των δικαιωμάτων. Η άσκηση της εισαγγελικής διακριτικής ευχέρειας «προς το συμφέρον της δικαιοσύνης», όπως το θέτει το καταστατικό του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου (International Criminal Court), συνεπάγεται την διαχείριση αυτού του ανταλλάγματος με την ανάληψη τακτικά έξυπνων ερευνών, αναβάλλοντας παράλληλα τις άκαιρες κατηγορίες.
Τα ανθρώπινα δικαιώματα, παρά τα πρόσφατα εμπόδια, παραμένουν τα πιο ισχυρά όπλα στο οπλοστάσιο της δημοκρατίας. Ο αποτελεσματικός χειρισμός αυτών των όπλων απαιτεί την κατανόηση ότι η ισχύς αυτών των δικαιωμάτων έγκειται στην επίκληση τους στο προσωπικό συμφέρον και ότι πρέπει να υποστηρίζονται από έναν σταθερά κατασκευασμένο πολιτικό συνασπισμό που φέρνει αξιόπιστα αποτελέσματα. Η ισχύς οδηγεί· τα δικαιώματα ακολουθούν.