Η ψευδής υπόσχεση μιας προσέγγισης «Πρώτα η Ασία»
Ο πόλεμος στην Ουκρανία πυροδότησε μια αινιγματική εξέλιξη στην σκέψη για την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ. Ταυτόχρονα με την άνοδο της συνεργασίας ΗΠΑ-Ευρώπης, μια ομάδα Αμερικανών μελετητών, αναλυτών, και σχολιαστών με επιρροή έχει αρχίσει να πιέζει τις Ηνωμένες Πολιτείες να προετοιμαστούν να περιορίσουν ριζικά την δέσμευσή τους στην Ευρώπη. Η βασική ιδέα δεν είναι καινούργια: ρεαλιστές προσανατολισμένοι στον περιορισμό, όπως η Emma Ashford, ο John Mearsheimer, ο Barry Posen, και ο Stephen Walt, έχουν ζητήσει εδώ και καιρό από τις Ηνωμένες Πολιτείες να επανεξετάσουν την στάση ασφαλείας τους στην Ευρώπη.
Τώρα, ωστόσο, έχει προστεθεί σε αυτούς μια σημαίνουσα ομάδα «γερακιών» για την Κίνα, με επικεφαλής τον πρώην αξιωματούχο του Πενταγώνου, Elbridge Colby, η οποία υποστηρίζει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να περιορίσουν τις ευρωπαϊκές δεσμεύσεις τους. Η κύρια διαμάχη, πιστεύει αυτή η ομάδα, είναι στον Ινδο-Ειρηνικό, ενάντια στην Κίνα -και η Ουάσιγκτον πρέπει να επικεντρώσει όλους τους πόρους της σε αυτή την αντιπαράθεση.
Οι συγκεκριμένες επιθυμίες αυτών των ρεαλιστών και γερακιών είναι συχνά ασαφείς, συνδυάζοντας ακαθόριστες περικοπές στις δυνάμεις των ΗΠΑ στην Ευρώπη με απαιτήσεις από την Ευρώπη να ενισχύσει την δική της ασφάλεια, αν και χωρίς απαραίτητα να καλεί την Ουάσιγκτον να εγκαταλείψει το ΝΑΤΟ. Αλλά εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες θέλουν να μειώσουν τις υποχρεώσεις τους προς το ΝΑΤΟ, να προχωρήσουν ολοκληρωτικά στην αντιμετώπιση της κινεζικής απειλής, όπως υποστηρίζουν ότι θα έπρεπε, θα πρέπει να περικόψουν τις δυνάμεις τους στην Ευρώπη και τουλάχιστον να εγείρουν την πιθανότητα αποχώρησης από την συμμαχία.
Σε ένα εννοιολογικό επίπεδο, αυτή η ιδέα είναι τολμηρή και προκαλεί σκέψεις. Θεωρητικά, ενδυναμώνοντας τους συμμάχους να αναλάβουν την ηγεσία στην Ευρώπη και απελευθερώνοντας τους πόρους των ΗΠΑ για την χρήση στην Ασία, η Ουάσιγκτον μπορεί να ενισχύσει σημαντικά την στάση της στον Ινδο-Ειρηνικό. Αλλά μια πιο προσεκτική ματιά στις δυναμικές που παίζονται δείχνει πόσο αυτοκαταστροφική θα ήταν στην πράξη μια τέτοια αλλαγή. Αντί να ενισχυθεί το χέρι της Ουάσιγκτον στην Ασία, το αποτέλεσμα θα μπορούσε να είναι να αποδυναμωθούν άσχημα οι Ηνωμένες Πολιτείες στον αυξανόμενο ανταγωνισμό τους με την Κίνα.
ΜΗΛΑ ΜΕ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΑ
Καταρχάς, η εναλλαγή μεταξύ της Ευρώπης και του Ινδο-Ειρηνικού δεν είναι τόσο μεγάλη όσο προτείνουν ορισμένοι σκεπτικιστές. Οι στρατιωτικές ανάγκες των δύο περιοχών είναι αρκετά διαφορετικές. Ο Ινδο-Ειρηνικός, λόγω των τεράστιων αποστάσεων και του θαλάσσιου προσανατολισμού του, επιβαρύνει πρωτίστως τα εναέρια και θαλάσσια μέσα των ΗΠΑ (αν και οι χερσαίες δυνάμεις έχουν ουσιαστικό ρόλο)˙ η Ευρώπη απαιτεί πιο μυώδη χερσαία δύναμη. Και τα δύο θέατρα όντως θέτουν απαιτήσεις για κοινές δυνατότητες, συμπεριλαμβανομένης της αεροπορικής και πυραυλικής άμυνας και προηγμένων πυρομαχικών, αλλά το Υπουργείο Άμυνας αγοράζει τώρα περισσότερα, και οι σύμμαχοι μπορούν να βοηθήσουν σε αυτούς τους τομείς. Εν πάση περιπτώσει, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα πρέπει να κρίνουν την εναλλαγή ενάντια σε κάποια μυθική ικανότητα να πολεμούν δύο τεράστιους, ταυτόχρονους πολέμους, αλλά αν μπορούν να διατηρήσουν μια αξιόπιστη στάση εν καιρώ ειρήνης και στα δύο θέατρα.
Η μακροχρόνια κατηγορία ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες αφιερώνουν άσκοπα πόρους στην Ευρώπη είναι επίσης εσφαλμένη. Το 2018, για παράδειγμα, μια εκτίμηση του συνολικού κόστους των συνεισφορών των ΗΠΑ στους προϋπολογισμούς του ΝΑΤΟ, των αμερικανικών δυνάμεων στην Ευρώπη, των προγραμμάτων της Ευρωπαϊκής Πρωτοβουλίας Αποτροπής, και της βοήθειας για την ασφάλεια ανήλθε σε περίπου 36 δισεκατομμύρια δολάρια, που ήταν λιγότερο από το 6% του αμυντικού προϋπολογισμού των ΗΠΑ εκείνο το έτος. Με την απόφαση της κυβέρνησης Μπάιντεν να αναπτύξει περίπου 20.000 επιπλέον στρατεύματα στην Ευρώπη μετά τον Φεβρουάριο του 2022, αυτός ο λογαριασμός αυξήθηκε, αλλά μόνο προσωρινά. Ο αμυντικός προϋπολογισμός του 2024 είναι στα 842 δισεκατομμύρια δολάρια, από τα οποία οι ευρωπαϊκές δεσμεύσεις των Ηνωμένων Πολιτειών αντιπροσωπεύουν μόνο ένα μικρό κλάσμα.
Οι υποστηρικτές της αποδέσμευσης από την Ευρώπη συχνά αγνοούν ένα δυσάρεστο γεγονός. Ο μόνος τρόπος για να ξεφύγουν σημαντικά από τις ευρωπαϊκές δεσμεύσεις θα ήταν οι Ηνωμένες Πολιτείες να κάνουν το πιο ακραίο και επικίνδυνο βήμα αποχώρησης από το ΝΑΤΟ –ένα βήμα που ελάχιστοι, αν όχι κανένας, από τους επικριτές της Ευρώπης προτείνουν. Ωστόσο, θα ήταν απαραίτητο: κανένα άλλο μέτρο δεν θα οδηγούσε σε μεγάλες μειώσεις. Αν, για παράδειγμα, οι Ηνωμένες Πολιτείες επιδιώκουν απλώς να μειώσουν την παρουσία τους στην Ευρώπη αλλά να παραμείνουν στο ΝΑΤΟ, θα πρέπει να διατηρήσουν επαρκείς δυνάμεις και ικανότητες για να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους στο ΝΑΤΟ. Ο λογαριασμός για την άμυνα των ΗΠΑ δεν θα συρρικνωνόταν κατά πολύ.
Τα συμφέροντα των ΗΠΑ αποκλείουν κάθε πλήρη διαχωρισμό από την Ευρώπη. Σκεφτείτε τι θα συνέβαινε εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες εγκατέλειπαν το ΝΑΤΟ για να επικεντρωθούν στον Ινδο-Ειρηνικό και στην συνέχεια η Ρωσία αποφάσιζε να επιτεθεί σε μια από τις χώρες της Βαλτικής ή στην Πολωνία. Είναι αδιανόητο ένας πρόεδρος των ΗΠΑ να μπορεί να κάθεται και να μην κάνει τίποτα καθώς η Ευρώπη θα πάλευε για την ζωή της ενάντια σε έναν βάναυσο αυταρχικό ηγέτη. Μια τέτοια αδράνεια θα ήταν ιδιαίτερα απίθανη αν η Ρωσία έπαιρνε μεγάλη βοήθεια από την Κίνα, την ίδια την δύναμη που οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν κάνει στροφή για να αμφισβητήσουν. Αν είναι σχεδόν βέβαιο ότι ένας ευρωπαϊκός πόλεμος θα προκαλέσει τις Ηνωμένες Πολιτείες, τότε ο καλύτερος τρόπος για να αποφευχθεί το τεράστιο κόστος και ο κίνδυνος είναι να μην κάνουν τσιγκουνιές σε καιρό ειρήνης. Η πιο οικονομική επιλογή είναι να παραμείνουν, να ενισχύσουν τις υπάρχουσες συμμαχίες, και να αποτρέψουν εξαρχής τον πόλεμο. Επιπλέον, η αυξανόμενη εταιρική σχέση μεταξύ Ρωσίας και Κίνας σημαίνει ότι η Ευρώπη και ο Ινδο-Ειρηνικός είναι πλέον άρρηκτα συνδεδεμένοι. Όσο και αν επιθυμούν οι Ηνωμένες Πολιτείες να δώσουν προτεραιότητα στη μια περιοχή έναντι της άλλης, η υποχώρηση από την Ευρώπη θα ενδυναμώσει την Ρωσία, τον πρωταρχικό εταίρο και σύμμαχο της Κίνας, ακόμη και όταν τροφοδοτεί τα αφηγήματα του Πεκίνου για την παρακμή των ΗΠΑ και τον θρίαμβο της απολυταρχίας.
Η πρόταση για την μετακίνηση στρατευμάτων από την Ευρώπη για την ενίσχυση του Ινδο-Ειρηνικού παρερμηνεύει τις απαιτήσεις για αποτροπή. Η Κίνα είναι πολύ πιθανό να επιτεθεί στην Ταϊβάν [3] αν απελπιστεί, πιστεύοντας ότι θα χάσει κάθε ελπίδα για ενοποίηση εάν αποτύχει να δράσει. Σε μια τέτοια στιγμή, το Πεκίνο είναι απίθανο να αποτραπεί από μέτριες πρόσθετες δυνατότητες που μετατοπίζονται από την Ευρώπη. Πράγματι, μια τέτοια αναδιάταξη θα μπορούσε εύκολα να πυροδοτήσει την κινεζική κλιμάκωση σηματοδοτώντας την έναρξη μιας πιο αποφασιστικής φάσης των προσπαθειών των ΗΠΑ να «περιορίσουν» την Κίνα. Με άλλα λόγια, η δραματική επίδειξη της αποδέσμευσης των ΗΠΑ από την Ευρώπη για την ενίσχυση της στρατιωτικής τους παρουσίας στον Ινδο-Ειρηνικό θα μπορούσε κάλλιστα να προκαλέσει πόλεμο παρά να τον αποτρέψει.
Η ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΕΧΕΙ ΤΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ
Οι Ηνωμένες Πολιτείες αποκομίζουν επίσης διάφορα οφέλη από την συμμετοχή τους στο ΝΑΤΟ τα οποία συμβάλλουν άμεσα στην παγκόσμια στρατιωτική τους αποτελεσματικότητα, συμπεριλαμβανομένου του Ινδο-Ειρηνικού. Η συνεργασία της Ουάσιγκτον με τους Ευρωπαίους συμμάχους σε τομείς συμπεριλαμβανομένων των συντονισμένων επιχειρήσεων άμυνας βαλλιστικών πυραύλων, ενισχύει τις δραστηριότητες που μπορούν να χρησιμοποιήσουν οι Ηνωμένες Πολιτείες για την αντιμετώπιση απειλών πέρα από την Ευρώπη. Η συμμετοχή των ΗΠΑ σε ασκήσεις του ΝΑΤΟ —για παράδειγμα, η εκπαίδευση σε περιοχές της Αρκτικής με φινλανδικά και νορβηγικά στρατεύματα ή η εξάσκηση σε αμφίβιες επιχειρήσεις με την Σουηδία— βελτιώνει τις δεξιότητες των δυνάμεων των ΗΠΑ. Η σθεναρή απάντηση του ΝΑΤΟ σε άλλα είδη απειλών, συμπεριλαμβανομένων των εκστρατειών παραπληροφόρησης, έχει δημιουργήσει γνώσεις που ενημερώνουν τις ΗΠΑ και τις απαντήσεις των εταίρων αλλού μέσω ανταλλαγής πληροφοριών, κοινού σχεδιασμού και ασκήσεων, και συνδυασμένης ανάλυσης. Οι σύμμαχοι του ΝΑΤΟ αναπτύσσουν επίσης δυνατότητες για κοινές πληροφορίες και στόχευση σε κοινό χώρο μάχης, μια προσπάθεια που είναι πιθανό να προσφέρει κρίσιμα διδάγματα για παρόμοιες πρωτοβουλίες στον Ινδο-Ειρηνικό. Τέλος, το ΝΑΤΟ έχει αρχίσει να εργάζεται για την καταπολέμηση του κυβερνοπολέμου, ανακοινώνοντας μια ολοκληρωμένη πολιτική άμυνας στον κυβερνοχώρο (Comprehensive Cyber Defense Policy), σχηματίζοντας ομάδες ταχείας αντίδρασης στον κυβερνοχώρο (Cyber Rapid Reaction), και χτίζοντας ένα Κέντρο Αριστείας Κυβερνοάμυνας (Cyber Defense Center of Excellence) στην Εσθονία, για ανταλλαγή πληροφοριών, ανάπτυξη κοινών σχεδίων και κανόνων για την κυβερνοάμυνα, και συμμετοχή σε κοινή εκπαίδευση και ασκήσεις.
Τα πλεονεκτήματα που προσφέρει το ΝΑΤΟ στην Ουάσιγκτον, λοιπόν, δεν περιορίζονται στην Ευρώπη. Πράγματι, είναι ολοένα και πιο σαφές ότι, σε περίπτωση σύγκρουσης στον Ινδο-Ειρηνικό, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα καλούσαν το ΝΑΤΟ για βοήθεια. Αν και έχει συχνά υποτεθεί ότι η συμμαχία θα ήταν θεατής σε πολέμους αλλού, μια μεγάλη σύγκρουση με την Κίνα θα αμφισβητήσει αυτές τις υποθέσεις. Όπως περιγράφεται από εμπειρογνώμονες άμυνας, συμπεριλαμβανομένων των Jeffrey Engstrom, Mark Cozad, και Tim Heath, το κινεζικό στρατιωτικό δόγμα απαιτεί παραλυτικά χτυπήματα κατά των στρατιωτικών, κοινωνικών, και πολιτικών συστημάτων ενός εχθρού στην αρχή του πολέμου. Τέτοιες επιθέσεις θα μπορούσαν κάλλιστα να φτάσουν στις ηπειρωτικές Ηνωμένες Πολιτείες, κάτι που θα παρείχε τουλάχιστον θεωρητικά λόγους για τους ηγέτες του ΝΑΤΟ να επικαλεστούν το Άρθρο 5, απαιτώντας από τα άλλα μέλη της συμμαχίας να έρθουν στην βοήθεια της Ουάσιγκτον. Πράγματι, υπάρχει προηγούμενο για ένα τέτοιο αίτημα: το ΝΑΤΟ επικαλέστηκε το Άρθρο 5 μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η γενική πεποίθηση ήταν -και δικαίως παραμένει- ότι οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις θα είναι πρόθυμες να αποφύγουν μια σύγκρουση ΗΠΑ-Κίνας. Αυτή η επιθυμία έγινε σαφής από την δήλωση του Γάλλου προέδρου, Εμμανουέλ Μακρόν, στις αρχές Απριλίου ότι η Ευρώπη δεν πρέπει να «εμπλακεί σε κρίσεις που δεν είναι δικές μας». Αλλά ένα μαζικό χτύπημα στις δυνάμεις των ΗΠΑ ή στις ίδιες τις Ηνωμένες Πολιτείες μπορεί να αφήσει τους Ευρωπαίους ηγέτες με ελάχιστες επιλογές από το να βοηθήσουν με κάποιο τρόπο. Και τα τελευταία χρόνια, οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι της Αμερικής έχουν πλησιάσει περισσότερο στην ανοιχτή υποστήριξη για τις δεσμεύσεις των ΗΠΑ στον Ινδο-Ειρηνικό. Αρκετά μέλη του ΝΑΤΟ, συμπεριλαμβανομένου του Καναδά, της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Ολλανδίας, και του Ηνωμένου Βασιλείου, έχουν στείλει πλοία στον Ινδο-Ειρηνικό. Μόνο το 2021, υπήρξαν 21 τέτοιες αναπτύξεις. Το ΝΑΤΟ εμβαθύνει επίσης τις θεσμικές του συνεργασίες με την Αυστραλία, την Ιαπωνία, την Νέα Ζηλανδία, και τη Νότια Κορέα αναγνωρίζοντας την κινεζική απειλή. Δεν προκαλούν έκπληξη όλες αυτές οι αναπτύξεις. Η Γαλλία έχει εδώ και καιρό παρουσία στον Ινδο-Ειρηνικό και εξακολουθεί να έχει πάνω από 7.000 στρατιώτες εκεί. Το Ηνωμένο Βασίλειο έχει επίσης ιστορικούς δεσμούς με την περιοχή και η συμμετοχή του, με την Αυστραλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, στο τριμερές σύμφωνο ασφαλείας AUKUS το έχει δεσμεύσει άμεσα με την ασφάλεια του Ινδο-Ειρηνικού. Τα επίσημα έγγραφα στρατηγικής του ΝΑΤΟ είναι όλο και πιο ξεκάθαρα στον προσδιορισμό της Κίνας ως απειλή.
Αυτές οι δεσμεύσεις παραμένουν άκρως υπό όρους, και τα μέλη του ΝΑΤΟ, με μικρότερες ναυτικές και αεροπορικές δυνάμεις και επίμονες ευρωπαϊκές και μεσογειακές ευθύνες, θα μπορούσαν να στείλουν μόνο μέτριες δυνάμεις στον Ινδο-Ειρηνικό. Ακόμη και σε περίπτωση εισβολής στην Ταϊβάν, πολλοί Ευρωπαίοι σύμμαχοι ίσως κάλλιστα να επιλέξουν να περιορίσουν την βοήθειά τους σε μη μαχητικούς ρόλους. Αλλά μια τέτοια υποστήριξη μπορεί να είναι κρίσιμη με πολλούς τρόπους: ανταλλαγή πληροφοριών˙ συνεργασία στον τομέα της κυβερνοάμυνας˙ αύξηση της παραγωγής πυρομαχικών˙ παροχή υλικοτεχνικών, ιατρικών, και άλλων λειτουργιών υποστήριξης˙ και πιθανή ανάπτυξη συμβολικών μονάδων σε άλλες χώρες του Ινδο-Ειρηνικού. Μια τέτοια βοήθεια θα μπορούσε να απαλλάξει τις Ηνωμένες Πολιτείες από άλλες ευθύνες, να καλύψει κενά και να στείλει ισχυρά μηνύματα για μια ενιαία απάντηση σε οποιαδήποτε περαιτέρω επιθετικότητα.
Ο στενός συντονισμός με την Ευρώπη είναι επίσης κρίσιμος για τις προσπάθειες των Ηνωμένων Πολιτειών να αντιταχθούν στην εκστρατεία της Κίνας να κυριαρχήσει στις νόρμες, τους κανόνες, και τους θεσμούς του διεθνούς συστήματος. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν να το κάνουν αυτό μόνες τους. Η ευρωπαϊκή υποστήριξη σε πολλά αναδυόμενα ζητήματα —από το κλίμα και τις απειλές στον κυβερνοχώρο έως την τεχνητή νοημοσύνη— θα είναι απαραίτητη για να διασφαλιστεί ότι αυτοί οι κανόνες δεν τίθενται με τρόπους που υπονομεύουν τα κοινά συμφέροντα. Είναι αλήθεια ότι κάποιο επίπεδο συνεργασίας θα συνεχιζόταν αν οι Ηνωμένες Πολιτείες αποχωρούσαν από την συμμαχία. Αλλά το πληγωμένο κύρος, τα αισθήματα εγκατάλειψης, και το πολιτικό χτύπημα που θα ξεσπούσε αν η Ουάσιγκτον θεωρείτο ότι αποκόπτετο από την Ευρώπη θα έκανε τις απογοητευμένες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις πιο αποφασισμένες να χαράξουν μια πορεία ανεξάρτητη από τους στόχους των ΗΠΑ. Τέλος, οι άλλοι θα παρακολουθούν οποιαδήποτε αποσύνδεση των ΗΠΑ από την Ευρώπη και θα βγάλουν τα συμπεράσματά τους. Η Ουάσιγκτον δύσκολα θα περίμενε από τις κυβερνήσεις του Ινδο-Ειρηνικού να εμπιστευθούν ένα έθνος που θα είχε αθετήσει τις δεσμεύσεις του προς τους πιο ένθερμους συμμάχους του. Το Πεκίνο θα αμφέβαλλε αν οι Ηνωμένες Πολιτείες που είχαν εγκαταλείψει την Ευρώπη θα εκπληρώσουν πραγματικά την δέσμευσή τους να υπερασπιστεί την Ταϊβάν.
ΕΓΩ ΕΠΙΣΗΣ, ΟΧΙ ΕΓΩ ΠΡΩΤΟΣ
Η πρόταση για την αποδέσμευση των Ηνωμένων Πολιτειών από την Ευρώπη παρερμηνεύει την τρέχουσα στρατηγική εποχή. Από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν υποστηρίξει τον διεθνή ρόλο τους ως χορηγού μιας κοινής τάξης αμοιβαίου οφέλους. Μετά από δύο δεκαετίες απειλών για το κύρος των ΗΠΑ -από το Ιράκ έως την οικονομική κρίση, το «πρώτα η Αμερική» και μέχρι το Αφγανιστάν- ο συντονισμός των απαντήσεων στην ρωσική επιθετικότητα στην Ουκρανία επιβεβαίωσε την αξία της αμερικανικής ηγεσίας.
Η απογύμνωση, ή ακόμη και η σημαντική υποβάθμιση, των ευρωπαϊκών δεσμεύσεων των Ηνωμένων Πολιτειών θα κατέστρεφε μεγάλο μέρος αυτής της συσσωρευμένης νομιμότητας. Θα επιβεβαίωνε την ζοφερή εικόνα που παρουσιάζουν τώρα η Κίνα και η Ρωσία για τις Ηνωμένες Πολιτείες ως ότι είναι ανελέητα ιδιοτελείς και συναλλακτικές, και θα υπονόμευε σοβαρά τις επίπονες προσπάθειες των Ηνωμένων Πολιτειών να χτίσουν την φήμη αυτής της σπάνιας μεγάλης δύναμης που προσφέρει κάτι στον κόσμο εκτός από καθαρή φιλοδοξία. Το κύριο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της χώρας στον διαγωνισμό με την Κίνα είναι το κυρίαρχο παγκόσμιο δίκτυο φίλων και συμμάχων της. Τώρα είναι η ώρα να ενισχύσουμε αυτούς τους πολυπόθητους δεσμούς —στην Ευρώπη και αλλού.