Οι παλιοί κανόνες εξακολουθούν να ισχύουν στη νέα εποχή των περιορισμένων συγκρούσεων
Η Ουκρανία ακολουθεί το πρότυπο του περιορισμένου πολέμου στην πυρηνική εποχή, απηχώντας ένα σενάριο που γράφτηκε στην Κορέα και έχει αντιγραφεί πολλές φορές έκτοτε. Αυτή δεν είναι μια νέα εποχή, μόνο μια νέα φάση στην παλιά.
Οι πρώτες αναλύσεις του πολέμου στην Ουκρανία έδωσαν έμφαση σε πολλούς μοναδικούς, ειδικούς στη περίσταση παράγοντες, όπως η περίπλοκη ιστορία της περιοχής, η περίπλοκη ψυχολογία του Ρώσου προέδρου, Βλαντιμίρ Πούτιν, και η χαρισματική ηγεσία του Ουκρανού προέδρου, Volodymyr Zelensky. Η σύγκρουση φαινόταν συγκλονιστικά καινούργια και τρομακτικά απρόβλεπτη, το τέλος μιας εποχής και η αρχή μιας άλλης, με περιγράμματα ακόμη άγνωστα.
Ωστόσο, καθώς οι μάχες συνεχίζονται, ο πόλεμος δείχνει πιο οικείος και μοιάζει όλο και περισσότερο με πολλές άλλες συγκρούσεις τις τελευταίες επτά δεκαετίες. Αυτό υποδηλώνει ότι γενικά, δομικά χαρακτηριστικά της κατάστασης επιβάλλονται στους εμπόλεμους, οδηγώντας τις επιλογές τους σε εκπληκτικά καλοχαραγμένα αυλάκια. Η Ουκρανία, εν ολίγοις, ακολουθεί το πρότυπο του περιορισμένου πολέμου στην πυρηνική εποχή, απηχώντας ένα σενάριο που γράφτηκε στην Κορέα και έχει αντιγραφεί πολλές φορές έκτοτε. Αυτή δεν είναι μια νέα εποχή, μόνο μια νέα φάση στην παλιά [εποχή]. Και ακόμη και η νέα φάση παίζει με τους ίδιους παλιούς κανόνες -με σημαντικές επιπτώσεις για το υπόλοιπο του πολέμου και μετά.
ΔΙΝΕΙ ΤΗΝ ΑΙΣΘΗΣΗ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΦΟΡΑΣ
Στα τέλη της δεκαετίας του 1940, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ αντιμετώπισαν ένα άνευ προηγουμένου πρόβλημα: τι κάνει κάποιος με τα όπλα που μπορούν να καταστρέψουν τον κόσμο; Σε όλη την ιστορία, τα κράτη είχαν διευθετήσει τις μεγαλύτερες διαφορές τους μέσω πολέμου. Αλλά με την πάροδο του χρόνου, οι πόλεμοι έγιναν όλο και πιο καταστροφικοί, με αποκορύφωμα τον ολοκληρωτικό πόλεμο που μόλις είχε τελειώσει -ο οποίος είχε κορυφωθεί με την ρίψη ατομικών βομβών στην Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι, καταστρέφοντας ολόκληρες πόλεις με μια μόνο έκρηξη. Κανείς δεν ήξερε τι θα ακολουθούσε. Το σπάσιμο του κύκλου του πολέμου φαινόταν αδύνατον. Το να συνεχίσει φαινόταν αδιανόητο. Οι εντάσεις κλιμακώθηκαν περαιτέρω όταν η Σοβιετική Ένωση απέκτησε την βόμβα το 1949. Και στην συνέχεια, τον Ιούνιο του 1950, οι δυνάμεις της Βόρειας Κορέας εισέβαλαν στη Νότια Κορέα. Η Ουάσιγκτον και οι σύμμαχοί της παρενέβησαν γρήγορα στο πλευρό της Σεούλ, αντιμετωπίζοντας τη Μόσχα, η οποία μαζί με το Πεκίνο υποστήριζε την Πιονγκγιάνγκ. Πώς θα γινόταν πόλεμος στην πυρηνική εποχή; Το ερώτημα θα απαντηθεί τώρα.
Για τρία χρόνια, καθώς οι βίαιες μάχες μαίνονταν πάνω και κάτω στην κορεατική χερσόνησο, οι δύο πλευρές συνεννοήθηκαν σταδιακά η μια με την άλλη και συμφώνησαν σιωπηρά στους κανόνες του δρόμου για τη νέα εποχή. Καμία από τις πυρηνικές δυνάμεις δεν ήθελε άλλον έναν ολοκληρωτικό πόλεμο, επομένως και οι δύο έθεσαν αυστηρά όρια στα μέσα, τους σκοπούς, και το εύρος της σύγκρουσης. Επέλεξαν να μην χρησιμοποιήσουν πυρηνικά όπλα. Επέλεξαν να μην επιτεθούν ο ένας στο έδαφος ή στο καθεστώς του άλλου, κρατώντας τις μάχες στις Κορέες. Και από εκεί και πέρα, ο πόλεμος αφέθηκε να προχωρήσει συμβατικά, όσο μοχθηρά ήθελαν οι εμπόλεμοι.
Αυτοί οι κανόνες δεν διαβάστηκαν από ένα βιβλίο ούτε κατέληξαν μέσω διαπραγματεύσεων. Δεν ακολουθήθηκαν από πίστη, ή ελπίδα, ή φιλανθρωπία. Είχαν τις ρίζες τους στην πρακτικότητα. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής στη Μόσχα και την Ουάσιγκτον έπρεπε να λάβουν κρίσιμες αποφάσεις σε πραγματικό χρόνο σχετικά με τον τρόπο επιδίωξης των στόχων τους κατά την διάρκεια του πολέμου, και η λογική που ενυπήρχε στην κατάσταση έκανε ορισμένες πορείες δράσης πολύ πιο ελκυστικές από άλλες. Τα πυρηνικά όπλα, παρ’ όλη την ισχύ τους -λόγω της μεγάλης ισχύος τους- αποδείχθηκαν εκπληκτικά ανίσχυρα. Η χρήση τους θα είχε πολλά κόστη και λίγα οφέλη. Θα δημιουργούσε περισσότερα προβλήματα από όσα θα έλυνε. Και έτσι καμία υπερδύναμη δεν το έκανε.
Μια δεκαετία αργότερα, η κουβανική πυραυλική κρίση ενίσχυσε το ενισχυόμενο ταμπού κατά της πυρηνικής χρήσης και άφησε τα μέρη να αποστρέφονται ακόμη περισσότερο τον κίνδυνο. Στην συνέχεια, το Βιετνάμ ακολούθησε το ίδιο μοτίβο με την Κορέα. Καμία από τις πυρηνικές δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένης τώρα της Κίνας, δεν χρησιμοποίησε πυρηνικά όπλα. Κανένας δεν επιτέθηκε στο έδαφος ή στο καθεστώς άλλης πυρηνικής δύναμης. Και πέρα από αυτό, όλα παίζονταν. Οι ίδιοι κανόνες ίσχυαν στον Πόλεμο του Κόλπου, στον Πόλεμο του Ιράκ, και στους Σοβιετικούς και Αμερικανικούς πολέμους στο Αφγανιστάν. Άντεξαν για συγκρούσεις που αφορούσαν πυρηνικές δυνάμεις αλλού (εκτός από κάποιες μικρές αψιμαχίες). Και αντέχουν τώρα στην Ουκρανία.
ΠΩΣ ΘΑ ΤΕΛΕΙΩΣΕΙ ΑΥΤΟ
Το σχέδιο Α της Ρωσίας ήταν να κατακτήσει γρήγορα την Ουκρανία, να εγκαταστήσει μια φιλική κυβέρνηση, και να παρουσιάσει στον κόσμο ένα τετελεσμένο γεγονός. Όταν αυτό εμποδίστηκε από αποφασιστική στρατιωτική αντίσταση, η Μόσχα στράφηκε στο σχέδιο Β, σφυροκοπώντας πόλεις από απόσταση και προσπαθώντας να συντρίψει το ηθικό της Ουκρανίας. Όταν ούτε αυτό λειτούργησε, το Κρεμλίνο στράφηκε στο σχέδιο Γ, εγκαταλείποντας την προσπάθεια κατάληψης ολόκληρης της χώρας και επικεντρώνοντας εκ νέου στην προσπάθεια να καταλάβει και να κρατήσει μια λωρίδα εδάφους στα ανατολικά και νότια. Οι επερχόμενες μάχες στο Ντονμπάς θα είναι κρίσιμες για την διαμόρφωση του αποτελέσματος, αλλά ήδη πολλά μπορούν να ειπωθούν για το πώς θα τελειώσει αυτός ο πόλεμος.
Ο αγώνας είτε θα ολοκληρωθεί με μια διευθέτηση μέσω διαπραγματεύσεων που περιλαμβάνει ένα εδαφικό status quo ante, είτε θα υποχωρήσει σε μια παγωμένη σύγκρουση κατά μήκος της αδιέξοδης γραμμής επαφής των στρατών στα ανατολικά. Δηλαδή, το τέλος του πολέμου θα μοιάζει με εκείνο του πολέμου της Κορέας και του Κόλπου ή με την κατάσταση στην Αμπχαζία, τη Νότια Οσετία, και την Υπερδνειστερία. Είτε έτσι είτε αλλιώς, όπως και στην Κορέα, το σοκ της αρχικής επίθεσης έχει χαλυβδώσει έναν ευρύτερο συνασπισμό εξισορρόπησης που θα παραμείνει ακόμη και όταν σταματήσουν οι μάχες. Η Ρωσία επέλεξε έναν θερμό πόλεμο και θα πάρει έναν ψυχρό στο μεταξύ.
Όποιες και αν είναι οι ερμηνείες του ρωσικού στρατιωτικού δόγματος, η Μόσχα δεν θα χρησιμοποιήσει πυρηνικά όπλα κατά την διάρκεια της σύγκρουσης. Από το 1945, κάθε ηγέτης μιας πυρηνικής δύναμης, από πολιτικούς όπως οι πρόεδροι των ΗΠΑ, Χάρι Τρούμαν και Λίντον Τζόνσον, μέχρι κοινωνιοπαθείς μαζικοί δολοφόνοι όπως ο Ιωσήφ Στάλιν και ο Μάο Τσε Τουνγκ, έχει απορρίψει την χρήση πυρηνικών όπλων στη μάχη για εξαιρετικούς λόγους. Ο Πούτιν δεν θα αποτελέσει εξαίρεση, ενεργώντας όχι από καλή διάθεση αλλά με σκληρό υπολογισμό. Γνωρίζει ότι θα ακολουθούσαν έκτακτα αντίποινα και καθολική καταισχύνη, χωρίς συγκρίσιμα στρατηγικά πλεονεκτήματα που να τα δικαιολογούν –για να μην αναφέρουμε το γεγονός ότι οι ραδιενεργές επιπτώσεις από μια τέτοια χρήση θα μπορούσαν εύκολα να γυρίσουν σαν μπούμερανγκ στην ίδια την Ρωσία.
Για σχετικούς λόγους, το ΝΑΤΟ δεν θα επιτεθεί στην Ρωσία ούτε θα προσπαθήσει να αποκεφαλίσει το ρωσικό καθεστώς, ώστε να αποφύγει να κάνει τον Πούτιν απελπισμένο. Δεν θα υπάρξει εισαγωγή στρατευμάτων του ΝΑΤΟ, δεν θα υπάρξει ζώνη απαγόρευσης πτήσεων, και δεν θα υπάρξει εντατική καταδίωξη των ρωσικών δυνάμεων εάν αποσυρθούν πίσω στην πατρίδα τους. Όλες αυτές οι ενέργειες θα ενείχαν μεγάλους κινδύνους κλιμάκωσης, κάτι που το ΝΑΤΟ θέλει να αποφύγει όσο και η Μόσχα. Αντίθετα, το ΝΑΤΟ θα αισθανθεί υποχρεωμένο να αρνηθεί στη Μόσχα μια σημαντική νίκη, όχι μόνο για χάρη της Ουκρανίας, αλλά για να αποφύγει να δημιουργήσει το επικίνδυνο προηγούμενο ότι τα πυρηνικά όπλα είναι χρήσιμα για την προστασία των παράνομων κερδών της συμβατικής επιθετικότητας.
Μέσα σε αυτά τα όρια, ωστόσο, ο πόλεμος θα διεξαχθεί στο έπακρο μέχρις ότου η παλίρροια στραφεί αποφασιστικά προς μια κατεύθυνση ή καταλήξει σε αδιέξοδο. Οι εμπόλεμοι θα αγωνιστούν μέχρι να εξαντληθούν ή μέχρι οι γραμμές μάχης να επιστρέψουν σε κάτι κοντά στο σημείο εκκίνησης. Ο στόχος της κυβέρνησης Μπάιντεν θα πρέπει να είναι να τα επισπεύσει όλα αυτά –συνεχίζοντας να παρέχει στην Ουκρανία όποια συμβατική στρατιωτική βοήθεια μπορεί να είναι κατώτερη των πυρηνικών πυρών, αποφεύγοντας προσβλητική ρητορική για την ρωσική ηγεσία, και ούσα έτοιμη να διαπραγματευτεί σοβαρά όταν ωριμάσουν οι συνθήκες.
ΠΥΡΗΝΙΚΟΙ ΣΚΑΖΟΧΟΙΡΟΙ ΚΑΙ ΣΥΜΒΑΤΙΚΕΣ ΑΛΕΠΟΥΔΕΣ
Στις δεκαετίες του 1950 και του 1960, στρατηγικοί στοχαστές ανέπτυξαν περίτεχνα θεωρητικά συστήματα για να προβλέψουν το πώς θα συμπεριφερθούν οι πυρηνικές δυνάμεις υπό πολλές διαφορετικές συνθήκες. Οι υπερδυνάμεις απέκτησαν μεγάλα και εξαισίως μπαρόκ πυρηνικά οπλοστάσια για να σηματοδοτήσουν την αποφασιστικότητά τους και να κυμαίνονται πάνω και κάτω σε εκτεταμένες κλίμακες κλιμάκωσης, τόσο πριν όσο και κατά την διάρκεια μιας σύγκρουσης. Θεωρούσαν ως επικίνδυνα τα σχετικά μειονεκτήματα κάθε είδους και κατέβαλαν μεγάλη προσπάθεια και δαπάνες σε προγράμματα συνεχούς εκσυγχρονισμού που είχαν σχεδιαστεί για να διατηρούν τα πάντα ενημερωμένα και πειστικά τρομακτικά και ασφαλή —προσπάθειες που συνεχίζονται σήμερα.
Η βιωμένη εμπειρία της πυρηνικής εποχής, ωστόσο, υποδηλώνει ότι οι πραγματικοί πολιτικοί ηγέτες σε πραγματικούς πολέμους προσεγγίζουν τα πράγματα πιο απλά, βλέποντας τα πυρηνικά όπλα ως στρατιωτικούς σκαντζόχοιρους καλούς μόνο για ένα μεγάλο πράγμα: την αποτροπή έναντι αληθινά υπαρξιακών απειλών. Και αυτό υποδηλώνει ότι μια τέτοια αποτροπή είναι ευκολότερη από όσο περιμένουν πολλοί. Από το 1945, οι ηγέτες εν καιρώ πολέμου δεν έχουν θεωρήσει τα πυρηνικά όπλα χρησιμοποιήσιμα, δεν τα έχουν αναπτύξει εναλλακτικά με τα συμβατικά όπλα, και έχουν διατηρήσει ξεκάθαρες αντιπυρικές ζώνες προς την κλιμάκωση. Αυτές οι συμπεριφορές, επιπλέον, έχουν ανθέξει ανεξάρτητα από τους αριθμούς, την πολυπλοκότητα, και την δομή των πυρηνικών δυνάμεων από όλες τις πλευρές. Η ισορροπία του τρόμου έχει αποδειχθεί πολύ λιγότερο ευαίσθητη από όσο είχε αρχικά υποτεθεί.
Το μόνο πράγμα για το οποίο τα πυρηνικά όπλα φαίνεται να είναι καλά είναι να αποτρέπουν μεγάλες επιθέσεις σε όσους τα έχουν. Από αυτή την άποψη, η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, όπως η εκστρατεία του ΝΑΤΟ το 2011 στην Λιβύη, θα επιβεβαιώσει μόνο την αξία τους —όχι επειδή οι Ρώσοι θα τα χρησιμοποιήσουν αλλά επειδή η Ουκρανία δεν τα είχε. Ο πόλεμος θα δώσει ένα ακόμη παράδειγμα των κινδύνων που περιμένουν τα κράτη που διαθέτουν τέτοια όπλα αλλά επιλέγουν να τα παρατήσουν. Το Ιράν και η Βόρεια Κορέα θα είναι ακόμη λιγότερο πιθανό να αποδεχτούν την ανάκληση των δικών τους πυρηνικών προγραμμάτων, με το σκεπτικό ότι μια τέτοια κίνηση θα μπορούσε να ανοίξει τον δρόμο για επιθέσεις εναντίον τους, επίσης. Ως εκ τούτου, στις μελλοντικές διαπραγματεύσεις για τον έλεγχο των όπλων, η Ουάσιγκτον θα πρέπει να υποχωρήσει από τις φιλοδοξίες της και να επικεντρωθεί, τουλάχιστον προς το παρόν, στην προσπάθεια να παγώσει αυτά τα προγράμματα -ένας στόχος που, σε αντίθεση με την αναστροφή τους, μπορεί στην πραγματικότητα να είναι εφικτός.
Οι συμβατικές δυνάμεις, εν τω μεταξύ, είναι ξεκάθαρα στρατιωτικές αλεπούδες -μπορούν να χρησιμοποιηθούν με πολλούς τρόπους, για πολλούς στόχους. Είναι η ικανότητα της Ουκρανίας στην συμβατική μάχη, μαζί με την οικονομική και στρατιωτική βοήθεια που έχει λάβει, που έχει απογοητεύσει την ρωσική εισβολή μέχρι στιγμής, και αυτοί οι ίδιοι παράγοντες θα καθορίσουν πόσα από τα ανατολικά και τα νότια [εδάφη] είναι τελικά σε θέση να διατηρήσει το Κίεβο. Δεδομένου ότι οι μελλοντικές συγκρούσεις είναι πιθανό να ακολουθήσουν συγκρίσιμα ευρέα πρότυπα, η αμυντική πολιτική των ΗΠΑ θα πρέπει να επικεντρωθεί έντονα στο πώς να πολεμά -και να βοηθά άλλους να πολεμήσουν- αυστηρά συμβατικούς πολέμους, ειδικά παρατεταμένους αμυντικούς. Ένα ιδιαίτερο μάθημα ξεχωρίζει: η ασφάλεια της Ταϊβάν θα στηρίζεται λιγότερο σε οτιδήποτε στον πυρηνικό τομέα παρά στην ικανότητα του νησιού να αποτρέψει μια αμφίβια εισβολή από την ηπειρωτική Κίνα και να αντέξει μια μακρά πολιορκία.
ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΙΡΗΝΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ
Περιορισμένοι συμβατικοί πόλεμοι όπως αυτός στην Ουκρανία εξακολουθούν να είναι πιθανοί στην πυρηνική εποχή. Ωστόσο, οι γενικοί πόλεμοι μεγάλων δυνάμεων είναι εξαιρετικά απίθανοι. Αυτή είναι μια μεγάλη εξέλιξη στην ανθρώπινη ιστορία, γιατί τέτοιοι πόλεμοι έχουν προκαλέσει ασυνήθιστους θανάτους, καταστροφές, και αναταραχές. Αλλά είναι επίσης προβληματική, γιατί αυτοί οι ίδιοι πόλεμοι είχαν και πρακτική λειτουργία. Ήταν ο μηχανισμός με τον οποίο το διεθνές σύστημα εξισορροπούσε εκ νέου τον εαυτό του, ανακατανέμοντας το παγκόσμιο κύρος και τα προνόμια για να τα φέρει σε ευθυγράμμιση με την υποκείμενη κατανομή της υλικής ισχύος. Όπως σημείωσε ο πολιτικός επιστήμονας Robert Gilpin:
«Η ολοκλήρωση ενός ηγεμονικού πολέμου είναι η αρχή ενός άλλου κύκλου ανάπτυξης, επέκτασης, και τελικής παρακμής. Ο νόμος της ανομοιόμορφης ανάπτυξης συνεχίζει να αναδιανέμει την ισχύ, υπονομεύοντας έτσι το status quo που δημιουργήθηκε από τον τελευταίο ηγεμονικό αγώνα. Η ανισορροπία αντικαθιστά την ισορροπία και ο κόσμος κινείται προς έναν νέο γύρο ηγεμονικής σύγκρουσης. Πάντα έτσι ήταν και πάντα έτσι θα είναι, μέχρις ότου οι άνθρωποι είτε να αυτοκαταστραφούν είτε να μάθουν να αναπτύσσουν έναν αποτελεσματικό μηχανισμό ειρηνικής αλλαγής».
Μέχρι στιγμής, ο φόβος της αυτοκαταστροφής έχει οδηγήσει τις μεγάλες δυνάμεις να αποφύγουν έναν τρίτο παγκόσμιο πόλεμο και να απολαύσουν μια μακρά ειρήνη. Αλλά η ιστορία δεν σταμάτησε το 1945 ή το 1989. Τις τελευταίες δεκαετίες, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν παρακμάσει ενώ η Κίνα και άλλες [δυνάμεις] έχουν ανέβει. Οι παγωμένες επίσημες ρυθμίσεις για την διεθνή τάξη δεν αντανακλούν ολοένα και περισσότερο την παγκόσμια κατανομή της υλικής ισχύος. Ο νέος ψυχρός πόλεμος μεταξύ της Ρωσίας και της Δύσης, για παράδειγμα, θα διαφέρει από τον παλιό εν μέρει επειδή μεγάλοι παγκόσμιοι παίκτες όπως η Κίνα, η Ινδία, και μεγάλο μέρος της Μέσης Ανατολής επιλέγουν να απέχουν από αυτόν. Η πολυπολικότητα δεν είναι πλέον μια θεωρία, αλλά ένα γεγονός, και οι ανερχόμενες δυνάμεις θα απαιτούν όλο και περισσότερο έναν ρόλο στον καθορισμό παγκόσμιων κανόνων, όχι απλώς στην τήρησή τους.
Στις παλιές κακές εποχές, τέτοιες αλλαγές στην ισχύ θα είχαν οδηγήσει, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, σε έναν τρομερό γενικό πόλεμο. Εξαιτίας της πυρηνικής επανάστασης, τέτοιοι πόλεμοι είναι εκτός τραπεζιού. Αλλά επειδή εξακολουθούν να συμβαίνουν αλλαγές στην ισχύ -το μερίδιο της Κίνας στην παγκόσμια οικονομία έχει πενταπλασιαστεί στην τελευταία γενιά- θα πρέπει να βρεθούν άλλες μορφές διευθέτησης. Δεν είναι καθόλου σαφές τι μπορεί να σημαίνει αυτό στην πράξη. Αλλά ένα όλο και πιο κούφιο status quo δεν μπορεί να διαρκέσει για πάντα. Και ελλείψει οποιασδήποτε δυνατότητας ειρηνικής αλλαγής, ακόμη και ο κίνδυνος του Αρμαγεδδώνα μπορεί να μην είναι αρκετός για να το διατηρήσει.