Θα ζήσει περισσότερο από αυτόν το όραμα του για μια ισχυρότερη χώρα;
Στα χρόνια προτού ο Σίνζο Άμπε ανέλθει στην εξουσία ως πρωθυπουργός, η Ιαπωνία παρέπαιε, δεχόμενη πολλαπλά χτυπήματα. Τα χρόνια της ταχείας οικονομικής ανάπτυξής της είχαν περάσει προ πολλού, το τέλος του Ψυχρού Πολέμου είχε εγείρει αμφιβολίες για την ανθεκτικότητα της συμμαχίας ΗΠΑ-Ιαπωνίας και η αδέξια αντίδραση του Τόκιο στον πόλεμο του Περσικού Κόλπου το 1991 είχε οδηγήσει την Ιαπωνία να γίνει ευρέως αντιληπτή ως άκοπα ωφελούμενη της διεθνούς τάξης πραγμάτων. Η περιοχή έδειχνε σημάδια επερχόμενης καταιγίδας, με την εκτοξευόμενη οικονομική και στρατιωτική ισχύ της Κίνας και την κλιμάκωση των πυρηνικών δραστηριοτήτων της Βορείου Κορέας, μετά την απόσυρσή της από τη Συνθήκη για τη μη Διάδοση των Πυρηνικών Όπλων (Nuclear Nonproliferation Treaty).
Ενώπιον αυτών των προκλήσεων, ο Άμπε ήταν ο σπάνιος Ιάπωνας ηγέτης που όχι μόνο παρατήρησε αυτόν τον μεταβαλλόμενο κόσμο, αλλά ανέπτυξε επίσης ένα σαφές όραμα για τον ρόλο της χώρας του σε αυτόν, και εργάστηκε μαζί με τους εταίρους της Ιαπωνίας για να το φέρει εις πέρας. Πολλοί στην Ιαπωνία και πολλοί από τους γείτονες της χώρας ενστερνίστηκαν το συντηρητικό όραμα του Άμπε για την εξωτερική πολιτική: ότι η Ιαπωνία «επέστρεψε!». Κάποιοι από τους συμπατριώτες του και τους γείτονές, ωστόσο, ήταν προβληματισμένοι από τις κάποιες φορές ακραίες εκδηλώσεις του εθνικισμού του Άμπε, και απρόθυμοι να «επιστρέψουν» σε μια Ιαπωνία που απέφευγε τα διδάγματα του πολεμικού παρελθόντος της. Υποχρεωμένος να επιλέξει μεταξύ των συντηρητικών στόχων της πολιτικής ασφαλείας του και του συντηρητικού εθνικισμού του, ο Άμπε συμβιβάστηκε. Στην προνοητικότητα, την οξυδέρκεια και την προσαρμοστικότητά του, η Ιαπωνία έχει χάσει έναν περίφημο ηγέτη που ακόμη διαμόρφωνε ενεργά τις συζητήσεις για την πολιτική σε μια εποχή τεράστιων αλλαγών. Το μέγεθος της απώλειας του εγείρει πραγματικά ερωτήματα για το εάν το όραμά του θα επιτευχθεί ποτέ.
Ο ΟΡΑΜΑΤΙΣΤΗΣ
Δολοφονημένος στις 8 Ιουλίου στην πόλη Nara, ο Άμπε ήταν ο νεότερος και μακροβιότερος πρωθυπουργός της Ιαπωνίας. Σε μια χώρα γνωστή για μια πομπή βραχυπρόθεσμων, αδιάφορων πρωθυπουργών, κυβέρνησε (μετά από μια σύντομη πρώτη θητεία από το 2006 έως το 2007) για σχεδόν οκτώ συνεχόμενα χρόνια, από το 2012 έως το 2020. Στο εσωτερικό, οι πολιτικές και οι μεταρρυθμίσεις του, γνωστές ως «Abenomics », επιδίωξαν, με επιτυχία από την αρχή, να αποκαταστήσουν τον οικονομικό δυναμισμό της Ιαπωνίας. (Η Ιαπωνία παραμένει η τρίτη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου και βασικός τεχνολογικός ηγέτης.) Ο Άμπε ήταν επίσης γνωστός για την αντιμετώπιση της ανισότητας των φύλων στην Ιαπωνία· το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ (World Economic Forum) κατατάσσει την ισότητα των φύλων στην Ιαπωνία στην θλιβερή 120η [θέση] από 153 χώρες. Η ρητορική του σχετικά με την βοήθεια στις γυναίκες ώστε να «λάμψουν» επισκίασε τα περιορισμένα αποτελέσματα των προσπαθειών του, τόσο στην ευρύτερη κοινωνία όσο και στην ιαπωνική πολιτική. Αλλά η εστίασή του στα «γυναικονομικά» (womenomics) εξύψωσε την προβολή ενός κρίσιμου ζητήματος που οι περισσότεροι Ιάπωνες ηγέτες ήταν ευτυχείς να αγνοούν.
Η εξωτερική πολιτική είναι η σφαίρα στο οποία η κληρονομιά του Άμπε είναι πιο αισθητή. Σήμερα, ο ανταγωνισμός των μεγάλων δυνάμεων κυριαρχεί στις συζητήσεις στην Ουάσιγκτον και πέρα από αυτήν. Είναι δύσκολο να θυμηθούμε ότι πριν από δύο δεκαετίες, όταν ο Άμπε άρχισε να διατυπώνει το όραμά του για την εξωτερική πολιτική, βρισκόταν πολύ μπροστά από πολλούς Ιάπωνες και παγκόσμιους ηγέτες -και πολύ μπροστά από το υπνωτισμένο ιαπωνικό κοινό- όσον αφορά την κατανόηση των τάσεων στην ισχύ, στον εδαφικό αναθεωρητισμό και στις φιλοδοξίες της Κίνας για την διεθνή τάξη πραγμάτων. Όταν ο Άμπε ανέπτυξε τις ιδέες του για την περιφερειακή ασφάλεια του Ινδο-Ειρηνικού, η έννοια του Ινδο-Ειρηνικού δεν υπήρχε. Ο Άμπε όχι μόνο εισήγαγε αυτή την ιδέα (η οποία τώρα στηρίζει τόσο την ιαπωνική όσο και την αμερικανική στρατηγική σκέψη), αλλά αναγνώρισε επίσης το ότι η πρόκληση της Κίνας στην περιοχή θα απαιτούσε μια σημαντική μετατόπιση της ιαπωνικής πολιτικής.
Η μεταπολεμική πολιτική ασφαλείας της Ιαπωνίας εδραζόταν στο Δόγμα Yoshida (Yoshida Doctrine), που πήρε το όνομά του από τον αρχιτέκτονά του, τον πρωθυπουργό Shigeru Yoshida. Υπό αυτό το δόγμα, η Ιαπωνία επικεντρώθηκε στην ανοικοδόμηση της οικονομίας της, ενόσω στηριζόταν στις Ηνωμένες Πολιτείες για τις ανάγκες ασφαλείας της. Η συμμαχία ΗΠΑ-Ιαπωνίας (υπογράφηκε το 1951 και ανανεώθηκε το 1960) έφερε σημαντικό κόστος και κινδύνους: για παράδειγμα, η Ιαπωνία διακινδύνευσε να παγιδευτεί σε έναν πυρηνικό πόλεμο μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Σοβιετικής Ένωσης. Η Ιαπωνία παρείχε στις Ηνωμένες Πολιτείες στρατιωτικές βάσεις ενόσω πλήρωνε επιδοτήσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες και αποδεχόταν τις τοπικές ανασφάλειες που συνόδευαν την ξένη στρατιωτική παρουσία, όπως ο βιασμός των ντόπιων γυναικών, τα ατυχήματα και οι περιβαλλοντικές βλάβες. Ωστόσο, η συμμαχία έδωσε επίσης την δυνατότητα στην Ιαπωνία να μετακυλήσει την ευθύνη στις Ηνωμένες Πολιτείες, με τις ιαπωνικές στρατιωτικές δαπάνες να ανέρχονται στο βασικό 1% του ΑΕΠ. Αυτό είναι περίπου το μισό του παγκόσμιου μέσου όρου και είναι αξιοσημείωτο, δεδομένου του πλούτου της Ιαπωνίας. Αλλά κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, η μονόπλευρη συμμαχία λειτούργησε. Η σοβιετική οικονομία δεν αποτελούσε ποτέ περισσότερο από το ένα τρίτο του μεγέθους της οικονομίας των ΗΠΑ, και η Μόσχα εστίασε το μεγαλύτερο μέρος της στρατιωτικής ισχύος της στην Ευρώπη.
Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου προκάλεσε νέους κινδύνους στο περιβάλλον ασφαλείας της Ιαπωνίας. Δεκαετίες ταχείας ανάπτυξης οδήγησαν την Κίνα να ξεπεράσει την Ιαπωνία για να γίνει η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου και να αφιερώσει τον νέο της πλούτο στην βελτίωση των θαλάσσιων στρατιωτικών της ικανοτήτων, ενόσω υιοθετούσε μια πιο διεκδικητική περιφερειακή στρατιωτική στάση. Πριν από αρκετά χρόνια, μια σαρωτική μελέτη από τη [MKO] RAND Corporation προειδοποίησε ότι η κινεζική στρατιωτική συσσώρευση εξελιγμένων αισθητήρων, πλατφορμών όπλων και, πλέον, του μεγαλύτερου ναυτικού στον κόσμο, διάβρωνε την ικανότητα των ΗΠΑ να διοχετεύουν τα αεροσκάφη και τα σκάφη επιφανείας τους στην περιοχή. Και όντως, όπως υποστηρίζει ο πρώην ανώτερος αξιωματούχος του Πολεμικού Ναυτικού των ΗΠΑ, Thomas Shugart, «ελλείψει σημαντικών αλλαγών στις τρέχουσες τάσεις», όλοι θα πρέπει να αναμένουν την κινεζική «στρατιωτική κυριαρχία στην περιοχή» σε περίπου μια δεκαετία.
Ως απάντηση σε αυτές τις μεταβαλλόμενες συνθήκες, ο Άμπε συνειδητοποίησε ότι η ιαπωνική πολιτική ασφαλείας έπρεπε επίσης να αλλάξει. Ένας από τους κύριους στόχους του ήταν η αναθεώρηση του συντάγματος της Ιαπωνίας, το άρθρο 9 του οποίου απαγορεύει στην Ιαπωνία να διαθέτει τις στρατιωτικές δυνάμεις της ή να εμπλέκεται σε στρατιωτική πολιτική για την επίλυση διεθνών προβλημάτων. Ωστόσο, ο Άμπε δεν το πέτυχε ποτέ αυτό, λόγω της ισχυρής δημόσιας υποστήριξης για το Άρθρο 9. Αντίθετα, στη νομοθέτηση του 2015 για την εθνική ασφάλεια, ο Άμπε επέβλεψε μια επίσημη «επανερμηνεία» του συντάγματος που θα επέτρεπε μεγαλύτερη ιαπωνική συνεργασία ασφαλείας με τις Ηνωμένες Πολιτείες και άλλους εταίρους. Όπως επισημαίνει ο εμπειρογνώμονας για την Ιαπωνία και βιογράφος του Άμπε, Tobias Harris, ο Άμπε ενορχήστρωσε πολυάριθμες άλλες σημαντικές αλλαγές στην ιαπωνική πολιτική, αυξάνοντας τις αμυντικές δαπάνες και δημιουργώντας ένα «κράτος εθνικής ασφαλείας» που η Ιαπωνία προηγουμένως στερείτο. Η κυβέρνηση του Άμπε ψήφισε νόμο για την αύξηση των ποινών για την αποκάλυψη κρατικών μυστικών, ενώ δημιούργησε ένα Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας, με την υποστήριξη μιας γραμματείας, που μετέφερε ουσιαστικές πρωτοβουλίες για την χάραξη της εξωτερικής [πολιτικής] και της πολιτικής ασφαλείας στο γραφείο του πρωθυπουργού. Έκαναν αυτές οι ενέργειες την Ιαπωνία πιο ασφαλή; Οι επικριτές που αντιτίθεντο στη μεγαλύτερη στρατιωτική κινητοποίηση και ανησυχούσαν για τον νόμο περί μυστικότητας που χρησιμοποιείται για να καταπνίξει την πολιτική αντιπολίτευση λένε «όχι». Αλλά κανείς δεν θα αμφισβητούσε την βαθιά επιρροή του Άμπε ως αρχιτέκτονα ενός πειστικού και συνεκτικού οράματος για την ασφάλεια.
Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ
Καθώς ο Άμπε αναμόρφωσε την ιαπωνική πολιτική ασφαλείας, εργάστηκε επίσης για την ενίσχυση της συμμαχίας ΗΠΑ-Ιαπωνίας. Η ηγεσία του έγινε ευπρόσδεκτη στην Ουάσιγκτον, η οποία είχε από καιρό προτρέψει την Ιαπωνία να αναλάβει μεγαλύτερο ρόλο. Ο κοινός στρατιωτικός σχεδιασμός και η εκπαίδευση εμβαθύνθηκαν και, όπως παρατηρεί ο πολιτικός επιστήμονας Ryo Sahashi, η Ουάσιγκτον ενστερνίστηκε τον «ελεύθερο και ανοιχτό Ινδο-Ειρηνικό» του Άμπε καθώς και τον σχηματισμό μιας «τετραμερούς» (Quad) με την Αυστραλία και την Ινδία. Εκτός από την οικοδόμηση ικανοτήτων -και θεσμών- με την Ουάσιγκτον, ο Άμπε συμμετείχε σε μια ιστορική συμφιλίωση με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Συνεργαζόμενος με τον πρόεδρο, Μπαράκ Ομπάμα, δημιούργησε βαθιά συμφιλιωτικές στιγμές τόσο στο Περλ Χάρμπορ όσο και στην Χιροσίμα, τελετές στις οποίες οι δύο χώρες εξέφρασαν την θλίψη τους για την βία και τις απώλειες αμφότερων των πλευρών, και (στην Χιροσίμα) επαναβεβαίωσαν την κοινή δέσμευση για τη μη διάδοση των πυρηνικών όπλων.
Ο Άμπε δεν συνεργάστηκε απλώς καλά με τους βασικούς διαχειριστές των συμμαχιών της Ουάσιγκτον. Ο ίδιος και η κυβέρνησή του τα έβγαλαν πέρα με τις εκλογές του 2016 και την αναπάντεχη νίκη του Ντόναλντ Τραμπ. Ο Άμπε έσπευσε στον Πύργο Τραμπ στο Μανχάταν ώστε να γίνει ο πρώτος παγκόσμιος ηγέτης που θα υποβάλλει τα σέβη του αυτοπροσώπως, προσφέροντας στον εκλεγέντα πρόεδρο ένα επιχρυσωμένο μπαστούνι του γκολφ Honma (σε κοινή θέα αργότερα, όταν οι δυο τους έπαιξαν έναν ευχάριστο γύρο στο θέρετρο Mar-a-Lago του Τραμπ στην Φλόριντα). Σε όλη αυτήν την εποχή της αναταραχής και της αβεβαιότητας στην πολιτική των συμμαχιών των ΗΠΑ, ο Άμπε ανέπτυξε μια φιλική σχέση συνεργασίας με τον Τραμπ.
Το πιο σημαντικό [είναι ότι], όταν η κυβέρνηση Τραμπ απέσυρε τις Ηνωμένες Πολιτείες από την Συνεργασία Εκατέρωθεν του Ειρηνικού (Trans-Pacific Partneship, TPP), ο Άμπε πήρε το τιμόνι της περιφερειακής οικονομικής διπλωματίας. Η μελετητίς του Ινστιτούτου Brookings (Brookings Institute) Mireya Solis γράφει ότι η Ιαπωνία του Άμπε «κάλυψε το κενό που άφησε η Ουάσιγκτον με την εγκατάλειψη» της TPP και «εμπόδισε επιδέξια την κατάρρευση της εμπορικής συμφωνίας, διατηρώντας τις φιλόδοξες απαιτήσεις της για την κατάργηση των δασμών και την υιοθέτηση μιας χειρουργικής προσέγγισης για την αναστολή αρκετών κανόνων που είχαν υποστηρίξει οι Ηνωμένες Πολιτείες».
Εκτός από το να αγωνίζεται για ισχυρές σχέσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Άμπε υιοθέτησε ένα ευρύτερο διπλωματικό προφίλ από τους περισσότερους Ιάπωνες πρωθυπουργούς. Καλλιέργησε στενούς δεσμούς με τον ηγέτη της Ινδίας, Ναρέντρα Μόντι, ο οποίος εξέδωσε μια συγκινητική δήλωση μετά τον θάνατο του πρωθυπουργού, σημειώνοντας ότι ο Άμπε ήταν ένας «μεγάλος οραματιστής» που είχε μεταμορφώσει τους διμερείς δεσμούς από μια «σε μεγάλο βαθμό περιορισμένη» οικονομική σχέση σε μια «ευρεία συνολική σχέση». Ο Άμπε επιδίωξε να εμπλέξει το Ηνωμένο Βασίλειο στις υποθέσεις ασφαλείας του Ινδο-Ειρηνικού, βρίσκοντας έναν ενθουσιώδη σύμμαχο σε μια μετά-Brexit χώρα που αναζητούσε παγκόσμιους εταίρους. Όπως σημείωσε ο Economist, «από το 2015 η Βρετανία έχει χαιρετήσει την Ιαπωνία ως τον πλησιέστερο εταίρο ασφαλείας της στην Ασία, έχει στείλει μαχητικά αεροσκάφη Typhoon για να διεξάγουν ασκήσεις με την ιαπωνική αεροπορία, και έχει γίνει η πρώτη χώρα εκτός της Αμερικής που κάνει γυμνάσια με τον ιαπωνικό στρατό». Παρά το γεγονός της ανάδυσης της Κίνας ως της κύριας πρόκλησης ασφαλείας για την Ιαπωνία, ο Άμπε εργάστηκε επίσης για την βελτίωση των διμερών σχέσεων, κηρύσσοντας μια «νέα αρχή» μετά την συνάντηση του, το 2017, με τον Σι Τζινπίνγκ και την επίσκεψη του στο Πεκίνο το επόμενο έτος. Ο Άμπε όχι μόνο αναγνώρισε την ανάγκη μεταμόρφωσης των περιφερειακών σχέσεων ασφαλείας, αλλά αφιέρωσε επίσης τεράστια διπλωματική ενέργεια για την υλοποίηση αυτού του οράματος.
Ο ΣΥΝΤΗΡΗΤΙΚΟΣ
Οι επικριτές και τα media συχνά περιγράφουν τον Άμπε ως «υπερσυντηρητικό» της «άκρας δεξιάς». Ενώ ο Άμπε ήταν όντως συντηρητικός, τέτοιες ταμπέλες αποκρύπτουν το ότι αναγνώρισε την ένταση μεταξύ του εθνικισμού του και των στόχων του για την εθνική ασφάλεια – και το πώς συμβιβάστηκε για τον πρώτο όταν αυτός απείλησε την επιδίωξη των δεύτερων.
Ο Άμπε ήταν μέλος μιας συντηρητικής φατρίας του Φιλελεύθερου Δημοκρατικού Κόμματος (Liberal Democratic Party, LDP) και ήταν γνωστός για την σχέση του με τον Nippon Kaigi, έναν επιδραστικό συντηρητικό οργανισμό που, μεταξύ άλλων στόχων, υποστήριζε την διδασκαλία της ιαπωνικής ιστορίας ώστε να ενσταλλάζει την εθνική υπερηφάνεια. Στην αρχή της θητείας του, ο Άμπε επισκέφτηκε το Μαυσωλείο Yasukuni (Yasukuni Shrine), έναν τόπο που προκαλεί πόλωση διότι τιμά όχι μόνο τους απλούς Ιάπωνες στρατιώτες αλλά και τους ανθρώπους που καταδικάστηκαν για «εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας» στις μεταπολεμικές δίκες [που έγιναν] στο Τόκιο για εγκλήματα πολέμου. Οι Ιάπωνες συντηρητικοί που επιλέγουν την επίσκεψη στο Yasukuni διαμαρτύρονται κάποιες φορές για τα πολλά ελαττώματα των δικών· άλλοι συντηρητικοί λένε ότι απλώς επιδιώκουν να τιμήσουν τις θυσίες εκείνων που πέθαναν για την Ιαπωνία. Η επίσκεψη του Άμπε στο μαυσωλείο το 2013, εξόργισε πολλούς Ιάπωνες, Νοτιοκορεάτες, Κινέζους και Αμερικανούς που θεωρούν ότι ο τόπος εξωραΐζει, και μάλιστα τιμά, τις πολεμικές θηριωδίες της Ιαπωνίας.
Επιπλέον, ο Άμπε προκάλεσε σύγχυση δηλώνοντας ότι η κυβέρνησή του σκόπευε να επανεξετάσει την δήλωση-ορόσημο Kono (Kono Statement) σχετικά με τις «γυναίκες παρηγοριάς» του καιρού του πολέμου. Αυτή η δήλωση του 1993 αναγνώριζε επίσημα την συμμετοχή της ιαπωνικής κυβέρνησης στο πρόγραμμα, στο οποίο πολλές γυναίκες και κορίτσια από την Ασία εξαπατήθηκαν και υποχρεώθηκαν σε σεξουαλική σκλαβιά για τον Αυτοκρατορικό Στρατό της Ιαπωνίας (Japan’s Imperial Army) κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Το θέμα είναι πολύ διχαστικό στην Ιαπωνία. Η μεγάλη ομπρέλα του LDP καλύπτει όχι μόνο τους μετριοπαθείς συντηρητικούς που αναγνωρίζουν αυτές τις θηριωδίες, αλλά και τους αρνητές που απορρίπτουν τα θύματα ως πόρνες και αρνούνται τον ρόλο του καταναγκασμού από την ιαπωνική κυβέρνηση. Στο παρελθόν, ο Άμπε φαινόταν να συντάσσεται με τους δεύτερους. Για πολλούς παρατηρητές εντός και εκτός της Ιαπωνίας, μια πολιτική επέκτασης της στρατιωτικής πολιτικής της Ιαπωνίας, εξωραΐζοντας παράλληλα τις πολεμικές θηριωδίες της αποτελούσε έναν υπερβολικά τοξικό συνδυασμό. Αυτή ήταν ιδιαίτερα αντιπαραγωγική στις σχέσεις με τη Νότιο Κορέα, μια πάλαι ποτέ εταίρο ασφαλείας, ο λαός της οποίας θυμάται τις υπολογιζόμενες σε 200.000 Κορεάτισσες που έπεσαν θύματα του προγράμματος και συνεχίζει να πιέζει το Τόκιο για μεγαλύτερη αναγνώριση.
Παρατηρώντας τις εγχώριες, περιφερειακές και παγκόσμιες αντιδράσεις και προτεραιοποιώντας τους στόχους του στην εξωτερική πολιτική, ο Άμπε άλλαξε κατεύθυνση. Εγκατέλειψε την αμφισβήτηση της Δήλωσης Kono και ζήτησε άλλη μια επίσημη συγγνώμη. Επιδίωξε να επιλύσει το ζήτημα των γυναικών παρηγοριάς με τη Νοτιοκορεάτισσα ηγέτη Park Geun-hye, ζητώντας ακόμη μια επίσημη συγγνώμη. Η περίσταση της 70ης επετείου από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου το 2015 έδωσε στον Άμπε μια εξέχουσα πλατφόρμα στην οποία θα μπορούσε να περιγράψει το παρελθόν της Ιαπωνίας. Σε μια ομιλία την 15η Αυγούστου, ο Άμπε κατεύνασε τους φιλελεύθερους και τους περιφερειακούς παρατηρητές, εντάσσοντας γλώσσα που θεωρήθηκε απαραίτητη για την αναγνώριση των παρελθόντων λαθών της Ιαπωνίας. Ωστόσο, ο Άμπε έβγαλε το καπέλο στους συντηρητικούς, λέγοντας ότι «δεν πρέπει να αφήσουμε τα παιδιά, τα εγγόνια μας και ακόμη και τις επόμενες γενιές, που δεν έχουν καμία σχέση με τον πόλεμο, να προορίζονται να ζητούν συγγνώμη». Αυτό το αίσθημα θυμίζει τις δηλώσεις των μεταπολεμικών Δυτικογερμανών συντηρητικών «να χαράξουμε μια γραμμή κάτω από το παρελθόν» και να μην «αυτοτιμωρούμαστε στο διηνεκές». Αν και αποδοκιμάζονται από τους φιλελεύθερους, τέτοιες απόψεις αντιπροσωπεύουν έναν συντηρητισμό πολύ πιο μετριοπαθή από την καθαρή υπεκφυγή ή τις αρνήσεις. Με αυτή τη μετριοπάθεια, ο Άμπε αύξησε την υποστήριξη στο όραμά του για την ασφάλεια.
ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΑΜΠΕ
Ο Άμπε έχει όντως μεταμορφώσει την ιαπωνική πολιτική ασφαλείας και με κάθε νέα πρωτοβουλία ασφαλείας για την οποία μεσολάβησε, η πυρετώδης κάλυψη των media διακήρυττε μια πιο «μυώδη» Ιαπωνία (ή, δυστυχώς, μια πιο «μιλιταριστική» Ιαπωνία). Αλλά για μια εύπορη, τεχνολογικά προηγμένη χώρα, με μια εχθρική υπερδύναμη που εποφθαλμιά κομμάτια της επικράτειάς της, η Ιαπωνία παραμένει αναπάντεχα συγκρατημένη όσον αφορά τις αμυντικές δαπάνες και το στρατιωτικό δόγμα. Η χώρα έχει ακόμα μεγάλη απόσταση να διανύσει προτού το όραμα του Άμπε μπορέσει να πραγματοποιηθεί πλήρως – και αναρωτιέται κάποιος εάν η Ιαπωνία θα φτάσει ποτέ εκεί.
Πράγματι, το κόστος μιας προσπάθειας εξισορρόπησης κατά της Κίνας θα ήταν ουσιαστικό. Η Ιαπωνία θα αύξανε τις αμυντικές δαπάνες της σε μια εποχή όπου αντιμετωπίζει όχι μόνο ένα τεράστιο βάρος χρέους αλλά και αρνητική μακροπρόθεσμη οικονομική μοίρα λόγω της μείωσης του πληθυσμού. Όπως ήταν προφανές υπό την ηγεσία του Άμπε, η κινητοποίηση για έναν ανταγωνισμό ασφαλείας με την Κίνα θα απαιτούσε επίσης την αμφισβήτηση των ειρηνιστικών κανόνων και θεσμών που εκτιμώνται από πολλούς Ιάπωνες πολίτες και πολιτικούς. Αυτός είναι ένας δυσοίωνος τρόπος για να ξεκινήσει κάποιος έναν ανταγωνισμό ασφάλειας: επιβαρυμένος με χρέη, σέρνοντας έναν απρόθυμο πληθυσμό και ξεχειλώνοντας τις μειωμένες εθνικές ικανότητες. Ο Άμπε ήταν ένας από τους ελάχιστους Ιάπωνες ηγέτες με το πνευματικό πλαίσιο και την πολιτική οξυδέρκεια για να οδηγήσει την χώρα του σε αυτή την συζήτηση. Αν και σίγουρα υπάρχουν άλλοι ταλαντούχοι ηγέτες που μπορούν να αναλάβουν αυτή την ευθύνη, χωρίς τον Άμπε το έργο είναι δυσκολότερο. Το κοινό καθώς και πολλοί Ιάπωνες πολιτικοί παραμένουν απασχολημένοι με τα εγχώρια προβλήματα και ελπίζουν για το καλύτερο σε μια Ασία που είναι ολοένα και πιο κυριαρχούμενη από την Κίνα. Ο ιαπωνικός λαός ίσως αποφάσιζε κάλλιστα ότι θα προτιμούσε να παραμείνει αμέτοχος σε αυτό.
Το μεγαλύτερο μέρος της κάλυψης για τον θάνατο και την ζωή του Άμπε τον περιγράφει ως μια «πολωτική» φιγούρα, που πράγματι ήταν. Οι δημοσιογράφοι αποδοκίμασαν την σχέση της κυβέρνησής του με τα media, τα οποία μετατοπίστηκαν από την στρεψοδικία στην λογοκρισία. Η κυβέρνηση του Άμπε θολώθηκε από σκάνδαλα που αφορούσαν παραβιάσεις των νόμων για τις εκλογές και την χρηματοδότηση της προεκλογικής εκστρατείας, καθώς και την παροχή πολιτικών ευεργετημάτων σε φίλους. Οι επικριτές επέπληξαν τον συντηρητικό εθνικισμό του, ακόμη και αφότου μετρίασε τις πιο δυσάρεστες υπερβολές του. Εντός και εκτός της Ιαπωνίας, οι φιλελεύθεροι ήθελαν ο Άμπε να αντιμετωπίσει και να εξιλεωθεί για τις πιο σκοτεινές πτυχές του παρελθόντος της Ιαπωνίας – και πολλοί ήθελαν από αυτόν να διατηρήσει την επί μακρόν στρατιωτική αυτοσυγκράτηση της Ιαπωνίας. Οι Ιάπωνες συντηρητικοί, από την άλλη πλευρά, επικρότησαν την εθνική υπερηφάνεια του Άμπε καθώς και την προσπάθειά του να αυξήσει τις στρατιωτικές ικανότητες και την συμμετοχή της χώρας του. Αλλά όλες οι πλευρές αναγνωρίζουν έναν οραματιστή ηγέτη και μια τραγική απώλεια για την Ιαπωνία.