Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν υπέγραψε μια σαρωτική σειρά πρωτοβουλιών για την κλιματική αλλαγή αυτή την εβδομάδα, και μαζί με αυτό, ανέκτησε την δυναμική για την αμερικανική δράση για το κλίμα στην παγκόσμια σκηνή. Ενώ η νομοθεσία ονομάζεται Νόμος περί Μείωσης του Πληθωρισμού (Inflation Reduction Act), διαθέτει περίπου 370 δισεκατομμύρια δολάρια ειδικά για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, η μεγαλύτερη επένδυση στη δράση για το κλίμα στην ιστορία των ΗΠΑ. Αυτή η μαζική εισροή χρηματοδότησης θα μπορούσε να τοποθετήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες ώστε να μειώσουν ουσιαστικά τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, εδραιώνοντας την επιστροφή τους σε ηγετικό ρόλο στον παγκόσμιο αγώνα για την κλιματική αλλαγή – έναν ρόλο που η κυβέρνηση Τραμπ είχε απεμπολήσει με την απόσυρσή της από την συμφωνία των Παρισίων και την κατάργηση κλιματικών κανόνων.
Μέχρι την αιφνιδιαστική ανακοίνωση από τους Δημοκρατικούς της Γερουσίας στα τέλη Ιουλίου ότι είχε επιτευχθεί συμφωνία για το νομοσχέδιο, οι προοπτικές ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα εκπληρώσουν τις διεθνείς υποχρεώσεις τους για το κλίμα έμοιαζαν αμυδρές. Η σημαντικότερη μεταξύ αυτών των υποχρεώσεων είναι η δέσμευση για την μείωση έως το 2030 των καθαρών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου των ΗΠΑ σχεδόν στο μισό του επιπέδου του 2005, ένας στόχος που ανακοινώθηκε τον Μάιο από την κυβέρνηση Μπάιντεν ως η νέα εθνικά καθορισμένη συνεισφορά (national determined contribution, NDC) της χώρας στο πλαίσιο της συμφωνίας των Παρισίων για το κλίμα. Η μείωση κατά το ήμισυ των εκπομπών έως το τέλος αυτής της δεκαετίας είναι η απαραίτητη ταχύτητα απαλλαγής από τον άνθρακα, ώστε να τεθούν οι Ηνωμένες Πολιτείες σε μια οδό για την επίτευξη καθαρών μηδενικών εκπομπών έως το 2050, σε συμμόρφωση με τον στόχο της συμφωνίας των Παρισίων να κρατήσει τις αυξήσεις της παγκόσμιας μέσης θερμοκρασίας πολύ κάτω από τους δύο βαθμούς Κελσίου για να αποφευχθούν οι χειρότερες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Μέχρι την περασμένη εβδομάδα φαινόταν πιθανό ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα υπολείπονταν σημαντικά από αυτόν τον στόχο, με τις εκτιμήσεις να υποδηλώνουν συνολικές μειώσεις των εκπομπών λιγότερο από 30% έως το 2030.
Οι εκπομπές στις ΗΠΑ βρίσκονται σήμερα περίπου 17% κάτω από τα επίπεδα του 2005, έχοντας αυξηθεί πρόσφατα λόγω της επανέναρξης της οικονομικής δραστηριότητας μετά τις διακοπές λειτουργίας που επιταχύνθηκαν από την πανδημία της COVID-19. Τα εμπόδια τους τελευταίους αρκετούς μήνες -από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ (US Supreme Court) που περιόριζε την ικανότητα της κυβέρνησης να ρυθμίζει τις εκπομπές των σταθμών ηλεκτροπαραγωγής έως την αυξανόμενη ενεργειακή κρίση που προέρχεται από τον πόλεμο στην Ουκρανία- ενίσχυσαν απλώς την αίσθηση ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα ήταν σε θέση να εκπληρώσουν τις διεθνείς υποχρεώσεις τους. Ο Robert Stavins, οικονομολόγος περιβάλλοντος στο Harvard University, αντανακλούσε το κλίμα που επικρατούσε όταν είπε σε έναν δημοσιογράφο στις αρχές Ιουλίου, «Είναι σαφές ότι η NDC δεν πρόκειται να επιτευχθεί – το ερώτημα είναι πόσο μακριά θα βρεθεί η κυβέρνηση από αυτό για το οποίο δεσμεύτηκε».
Αυτή η εικόνα αλλάζει πλέον. Χάρη στον Νόμο περί Μείωσης του Πληθωρισμού, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα είναι σε θέση τόσο να μειώσουν ουσιαστικά τις εκπομπές τους όσο και να επιδείξουν αξιόπιστα την ουσιαστική διεθνή ηγεσία τους για το κλίμα. Αλλά ο νέος νόμος δεν επηρεάζει μόνο τις κλιματικές προοπτικές των Ηνωμένων Πολιτειών. Θέτει επίσης σε εφαρμογή εκτεταμένα μέτρα για την υποστήριξη της εγχώριας βιομηχανίας των ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένης της παραγωγής εξοπλισμού καθαρής ενέργειας, όπως της αιολικής, της ηλιακής, των μπαταριών και των κρίσιμης σημασίας ορυκτών που απαιτούνται για την κατασκευή τους, με το βλέμμα στην εξίσωση των όρων στο εμπόριο με την Κίνα και στην διασφάλιση της πρόσβασης σε βασικές πρώτες ύλες. Οι Ηνωμένες Πολιτείες ξεκινούν επομένως όχι μία, αλλά δύο διακριτές μετατοπίσεις στην διεθνή στάση τους: την ανανεωμένη ηγεσία στο κλίμα και μια βιομηχανική πολιτική που είναι σχεδιασμένη για να αναμετρηθεί με τον κινεζικό ανταγωνισμό και να ενισχύσει την ενεργειακή ασφάλεια των ΗΠΑ. Μολονότι ο οικονομικός και πολιτικός υπολογισμός για την συμπερίληψη διατάξεων που υποστηρίζουν την τοπική οικονομική ανάπτυξη είναι σαφής, η απόφαση θα μπορούσε να έχει επιπτώσεις στην εξωτερική πολιτική, διαταράσσοντας πτυχές της συνεργασίας στην διεθνή σκηνή, από τις διαπραγματεύσεις για το κλίμα έως το διεθνές εμπόριο.
ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΝΟΝΤΑΣ ΤΙΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΚΠΟΜΠΕΣ
Ο Νόμος περί Μείωσης του Πληθωρισμού εισάγει έναν συνδυασμό μεγάλων νέων επενδύσεων καθαρής ενέργειας, φορολογικών κινήτρων, προγραμμάτων δανεισμού, εκπτώσεων, επιχορηγήσεων και άλλων μηχανισμών πολιτικής για τη μείωση των εκπομπών άνθρακα. Η νομοθεσία επιταχύνει την ανάπτυξη του καθαρού ηλεκτρισμού και οχημάτων, πληρώνοντας τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις για να διαλέξουν επιλογές καθαρής ενέργειας, αντί για εκείνες που εκπέμπουν ρύπανση που παγιδεύει την θερμότητα. Ενθαρρύνει την δέσμευση άνθρακα, την διαδικασία που χρησιμοποιείται για την συλλογή εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα από σταθμούς παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και άλλες βιομηχανικές πηγές και την άντλησή τους υπόγεια αντί στην ατμόσφαιρα. Χρηματοδοτεί επίσης τις προσπάθειες για την μείωση των εκπομπών στους γεωργικούς και βιομηχανικούς τομείς, ειδικά εκείνες που παράγονται από τα [εργοστάσια] χημικών, τις χαλυβουργίες και τσιμεντοβιομηχανίες. Και καθορίζει εκπτώσεις φόρου και άμεσα κίνητρα για τους καταναλωτές, που κυμαίνονται από τις εκπτώσεις στα ηλεκτρικά οχήματα έως τη νέα χρηματοδότηση για την ενεργειακή απόδοση, την αναβάθμιση του εξηλεκτρισμού και την εγκατάσταση ηλιακών συλλεκτών στα σπίτια.
Αυτές και άλλες διατάξεις της νομοθεσίας είναι έτοιμες να μεταμορφώσουν τις προοπτικές των εκπομπών στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η ανάλυση μοντελοποίησης από κορυφαίες ερευνητικές ομάδες υποδηλώνει ότι έως το 2030, ο Νόμος περί Μείωσης του Πληθωρισμού θα μπορούσε να επιφέρει μειώσεις των εκπομπών κατά περίπου 40% σε σχέση με τα επίπεδα του 2005. Αυτό αντιπροσωπεύει μια δραματική πτώση που θα ωθείτο κυρίως από τις μειώσεις των εκπομπών στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας κατά περίπου 70% έως 75% κάτω από τα επίπεδα του 2005. Εν ολίγοις, η νομοθεσία μετακινεί τις Ηνωμένες Πολιτείες πολύ εγγύτερα στην εκπλήρωση της διεθνούς δέσμευσής τους —μια πλήρης μεταστροφή από την κατάσταση [που επικρατούσε] πριν από μόλις λίγες εβδομάδες.
Ο νόμος περί Μείωσης του Πληθωρισμού είναι μια νίκη για την εσωτερική πολιτική της κυβέρνησης, αλλά είναι επίσης ευλογία για τους διπλωμάτες των ΗΠΑ που εργάζονται για την αποκατάσταση της διεθνούς φήμης των Ηνωμένων Πολιτειών. Η αδράνεια της προηγούμενης κυβέρνησης στην κλιματική αλλαγή εκνεύρισε τους διεθνείς συμμάχους και αύξησε την προοπτική μόνιμης κλιματικής βλάβης. Τώρα, η ψήφιση ενός σαρωτικού προγράμματος για το κλίμα στις Ηνωμένες Πολιτείες μπορεί να έχει το αντίθετο αποτέλεσμα, ενθαρρύνοντας παρόμοιες ενέργειες σε άλλα έθνη και ενισχύοντας την σειρά των τεχνολογιών που διατίθενται με λογικό κόστος σε όσους θέλουν να μειώσουν τις εκπομπές.
ΣΠΡΩΧΝΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΔΡΑΚΟ;
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτός ο νέος νόμος είναι καλά νέα για το περιβάλλον, αλλά ο πλήρης αντίκτυπός του στην διεθνή αρένα θα χρειαστεί χρόνο για να εξελιχθεί πλήρως. Ειδικότερα, τα σαρωτικά μέτρα της νομοθεσίας για την στήριξη της βιομηχανίας των ΗΠΑ ίσως παρουσιάσουν νέες και πιθανώς απρόβλεπτες περιπλοκές. Αναλογιστείτε, για παράδειγμα, ότι τα ηλεκτρικά οχήματα που είναι επιλέξιμα για την πλήρη έκπτωση φόρου των 7.500 δολαρίων του νομοσχεδίου πρέπει να συναρμολογούνται στην Βόρειο Αμερική και να βασίζονται σε μεγάλο βαθμό σε κρίσιμης σημασίας ορυκτά που η προμήθεια τους [γίνεται] από την Βόρειο Αμερική ή από χώρες με τις οποίες οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν συμφωνίες δίκαιου εμπορίου. Και μετά το 2024 απαγορεύεται ρητά στα επιλέξιμα οχήματα να χρησιμοποιούν εξαρτήματα και κρίσιμης σημασίας ορυκτά κινεζικής ή ρωσικής προέλευσης.
Επιπλέον, αυτές δεν είναι εφάπαξ διατάξεις. Ο 52 δισεκατομμυρίων δολαρίων νόμος CHIPS and Science Act, που υπεγράφη από τον Μπάιντεν την περασμένη εβδομάδα, ενισχύει την βιομηχανία ημιαγωγών των ΗΠΑ μέσω επενδύσεων στον σχεδιασμό, στην κατασκευή και στην έρευνα, ενόσω ενδυναμώνει τις σχετιζόμενες εφοδιαστικές αλυσίδες. Ο νόμος CHIPS απαιτεί επίσης από τις εταιρείες που επωφελούνται από το πρόγραμμα να μην επεκτείνουν την παραγωγή τους στην Κίνα και σε άλλες «χώρες ανησυχίας». Εν ολίγοις, η ανανεωμένη αμερικανική φιλοδοξία για το κλίμα συμπίπτει με μια εξελισσόμενη βιομηχανική πολιτική των ΗΠΑ που είναι πιο υποστηρικτική στην εγχώρια παραγωγή και στην ανάπτυξη των κοινοτήτων, και πιο επιθετική απέναντι στον διεθνή ανταγωνισμό, ειδικά από την Κίνα. Μένει να φανεί πώς θα απαντήσει η Κίνα, μολονότι οι Κινέζοι αξιωματούχοι κινήθηκαν γρήγορα για να ακυρώσουν μια προγραμματισμένη ομάδα εργασίας ΗΠΑ-Κίνας για το κλίμα μετά την πρόσφατη επίσκεψη της Προέδρου της Βουλής (House Speaker) Νάνσυ Πελόζι στην Ταϊβάν.
Ενώ η τρέχουσα κατάσταση όπως περιγράφεται παραπάνω μπορεί να υποδηλώνει ότι η φιλοδοξία για το κλίμα είναι αντίθετη με τα διεθνή εμπορικά συμφέροντα, δεν είναι υποχρεωτικό να είναι. Η ρητή και στρατηγική σύνδεσή της με πτυχές της εμπορικής πολιτικής θα μπορούσε μάλλον να ενισχύσει την ικανότητα των χωρών να επιδιώκουν φιλόδοξες και αποτελεσματικές πολιτικές για το κλίμα, κατά τρόπο συνεπή με τον διεθνή εμπορικό ανταγωνισμό. Ενώ ο Νόμος περί Μείωσης του Πληθωρισμού δεν περιλαμβάνει ρητές εμπορικές διατάξεις, όπως μηχανισμούς για την συνοριακή προσαρμογή του άνθρακα – χρεώσεις στις εισαγωγές για να ληφθούν υπόψη οι εκπομπές τους – ή τομεακές διεθνείς συμφωνίες για το κλίμα, αντανακλά πολλά από τα ίδια συμφέροντα που είναι στο παιχνίδι.
Παρατηρήστε την πρόσφατη ανάδυση των συζητήσεων της «λέσχης του κλίματος» στο G-7, όπου οι χώρες που συμφωνούν σε ένα ορισμένο επίπεδο περιβαλλοντικών επιδόσεων θα σχημάτιζαν μια συμμαχία μέσω της οποίας τα μέλη επωφελούνται από το εμπόριο. Οι χώρες εκτός της συμμαχίας θα υπόκεινταν σε εμπορικούς δασμούς ή άλλους περιορισμούς. Αυτός ο τύπος στρατηγικής αντανακλά το αυξημένο ενδιαφέρον για το κλίμα στο πλαίσιο των εξελισσόμενων εμπορικών διευθετήσεων για τον χάλυβα, το αλουμίνιο και δυνητικά άλλα ανθρακοβόρα προϊόντα μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών, της ΕΕ και άλλων, αντικατοπτρίζοντας μια «κοινή δέσμευση για την χρήση της εμπορικής πολιτικής ώστε να αντιμετωπιστούν οι απειλές της κλιματικής αλλαγής». Αυτές οι προσπάθειες βρίσκονται σε αρχικό στάδιο, ωστόσο αποτυπώνουν μια άνοδο των συνεργατικών ανταλλαγών που συνδέουν σκόπιμα το κλίμα και το εμπόριο.
ΕΝΑ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ ΒΗΜΑ, ΕΝΑ ΔΥΣΚΟΛΟ ΤΑΞΙΔΙ
Ακόμη και με τον Νόμο περί Μείωσης του Πληθωρισμού σε πλήρη ισχύ, η διεθνής κοινότητα θα παρακολουθεί προσεκτικά τις προσπάθειες της Ουάσιγκτον να ανταποκριθεί στην δέσμευση των ΗΠΑ να μειώσουν τα αέρια του θερμοκηπίου, από τις στρατηγικές που απαιτούνται για να κλείσει το χάσμα με το υπόλοιπο 10% των μειώσεων που απαιτούνται για την επίτευξη του στόχου της NDC στο εάν ο Νόμος περί Μείωσης του Πληθωρισμού θα αποδώσει τα προβλεπόμενα αποτελέσματα. Για να διατηρήσει αυτόν τον στόχο, η κυβέρνηση εξετάζει μια γκάμα επιλογών, από την ρύθμιση του τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας, των οχημάτων και των εκπομπών μεθανίου υπό τον Νόμο περί Καθαρού Αέρα (Clean Air Act) έως τις επενδύσεις στην δασοκομία και στην γεωργία που αμφότερες μειώνουν τις εκπομπές και λειτουργούν ως καταβόθρες άνθρακα. Η πολιτική σε επίπεδο πολιτείας βρίσκεται επίσης στο τραπέζι. Θυμηθείτε ότι εάν ήταν χώρες, η Καλιφόρνια θα ήταν η πέμπτη μεγαλύτερη οικονομία παγκοσμίως και η Νέα Υόρκη η δέκατη μεγαλύτερη. Αυτές και άλλες πολιτείες έχουν επενδύσει πολύ στην κλιματική δράση, ακόμη και όταν η ομοσπονδιακή κυβέρνηση παρέπαιε στο παρελθόν, και λαμβάνουν περισσότερη οικονομική στήριξη για να το κάνουν υπό τον νέο νόμο.
Ενώ απομένει πολλή δουλειά, η θέσπιση του Νόμου περί Μείωσης του Πληθωρισμού στη νομοθεσία των ΗΠΑ θα πρέπει να είναι πολύ ευπρόσδεκτη είδηση για άλλες χώρες που έχουν δεσμευτεί στην δράση για το κλίμα. Όχι μόνο ο δεύτερος μεγαλύτερος εκπομπός του κόσμου -και ιστορικά ο μεγαλύτερος εκπομπός- δεσμεύει μακροπρόθεσμους πόρους στην μετάβαση του στην καθαρή ενέργεια, [αλλά] οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι επίσης η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, ο ηγέτης του στην καινοτομία και ο ηγέτης του στα χρηματοοικονομικά. Η ανάπτυξη, η επίδειξη και η αξιοποίηση τεχνολογιών χαμηλών εκπομπών άνθρακα σε κλίμακα, και η διδαχή από την διαδικασία θα δρέψει κλιματικούς καρπούς πέρα από τα σύνορα των ΗΠΑ, μέσω της βελτιωμένης επίδοσης, της μείωσης του κόστους και της δημιουργίας νέων επιλογών. Μολονότι η σύζευξη της δράσης για το κλίμα με το εμπόριο ίσως προκαλέσει επιπλοκές, η πρόοδος απαιτεί την λήψη τολμηρής δράσης όπου είναι δυνατόν, όπως κάνει ο Νόμος περί Μείωσης του Πληθωρισμού, ενώ παράλληλα θα εργάζεται συνεχώς για την προώθηση συνδεδεμένων και κάποιες φορές ανταγωνιστικών συμφερόντων.