Η έλλειψη διαλόγου, συναντήσεων, και ανταλλαγών [ιδεών] αυξάνει τον κίνδυνο σύγκρουσης
Οι σχέσεις μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας έχουν πέσει στα πιο σκοτεινά τους βάθη από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, όταν ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ρίτσαρντ Νίξον, συναντήθηκε με τον Κινέζο ηγέτη, Μάο Τσετούνγκ, (και ο σύμβουλος εθνικής ασφάλειας του Νίξον, Χένρι Κίσινγκερ, συναντήθηκε με τον αναπληρωτή του Μάο, Τσου Εν Λάι) σε μια προσπάθεια να τερματιστεί η εχθρότητα που χαρακτήριζε την σχέση [των δυο χωρών] από τότε που το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα (ΚΚΚ) θριάμβευσε στον κινεζικό εμφύλιο πόλεμο το 1949. Οι δεκαετίες αποκλιμάκωσης και συνεργασίας που τελικά προέκυψαν από τον διάλογο του Νίξον και του Μάο μοιάζουν πλέον με αρχαία ιστορία. Σήμερα, αξιωματούχοι και σχολιαστές σε όλο τον κόσμο φοβούνται ότι όχι μόνο είναι αναπόφευκτος ένας ψυχρός πόλεμος μεταξύ των δύο δυνάμεων, αλλά και ότι αργά ή γρήγορα θα συγκρουστούν, αν όχι για την Ταϊβάν, τότε στην Θάλασσα της Νότιας Κίνας ή αλλού. Εν τω μεταξύ, ο οικονομικός κολοσσός που κάποιοι αποκαλούσαν «Chimerica», που παρήχθη από την αλληλεξάρτηση των οικονομιών των ΗΠΑ και της Κίνας, διαλύεται σταδιακά από τους αυξανόμενους τεχνολογικούς περιορισμούς και των δύο χωρών, τις προσπάθειες αναδρομολόγησης των αλυσίδων εφοδιασμού, και την εστίαση στην οικοδόμηση οικονομικής ανθεκτικότητας.
Είτε πιστεύει κανείς ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα προορίζονται να είναι αντίπαλοι, είτε ότι θα μπορούσαν με κάποιον τρόπο να βρουν έναν δρόμο επιστροφής πίσω στην μεγαλύτερη συνεργασία, είτε ότι θα έχουν μια πιο περίπλοκη σχέση, θα πρέπει να είναι σαφές ότι θα ήταν καλύτερο για τους λαούς και των δυο χωρών -κυβερνητικούς αξιωματούχους, επιχειρηματίες, ακαδημαϊκούς, και απλούς πολίτες- να έχουν μεγαλύτερη κατανόηση ο ένας για τον άλλον. Και δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος για να οικοδομηθεί αυτή η αμοιβαία κατανόηση από τις δια ζώσης αλληλεπιδράσεις και επισκέψεις κατά τις οποίες οι άνθρωποι μπορούν να παρατηρήσουν ο ένας την κοινωνία του άλλου και να μιλήσουν εκτενώς σε επίσημα και ανεπίσημα πλαίσια για τις προοπτικές και τις εμπειρίες τους.
Στα τρία χρόνια από την έναρξη της πανδημίας της COVID-19, οι επαφές μεταξύ Αμερικανών και Κινέζων έχουν σχεδόν εξαφανιστεί εντελώς. Μεταξύ του 2019 και του 2022, οι πτήσεις μεταξύ των δύο χωρών μειώθηκαν κατά πάνω από 95%, οι ανταλλαγές ακαδημαϊκών στέρεψαν, ο αριθμός των φοιτητών από τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Κίνα που σπούδαζαν στην άλλη χώρα μειώθηκε κατακόρυφα, οι εταιρικοί υπάλληλοι εγκατέλειψαν μαζικά την Κίνα, και οι τάξεις των ξένων ανταποκριτών μειώθηκαν μετά τις πρωτοφανείς απελάσεις και από τις δύο κυβερνήσεις. Οι διαδικτυακές συναντήσεις έχουν εκτοξευθεί σε δημοτικότητα, αλλά δεν μπορούν να υποκαταστήσουν τις πραγματικές συναντήσεις. Η έλλειψη προσωπικής επαφής δεν είναι η πηγή των εντάσεων μεταξύ των δύο χωρών, αλλά αποτελεί εμπόδιο για την σταθεροποίηση των δεσμών, την αποφυγή μιας κρίσης, και την συνεργασία σε διμερή ζητήματα και παγκόσμιες προκλήσεις όπως η κλιματική αλλαγή και η δημόσια υγεία.
Ανησυχώντας για την πορεία των αμερικανο-κινεζικών σχέσεων και απογοητευμένοι από την αδυναμία μας να κάνουμε έρευνα πεδίου, κάναμε τα λόγια μας πράξη (και βάλαμε τις μάσκες μας) και υπομείναμε σχεδόν 70 ημέρες καραντίνας στην Κίνα προκειμένου να πραγματοποιήσουμε εκτεταμένες επισκέψεις την άνοιξη και το φθινόπωρο του 2022 -ο Kennedy στην Κίνα, και ο Wang στις Ηνωμένες Πολιτείες. Συναντηθήκαμε με κυβερνητικούς αξιωματούχους, στελέχη επιχειρήσεων, ακαδημαϊκούς, δημοσιογράφους, και ξένους διπλωμάτες. Σε μια εποχή που Αμερικανοί και Κινέζοι μιλούσαν συχνά ο ένας για τον άλλον αλλά ελάχιστα μιλούσαν μεταξύ τους, οι επισκέψεις μας προσέφεραν ένα σπάνιο παράθυρο στην κατάσταση της σχέσης [μεταξύ των χωρών]. Αυτό που διαπιστώσαμε ήταν τόσο ανησυχητικό όσο και καθησυχαστικό, και φύγαμε πιστεύοντας ότι ο δρόμος για μια πιο εποικοδομητική σχέση περνάει μέσα από την ανοικοδόμηση μιας βαθιάς και ολοκληρωμένης κοινωνικής αλληλεπίδρασης: δεσμοί μεταξύ των ανθρώπων, επικοινωνία πρόσωπο με πρόσωπο, πολιτιστικές ανταλλαγές, και έρευνα και παρατήρηση στο πεδίο.
ΜΕΤΑΤΟΠΙΣΗ ΤΟΥ ΚΛΙΜΑΤΟΣ
Έχουμε επισκεφθεί ο ένας την χώρα του άλλου πολλές φορές τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, και οι πιο πρόσφατες επισκέψεις μας μάς άφησαν την ισχυρή εντύπωση ότι τα τελευταία τρία χρόνια ήταν μια περίοδος σημαντικών κοινωνικών ζυμώσεων και μετασχηματισμών και στους δύο τόπους. Η διαμαρτυρία και η διαφωνία είναι μόνιμες πτυχές της αμερικανικής ζωής, αλλά τα τελευταία χρόνια, οι δημόσιες εκφράσεις θυμού για τους περιορισμούς της πανδημίας, την αστυνομική βία, και τις προεδρικές εκλογές του 2020 παρήγαγαν ασυνήθιστη ποσότητα αταξίας και αναταραχής. Εν τω μεταξύ, η αύξηση της εγκληματικότητας και η συνεχιζόμενη ένοπλη βία έχουν προκαλέσει σε πολλούς Αμερικανούς ανησυχία.
Οι αλλαγές στην Κίνα ήταν ακόμη πιο δραματικές. Στα θετικά, η σημασία της κούρσας για να βγει μπροστά [από τις ΗΠΑ] σε επαγγελματικούς και υλικούς όρους φάνηκε να υποχωρεί, καθώς οι άνθρωποι επικεντρώθηκαν περισσότερο στην υγεία και την ευημερία τους, άρχισαν να γυμνάζονται όσο ποτέ άλλοτε και να ντύνονται πιο άνετα. Τα επίπεδα αιθαλομίχλης και ατμοσφαιρικής ρύπανσης μειώθηκαν και τα ηλεκτρικά οχήματα φάνηκαν ξαφνικά πανταχού παρόντα. Αλλά πιο εμφανή ήταν τα σημάδια της κοινωνικής έντασης. Η πολιτική «μηδενικής Covid» της Κίνας άφησε εκατομμύρια πολίτες απομονωμένους και απέκλεισε την χώρα από τον υπόλοιπο κόσμο. Η οικονομία κλονίστηκε καθώς οι καταναλωτές απέφευγαν τα καταστήματα και οι ιδιώτες επιχειρηματίες συγκρατούνταν από τις επενδύσεις. Μετά από μια μακροχρόνια καραντίνα στην Σαγκάη την άνοιξη του 2022, η απογοήτευση για τους περιορισμούς αυξήθηκε, και το φθινόπωρο του ίδιου έτους, ορισμένοι Κινέζοι διαμαρτυρήθηκαν δημοσίως. Κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει την αναταραχή ή το ξαφνικό τέλος της μηδενικής COVID, το οποίο ήρθε τον Δεκέμβριο, αλλά ήταν σαφές ότι όλοι ανακουφίστηκαν που είδαν αυτή την πολιτική να τελειώνει.
Εξίσου δραματικές ήταν και οι αλλαγές στο κλίμα που επικρατούσε στις δύο χώρες σχετικά με την σχέση διμερή [τους]. Η πανδημία απομόνωσε τη μια χώρα από την άλλη και οδήγησε στην δημιουργία κλειστών κύκλων και στις δύο πλευρές: καθώς οι εντάσεις αυξάνονταν, η έλλειψη επαφής καθιστούσε δύσκολη την ενσυναίσθηση και την θέαση των πραγμάτων από την οπτική γωνία του άλλου. Και στις δύο χώρες, μια επιθετική συναίνεση άρχισε να διαμορφώνεται σε ορθόδοξη άποψη: ο αμερικανοκινεζικός ανταγωνισμός είχε μετατραπεί σε υπαρξιακή σύγκρουση.
Τόσο το Πεκίνο όσο και η Ουάσινγκτον πιστεύουν ότι ο άλλος ευθύνεται εξ ολοκλήρου για την επιδείνωση των δεσμών και ότι οι δικές του ενέργειες αποτελούν ορθολογικές απαντήσεις στην παράλογη επιθετικότητα του άλλου. Οι Κινέζοι αξιωματούχοι φαίνονται πεπεισμένοι ότι ο στόχος της Ουάσινγκτον είναι, σύμφωνα με τα λόγια του Κινέζου ηγέτη, Σι Τζινπίνγκ, να «περιορίσει, να περικυκλώσει, και να καταστείλει την Κίνα». Κατά την άποψη αυτή, για να διατηρήσουν την παγκόσμια ηγεμονία, οι Ηνωμένες Πολιτείες επιδιώκουν να χαλαρώσουν την λαβή του ΚΚΚ στην εξουσία και να περιορίσουν την ανάπτυξη της Κίνας. Το κινεζικό αφήγημα ξεκινά με την υποτιθέμενη «ανάμειξη» των ΗΠΑ στην Xinjiang και το Χονγκ Κονγκ την δεκαετία του 2010, ακολουθούμενη από τους δασμούς και τις κυρώσεις της κυβέρνησης Τραμπ στην Huawei και άλλες εταιρείες τεχνολογίας, οι οποίες συνεχίστηκαν υπό την κυβέρνηση Μπάιντεν.
Από την πλευρά της, η Ουάσινγκτον είναι πεπεισμένη ότι το Πεκίνο θέλει να διαλύσει την διεθνή τάξη που δημιουργήθηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και βασίζεται στο κράτος δικαίου, την παγκόσμια οικονομία της αγοράς, και το σύστημα συμμαχιών των ΗΠΑ. Το αμερικανικό αφήγημα ξεκινά με την πρόσκληση της Ουάσινγκτον προς την Κίνα να ενταχθεί στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου και να γίνει «υπεύθυνος συμμέτοχος» -κάτι που, κατά την αμερικανική άποψη, ήταν μια καλοπροαίρετη χειρονομία που το Πεκίνο ουσιαστικά απέρριψε συνεχίζοντας να επιδοτεί αδίκως κινεζικές εταιρείες, να περιορίζει την πρόσβαση αμερικανικών εταιρειών στις αγορές της Κίνας, να κλέβει πνευματική ιδιοκτησία, να περιορίζει τα ανθρώπινα δικαιώματα, και να προβαίνει σε επιθετικές στρατιωτικές κινήσεις στην Θάλασσα της Νότιας Κίνας και αλλού.
Αυτές οι ιστορίες είναι λίγο πολύ αμοιβαία αποκλειστικές, και καμία πλευρά δεν πιστεύει ότι η άλλη έχει μεγάλη αξιοπιστία όταν πρόκειται να αναλάβει δεσμεύσεις για την βελτίωση των δεσμών. Η Ουάσινγκτον πιστεύει ότι η ανώτατη ηγεσία της Κίνας είναι σταθερά αποφασισμένη να τερματίσει την περίοδο αρμονικής συνύπαρξης με τις Ηνωμένες Πολιτείες και να εγκαταλείψει την υπέρ της αγοράς ατζέντα της «μεταρρύθμισης και του ανοίγματος» που ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Το Πεκίνο, εν τω μεταξύ, αντιμετωπίζει με μεγάλο σκεπτικισμό τους ισχυρισμούς των ΗΠΑ ότι η Ουάσινγκτον αποδέχεται τη νομιμότητα της εξουσίας του ΚΚΚ και σέβεται το δικαίωμα της Κίνας να αναπτύσσεται. Και οι Κινέζοι αξιωματούχοι έχουν καταλήξει να πιστεύουν ότι δεν μπορεί κανείς να εμπιστευτεί τον πρόεδρο των ΗΠΑ ότι θα τηρήσει τις όποιες υποσχέσεις του, αφού οτιδήποτε κάνει μπορεί να αναιρεθεί από το Κογκρέσο -ή τον επόμενο πρόεδρο.
Η ηχώ στους κλειστούς κύκλους και στις δύο πλευρές του Ειρηνικού είναι μια νότα βαθιάς μοιρολατρίας, μια αίσθηση ότι οι μεγαλύτερες οικονομικές εντάσεις και οι συγκρούσεις στον τομέα της ασφάλειας είναι αναπόφευκτες. Αυτή η άποψη δημιουργεί έναν αυτοτροφοδοτούμενο φαύλο κύκλο και όσο το αίσθημα παραίτησης διαπερνά και τις δύο πρωτεύουσες, η διάσπασή του μπορεί να αποδειχθεί αδύνατη.
ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΑ ΣΤΕΝΑ
Σκεφτείτε τον τρόπο με τον οποίο οι δύο πολιτικές κοινότητες αντιμετωπίζουν τον πόλεμο μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας και τις εντάσεις στα Στενά της Ταϊβάν. Τον Φεβρουάριο του 2022, ο Wang επισκεπτόταν την Ουάσινγκτον όταν ο Σι και ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, εξέδωσαν κοινή δήλωση στην οποία χαιρετίζουν την «χωρίς όρια» εταιρική σχέση των χωρών τους. Όταν τα ρωσικά στρατεύματα εισέβαλαν στην Ουκρανία λιγότερο από τρεις εβδομάδες αργότερα, διαπίστωσε ότι ήταν δύσκολο για τους Αμερικανούς να πιστέψουν ότι η Μόσχα δεν είχε ενημερώσει το Πεκίνο για τα σχέδιά της. Ορισμένοι Αμερικανοί περίμεναν ότι η Κίνα θα καταδίκαζε την «ειδική στρατιωτική επιχείρηση» της Ρωσίας, καθώς η Κίνα συχνά ζητά από άλλα κράτη να σέβονται τα κυριαρχικά δικαιώματα και να αναζητούν ειρηνικές λύσεις σε εδαφικές διαφορές. Αλλά προς απογοήτευση της Ουάσιγκτον, η Κίνα ακολούθησε διαφορετική προσέγγιση.
Όπως διαπίστωσε ο Kennedy σε συζητήσεις στο Πεκίνο αργότερα το 2022, οι κινεζικές ελίτ πίστευαν πραγματικά ότι η επέκταση του ΝΑΤΟ είχε δημιουργήσει ανησυχίες στην Ρωσία για την ασφάλειά της, γεγονός που οδήγησε τον Πούτιν στην απόφαση να επιτεθεί. Ταυτόχρονα, οι συνομιλίες του αποκάλυψαν επίσης ένα εκπληκτικό επίπεδο διαφωνίας με την ισχυρή πολιτική υποστήριξη του Σι προς τον Πούτιν και την απροθυμία του να καταδικάσει την εισβολή˙ αρκετές κινεζικές ελίτ με τις οποίες μίλησε ο Kennedy είδαν αυτήν την αντίδραση να μετατρέπει ουσιαστικά μια ρωσική στρατηγική γκάφα σε κινεζική. Αυτή η έλλειψη συναίνεσης μεταξύ Κινέζων αξιωματούχων και ειδικών μπορεί να βοηθήσει να εξηγηθεί γιατί το Πεκίνο δυσκολεύτηκε να βρει μια λειτουργική προσέγγιση και ένα σταθερό μήνυμα.
Οι συζητήσεις στην Ουάσιγκτον και το Πεκίνο αποκάλυψαν επίσης πολύ διαφορετικές εντυπώσεις σχετικά με την πιθανότητα σύγκρουσης για την Ταϊβάν. Στις αρχές του 2022, ορισμένοι Αμερικανοί εξέφρασαν στον Wang κάποια ανησυχία ότι η Κίνα θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί την εστίαση της Ουάσινγκτον στον πόλεμο στην Ουκρανία για να εξαπολύσει στρατιωτική επίθεση στην Ταϊβάν. Μήνες αργότερα, αφού η Νάνσι Πελόζι, τότε πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ, επισκέφθηκε την Ταϊβάν τον Αύγουστο, αρκετοί Αμερικανοί με τους οποίους μίλησε ο Wang, συμπεριλαμβανομένων ανώτερων στρατιωτικών αξιωματούχων των ΗΠΑ, υπέθεσαν ότι το Πεκίνο θα μπορούσε να έχει ένα χρονοδιάγραμμα για την κατάληψη της Ταϊβάν με την βία. Αυτή η εικασία θα μπορούσε να βασίζεται σε εκθέσεις των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών, αλλά επίσης να προκλήθηκε από ορισμένες κινεζικές αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που καλούσαν τον κινεζικό στρατό να «απελευθερώσει» την Ταϊβάν και να εκπληρώσει την αποστολή της εθνικής επανένωσης.
Αντίθετα, με βάση τις συνομιλίες του με αξιωματούχους και εμπειρογνώμονες του ΚΚΚ, ο Kennedy κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία έκανε την Κίνα περισσότερο συγκρατημένη, όχι λιγότερο. Ορισμένοι στον κινεζικό στρατό φάνηκε να πιστεύουν ότι η Ουάσινγκτον ωθούσε κρυφά το Πεκίνο να επιτεθεί στην Ταϊβάν, ώστε να εγκλωβιστεί σε μια «παγίδα της Ταϊβάν» παρόμοια με την εμπειρία των ΗΠΑ στο Βιετνάμ και το Αφγανιστάν. Επιπλέον, ειδικοί στην κινεζική τεχνολογική πολιτική επεσήμαναν ότι ακόμη και αν ο κινεζικός στρατός δεν αντιμετώπιζε καμία αντίσταση στην Ταϊβάν και καταλάμβανε το νησί χωρίς να ρίξει ούτε έναν πυροβολισμό, η ικανότητα κατασκευής ημιαγωγών της Ταϊβάν δεν θα μετατρεπόταν ξαφνικά σε ικανότητα της ηπειρωτικής χώρας. Τα σχέδια κατασκευής ημιαγωγών είναι πολύ πολύπλοκα για να τα χειριστούν μόνοι τους ακόμη και εξειδικευμένοι ξένοι, οι πρώτες ύλες από τους προμηθευτές και οι παραγγελίες από τους πελάτες θα σταματούσαν γρήγορα, και οι πάροχοι εξοπλισμού θα μπορούσαν εύκολα να πειράξουν μερικές γραμμές κώδικα ή να αλλάξουν την θερμοκρασία στις εγκαταστάσεις για να καταστήσουν αδύνατη την παραγωγή.
ΒΓΕΙΤΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΦΟΥΣΚΑ ΣΑΣ
Τα ταξίδια μας μάς βοήθησαν να κατανοήσουμε γιατί οι προσπάθειες σταθεροποίησης των σχέσεων κατά την διάρκεια της προεδρίας Μπάιντεν έχουν μέχρι στιγμής αποτύχει και γιατί εκτροχιάστηκαν νωρίτερα φέτος, όταν ένα κινεζικό αερόστατο μεγάλου υψομέτρου εντοπίστηκε πάνω από την αμερικανική ενδοχώρα και τελικά καταρρίφθηκε από τον αμερικανικό στρατό. Η ανεπάρκεια επαφών και διαλόγου έχει καταστήσει την σχέση εύθραυστη˙ δεν υπάρχει πλέον σχεδόν κανένα περιθώριο για λάθη ή παρεξηγήσεις. Δεδομένων των πιθανοτήτων μιας τυχαίας κρίσης, δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο για την ανοικοδόμηση των δεσμών μεταξύ των δύο χωρών.
Ένα μέρος για να ξεκινήσει κάποιος θα ήταν το απλό θέμα των ταξιδιών. Η απόκτηση βίζας για την Κίνα έχει γίνει ευκολότερη από τον Ιανουάριο, και η Ουάσινγκτον έχει καταργήσει όλες τις απαιτήσεις για τεστ που σχετίζονται με την COVID για τους ταξιδιώτες από την Κίνα. Ωστόσο, εξακολουθούν να υπάρχουν πολύ λίγες πτήσεις μεταξύ των δύο χωρών˙ η τεράστια ανεκπλήρωτη ζήτηση έχει ανεβάσει την τιμή ορισμένων εισιτηρίων οικονομικής θέσης μετ’ επιστροφής στα 7.000 δολάρια. Οι αεροπορικές εταιρείες και στις δύο χώρες θέλουν να προσθέσουν περισσότερες πτήσεις, αλλά διστάζουν να το πράξουν επειδή οι δύο κυβερνήσεις δεν έχουν ακόμη καταλήξει σε συμφωνία για την άρση ορισμένων περιορισμών που επέβαλαν όταν ξεκίνησε η πανδημία. Επιπλέον, οι αμερικανικές αεροπορικές εταιρείες διστάζουν να προσθέσουν περισσότερες πτήσεις επειδή, ως αποτέλεσμα του πολέμου στην Ουκρανία, δεν μπορούν να πετάξουν μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας μέσω της συντομότερης πολικής διαδρομής, γεγονός που δίνει στις κινεζικές αεροπορικές εταιρείες ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Η Ουάσινγκτον και το Πεκίνο θα πρέπει να πιέσουν τις αεροπορικές εταιρείες να προσθέσουν τουλάχιστον μερικές ακόμη απευθείας πτήσεις το συντομότερο δυνατό και να συνεχίσουν να εργάζονται προς την κατεύθυνση μιας πιο βιώσιμης λύσης που θα επιτρέψει την αποκατάσταση των πτήσεων τουλάχιστον στο 80% των προ της πανδημίας επιπέδων μέχρι το τέλος του έτους.
Το Πεκίνο και η Ουάσιγκτον θα πρέπει επίσης να παρέχουν μεγαλύτερη διαβεβαίωση στους Αμερικανούς και τους Κινέζους φοιτητές, ακαδημαϊκούς, επιχειρηματίες, ειδικούς σε θέματα ιατρικής, και δημοσιογράφους που επιθυμούν να επισκεφθούν την άλλη χώρα ότι είναι ευπρόσδεκτοι και ότι οι δραστηριότητές τους θα προστατεύονται και θα ενθαρρύνονται. Για παράδειγμα, τα στελέχη χρειάζονται διαβεβαιώσεις ότι οι υπάλληλοί τους θα τύχουν δίκαιης μεταχείρισης και μεγαλύτερη βεβαιότητα σχετικά με το ποιες επιχειρήσεις επιτρέπονται και ποιες όχι. Και οι μελετητές χρειάζονται μεγαλύτερη σαφήνεια σχετικά με τον τρόπο συμμόρφωσης με τους κανόνες που αφορούν την συνεργατική έρευνα, ώστε να μην προσκρούσουν σε ζητήματα εθνικής ασφάλειας.
Κινέζοι αξιωματούχοι εκφράζουν τακτικά την απογοήτευσή τους για το πώς οι Αμερικανοί παρεξηγούν την Κίνα. Οι Αμερικανοί μπορεί να μην αποδέχονται την κινεζική άποψη σε ένα ευρύ φάσμα θεμάτων, αλλά είναι πολύ πιο πιθανό να την απορρίψουν ή να εμμείνουν σε απλουστευτικές εικόνες της Κίνας αν δεν μπορούν να αποκτήσουν πρόσβαση στην χώρα και να εμβαθύνουν την κατανόησή τους. Χρειάζονται βίζες για να εισέλθουν στην Κίνα, να έχουν την δυνατότητα να ταξιδέψουν στην χώρα και να συναντήσουν ανθρώπους, και να έχουν πρόσβαση σε κινεζικές βάσεις δεδομένων, δημοσιεύσεις, και αρχεία. Ομοίως, οι Ηνωμένες Πολιτείες χρειάζονται μια πολιτική «ανοικτών θυρών» για να επιτρέψουν στους Κινέζους από όλα τα κοινωνικά στρώματα, ακόμη και στα μέλη του ΚΚΚ, να έρθουν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Μόνο οι Κινέζοι πολίτες που ενέχουν πραγματικούς κινδύνους για την ασφάλεια θα πρέπει να περιορίζονται από το να επισκεφθούν.
Καθώς ανοικοδομούν τους δεσμούς μεταξύ των λαών, οι δύο κυβερνήσεις θα πρέπει επίσης να βρουν έναν δρόμο επιστροφής στον επίσημο διάλογο, παραμερίζοντας τις παράλογες προϋποθέσεις και τα άσκοπα όρια στο φάσμα των αποδεκτών θεμάτων. Μια τέτοια επικοινωνία είναι πιο κρίσιμη στο επίπεδο των εκτελεστικών κλάδων σε αμφότερες τις κυβερνήσεις. Αλλά τα μέλη του αμερικανικού Κογκρέσου και του Εθνικού Λαϊκού Κογκρέσου της Κίνας θα πρέπει επίσης να επαναλάβουν τα ταξίδια στην άλλη χώρα. Οι αντιπροσωπείες του Κογκρέσου αποτελούν εδώ και καιρό μια κρίσιμη πηγή γνώσης και για τις δύο πλευρές.
Είναι δύσκολο να υπάρξει μεγάλη αισιοδοξία ότι η Ουάσιγκτον και το Πεκίνο θα κάνουν αυτά τα βήματα. Για το ορατό μέλλον, οι σχέσεις [τους] είναι πολύ πιθανό να συνεχίσουν να επιδεινώνονται. Και θα ήταν αφελές να πιστεύουμε ότι η ανανεωμένη επικοινωνία θα αποφέρει απαραίτητα αυξημένη αμοιβαία εκτίμηση ή σεβασμό˙ πράγματι, η περισσότερη γνώση θα μπορούσε επίσης να ενισχύσει τις αρνητικές απόψεις και να αυξήσει τις εντάσεις. Αλλά τουλάχιστον, η συζήτηση -και η ακρόαση- θα αυξήσει τις πιθανότητες οι δύο χώρες να βρουν τρόπους να διαχειριστούν ειρηνικά τις διαφορές τους.