Η επίσημη θριαμβολογία αποκρύπτει τον κοινωνικό κατακερματισμό.
Ο Xi Jinping βρίσκεται σε μια κούρσα εναντίον του χρόνου. Η λάμψη της αρχικής οικονομικής ανάκαμψης της Κίνας και της συγκράτησης της COVID-19 εξασθενεί. Τα διεθνή μέσα ενημέρωσης έχουν προχωρήσει για να επευφημήσουν την αποτελεσματικότητα των εμβολίων και τα ποσοστά εμβολιασμού αλλού, και άλλες οικονομίες έχουν αρχίσει να ανακοινώνουν σταθερούς ρυθμούς ανάπτυξης. Ωστόσο, ο πρόεδρος Xi συνεχίζει να προωθεί ένα αφήγημα για την κινεζική εξαιρετικότητα και υπεροχή. «Η Ανατολή ανεβαίνει και η Δύση παρακμάζει», είπε σε μια ομιλία του πέρυσι. Ανώτεροι Κινέζοι αξιωματούχοι και αναλυτές έχουν υιοθετήσει και ενισχύσει το μήνυμα του Xi, επισημαίνοντας την σχετική μείωση των μεριδίων της Ευρώπης και της Ιαπωνίας στην παγκόσμια οικονομία και τονίζοντας την φυλετική και πολιτική πόλωση των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο πρώην υφυπουργός Εξωτερικών, He Yafei, ισχυρίστηκε έντονα ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες «θα διαπιστώσουν ότι η δύναμή τους υπολείπεται ολοένα και περισσότερο από τις φιλοδοξίες τους, τόσο στο εσωτερικό όσο και διεθνώς …. Αυτή είναι η μεγάλη τάση της ιστορίας… . Η παγκόσμια ισορροπία δυνάμεων και η παγκόσμια τάξη θα συνεχίσουν να κλίνουν υπέρ της Κίνας και η ανάπτυξη της Κίνας θα γίνει ασταμάτητη».
Αλλά πίσω από μια τέτοια θριαμβολογική ρητορική κρύβεται μια άβολη αλήθεια: η κοινωνία της Κίνας κατακερματίζεται με πολύπλοκους και δύσκολους τρόπους. Οι διακρίσεις λόγω φύλου και εθνότητας είναι ανεξέλεγκτες, ενισχυόμενες από όλο και πιο εθνικιστική και γεμάτη μίσος διαδικτυακή ρητορική. Η δημιουργική τάξη βρίσκεται σε διαμάχη με μηδαμινούς γραφειοκράτες. Και εξακολουθεί να υφίσταται σοβαρή ανισότητα μεταξύ της υπαίθρου και των πόλεων. Αυτές οι διαφορές εμποδίζουν την πλήρη συμμετοχή σημαντικών τομέων της κοινωνίας στην πνευματική και πολιτική ζωή της Κίνας και, εάν αφεθούν χωρίς αντιμετώπιση, έχουν την δυνατότητα να απορροφήσουν την οικονομική ζωτικότητα της χώρας. Καθώς ο Xi επιδιώκει να ενισχύσει την εγχώρια καινοτομία και την εγχώρια κατανάλωση, η επιτυχία του εξαρτάται από την διανοητική και οικονομική υποστήριξη των ίδιων των πληθυσμιακών ομάδων που οι πολιτικές του απαξιώνουν. Και καθώς προωθεί το «μοντέλο της Κίνας» ως άξιο μίμησης, αυτές οι ίδιες οι διαιρέσεις θολώνουν την ελκυστικότητα της Κίνας και υπονομεύουν την επιρροή της. Αν ο Xi δεν κινηθεί γρήγορα για να θεραπεύσει τις ρήξεις, το κινέζικο όνειρό του για «μεγάλη αναζωογόνηση του κινεζικού έθνους» θα παραμείνει ακριβώς αυτό.
ΚΑΤΗΓΟΡΩΝΤΑΣ ΤΟ ΘΥΜΑ
Ενώ οι Κινέζοι αξιωματούχοι συχνά αναφέρουν τον φυλετικό διχασμό που πλήττει τις Ηνωμένες Πολιτείες, είναι λιγότερο έτοιμοι για την αυξανόμενη πόλωση που έχουν καλλιεργήσει στην ίδια την χώρα τους, σε εθνοτικό και γεωγραφικό επίπεδο. Έχουν προσπαθήσει να απογυμνώσουν πολλές αυτόνομες περιοχές των επαρχιών -την Σινγιάνγκ, το Θιβέτ και, σε μικρότερο βαθμό την εσωτερική Μογγολία- από τις θρησκευτικές και πολιτιστικές πρακτικές τους και τις υπέβαλαν (καθώς και την ειδική διοικητική περιοχή του Χονγκ Κονγκ) σε εξαιρετικά επίπεδα παρακολούθηση και αστυνόμευσης σε μια προσπάθεια διατήρησης της πολιτικής σταθερότητας. Το 2019, η Κίνα δαπάνησε 216 δισεκατομμύρια δολάρια για την εγχώρια δημόσια ασφάλεια, συμπεριλαμβανομένης της κρατικής ασφάλειας, της αστυνομίας, της εγχώριας παρακολούθησης, και της ένοπλης πολιτοφυλακής -πάνω από τρεις φορές τις [αντίστοιχες] κυβερνητικές δαπάνες μια δεκαετία νωρίτερα, και περίπου 26 εκατομμύρια δολάρια περισσότερα από όσα έχουν οριστεί για τον Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό.
Στην Σινγιάνγκ, ένα εκατομμύριο Μουσουλμάνοι Ουιγούροι είναι φυλακισμένοι σε στρατόπεδα εργασίας και επανεκπαίδευσης. Η επαρχία είναι η 21η μεγαλύτερη της Κίνας από πλευράς πληθυσμού, αλλά κατατάσσεται τρίτη στις δαπάνες δημόσιας ασφάλειας. Οι Ουιγούροι της Σινγιάνγκ και άλλες τουρκικές μουσουλμανικές ομάδες υπέφεραν από καιρό από διάφορες μορφές διακρίσεων, όπως η απαγόρευση από ξενοδοχεία ή ορισμένες θέσεις εργασίας εκτός της περιοχής. Μόνο σπάνια μιλούν [γι’ αυτό οι] Κινέζοι ειδικοί. Όπως σημείωσε ένας μελετητής σε μια συνέντευξη στην [εφημερίδα] South China Morning Post, «Μερικές φορές οι πολιτικές μας ήταν πολύ γενναιόδωρες, προσφέροντας πολλή προτιμησιακή μεταχείριση, αλλά τα αποτελέσματα δεν ήταν καλά. Αλλά μερικές φορές ήμασταν πολύ σκληροί στην καταστολή μας. Επομένως, δεν είχαμε καλή κατανόηση των πολιτικών και η εκτέλεση ήταν κακή».
Η θητεία του Xi ήταν επίσης αγενής προς τις γυναίκες. Μόνο μια γυναίκα βρίσκεται στο ανώτατο κλιμάκιο της ηγεσίας του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος (που περιλαμβάνει τα 25 μέλη του Πολιτικού Γραφείου και της Μόνιμης Επιτροπής του) και οι γυναίκες αποτελούν μόνο το 4,9% από τα επόμενα 204 πιο ισχυρά μέλη της Κεντρικής Επιτροπής. Ακόμα και ανάμεσα στα 90 εκατομμύρια μέλη του ΚΚΚ, οι γυναίκες αποτελούν μόλις το 27,9%.
Η έκθεση του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ για την ανισότητα των φύλων το 2021 (Global Gender Gap Report 2021), η οποία αξιολογεί την ανισότητα των φύλων σε μια σειρά οικονομικών, πολιτικών, εκπαιδευτικών και υγειονομικών κριτηρίων, κατατάσσει την Κίνα στην 107η θέση από 144 χώρες -από την 69η [που βρισκόταν] το 2013, το πρώτο πλήρες έτος του Xi στην εξουσία. Η συμμετοχή των γυναικών στο εργατικό δυναμικό έχει επίσης μειωθεί δραματικά. Όπως αποκαλύπτει μια έκθεση του Ινστιτούτου Διεθνούς Οικονομίας Peterson, το χάσμα της Κίνας ως προς το φύλο στην συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό αυξήθηκε από 9,4% το 1990 σε 14,1% το 2020 και οι Κινέζες κερδίζουν περίπου 20% λιγότερο από τους άνδρες συναδέλφους τους. Περισσότερο από το 80% των γυναικών αποφοίτων κολεγίου αναφέρουν ότι αντιμετωπίζουν διακρίσεις λόγω φύλου στις αναζητήσεις εργασίας˙ εργασίες όχι σπάνια διαφημίζονται μόνο για άνδρες ή απαιτούν [10] οι αιτούντες να είναι παντρεμένες γυναίκες με παιδιά, επομένως η απασχόλησή τους δεν θα διακοπεί από εγκυμοσύνη.
Ο εθνικός διάλογος για τέτοια θέματα πολώνεται όλο και περισσότερο. Τα φεμινιστικά σχόλια αντιμετωπίζουν συχνά βιτριολικές εθνικιστικές επιθέσεις. Η παρουσιάστρια ειδήσεων Bai Ge κατηγόρησε φεμινίστριες για «διείσδυση στην χώρα και πρόκληση συγκρούσεων μεταξύ του λαού και της κυβέρνησης … και ότι προωθούν την ατζέντα κατά της Κίνας». Τον Απρίλιο, η πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης Douban έκλεισε τους λογαριασμούς δέκα φεμινιστικών ομάδων – τα μέλη μερικών εκ των οποίων υποστήριζαν θέσεις αντίθετες με τον γάμο, την απόκτηση παιδιών ή τις σχέσεις με άνδρες- επειδή προωθούσαν υποτιθέμενες εξτρεμιστικές ιδέες. Η μεγαλύτερη πλατφόρμα ανταλλαγής μηνυμάτων της Κίνας, Weibo, έχει επίσης κλείσει λογαριασμούς φεμινιστών, υποστηρίζοντας ότι δημοσίευσαν «παράνομες και επιβλαβείς πληροφορίες». Ο Wang Gaofei, Διευθύνων Σύμβουλος του Weibo, ανέλαβε προσωπικά την ευθύνη, ισχυριζόμενος ότι οι φεμινίστριες «υποκινούσαν μίσος και διακρίσεις λόγω φύλου».
Οι Κινέζοι φεμινιστές παραμένουν αλύγιστοι. Αρκετοί έχουν οδηγήσει την Weibo στα δικαστήρια -μερικοί έχουν κερδίσει πίσω τους λογαριασμούς τους- και το hashtag «γυναίκες μείνετε μαζί» κέρδισε σχεδόν 50 εκατομμύρια προβολές όταν κυκλοφόρησε στο Weibo. Νωρίτερα φέτος, μια ομάδα γυναικών καλλιτεχνών δημιούργησε μια εγκατάσταση στην οποία κάλυψαν έναν λόφο με περισσότερα από 1.000 καταχρηστικά μηνύματα Διαδικτύου που είχαν σταλεί σε φεμινίστριες -ένα «μουσείο βίας στο Διαδίκτυο». Ωστόσο, η αποτυχία της κυβέρνησης να αντιμετωπίσει την απειλητική διαδικτυακή συμπεριφορά θεωρείται ευρέως ως σιωπηρή υποστήριξη προς την ρητορική αυτή. Πράγματι, όπως επισήμανε η Leta Hong Fincher, οι γυναίκες που λένε ότι δεν θέλουν να παντρευτούν ή να αποκτήσουν παιδιά θεωρούνται ότι ενεργούν ενάντια στα συμφέροντα του κινεζικού κράτους, το οποίο προωθεί έντονα την αναπαραγωγή ενόψει των δραματικά μειούμενων δεικτών γεννήσεων.
Η ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ
Μια παρόμοια δυναμική πόλωσης προέκυψε μεταξύ των γραφειοκρατών της Κίνας και της δημιουργικής τάξης. Η αποφασιστικότητα του Xi να διασφαλίσει ότι όλες οι σκέψεις εξυπηρετούν τα συμφέροντα του ΚΚΚ περιορίζει την ικανότητα των πιο δημιουργικών ανθρώπων της χώρας, συμπεριλαμβανομένων των ακαδημαϊκών και των επιχειρηματιών της, από το να επιδιώκουν ιδέες και προϊόντα που εκτείνονται πέρα από τους περιορισμούς του ΚΚΚ. Ο Xi κάλεσε τα πανεπιστήμια να είναι «προπύργια της ηγεσίας του Κόμματος» και το Υπουργείο Παιδείας έχει καταστήσει σαφές ότι η «ιδεολογική και πολιτική επίδοση» είναι τα πιο σημαντικά στοιχεία της αξιολόγησης της σχολής. Το ΚΚΚ μέχρι που παρότρυνε φοιτητές πανεπιστημίου να καταδίδουν τους καθηγητές τους για ρητορική που αμφισβητεί την ορθοδοξία του κόμματος. Πολλοί ακαδημαϊκοί έχουν επικριθεί ή απολυθεί για την δημοσίευση «λανθασμένου λόγου» σε θέματα που σχετίζονται με το Χονγκ Κονγκ, την Ιαπωνία και την COVID-19. Περιορίζοντας το φάσμα των φωνών, το Πεκίνο περιορίζει την ικανότητά του να λαμβάνει ενημερωμένες αποφάσεις.
Μερικοί διανοούμενοι έχουν αντιδράσει. Ο γνωστός οικονομολόγος Chen Wenling, για παράδειγμα, υποστήριξε ότι εάν η Κίνα πρόκειται να γίνει παγκόσμια ιδεολογική και πνευματική δύναμη, χρειάζεται μεγαλύτερη «ανοχή, ευελιξία και ελευθερία για τους ακαδημαϊκούς της Κίνας». Ο Jia Qingguo, καθηγητής του Πανεπιστημίου του Πεκίνου (και μέλος ενός ανώτερου συμβουλευτικού σώματος του ΚΚΚ), πρότεινε την άρση ορισμένων γραφειοκρατικών περιορισμών στην εμπλοκή των Κινέζων ακαδημαϊκών με ξένους ομολόγους τους. «Η υπάρχουσα διαχείριση των συναλλαγών στο εξωτερικό έχει υπερβεί ένα λογικό όριο», υποστήριξε ο Jia, σημειώνοντας ότι «θα επηρεάσει την ποιότητα της αξιολόγησης των ειδικών για διεθνή ζητήματα και προτάσεις πολιτικής». Τολμηρότερα, σε δύο επιστολές του προς τον Xi που γράφτηκαν στο αποκορύφωμα της πανδημίας του κορωνοϊού τον Μάρτιο του 2020, το πρώην μέλος της κεντρικής επιτροπής του ΚΚΚ, Zhao Shilin, επέκρινε εύστοχα την πρακτική της αναφοράς μόνο καλών ειδήσεων, προειδοποιώντας για την καταστροφή της ατομικής «πρωτοβουλίας, ευελιξίας, εστίασης, και υπευθυνότητας» στην κινεζική κοινωνία γιατί όλα επικεντρώνονται στην εξουσία στην κορυφή.
Αυτή η ίδια διαδικασία πολιτικού εξαγνισμού βρίσκεται σε εξέλιξη στον τομέα της τεχνολογίας της Κίνας. Ο Xi έχει καταστείλει περιεχόμενο βιντεοπαιχνιδιών˙ επέκρινε εταιρείες τεχνολογίας για ανεπαρκή λογοκρισία παράνομου υλικού στις πλατφόρμες τους˙ και προσπάθησε να διασφαλίσει ότι οι τεχνολογικοί ηγέτες της χώρας δεν θα γίνουν ανεξάρτητες πηγές πολιτικής επιρροής. Μερικοί από τους πιο γνωστούς ηγέτες της τεχνολογίας της Κίνας έχουν επικρίνει ανοιχτά την κυβερνητική παρέμβαση και αντιμετώπισαν δρακόντειες απαντήσεις. Όταν, στα τέλη του 2020, ο ιδρυτής της Alibaba, Jack Ma, επέκρινε την κινεζική γραφειοκρατία για τις προσπάθειές της στην ρύθμιση περίπλοκων προβλημάτων και για την καταστολή της καινοτομίας, η προγραμματισμένη αρχική δημόσια προσφορά της fintech εταιρείας του, Ant Financial, αποσύρθηκε λίγες μέρες αργότερα. Στην συνέχεια, τον Μάιο του 2021, το Πεκίνο κινήθηκε εναντίον του πανεπιστημίου του Ma, [που είναι] ένα ανταγωνιστικό επιχειρηματικό πρόγραμμα κατάρτισης για επιχειρηματίες, τον απομάκρυνε από πρόεδρο και δεσμεύτηκε να αλλάξει το πρόγραμμα σπουδών. (Σύμφωνα με μια έκθεση, το ΚΚΚ ανησυχούσε ότι ο Μα δημιουργούσε ένα αποκλειστικό δίκτυο που θα μπορούσε κάπως να αμφισβητήσει το ΚΚΚ). Όταν ο Wang Xing, Διευθύνων Σύμβουλος της υπηρεσίας παράδοσης φαγητού Meituan, μοιράστηκε ένα ποίημα της δυναστείας Τανγκ που επεσήμαινε την ανοησία του πρώτου αυτοκράτορα της Κίνας ο οποίος προσπάθησε να εξασφαλίσει την εξουσία του καίγοντας βιβλία και καταπιέζοντας τους διανοούμενους (υποτίθεται ως καλυμμένη κριτική κατά του Xi), η μετοχή της Meituan βούλιαξε. Ένας-ένας, οι κορυφαίοι τεχνολογικοί επιχειρηματίες της χώρας —ο Μα, ο Zhang Yiming της ByteDance, ο Huang Zheng της Pinduoduo, ο Pony Ma της Tencent— είτε έχουν υποχωρήσει από την ηγεσία των εταιρειών που ίδρυσαν είτε απομακρύνθηκαν από τα φώτα της δημοσιότητας.
ΔΥΟ ΚΙΝΕΣ
Οι Κινέζοι ηγέτες έχουν υιοθετήσει μια αντίληψη περί αναπόφευκτου σχετικά με την συνεχιζόμενη οικονομική άνοδο της χώρας. Η Κίνα έχει επιτύχει σίγουρα εντυπωσιακά επίπεδα οικονομικής ανάπτυξης τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες, συμπεριλαμβανομένων 16 ετών διψήφιας ανάπτυξης. Τον Φεβρουάριο, ο Xi Jinping κήρυξε τη νίκη στην εξάλειψη της απόλυτης φτώχειας (ορίζεται ως η επιβίωση με 28 δολάρια τον μήνα ή λιγότερο). Ωστόσο, λίγο καιρό πριν, ο πρωθυπουργός Li Keqiang είχε σοκάρει Κινέζους πολίτες αποκαλύπτοντας ότι η χώρα είχε περισσότερους από 600 εκατομμύρια ανθρώπους -το 40% του πληθυσμού- να ζουν με 140 δολάρια τον μήνα ή λιγότερο. Ανεξάρτητα από τους ισχυρισμούς του Xi, το Πεκίνο δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει την επίμονη ανισότητα που χαρακτηρίζει το κοινωνικοοικονομικό τοπίο της χώρας: στην πραγματικότητα η Κίνα αποτελείται από δύο Κίνες.
Το κορυφαίο 1% στην Κίνα έχει μεγαλύτερο μερίδιο πλούτου από το κατώτατο 50% και μια έκθεση της κεντρικής τράπεζας της Κίνας το 2019 αποκάλυψε ότι μεταξύ 30.000 αστικών οικογενειών που ρωτήθηκαν, το 20% κατείχε το 63% των συνολικών περιουσιακών στοιχείων, ενώ το κάτω 20% κατείχε μόλις στο 2,6% [του πλούτου]. Σε όλη την Κίνα, το κορυφαίο 20% κερδίζει 10,2 φορές περισσότερο αυτό που κερδίζει το φτωχότερο 20%. Ως αποτέλεσμα, ο συντελεστής Gini της Κίνας (ένα μέτρο ανισότητας που κυμαίνεται από μηδέν έως ένα) έφτασε τα 0,47, μεταξύ των υψηλότερων στον κόσμο και πολύ πέρα από το επίπεδο που οι ίδιοι οι Κινέζοι αξιωματούχοι ισχυρίστηκαν ότι θα ήταν αποσταθεροποιητικό.
Ανάλυση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου υποδηλώνει ότι μια τέτοια ανισότητα οφείλεται στις εκπαιδευτικές ανισότητες και στους συνεχιζόμενους περιορισμούς στην ελεύθερη κυκλοφορία (καθώς και στις τεχνολογικές αλλαγές που έχουν αυξήσει τους μισθούς των πιο ειδικευμένων εργαζομένων). Ο οικονομολόγος του Στάνφορντ, Scott Rozelle, παρουσίασε λεπτομερώς τις αποτυχίες του Πεκίνου στο να εκμεταλλευθεί εκπαιδευτικές ευκαιρίες -όσον αφορά τόσο την πρόσβαση όσο και την ποιότητα- απαραίτητες για πολλούς στην αγροτική Κίνα ώστε να μπορούν να συμμετέχουν αποτελεσματικά στην ταχέως αναδυόμενη τεχνολογική επανάσταση της χώρας. Οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις είναι σημαντικές: τα υψηλά επίπεδα εισοδηματικής ανισότητας μπορούν να περιορίσουν την οικονομική ανάπτυξη και την βιωσιμότητα, να αποδυναμώσουν τις επενδύσεις στην υγεία και την εκπαίδευση, και να επιβραδύνουν την οικονομική μεταρρύθμιση.
ΤΑ ΚΟΣΤΗ
Το κόστος μιας τέτοιας πολιτικής και οικονομικής αποψίλωσης σημαντικών τομέων της κινεζικής κοινωνίας μπορεί να είναι λεπτό, αλλά μακροπρόθεσμα, θα είναι βαθύ. Αρνούμενο να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες και μην επιτρέποντάς τους την ικανότητα να επιλέξουν την δική τους πορεία, το Πεκίνο διακινδυνεύει ένα μέλλον χαμηλότερου ΑΕΠ, χαμηλότερων γεννήσεων και μεγαλύτερων κοινωνικών συγκρούσεων. Η επίμονη εισοδηματική ανισότητα περιορίζει την ικανότητα των Κινέζων αξιωματούχων να καθοδηγούν την υγιή εγχώρια κατανάλωση και ανάπτυξη. Η απαίτηση για ιδεολογική πίστη κινδυνεύει να οδηγήσει σε παρατεταμένη διαρροή εγκεφάλων. Μια έρευνα για τους πολίτες του Χονγκ Κονγκ ηλικίας μεταξύ 15 και 30 ετών αποκάλυψε ότι το 57,5% ήθελε να μεταναστεύσει αν ήταν δυνατόν. Μια ξεχωριστή έρευνα για ενήλικες στο Χονγκ Κονγκ διαπίστωσε ότι το 42,3% θα ήθελε να μεταναστεύσει. Το 2019, περισσότεροι από 50.000 έφυγαν από το Χονγκ Κονγκ λόγω πολιτικών ανησυχιών. Και η ήδη περιορισμένη ικανότητα του Πεκίνου να προσελκύει κορυφαία επιστημονικά και άλλα πνευματικά ταλέντα, θα υποφέρει περαιτέρω καθώς οι ξένοι παρακολουθούν τις επιθέσεις κατά των κορυφαίων επιχειρηματιών και μελετητών της Κίνας.
Η πολωτική εγχώρια κατάσταση του Πεκίνου έχει επίσης επιπτώσεις στις σχέσεις του με άλλες χώρες. Η οπισθοδρομική μεταχείριση των γυναικών υποσκάπτει την ήπια ισχύ του και υπονομεύει κάθε έννοια ενός «κινεζικού μοντέλου» που πολλοί άλλοι θα τείνουν να ακολουθήσουν. Οι παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Σινγιάνγκ οδήγησαν τις πολυεθνικές να αναζητήσουν εναλλακτικές πηγές εφοδιαστικής αλυσίδας και η πολιτική καταστολή του στο Χονγκ Κονγκ ενθάρρυνε τις ξένες εταιρείες να μετακινήσουν τις δραστηριότητές τους σε άλλες ασιατικές τοποθεσίες όπως η Σιγκαπούρη. Ο Καναδάς, η Ευρωπαϊκή Ένωση, το Ηνωμένο Βασίλειο και οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν επιβάλει κυρώσεις κατά ατόμων που θεωρούνται άμεσα υπεύθυνα για τέτοιες πολιτικές και κατά επιχειρήσεων που βασίζονται σε καταναγκαστική εργασία στην Σινγιάνγκ˙ η ΕΕ έχει επίσης αποφασίσει ότι δεν θα εξετάσει το ενδεχόμενο έγκρισης της Συνολικής Συμφωνίας για τις Επενδύσεις (Comprehensive Agreement on Investment) με το Πεκίνο, εκτός εάν οι Κινέζοι αξιωματούχοι άρουν τις αντι-κυρώσεις. Και κάθε ελπίδα ότι ο Σι θα επαναλάβει τον θρίαμβο των Ολυμπιακών Αγώνων της Κίνας του 2008 στους Χειμερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες του 2022 έχει εξαντληθεί από μια αυξανόμενη συναίνεση μεταξύ πολλών χωρών να μποϊκοτάρουν τουλάχιστον εν μέρει τους αγώνες.
Εάν ο Σι δεν πορευθεί σωστά, το όνειρό του για την Κίνα μπορεί να είναι στο μεταίχμιο του να γίνει ο εφιάλτης του.
Πηγή: Foreign Affairs