Περισσότερο από έναν χρόνο μέσα στον μεγαλύτερο χερσαίο πόλεμο από το 1945, η Ευρώπη δεν έχει ακόμη αρχίσει να ασχολείται σοβαρά με την υπεράσπιση των ανατολικών συνόρων της. Οι Δυτικοευρωπαίοι σύμμαχοι εξακολουθούν να μην κάνουν αρκετά για να προστατεύσουν τα ανατολικά εδάφη που εντάχθηκαν στο ΝΑΤΟ πριν από σχεδόν δύο δεκαετίες.
Στην αρχή, αυτό μπορεί να ακούγεται σαν ένας εκπληκτικός ισχυρισμός. Εδώ και μήνες, υπάρχει μια συνεχής ροή αναφορών σχετικά με το πώς η Ευρώπη επιτέλους αφυπνίζεται απέναντι στην απειλή από την Ρωσία. Στην σύνοδο κορυφής του στη Μαδρίτη το περασμένο καλοκαίρι, το ΝΑΤΟ παρουσίασε σχέδια για την ενίσχυση της ανατολικής άμυνάς του, μεταξύ άλλων με την επέκταση των δυνάμεων υψηλής ετοιμότητας του ΝΑΤΟ σχεδόν στο δεκαπλάσιο και την επέκταση των πολυεθνικών ομάδων μάχης που έχουν αναπτυχθεί στην Πολωνία και τις χώρες της Βαλτικής σε σχηματισμούς μεγέθους ταξιαρχίας (αύξηση από περίπου 1.500 σε 5.000 στρατιώτες σε κάθε τοποθεσία).
Αλλά έναν χρόνο αργότερα, οι υποσχέσεις αυτές παραμένουν σε μεγάλο βαθμό ανεκπλήρωτες. Από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, η παρουσία στρατευμάτων της Γερμανίας στα ανατολικά του ΝΑΤΟ αυξήθηκε από 653 στρατιώτες σε 2.225, της Γαλλίας από 300 σε 969, και της Ολλανδίας από 270 σε 595. (Τα στρατεύματα της Ιταλίας, εν τω μεταξύ, έχουν αυξηθεί από 350 σε 385.) Αυτά ίσως να ακούγονται εντυπωσιακά νούμερα συνολικά -μέχρι να σκεφτεί κανείς ότι την ίδια περίοδο, οι Ηνωμένες Πολιτείες αύξησαν την παρουσία των στρατευμάτων τους στην Ανατολική Ευρώπη από 5.000 σε περίπου 24.000, τα Ανατολικά μέλη του ΝΑΤΟ έχουν προβεί σε ιστορικές ενισχύσεις που θα κάνουν την Πολωνία να διαθέτει σύντομα περισσότερα άρματα μάχης από όσα όλη η Δυτική Ευρώπη μαζί, και η Ουκρανία έχει σήμερα σχεδόν κάθε αρτιμελή άνδρα -και πολλές γυναίκες- ετοιμοπόλεμους.
Η ανισότητα των προσπαθειών είναι εν μέρει το υποπροϊόν των καλά τεκμηριωμένων ανεπαρκειών των δυνατοτήτων της Δυτικής Ευρώπης. Αλλά οι ρίζες της βρίσκονται βαθύτερα, σε ένα μείγμα επώδυνης ιστορίας, διαφορετικών αντιλήψεων για τις απειλές, και παλαιών ταμπού για την αποφυγή του ανταγωνισμού με την Ρωσία στην πρώην σφαίρα επιρροής της. Από την αρχή, η Δυτική Ευρώπη ήταν απρόθυμη στο να υπερασπιστεί το έδαφος των ανατολικών μελών της Ευρώπης με το ίδιο επίπεδο δέσμευσης με το οποίο υπερασπίστηκε την Δυτική Γερμανία κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι ανατολικοί σύμμαχοι του ΝΑΤΟ στερήθηκαν τα πλήρη οφέλη της ιδιότητας του μέλους, με τη μορφή σημαντικών συμβατικών αναπτύξεων, μόνιμων βάσεων, και συμμετοχής στο πρόγραμμα κοινής χρήσης πυρηνικών του ΝΑΤΟ, τα οποία παραχωρήθηκαν στα προηγούμενα μέλη.
Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία θα έπρεπε να το έχει αλλάξει αυτό. Ωστόσο, παρόλο που ο πόλεμος έκανε πολλά για να πάρει η Δυτική Ευρώπη στα σοβαρά το θέμα της άμυνας, το ΝΑΤΟ εξακολουθεί να δεσμεύεται από πολλούς από τους ίδιους παλιούς αυτοδημιουργημένους περιορισμούς. Η επανεξέταση αυτών των ταμπού είναι τώρα πιο επείγουσα από ποτέ, καθώς οι ρωσικές φιλοδοξίες αποκαλύφθηκαν και νέα μέλη -σήμερα η Φινλανδία, αύριο η Σουηδία, και ίσως τελικά η Ουκρανία- προστίθενται στους κόλπους του. Η διασφάλιση της ασφάλειας αυτού του διευρυμένου ανατολικού σκέλους εξαρτάται από το να αποδεχθούν τα μεγαλύτερα κράτη της Ευρώπης ευθύνες έξω από την άνεσή τους. Αν οι σύμμαχοι μπορέσουν να βρουν την σωστή φόρμουλα αυτήν την φορά, αυτό θα έχει οφέλη όχι μόνο για την αποτροπή στην Ευρώπη αλλά και στον Ινδο-Ειρηνικό.
ΟΙ ΡΙΖΕΣ ΤΗΣ ΕΠΙΦΥΛΑΚΤΙΚΟΤΗΤΑΣ
Οι ενδοιασμοί της Δυτικής Ευρώπης σχετικά με την ανατολική πλευρά του ΝΑΤΟ έχουν βαθιές ρίζες. Αμέσως μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, υπήρχε η ανησυχία στις πρωτεύουσες της Δυτικής Ευρώπης ότι η πολύ τολμηρή δραστηριοποίηση στα εδάφη του πρώην Συμφώνου της Βαρσοβίας θα προκαλούσε την ρωσική εχθρότητα. Ειδικά η Γαλλία είχε εκφράσει αμφιβολίες σχετικά με την διεύρυνση, και η Γερμανία τάχθηκε υπέρ της προσθήκης της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Ουγγαρίας, και της Πολωνίας (η Σλοβακία ήρθε αργότερα), αλλά μοιράστηκε την επιθυμία να αποφευχθεί ο ανταγωνισμός με την Ρωσία.
Το 1997, σε μεγάλο βαθμό ως αποτέλεσμα αυτών των ανησυχιών, η συμμαχία διαπραγματεύτηκε την Ιδρυτική Πράξη ΝΑΤΟ-Ρωσίας. Σε αντίθεση με τους ρωσικούς ισχυρισμούς, το έγγραφο αυτό δεν ισοδυναμούσε με αποκήρυξη της επέκτασης του ΝΑΤΟ. Αυτό που έκανε, ωστόσο, ήταν να δεσμευτεί ότι θα βαδίσει προσεκτικά στα ανατολικά. Η συμμαχία υποσχέθηκε ότι «στο τρέχον και το προβλέψιμο περιβάλλον ασφαλείας», το ΝΑΤΟ θα επικεντρωθεί στην «ικανότητα για ενίσχυση παρά στην πρόσθετη μόνιμη τοποθέτηση σημαντικών μαχητικών δυνάμεων». Και συμφώνησε στα λεγόμενα τρία «όχι» -«καμία πρόθεση, κανένα σχέδιο, και κανένας λόγος» (—“no intentions, no plans, and no reason”) για την τοποθέτηση πυρηνικών όπλων στην ανατολική επικράτεια.
Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς τι σκέφτονταν οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής εκείνη την εποχή: ήθελαν να δημιουργήσουν χώρο για δέσμευση με την Ρωσία, ακόμη και όταν το ΝΑΤΟ κινείτο προς τα ανατολικά. Αλλά παρόλο που το περιβάλλον ασφαλείας έχει αλλάξει δραματικά, το ΝΑΤΟ συνέχισε να λειτουργεί σύμφωνα με την παλιά συνταγή. Το πρώτο μεγάλο τράνταγμα ήρθε όταν η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία το 2014. Στην συνέχεια, το ΝΑΤΟ αντέδρασε σχηματίζοντας την Ενισχυμένη Προωθημένη Παρουσία (Enhanced Forward Presence, eFP) -τέσσερις πολυεθνικές ομάδες μάχης που διασκορπίστηκαν στην Πολωνία και τις χώρες της Βαλτικής- και μια νέα δύναμη υψηλής ετοιμότητας. Αλλά ακόμη και τότε, υπήρχε δισταγμός σχετικά με μια [ενδεχόμενη] παραβίαση της Ιδρυτικής Πράξης. Ο συνολικός αριθμός των εμπλεκομένων (αρχικά, περίπου 3.000) παρέμεινε συμβολικός. Και ακόμη και όταν η κατάληψη της Κριμαίας έδειξε πόσο ξαφνικά μπορούσε να χτυπήσει η Ρωσία, η έμφαση του ΝΑΤΟ παρέμεινε στην «ικανότητα ενίσχυσης» μετά το ξέσπασμα μιας κρίσης.
ΧΑΡΤΙΝΕΣ ΥΠΟΣΧΕΣΕΙΣ
Μια παρόμοια διαδικασία διαδραματίστηκε από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία. Το ΝΑΤΟ έχει εντείνει τις προσπάθειές του με διάφορους ευεργετικούς τρόπους: έθεσε σε κίνηση την ενσωμάτωση της Φινλανδίας και της Σουηδίας ως μελλοντικών μελών, επέκτεινε την eFP σε συνολικό αριθμό και γεωγραφική κάλυψη, και δεσμεύτηκε να αναβαθμίσει και να επεκτείνει τις δυνάμεις υψηλής ετοιμότητας από 40.000 σε 300.000, συνοδευόμενες από ένα νέο μοντέλο δυνάμεων και νέες περιφερειακές αμυντικές αρμοδιότητες. Αλλά το μεγαλύτερο μέρος αυτών [των προσπαθειών] παραμένει στα χαρτιά. Ενάμιση χρόνο μετά την έναρξη του πολέμου, τα δεδομένα επί του εδάφους στην ανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ δεν είναι δραματικά διαφορετικά από όσο ήταν πριν. Όπου υπήρξε αλλαγή, αυτή καθοδηγήθηκε από τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες επέκτειναν τις επιτόπιες ετοιμοπόλεμες δυνάμεις τους στην Ανατολική Ευρώπη και ανέλαβαν ηγετικό ρόλο στην αναβάθμιση της ομάδας μάχης eFP στην Πολωνία.
Η αντίδραση άλλων Δυτικών συμμάχων ήταν πολύ πιο αργή. Δείτε την Γερμανία. Πριν από την σύνοδο κορυφής στη Μαδρίτη, ο Λιθουανός πρόεδρος και η Γερμανίδα καγκελάριος εξέδωσαν ένα κοινό ανακοινωθέν [1] που πιστοποιούσε τα γερμανικά σχέδια για την τοποθέτηση μιας ταξιαρχίας στην Λιθουανία. Αλλά στην συνέχεια το Βερολίνο φάνηκε να παίρνει πίσω την υπόσχεση. Ο Γερμανός υπουργός Άμυνας πρότεινε κάποια στιγμή ότι ο χρόνος και η έκταση της όποιας αύξησης της στρατιωτικής του παρουσίας «εξαρτάται από το ΝΑΤΟ» και ότι η Γερμανία σχεδίαζε να «παραμείνει ευέλικτη στο θέμα», προκαλώντας την ανησυχία του Βίλνιους. Προς τιμήν του, το Βερολίνο επιβεβαίωσε πρόσφατα την πρόθεσή του [2] να τηρήσει την υπόσχεση, αλλά το χρονοδιάγραμμα παραμένει ασαφές.
Ή δείτε την Γαλλία. Τους μήνες μετά τη [σύνοδο κορυφής στη] Μαδρίτη, η Γαλλία έστειλε ένα τάγμα από τα καλύτερα άρματα μάχης της και ένα σύστημα αεράμυνας στην Ρουμανία, αυξάνοντας την συνολική παρουσία της στην χώρα σε περίπου 750 στρατιώτες. Αλλά μέσα σε λίγες ημέρες από την αποστολή αυτή, άρχισαν να έρχονται στην επιφάνεια αναφορές ότι η ανεπαρκής ρουμανική υποδομή εμπόδιζε την ανάπτυξη. Όπως και με την γερμανική κατάσταση στην Λιθουανία, δεν υπάρχει καμία ένδειξη για το πότε η Γαλλία σχεδιάζει να κάνει περισσότερα.
Και στις δύο περιπτώσεις, το άμεσο εμπόδιο είναι οι υποδομές, οι οποίες είναι λιγότερο ανεπτυγμένες στην ανατολική πλευρά από όσο στην Δυτική Ευρώπη. Οι ικανότητες των εν λόγω συμμάχων είναι επίσης ελλιπείς σύμφωνα με διάφορες καλά τεκμηριωμένες εκτιμήσεις˙ πρόσφατες αναφορές [3] δείχνουν ότι ειδικότερα ο γερμανικός στρατός δεν είναι σε θέση να αναπτύξει σημαντικές δυνάμεις οπουδήποτε, ακόμη και στην γειτονιά του.
Αλλά το βαθύτερο πρόβλημα παραμένει η πολιτική βούληση. Σίγουρα, οι Δυτικοευρωπαίοι σύμμαχοι λένε τα σωστά λόγια για τον στόχο περί ισχυρότερης άμυνας στα ανατολικά. Η πρόσφατα αποκαλυφθείσα γερμανική Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας, για παράδειγμα, δηλώνει ότι η Γερμανία «θα καταβάλει στοχευμένες προσπάθειες ώστε να επεκτείνει την στρατιωτική μας παρουσία σε συμμαχικό έδαφος και να την θέσει σε πιο μόνιμη βάση». Σε παρόμοιο πνεύμα, η γαλλική κυβέρνηση αγωνίστηκε πρόσφατα, με επιτυχία, για μεγάλες αυξήσεις των αμυντικών δαπανών που στηρίζονται στην ανάγκη να γίνουν περισσότερα για την υπεράσπιση της Ευρώπης.
Ωστόσο, στο παρασκήνιο, οι μεγάλες Δυτικές πρωτεύουσες πίεσαν ώστε οι νέες ανατολικές δεσμεύσεις να διατηρηθούν σε διαχειρίσιμα όρια. Οι ακριβείς λόγοι ποικίλλουν. Στην περίπτωση της Γερμανίας, για παράδειγμα, υπάρχουν κατανοητές πολιτισμικές αντιπάθειες, ριζωμένες στην ιστορία του 20ού αιώνα, για την ανάπτυξη στρατιωτικής ισχύος στην Ανατολική Ευρώπη, καθώς και συνταγματικοί περιορισμοί που περιπλέκουν τις διμερείς συμφωνίες του είδους που χρησιμοποίησαν οι Ηνωμένες Πολιτείες στην Πολωνία.
ΑΝΑΤΟΛΙΚΕΣ ΑΥΤΑΠΑΤΕΣ
Το βασικό ζήτημα, ωστόσο, παραμένει η απόκλιση των αντιλήψεων για τις απειλές. Οι Δυτικοευρωπαίοι εξακολουθούν να μην αισθάνονται υψηλό βαθμό κινδύνου που προέρχεται από την Ρωσία. Στην Γερμανία, η κινητοποίηση της δημόσιας υποστήριξης για την αύξηση των αμυντικών δαπανών σε μόνιμη βάση και η προσπάθεια πειθούς των νέων να εγγραφούν για θητεία στην Βαλτική είναι πολιτικά δύσκολη υπόθεση. Και παρόλο που δεν υπάρχουν ανάλογες στρατιωτικές ευαισθησίες στην Γαλλία, η σημαντικότερη αντιληπτή απειλή εκεί εξακολουθεί να προέρχεται από το Σαχέλ και όχι από το Χάσμα του Suwalki (ο χερσαίος διάδρομος που συνδέει τον ρωσικό θύλακα του Καλίνινγκραντ με την ίδια την Ρωσία, χωρίζοντας τις χώρες της Βαλτικής από την Πολωνία).
Η ιδέα μιας ενδεχόμενης επιστροφής στον πολιτικό διάλογο με την Ρωσία διατηρεί επίσης μεγαλύτερη απήχηση στην Δυτική Ευρώπη απ’ όσο στις χώρες που βρίσκονται πιο κοντά στην σύγκρουση. Παραδόξως, οι ρωσικές στρατιωτικές ήττες στην Ουκρανία έχουν ενισχύσει αυτήν την γραμμή σκέψης: γιατί να μπει κανείς στον κόπο και να δαπανήσει για να ενισχύσει την άμυνα του ΝΑΤΟ στα ανατολικά, λέει [αυτός] ο λογισμός, όταν οι Ουκρανοί έχουν αναλάβει αυτήν την δουλειά και η Ρωσία θα παραμείνει αδύναμη στο άμεσο μέλλον;
Τίποτα από αυτά δεν έχει σκοπό να αμφισβητήσει την βοήθεια που έχουν παράσχει οι Δυτικοευρωπαίοι σύμμαχοι στην Ουκρανία ή να υποβαθμίσει τους περιορισμούς που τους εμποδίζουν να κάνουν περισσότερα. Το θέμα, μάλλον, είναι ότι κάτω από τους πηχυαίους τίτλους των[εφημερίδων περί] αυξημένων προϋπολογισμών και των νέων ταξιαρχιών στα χαρτιά παραμένει η σκληρή πραγματικότητα μιας συμμαχίας ουσιαστικά δύο ταχυτήτων, στην οποία οι Ηνωμένες Πολιτείες και τα ανατολικά μέλη φέρουν το μεγαλύτερο μέρος του κινδύνου, χωρίς τα τελευταία να απολαμβάνουν το ίδιο προνόμιο της υπόθεσης της δυνατότητας φιλοξενίας μιας μεγάλης κλίμακας, μόνιμης στρατιωτικής παρουσίας η οποία αναπτύχθηκε σε κάθε μέλος που εντάχθηκε στο ΝΑΤΟ πριν από το 1997.
Αυτό είναι ένα μεγάλο πρόβλημα για δύο λόγους. Πρώτον, η εμπειρία της Ουκρανίας υποδηλώνει ότι ένας μελλοντικός πόλεμος με την Ρωσία μπορεί να μην παιχτεί στα πλεονεκτήματα της τρέχουσας αμυντικής στάσης του ΝΑΤΟ, η οποία βασίζεται στον συνδυασμό μιας μέτριας προωθημένης παρουσίας και της υπόσχεσης για ενισχύσεις. Μόλις καταληφθεί, το έδαφος ίσως να είναι δύσκολο να ανακτηθεί. Αναγνωρίζοντας αυτό το γεγονός, το ΝΑΤΟ έχει υιοθετήσει μια στρατηγική «αποτροπής μέσω άρνησης» (deterrence-by-denial) με στόχο την παρεμπόδιση της επιθετικότητας εκεί όπου αυτή εκδηλώνεται -ή όπως το έθεσε ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ, Γενς Στόλτενμπεργκ, υπερασπίζοντας «κάθε τετραγωνική ίντσα» του εδάφους του ΝΑΤΟ. Ωστόσο, μια τέτοια στρατηγική λειτουργεί μόνο αν το ΝΑΤΟ έχει μια σημαντική προωθημένη παρουσία για να αμφισβητήσει την κατάκτηση από την αρχή. Δεύτερον, μια μελλοντική κρίση στην ανατολική πτέρυγα της Ευρώπης θα μπορούσε να συμβεί την στιγμή που οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι δεσμευμένες στην Ασία. Πρόσφατες εκτιμήσεις δείχνουν ότι η Ρωσία ίσως να είναι σε θέση να ανακτήσει τις απώλειές της από τον πόλεμο και να ανασυγκροτήσει τον στρατό της σε μόλις δύο χρόνια. Σε ένα σενάριο δύο μετώπων, το ΝΑΤΟ θα εξακολουθεί να μπορεί να βασίζεται στις δυνάμεις των ΗΠΑ, αλλά αναπόφευκτα θα πρέπει να βασίζεται περισσότερο από όσο σήμερα στις ευρωπαϊκές συμβατικές δυνάμεις.
ΑΦΥΠΝΗΣΗ
Ο πόλεμος στην Ουκρανία παρουσιάζει ένα σπάνιο και ευπαθές παράθυρο για την αντιμετώπιση της γεωγραφικής ανισορροπίας των κινδύνων στο ΝΑΤΟ. Η Ουάσινγκτον και οι ομοϊδεάτες σύμμαχοι θα πρέπει να χρησιμοποιήσουν αυτήν την εποχή με το μέγιστο αποτέλεσμα, για να προβάλουν την άποψη ότι το ΝΑΤΟ πρέπει να αναιρέσει τους αυτοεπιβαλλόμενους περιορισμούς που συνόδευσαν τις διευρύνσεις μετά τον Ψυχρό Πόλεμο.
Πρώτον, είναι καιρός να ακυρωθεί η Ιδρυτική Πράξη ΝΑΤΟ-Ρωσίας. Παρόλο που είναι προφανώς νεκρό γράμμα, η πράξη συνεχίζει να ρίχνει στάχτη στα μάτια των διαπραγματεύσεων στο εσωτερικό του ΝΑΤΟ για την ενίσχυση της ανατολικής πλευράς. Ένα καλό σημείο εκκίνησης θα ήταν να υπάρξει πίεση για μια δήλωση στην σύνοδο κορυφής της επόμενης εβδομάδας στο Βίλνιους ότι η συμμαχία θεωρεί πως οι «τρέχουσες και προβλέψιμες» συνθήκες του 1997 έχουν παρέλθει. Το ΝΑΤΟ θα πρέπει επίσης να εργαστεί για να κερδίσει την συναίνεση σχετικά με την ανάκληση της αυτοδεσμευτικής υπόσχεσης, που συμφωνήθηκε κατά την προετοιμασία της Ιδρυτικής Πράξης, η οποία περιόριζε τις ανατολικές αναπτύξεις σε εκ περιτροπής αντικαταστάσεις σε επίπεδο ταξιαρχίας. Ο σκοπός αυτής της δέσμευσης ήταν να προετοιμάσει το έδαφος για νομικά δεσμευτικά ανώτατα όρια στην Συνθήκη Προσαρμοσμένων Συμβατικών Ενόπλων Δυνάμεων στην Ευρώπη (Adapted Conventional Armed Forces Treaty in Europe), η οποία δεν υλοποιήθηκε ποτέ. Η άρση αυτών των περιορισμών θα ανοίξει τον δρόμο για να μπορέσει το ΝΑΤΟ να κινηθεί προς μεγαλύτερες, μόνιμες αναπτύξεις τα επόμενα χρόνια.
Επιπλέον, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να ενθαρρύνουν την Ευρωπαϊκή Ένωση να διαθέσει περισσότερους πόρους για την βελτίωση των υποδομών της Ανατολικής Ευρώπης [4]. Πέρυσι, οι Βρυξέλλες περιέκοψαν τον προτεινόμενο προϋπολογισμό για τέτοια έργα. Βασιζόμενη στην επιτυχημένη εταιρική σχέση υποδομών «Ramstein East» με την Πολωνία, η Ουάσινγκτον θα πρέπει να αναζητήσει τρόπους για να συνδυάσει έργα των ΗΠΑ και της ΕΕ -παρέχοντας, για παράδειγμα, αντίστοιχα κονδύλια σε βασικά έργα και ενσωματώνοντας συνδέσμους από Δυτικοευρωπαϊκούς συμμάχους στις πολωνικές επιχειρήσεις της. Η κυβέρνηση Μπάιντεν θα πρέπει επίσης να άρει την αντίθεσή της στην ένταξη της Πολωνίας στο πρόγραμμα ανταλλαγής πυρηνικών του ΝΑΤΟ. Τα τρία «όχι» χρονολογούνται από την εποχή της ανησυχίας για την υπερβολική αντίδραση του Κρεμλίνου σε μια μονομερή πυρηνικοποίηση. Με την ανάπτυξη πυρηνικών όπλων από την Ρωσία στην Λευκορωσία και τις απειλές της να τα χρησιμοποιήσει στην Ουκρανία, η επιλεκτική επέκταση του προγράμματος κοινής χρήσης πυρηνικών του ΝΑΤΟ θα έστελνε ένα καθυστερημένο μήνυμα ότι το ΝΑΤΟ δεν θα συμμορφωθεί με τους αυτοεπιβαλλόμενους περιορισμούς, αν η Ρωσία δεν το κάνει.
Ιδιωτικά, η Ουάσινγκτον θα πρέπει να πιέσει τους Δυτικοευρωπαίους συμμάχους να δεσμευτούν να ενισχύσουν τις διμερείς και πολυμερείς αναπτύξεις τους στην ανατολική πλευρά, διευκολύνοντας τη ΝΑΤΟϊκή πολιτική αποτροπής μέσω άρνησης. Το μήνυμα θα πρέπει να είναι ότι η τοποθεσία των συμμαχικών στρατευμάτων -όχι μόνο το ποσοστό των δαπανών για την άμυνα- είναι ένα ζωτικής σημασίας μέτρο. Και οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να ξεκαθαρίσουν στο εσωτερικό του ΝΑΤΟ ότι η υποστήριξη των ΗΠΑ για την ένταξη της Ουκρανίας στην συμμαχία θα αυξηθεί ανάλογα με την προθυμία των συμμάχων της να εγκαταλείψουν την παλιά φόρμουλα των αυτοεπιβαλλόμενων περιορισμών στους προηγούμενους γύρους νέων εισερχομένων. Ο σχηματισμός μιας ισχυρής οχύρωσης στην Ανατολική Ευρώπη θα απαιτήσει από τις Ηνωμένες Πολιτείες να ενσωματώσουν την Ουκρανία στην υπό την ηγεσία των ΗΠΑ αμυντική περίμετρο. Αν η Ουκρανία πρόκειται να γίνει κάποια στιγμή μέλος του ΝΑΤΟ, το υπόλοιπο από το ανατολικό σκέλος της συμμαχίας πρέπει να καταστεί υπερασπίσιμο, μεταξύ άλλων μέσω σημαντικών τοπικών και συμμαχικών δυνάμεων και μόνιμων βάσεων με δυνάμεις όχι μόνο των ΗΠΑ αλλά και άλλων συμμάχων.
Πολύ πριν από την ρωσική κατοχή της Κριμαίας το 2014, οι Ανατολικοί σύμμαχοι του ΝΑΤΟ και κάποιοι στην Ουάσιγκτον είχαν αρχίσει να επισημαίνουν ότι η Ανατολική Ευρώπη ήταν υπο-υπερασπίσιμη, προσκαλώντας την ρωσική αρπακτικότητα. Αυτό δεν ήταν ένα δημοφιλές μήνυμα εκείνη την εποχή. Αλλά η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία θα πρέπει τελικά να καταρρίψει τη μυθοπλασία ότι η διατήρηση σημαντικών δυνάμεων του ΝΑΤΟ δυτικά της Γερμανίας θα οδηγήσει σε οτιδήποτε άλλο εκτός από τον στρατιωτικό καιροσκοπισμό της Ρωσίας. Εν τω μεταξύ, η ικανότητα των Ηνωμένων Πολιτειών να αντιμετωπίσουν τον Ινδο-Ειρηνικό εξαρτάται από την ισχυρή άμυνα στην Ανατολική Ευρώπη. Αν τα πλουσιότερα και πολυπληθέστερα κράτη της Ευρώπης δεν κάνουν τα πάντα για να βοηθήσουν τις Ηνωμένες Πολιτείες να καταστήσουν το έδαφος του ΝΑΤΟ υπερασπίσιμο σε μέρη που βρίσκονται εκτός της συνήθους ζώνης άνεσής τους, δεν εκπληρώνουν το καθήκον τους με τρόπους που ίσως αποβούν εις βάρος της συμμαχίας πολύ καιρό μετά το τέλος του πολέμου στην Ουκρανία.