Γιατί οι αυταρχικοί φοβούνται τις γυναίκες*
Το πάνθεον των αυταρχικών ηγετών περιλαμβάνει πάρα πολλούς σεξιστές, από τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη, που αποποινικοποίησε τον φόνο των άπιστων συζύγων, μέχρι τον Μπενίτο Μουσολίνι, ο οποίος ισχυρίστηκε ότι οι γυναίκες «δεν δημιούργησαν ποτέ τίποτα». Και ενώ ο εικοστός αιώνας είδε βελτιώσεις στην ισότητα των γυναικών στα περισσότερα μέρη του κόσμου, ο εικοστός πρώτος καταδεικνύει ότι ο μισογυνισμός και ο αυταρχισμός δεν είναι απλώς κοινές συν-νοσηρότητες, αλλά αλληλοενισχυόμενες ασθένειες. Καθ’ όλη την διάρκεια του προηγούμενου αιώνα, τα γυναικεία κινήματα κέρδισαν το δικαίωμα ψήφου για τις γυναίκες˙ διεύρυναν την πρόσβαση των γυναικών στην φροντίδα αναπαραγωγικής υγείας, στην εκπαίδευση, και στις οικονομικές ευκαιρίες˙ και άρχισαν να κατοχυρώνουν την ισότητα των φύλων στο εγχώριο και το διεθνές δίκαιο —νίκες που ήταν σύμφωνες με τα πρωτοφανή κύματα εκδημοκρατισμού της μεταπολεμικής περιόδου. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, οι αυταρχικοί ηγέτες έχουν εξαπολύσει μια ταυτόχρονη επίθεση στα δικαιώματα των γυναικών και στην δημοκρατία που απειλεί να αναστρέψει την πρόοδο δεκαετιών σε αμφότερα τα μέτωπα.
Η ανδροκρατική αντίδραση έχει εκδηλωθεί στο πλήρες φάσμα των αυταρχικών καθεστώτων, από τις ολοκληρωτικές δικτατορίες έως τις μονοκομματικές απολυταρχίες, και τις ανελεύθερες δημοκρατίες με επικεφαλής επίδοξους ισχυρούς άνδρες. Στην Κίνα, ο Σι Τζινπίνγκ έχει συντρίψει τα φεμινιστικά κινήματα, έχει φιμώσει τις γυναίκες που έχουν κατηγορήσει ισχυρούς άνδρες για σεξουαλική επίθεση, και έχει αποκλείσει τις γυναίκες από την πανίσχυρη Μόνιμη Επιτροπή (Standing Committee) του Πολιτικού Γραφείου (Politburo). Στην Ρωσία, ο Βλαντιμίρ Πούτιν αναστρέφει τα αναπαραγωγικά δικαιώματα και προωθεί τους παραδοσιακούς έμφυλους ρόλους που περιορίζουν την συμμετοχή των γυναικών στην δημόσια ζωή. Στην Βόρειο Κορέα, ο Κιμ Γιονγκ Ουν έχει σπρώξει τις γυναίκες να αναζητήσουν καταφύγιο στο εξωτερικό με σχεδόν τρεις φορές μεγαλύτερο ποσοστό από εκείνο των ανδρών, και στην Αίγυπτο, ο πρόεδρος, Αμπντέλ Φατάχ αλ-Σίσι, εισήγαγε πρόσφατα ένα νομοσχέδιο που επαναβεβαιώνει τα δικαιώματα πατρότητας των ανδρών, το δικαίωμά τους να ασκούν την πολυγαμία, και το δικαίωμα να επηρεάζουν το ποιον θα παντρευτούν οι γυναίκες συγγενείς τους. Στην Σαουδική Αραβία, οι γυναίκες ακόμη δεν μπορούν να παντρευτούν ή να λάβουν υγειονομική περίθαλψη χωρίς την έγκριση ενός άνδρα. Και στο Αφγανιστάν, η νίκη των Ταλιμπάν διέγραψε 20 χρόνια προόδου όσον αφορά την πρόσβαση των γυναικών στην εκπαίδευση και την εκπροσώπηση στα δημόσια αξιώματα και στο εργατικό δυναμικό.
Το κύμα του πατριαρχικού αυταρχισμού ωθεί επίσης κάποιες υφιστάμενες δημοκρατίες σε μια ανελεύθερη κατεύθυνση. Χώρες με ηγέτες που κλίνουν προς τον αυταρχισμό, όπως η Βραζιλία, η Ουγγαρία, και η Πολωνία, έχουν δει την άνοδο ακροδεξιών κινημάτων που προωθούν τους παραδοσιακούς έμφυλους ρόλους ως πατριωτικούς, ενώ εκφράζουν την διαφωνία τους με την «έμφυλη ιδεολογία» —έναν όρο-μπαμπούλα που η [οργάνωση] Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Human Rights Watch) περιγράφει ως ότι σημαίνει «τίποτα και τα πάντα». Ακόμη και οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν βιώσει μια επιβράδυνση της προόδου προς την ισότητα των φύλων και μια αναστροφή των αναπαραγωγικών δικαιωμάτων, τα οποία βελτιώνονταν από την δεκαετία του 1970. Κατά την διάρκεια της προεδρίας του, ο Ντόναλντ Τραμπ συνεργάστηκε με φανατικούς αντιφεμινιστές, όπως το Μπαχρέιν και η Σαουδική Αραβία, για να σταματήσει την επέκταση των δικαιωμάτων των γυναικών σε όλο τον κόσμο. Και παρά την δέσμευση της κυβέρνησης Μπάιντεν για την ισότητα των φύλων σε εθνικό επίπεδο, οι πολιτείες που ελέγχονται από τους Ρεπουμπλικανούς προσπαθούν να αναστρέψουν το συνταγματικό δικαίωμα στην άμβλωση, το οποίο είναι πλέον πιο ευάλωτο από όσο ήταν εδώ και δεκαετίες.
Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι πλέον η πολιτική και οικονομική ενδυνάμωση των γυναικών παρεμποδίζεται ή μειώνεται σε όλο τον κόσμο. Σύμφωνα με τον Δείκτη Γυναικών, Ειρήνης, και Ασφάλειας (Women, Peace, and Security Index) του Πανεπιστημίου Georgetown, η εφαρμογή των νόμων για την ισότητα των φύλων έχει επιβραδυνθεί τα τελευταία χρόνια, όπως [έχουν επιβραδυνθεί και] τα επιτεύγματα στην εκπαίδευση και η εκπροσώπηση των γυναικών στα εθνικά κοινοβούλια. Ταυτόχρονα, η βία μεταξύ των συντρόφων έχει αυξηθεί, και η Ονδούρα, το Μεξικό, και η Τουρκία έχουν δει σημαντικές αυξήσεις στις γυναικοκτονίες. Η πανδημία της COVID-19 έχει επιδεινώσει αυτές τις τάσεις παγκοσμίως, υποχρεώνοντας εκατομμύρια γυναίκες να εγκαταλείψουν το εργατικό δυναμικό και να αναλάβουν πρόσθετη φροντίδα χωρίς αμοιβή, περιστέλλοντας την πρόσβασή τους στην υγειονομική περίθαλψη και στην εκπαίδευση, και περιορίζοντας τις επιλογές τους για να ξεφύγουν από την κακοποίηση.
Η επίθεση στα δικαιώματα των γυναικών συνέπεσε με μια ευρύτερη επίθεση στην δημοκρατία. Σύμφωνα με τη [ΜΚΟ] Freedom House και το Varieties of Democracy Project του Πανεπιστημίου του Γκέτεμποργκ, τα τελευταία 15 χρόνια έχει παρατηρηθεί μια διαρκής αυταρχική αναζωπύρωση. Σχετικά νέες δημοκρατίες, όπως η Βραζιλία, η Ουγγαρία, η Ινδία, η Πολωνία, και η Τουρκία, έχουν διολισθήσει ξανά στον αυταρχισμό ή τείνουν προς αυτή την κατεύθυνση. Χώρες που θεωρούνταν εν μέρει αυταρχικές πριν από μια δεκαετία, όπως η Ρωσία, έχουν γίνει πλήρως αυταρχικές. Και σε κάποιες από τις παλαιότερες δημοκρατίες του κόσμου -στην Γαλλία, στην Ελβετία, στο Ηνωμένο Βασίλειο, και στις Ηνωμένες Πολιτείες- αυξάνεται το αντιδημοκρατικό αίσθημα σε καθιερωμένα πολιτικά κόμματα.
Δεν είναι σύμπτωση ότι η ισότητα των γυναικών αναστρέφεται την ίδια στιγμή που ο αυταρχισμός βρίσκεται σε άνοδο. Οι πολιτικοί επιστήμονες έχουν από καιρό παρατηρήσει ότι τα πολιτικά δικαιώματα των γυναικών και η δημοκρατία συμβαδίζουν, αλλά έχουν αργήσει περισσότερο να αναγνωρίσουν ότι το πρώτο αποτελεί προϋπόθεση για το δεύτερο. Οι επίδοξοι απολυτάρχες και οι πατριαρχικοί αυταρχικοί έχουν καλό λόγο να φοβούνται την πολιτική συμμετοχή των γυναικών: όταν οι γυναίκες συμμετέχουν σε μαζικά κινήματα, τούτα τα κινήματα είναι τόσο πιο πιθανό να επιτύχουν όσο και πιο πιθανό να οδηγήσουν σε μια περισσότερο ισόνομη δημοκρατία. Με άλλα λόγια, οι πλήρως ελεύθερες, πολιτικά δραστήριες γυναίκες αποτελούν απειλή για τους αυταρχικούς [ηγέτες] και τους ηγέτες που κλίνουν προς τον αυταρχισμό —και έτσι ετούτοι οι ηγέτες έχουν έναν στρατηγικό λόγο να είναι σεξιστές.
Η κατανόηση της σχέσης μεταξύ του σεξισμού και της δημοκρατικής διολίσθησης είναι ζωτικής σημασίας για εκείνους που επιθυμούν να αντεπιτεθούν σε αμφότερα. Οι υφιστάμενοι αυταρχικοί και οι δεξιοί εθνικιστές ηγέτες σε δημοκρατίες υπό αμφισβήτηση είναι συντονισμένοι στην χρήση των ιεραρχικών έμφυλων σχέσεων για να στηρίξουν την εθνικιστική, από πάνω προς τα κάτω, ανδροκρατούμενη εξουσία. Έχοντας πολεμήσει επί μακρόν εναντίον των κοινωνικών ιεραρχιών που εδραιώνουν την εξουσία στα χέρια των λίγων, τα φεμινιστικά κινήματα είναι ένα πανίσχυρο όπλο εναντίον του αυταρχισμού. Όσοι επιθυμούν να αντιστρέψουν την παγκόσμια δημοκρατική παρακμή δεν έχουν την πολυτέλεια να τα αγνοήσουν.
ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΓΡΑΜΜΗ
Οι μελετητές της δημοκρατίας έχουν συχνά πλαισιώσει την ενδυνάμωση των γυναικών ως ένα αποτέλεσμα του εκδημοκρατισμού ή ακόμα και ως μια συνάρτηση του εκσυγχρονισμού και της οικονομικής ανάπτυξης. Ωστόσο, οι γυναίκες απαίτησαν την συμπερίληψη και πολέμησαν για την δική τους εκπροσώπηση και τα συμφέροντα, μέσω φιλόνικων κινημάτων για το δικαίωμα της ψήφου και εκστρατειών για τα δικαιώματα που τελικά ενίσχυσαν γενικά την δημοκρατία. Το φεμινιστικό έργο παραμένει ημιτελές, και η διεύρυνση των δικαιωμάτων των γυναικών που προέκυψε τα τελευταία εκατό και πλέον χρόνια δεν έχει μοιραστεί εξίσου μεταξύ των γυναικών. Όπως έχουν υποστηρίξει επί μακρόν διατομεακοί και αντιαποικιακοί φεμινιστές, τα μεγαλύτερα φεμινιστικά κέρδη έχουν συσσωρευτεί στις γυναίκες της ελίτ, [που είναι] συχνά λευκές και Δυτικές. Ωστόσο, ο πολιτικός ακτιβισμός των γυναικών έχει σαφώς επεκτείνει και οχυρώσει την δημοκρατία -ένα γεγονός που οι αυταρχικοί και οι ανελεύθεροι δημοκράτες κατανοούν διαισθητικά και που εξηγεί τον φόβο τους για την ενδυνάμωση των γυναικών.
Τις τελευταίες επτά δεκαετίες, τα αιτήματα των γυναικών για πολιτική και οικονομική συμπερίληψή τους συνέβαλαν καταλυτικά στις δημοκρατικές μεταβάσεις, ειδικά όταν εκείνες οι γυναίκες ήταν στην πρώτη γραμμή των μαζικών κινημάτων. Οι δημοκρατικές μεταβάσεις στην Ανατολική Ευρώπη, στην Λατινική Αμερική, και στη Νοτιοανατολική Ασία κατά την διάρκεια των δεκαετιών του 1980 και του 1990, ωθήθηκαν εν μέρει από μαζικά λαϊκά κινήματα, στα οποία οι γυναίκες έπαιξαν βασικό ρόλο. Η έρευνά μας δείχνει ότι όλα τα μεγάλα κινήματα αντίστασης κατά τη μεταπολεμική περίοδο -εκείνα που επιδίωκαν να ανατρέψουν εθνικές κυβερνήσεις ή να κερδίσουν την εθνική ανεξαρτησία- διέθεταν γυναίκες σε υποστηρικτικούς ρόλους, όπως παροχή τροφής, στέγης, πληροφοριών, κεφαλαίων, ή άλλων προμηθειών. Αλλά αυτά τα κινήματα διέφεραν ως προς τον βαθμό στον οποίο είχαν γυναίκες ως συμμετέχουσες στην πρώτη γραμμή —εκείνες που συμμετείχαν άμεσα σε διαδηλώσεις, συγκρούσεις με τις Αρχές, απεργίες, μποϊκοτάζ, και άλλες μορφές άρνησης συνεργασίας. Κάποια, όπως το κίνημα υπέρ της δημοκρατίας στην Βραζιλία, στα μέσα της δεκαετίας του 1980, διέθεταν εκτεταμένη συμμετοχή γυναικών: τουλάχιστον οι μισοί από τους συμμετέχοντες στην πρώτη γραμμή ήταν γυναίκες. Άλλα, όπως η εξέγερση του 2006 κατά της μοναρχίας του Νεπάλ, διέθεταν πιο περιορισμένη συμμετοχή γυναικών στην πρώτη γραμμή. Μόνο μια μη βίαιη εκστρατεία κατά την διάρκεια εκείνης της περιόδου φαίνεται να έχει αποκλείσει εντελώς τις γυναίκες: η εξέγερση των πολιτών που ανέτρεψε τον Mahendra Chaudhry από την εξουσία στα [νησιά] Φίτζι το 2000.
Στο πρώτο μισό του εικοστού αιώνα, οι γυναίκες έπαιξαν ενεργό ρόλο στους αντιαποικιακούς απελευθερωτικούς αγώνες σε όλη την Αφρική και στις αριστερές επαναστάσεις στην Ευρώπη και στην Λατινική Αμερική. Αργότερα, κινήματα υπέρ της δημοκρατίας στη Μιανμάρ και στις Φιλιππίνες είδαν καλόγριες να τοποθετούν τα σώματά τους μεταξύ των μελών των δυνάμεων ασφαλείας και των πολιτών ακτιβιστών. Κατά την διάρκεια της πρώτης Ιντιφάντα, οι Παλαιστίνιες έπαιξαν βασικό ρόλο στη μη βίαιη αντίσταση εναντίον της ισραηλινής κατοχής της Δυτικής Όχθης και της Γάζας, οργανώνοντας απεργίες, διαδηλώσεις, και διαλόγους μαζί με Ισραηλινές γυναίκες. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι μαύρες γυναίκες έχουν ξεκινήσει και συνεχίζουν να ηγούνται του κινήματος Οι Ζωές των Μαύρων Μετράνε (Black Lives Matter), το οποίο είναι πλέον παγκόσμιο φαινόμενο. Η οργάνωσή τους αντηχεί τον ακτιβισμό προγόνων όπως η Ella Baker, η Rosa Parks, η Fannie Lou Hamer, και άλλες μαύρες Αμερικανίδες που σχεδίασαν, κινητοποίησαν, και συντόνισαν βασικές πτυχές του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα στις ΗΠΑ. Δύο γυναίκες επαναστάτριες, η Wided Bouchamaoui και η Tawakkol Karman, συνέβαλαν στην ηγεσία των εξεγέρσεων της Αραβικής Άνοιξης στην Τυνησία και στην Υεμένη αντίστοιχα, κερδίζοντας αργότερα το Βραβείο Νόμπελ Ειρήνης για τις προσπάθειές τους να επιφέρουν ειρηνικές δημοκρατικές μεταβάσεις μέσω της μη βίαιης αντίστασης, της οικοδόμησης συνασπισμών, και της διαπραγμάτευσης. Εκατομμύρια άλλες σαν αυτές έχουν εργαστεί για να διατηρήσουν τα κινήματα εναντίον κάποιων εκ των πλέον καταπιεστικών δικτατοριών του κόσμου, από πωλήτριες τσαγιού και τραγουδίστριες στο Σουδάν μέχρι γιαγιάδες στην Αλγερία και αδελφές και συζύγους στην Χιλή που απαίτησαν την επιστροφή των εξαφανισμένων αγαπημένων τους προσώπων έξω από το προεδρικό μέγαρο του Αουγκούστο Πινοσέτ.
Αποδεικνύεται ότι η συμμετοχή των γυναικών στην πρώτη γραμμή είναι ένα σημαντικό πλεονέκτημα, τόσο όσον αφορά την άμεση επιτυχία ενός κινήματος όσο και όσον αφορά την εξασφάλιση μακροπρόθεσμης δημοκρατικής αλλαγής. Μαζικά κινήματα στα οποία οι γυναίκες συμμετείχαν εκτενώς στην πρώτη γραμμή ήταν πολύ περισσότερο πιθανό να επιτύχουν από όσο οι εκστρατείες που περιθωριοποιούσαν ή απέκλειαν τις γυναίκες. Οι γυναίκες είναι πολύ πιο πιθανό να συμμετάσχουν σε μη βίαια μαζικά κινήματα παρά σε βίαια, και έχουν συμμετάσχει με πολύ μεγαλύτερους αριθμούς σε μη βίαιες παρά σε βίαιες εκστρατείες. Επομένως, για να εξηγήσει κάποιος το γιατί η συμμετοχή των γυναικών στην πρώτη γραμμή αυξάνει τις πιθανότητες επιτυχίας ενός κινήματος, πρέπει πρώτα να κατανοήσει το τι κάνει τα μη βίαια κινήματα να αποτυγχάνουν ή να επιτυγχάνουν.
Γενικά, τα κινήματα που επιδιώκουν να ανατρέψουν αυταρχικά καθεστώτα ή να κερδίσουν την εθνική ανεξαρτησία είναι πιο πιθανό να επικρατήσουν όταν κινητοποιούν μεγάλο αριθμό ανθρώπων˙ όταν μετατοπίζουν την αφοσίωση τουλάχιστον κάποιων από τους πυλώνες υποστήριξης του καθεστώτος˙ όταν χρησιμοποιούν δημιουργικές τακτικές, όπως οι κυλιόμενες απεργίες, εκτός από τις διαδηλώσεις στους δρόμους˙ και όταν διατηρούν την πειθαρχία και την ανθεκτικότητά τους ενώπιον της κρατικής καταστολής και της αντι-κινητοποίησης των υποστηρικτών του καθεστώτος. Η μεγάλης κλίμακας συμμετοχή γυναικών βοηθά τα κινήματα να επιτύχουν όλα αυτά τα πράγματα.
Στο πρώτο σημείο, στην αριθμητική ισχύ, το πλεονέκτημα της συμμετοχής των γυναικών είναι προφανές. Τα κινήματα που αποκλείουν ή παραγκωνίζουν τις γυναίκες μειώνουν την δυνητική δεξαμενή των συμμετεχόντων τουλάχιστον κατά το ήμισυ. Τα κινήματα αντίστασης πρέπει να επιτύχουν υποστήριξη ευρείας βάσης για να γίνουν αντιληπτά ως νομιμοποιημένα. Και όσο μεγαλύτερη είναι η κινητοποίηση, τόσο πιο πιθανό είναι το κίνημα να διαταράξει το status quo. Οι γενικές απεργίες και άλλες μαζικές ενέργειες μπορούν να ακινητοποιήσουν μια πόλη, μια πολιτεία, ή μια χώρα, επιβάλλοντας άμεσο οικονομικό και πολιτικό κόστος σε ένα καθεστώς. Η μαζική κινητοποίηση μπορεί επίσης να δημιουργήσει μια αίσθηση του αναπόφευκτου, που πείθει τους αρνητές και τους αναποφάσιστους να ενταχθούν στην αντίσταση. Οι άνθρωποι θέλουν να ενταχθούν στην ομάδα που κερδίζει, και όταν υπάρχει μεγάλος αριθμός ποικιλόμορφων συμμετεχόντων, ετούτο μπορεί να συμβάλει στο να ενθαρρυνθεί η σιωπηρή ή η απροκάλυπτη υποστήριξη από πολιτικές και επιχειρηματικές ελίτ και μέλη των δυνάμεων ασφαλείας.
Δεύτερον, τα λαϊκά κινήματα βελτιώνουν τις πιθανότητες επιτυχίας τους όταν πείθουν ή καταναγκάζουν τους αντιπάλους τους να αποσκιρτήσουν. Σε έρευνα για τις στάσεις του κοινού προς τις ένοπλες ομάδες, οι μελετητές έχουν βρει ότι οι γυναίκες μαχήτριες αυξάνουν τη νομιμοποίηση των κινημάτων τους στα μάτια των παρατηρητών. Το ίδιο πιθανώς ισχύει για τις μη βίαιες μαζικές εξεγέρσεις. Η σημαντική συμμετοχή των γυναικών και άλλων ποικιλόμορφων δρώντων αυξάνει επίσης το κοινωνικό, ηθικό, και οικονομικό κεφάλαιο που μπορεί να χρησιμοποιήσει ένα κίνημα για να διαβρώσει το σύστημα υποστήριξης του αντιπάλου του. Όταν οι δυνάμεις ασφαλείας, οι επιχειρηματικές ελίτ, οι δημόσιοι υπάλληλοι, τα κρατικά media, τα εργατικά σωματεία, οι ξένοι δωρητές, ή άλλοι υποστηρικτές ή συνεργοί του καθεστώτος αρχίζουν να αμφισβητούν το status quo, σηματοδοτούν και σε άλλους ότι ίσως είναι δυνατό να αψηφήσουν ετούτο το καθεστώς. Για παράδειγμα, κατά την διάρκεια της Επανάστασης της Λαϊκής Δύναμης (People Power Revolution) στις Φιλιππίνες το 1986, ο πρόεδρος Φερντινάντο Μάρκος διέταξε τις δυνάμεις ασφαλείας να επιτεθούν σε μεγάλα πλήθη διαδηλωτών που απαιτούσαν την εκδίωξή του. Όμως οι μοναχές που συμμετείχαν στις διαδηλώσεις τοποθέτησαν τους εαυτούς τους ανάμεσα στα άρματα μάχης και σε άλλους διαδηλωτές. Οι δυνάμεις ασφαλείας δεν μπορούσαν να συνεχίσουν την επίθεση, κάτι που απέτρεψε μια σφαγή που θα μπορούσε να είχε μεταβάλλει την πορεία της επανάστασης. Ακολούθησαν αποσκιρτήσεις σε υψηλό επίπεδο και ο Μάρκος τελικά τράπηκε σε φυγή από την χώρα, γεγονός που οδήγησε σε μια δημοκρατική μετάβαση.
Ένας τρίτος τρόπος με τον οποίο η συμμετοχή των γυναικών κάνει τα μαζικά κινήματα πιο αποτελεσματικά είναι με το να επεκτείνει το εύρος των τακτικών και των τρόπων διαμαρτυρίας που έχουν στην διάθεσή τους. Όπου έχει μελετηθεί, έχει βρεθεί ότι η ποικιλομορφία βελτιώνει την ομαδική εργασία, την καινοτομία, και την απόδοση, και τα μαζικά κινήματα δεν αποτελούν εξαίρεση. Ειδικότερα, η ποικιλομορφία ενισχύει την δημιουργικότητα και την συνεργασία, αμφότερες εκ των οποίων βοηθούν τα κινήματα να αξιοποιήσουν ευρύτερα δίκτυα πληροφοριών και να διατηρήσουν την δυναμική τους απέναντι στις κρατικές καταστολές. Η συμμετοχή των γυναικών καθιστά επίσης δυνατές τις πολιτιστικά έμφυλες τακτικές, όπως το να παρελαύνει κάποια με τα πλήρη διακριτικά της βασίλισσας της ομορφιάς, όπως έκαναν οι γυναίκες στις διαδηλώσεις υπέρ της δημοκρατίας στη Μιανμάρ το 2021˙ να μαγειρεύει φαγητό στην πρώτη γραμμή των διαδηλώσεων, όπως έκαναν οι γυναίκες κατά την διάρκεια μιας εξέγερσης των αγροτών το 2020 και το 2021 στην Ινδία˙ ή να διαδηλώνει γυμνή, όπως έχουν κάνει οι γυναίκες στην Κένυα, στη Νιγηρία, και σε πολλές άλλες χώρες για να στιγματίσουν ή να αφοπλίσουν τους αντιπάλους τους. Κάποια κινήματα διαμαρτυρίας έχουν βασιστεί στην κοινωνική διαπόμπευση. Για παράδειγμα, κατά την διάρκεια αντικυβερνητικών διαδηλώσεων στην Αλγερία το 2019, γιαγιάδες είπαν τα «ΜΑΤ» να γυρίσουν σπίτι τους, απειλώντας να αναφέρουν την κακή συμπεριφορά των αστυνομικών στις μητέρες τους. Στο Σουδάν, την ίδια χρονιά, μια γυναικεία ομάδα στο Facebook κατονόμασε και διαπόμπευσε αστυνομικούς με πολιτική περιβολή: τα μέλη της αποκάλυψαν τους ίδιους τους τούς αδελφούς, τους ξαδέλφους, και τους γιούς ως μέλη των σκιωδών πολιτοφυλακών που προσπαθούσαν να τρομοκρατήσουν την αντιπολίτευση για να υποταχθεί.
Οι γυναίκες έχουν επίσης αναπτύξει άλλες μορφές έμφυλης άρνησης συνεργασίας που μπορούν να ωφελήσουν τα μαζικά κινήματα. Αναλογιστείτε την προέλευση του όρου «μποϊκοτάζ». Στα τέλη του 19ου αιώνα, μαγείρισσες, υπηρέτριες, και πλύστρες στην Κομητεία Mayo της Ιρλανδίας, αρνήθηκαν να παράσχουν υπηρεσίες και εργατικό δυναμικό σε έναν απόμακρο Βρετανό ιδιοκτήτη γης που ονομαζόταν Λοχαγός Charles Boycott. Ενθάρρυναν άλλες να συμπράξουν μαζί τους, καθιστώντας αδύνατο για τον Boycott να παραμείνει στην Ιρλανδία και εμπνέοντας ένα νέο όνομα για την τακτική τους. Οι γυναίκες έχουν πρωτοπορήσει και σε άλλες μορφές κοινωνικής άρνησης συνεργασίας. Μολονότι η αντιπολεμική σεξουαλική απεργία στην Λυσιστράτη ήταν φανταστική, είναι πιθανό ότι ο Αριστοφάνης είχε στο μυαλό του κάποιο ιστορικό προηγούμενο όταν έγραψε το κωμικό θεατρικό έργο. Γυναίκες ακτιβίστριες έχουν οργανώσει σεξουαλικές απεργίες κατά την διάρκεια των χιλιετιών: οι γυναίκες Ιροκουά χρησιμοποίησαν αυτή τη μέθοδο, μεταξύ άλλων, για να εξασφαλίσουν το [δικαίωμα] βέτο στις αποφάσεις για την κήρυξη πολέμου τον δέκατο έβδομο αιώνα˙ οι γυναίκες της Λιβερίας την χρησιμοποίησαν για να απαιτήσουν τον τερματισμό του εμφυλίου πολέμου στα πρώτα χρόνια αυτού του αιώνα˙ οι γυναίκες της Κολομβίας την χρησιμοποίησαν για να ενθαρρύνουν τον τερματισμό της βίας των συμμοριών˙ και πάει λέγοντας.
Η αριθμητική ισχύς, η πειθώς επί των αντιπάλων, και η τακτική καινοτομία, συμβάλουν όλα στο να διευκολυνθεί ένας τέταρτος βασικός παράγοντας για την επιτυχία των μη βίαιων κινημάτων λαϊκής εξουσίας: η πειθαρχία. Όταν τα κινήματα διατηρούν την παθητική αντίσταση ενώπιον της βίας ή άλλων προκλήσεων από τις δυνάμεις ασφαλείας, είναι πιο πιθανό να κινητοποιήσουν πρόσθετη υποστήριξη και, τελικά, να επιτύχουν. Και τα κινήματα με γυναίκες στην πρώτη γραμμή, όπως αποδεικνύεται, είναι λιγότερο πιθανό να ενστερνιστούν πλήρως την βία ή να αναπτύξουν βίαιες πτέρυγες ως απάντηση στις καταστολές του καθεστώτος. Αυτό είναι πιθανό, τουλάχιστον εν μέρει, διότι η ύπαρξη μεγάλου αριθμού γυναικών στην πρώτη γραμμή αμβλύνει την συμπεριφορά των άλλων διαδηλωτών, καθώς και της αστυνομίας. Τα έμφυλα ταμπού κατά της δημόσιας βίας εναντίον των γυναικών και κατά των βίαιων συγκρούσεων παρουσία γυναικών και κοριτσιών ίσως εξηγούν μέρος αυτού του φαινομένου. Το ίδιο ίσως [εξηγεί] το υψηλότερο πολιτικό κόστος της βίαιης καταστολής των γυναικών που συμμετέχουν σε καθιστικές διαμαρτυρίες και απεργίες.
Ωστόσο, οι γυναίκες από διαφορετικά υπόβαθρα αντιμετωπίζουν διαφορετικούς κινδύνους βίαιης καταστολής. Οι γυναίκες στην πρώτη γραμμή των κινημάτων που απαιτούν και διευρύνουν την δημοκρατία προέρχονται συχνά από καταπιεσμένες κάστες, τάξεις, και μειονοτικές ομάδες. Είναι φοιτήτριες και νέες, χήρες και γιαγιάδες. Οι γυναίκες από περιθωριοποιημένα υπόβαθρα έχουν συχνά αγνοηθεί ή υποστεί μεγαλύτερη βία κατά την διάρκεια μαζικών κινητοποιήσεων από όσο έχουν [υποστεί] οι εύπορες ή άλλως προνομιούχες γυναίκες που επωφελούνται από τον πατριαρχικό αυταρχισμό [4]. Γι’ αυτό, για παράδειγμα, οι «Άριες» Γερμανίδες κατάφεραν να εξασφαλίσουν την απελευθέρωση των Εβραίων συζύγων τους κατά την διάρκεια της Διαδήλωσης στην [οδό] Rosenstrasse στο Βερολίνο το 1943, ενώ οι Εβραίες θα είχαν συλληφθεί ή εκτελεστεί για μια τέτοια διαδήλωση. Ομοίως, οι μαύρες Αμερικανίδες που ενίσχυσαν το κίνημα των πολιτικών δικαιωμάτων των ΗΠΑ αντιμετώπισαν πολύ μεγαλύτερους κινδύνους από όσους αντιμετώπισαν οι λευκές που συμμετείχαν ως σύμμαχοι. Μόνο οι διαρκείς διαταξικοί, πολυφυλετικοί, ή πολυεθνικοί συνασπισμοί μπορούν να υπερνικήσουν αυτές τις δυναμικές προνομίων και ισχύος, γι’ αυτό τέτοιοι συνασπισμοί είναι κρίσιμοι για να αντιμετωπίσουν την βίαιη αυταρχική καταστολή και να ωθήσουν τις κοινωνίες προς την ισότητα και την δημοκρατία για όλους.
ΜΙΑ ΑΝΕΡΧΟΜΕΝΗ ΠΑΛΙΡΡΟΙΑ
Οι γυναίκες που συμμετέχουν στην πρώτη γραμμή των μαζικών κινημάτων δεν κάνουν απλώς πιο πιθανό για αυτά τα κινήματα να επιτύχουν τους βραχυπρόθεσμους στόχους τους -για παράδειγμα, την απομάκρυνση ενός καταπιεστικού δικτάτορα. Κάνουν επίσης πιο πιθανό για τούτα τα κινήματα να εξασφαλίσουν την διαρκή δημοκρατική αλλαγή. Συγκριτικά προς μια ποικιλία άλλων παραγόντων που ίσως έκαναν πιο πιθανή μια δημοκρατική μετάβαση —όπως η προηγούμενη εμπειρία μιας χώρας με την δημοκρατία— η ανάλυσή μας δείχνει ότι η εκτεταμένη συμμετοχή των γυναικών στην πρώτη γραμμή συνδέεται θετικά με την αύξηση της ισόνομης δημοκρατίας, όπως ορίζεται από το Varieties of Democracy Project.
Με άλλα λόγια, η συμμετοχή των γυναικών σε μαζικά κινήματα είναι σαν μια ανερχόμενη παλίρροια, που σηκώνει όλα τα σκάφη. Οι ερευνητές έχουν βρει ότι οι διαδικασίες μετάβασης που δεν αποκλείουν κανέναν, οδηγούν σε πιο βιώσιμους διακανονισμούς κατόπιν διαπραγμάτευσης, και σε πιο διαρκή δημοκρατία μετά από εμφύλιους πολέμους. Μολονότι υπάρχει ελάχιστη έρευνα για τους διακανονισμούς που προέρχονται από τις μη βίαιες κινητοποιήσεις, η παρουσία των γυναικών πιθανώς μεταφράζεται σε αυξημένες απαιτήσεις για εκλογική συμμετοχή, οικονομικές ευκαιρίες, και πρόσβαση στην εκπαίδευση και στην υγειονομική περίθαλψη –όλα εκ των οποίων καθιστούν τις δημοκρατικές μεταβάσεις πιο πιθανό να διαρκέσουν.
Τι συμβαίνει όταν ηττούνται οι συμπεριληπτικές λαϊκές κινητοποιήσεις και δεν πραγματοποιείται καμία μετάβαση; Τα εν ενεργεία καθεστώτα τα οποία καταπνίγουν τα συμπεριληπτικά μαζικά κινήματα τείνουν να ενδίδουν σε μια κρατικά υποστηριζόμενη πατριαρχική αντίδραση. Όσο μεγαλύτερη είναι η αναλογία των γυναικών στο ηττημένο κίνημα, τόσο υψηλότερος είναι ο βαθμός μιας ανδροκρατικής αντίδρασης -μια δυναμική που έχει δυσοίωνες επιπτώσεις για το Αφγανιστάν, την Λευκορωσία, την Κολομβία, το Χονγκ Κονγκ, τον Λίβανο, τη Μιανμάρ, την Ρωσία, το Σουδάν, και την Βενεζουέλα, όλες εκ των οποίων έχουν επί του παρόντος συμπεριληπτικά κινήματα λαϊκής ισχύος, και στις οποίες τα αποτελέσματα είναι αβέβαια. Η έρευνά μας δείχνει ότι οι χώρες με αποτυχημένα λαϊκά κινήματα τείνουν να βιώνουν μεγάλη διολίσθηση τόσο στην ισόνομη δημοκρατία όσο και στην ισότητα των φύλων, γεγονός που τις καθιστά χειρότερες από όσο ήταν πριν ξεκινήσουν τα κινήματα. Με άλλα λόγια, ο εντυπωσιακός αντίκτυπος της συμμετοχής των γυναικών στην πρώτη γραμμή στην πιθανότητα εκδημοκρατισμού εξαρτάται από τη νίκη του κινήματος˙ η συμμετοχή των γυναικών οδηγεί σε δημοκρατική αλλαγή και ενδυνάμωση των γυναικών μόνο όταν το ευρύτερο κίνημα επιτύχει.
ΤΟ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΤΟΥ ΑΥΤΑΡΧΙΚΟΥ
Οι αυταρχικοί ηγέτες και οι ανελεύθεροι δημοκράτες έχουν απαντήσει στην απειλή της πολιτικής κινητοποίησης των γυναικών με το να αντιστρέφουν την πρόοδο στην ισότητα των φύλων και στα δικαιώματα των γυναικών. Τα κίνητρά τους δεν είναι όλα στρατηγικά —πολλοί πιθανώς πιστεύουν σε σεξιστικές ιδέες— αλλά η κοσμοθεωρία τους είναι ιδιοτελής.
Σε πλήρως αυταρχικά κράτη, οι μηχανισμοί της σεξιστικής καταστολής μπορεί να είναι ασυμβίβαστοι και βάναυσοι. Συχνά, παίρνουν τη μορφή πολιτικών που ασκούν άμεσο κρατικό έλεγχο στην αναπαραγωγή των γυναικών, όπως μέσω των καταναγκαστικών κυήσεων ή των καταναγκαστικών αμβλώσεων, της μισογυνικής ρητορικής που κανονικοποιεί ή ακόμη και ενθαρρύνει την βία κατά των γυναικών, και των νόμων και των πρακτικών που μειώνουν ή εξαλείφουν την εκπροσώπηση των γυναικών στην κυβέρνηση και αποθαρρύνουν τις γυναίκες από το να εισέλθουν ή να προοδεύσουν στο εργατικό δυναμικό.
Στην Κίνα, για παράδειγμα, ο Σι έχει ξεκινήσει μια εκστρατεία καταστολής πληθυσμού εναντίον των Ουιγούρων και άλλων εθνοτικών και αγροτικών μειονοτήτων, επιβάλλοντας έλεγχο των γεννήσεων, αμβλώσεις, ακόμη και στείρωση σε πολλές γυναίκες. Γυναίκες από εθνοτικές μειονότητες αντιμετωπίζουν πλέον την απειλή προστίμων ή φυλάκισης διότι έχουν ό,τι θεωρεί το Πεκίνο ως πολλά παιδιά. Στην Αίγυπτο, ο κρατικός έλεγχος στην γυναικεία αναπαραγωγή αξιοποιείται για το αντίθετο αποτέλεσμα: η άμβλωση είναι παράνομη υπό οποιεσδήποτε συνθήκες και οι γυναίκες πρέπει να αναζητήσουν την άδεια ενός δικαστή για [να πάρουν] διαζύγιο, ενώ για τους άνδρες δεν υπάρχει καμία τέτοια απαίτηση. Στην Ρωσία, όπου οι αμβλώσεις είναι νόμιμες υπό οποιεσδήποτε συνθήκες από το 1920, η κυβέρνηση του Πούτιν έχει επιχειρήσει να αντιστρέψει τον μειούμενο πληθυσμό της χώρας, αποθαρρύνοντας τις αμβλώσεις και ενισχύοντας τις «παραδοσιακές» αξίες. Και στις τρεις χώρες, παρά τις θεωρητικές συνταγματικές δεσμεύσεις για την προστασία των γυναικών από τις έμφυλες διακρίσεις, οι γυναίκες υποεκπροσωπούνται θλιβερά στο εργατικό δυναμικό και σε ισχυρούς επίσημους ρόλους.
Σε λιγότερο αυταρχικά περιβάλλοντα, όπου οι απροκάλυπτα σεξιστικές πολιτικές απλώς δεν μπορούν να θεσπιστούν, οι ηγέτες που κλίνουν προς τον αυταρχισμό και τα πολιτικά κόμματά τους χρησιμοποιούν σεξιστική ρητορική για να δημιουργήσουν λαϊκή υποστήριξη στις οπισθοδρομικές τους ατζέντες, συχνά καλύπτοντάς την με τον μανδύα του λαϊκισμού. Με αυτόν τον τρόπο, προωθούν τα μισογυνικά αφηγήματα της παραδοσιακής «πατριωτικής θηλυκότητας». Η ακαδημαϊκός Nitasha Kaul έχει περιγράψει αυτούς τους ηγέτες ως ότι προωθούν «αγχωτικούς και ανασφαλείς εθνικισμούς» που τιμωρούν και εξευτελίζουν τους φεμινιστές. Όπου μπορούν, ακολουθούν πολιτικές που επιβάλλουν μεγαλύτερο κρατικό έλεγχο στα σώματα των γυναικών, ενώ μειώνουν την υποστήριξη στην πολιτική και οικονομική ισότητα των φύλων. Ενθαρρύνουν —και συχνά νομοθετούν— την υποταγή των γυναικών, απαιτώντας από τους άνδρες και τις γυναίκες να συμμορφώνονται με τους παραδοσιακούς έμφυλους ρόλους από πατριωτικό καθήκον. Επίσης, για τους δικούς τους σκοπούς, υιοθετούν και διαστρεβλώνουν έννοιες όπως η ισότητα και η ενδυνάμωση. Μολονότι τέτοιες προσπάθειες για την επαναβεβαίωση της έμφυλης ιεραρχίας φαίνονται διαφορετικές σε διαφορετικά δεξιά περιβάλλοντα και κουλτούρες, μοιράζονται μια κοινή τακτική: να κάνουν την υποταγή των γυναικών να φαίνεται επιθυμητή, ακόμη και φιλόδοξη, όχι μόνο στους άνδρες αλλά και στις συντηρητικές γυναίκες.
Ένας τρόπος με τον οποίο οι αυταρχικοί και ανελεύθεροι ηγέτες κάνουν την έμφυλη ιεραρχία αποδεκτή για τις γυναίκες είναι η πολιτικοποίηση της «παραδοσιακής οικογένειας», η οποία γίνεται ευφημισμός για την πρόσδεση της αξίας και των προσόντων των γυναικών στην τεκνοποίηση, στην γονική μέριμνα, και στο νοικοκυριό σε ένα πυρηνικό σπιτικό —και αναστρέφοντας τις διεκδικήσεις τους για λαϊκή ισχύ. Τα γυναικεία σώματα γίνονται στόχοι κοινωνικού ελέγχου για τους άνδρες νομοθέτες, οι οποίοι επικαλούνται το ιδανικό της γυναικείας αγνότητας και καλούν τις μητέρες, τις κόρες, και τις συζύγους να αναπαράγουν μια εξιδανικευμένη εκδοχή του έθνους. Ο Τούρκος πρόεδρος, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, έχει υποστηρίξει ότι οι γυναίκες δεν είναι ίσες με τους άνδρες και ότι ο προβλεπόμενος ρόλος τους στην κοινωνία είναι η μητρότητα και το νοικοκυριό. Έχει αποκαλέσει τις γυναίκες που επιδιώκουν καριέρα έναντι της μητρότητας «μισά άτομα». Η κυβέρνηση του Ούγγρου πρωθυπουργού, Βίκτορ Όρμπαν, έχει παρομοίως ενθαρρύνει τις γυναίκες να σταματήσουν να προσπαθούν να κλείσουν το χάσμα των αμοιβών και να εστιάσουν στην παραγωγή παιδιών της Ουγγαρίας.
Επίσης, σε όλο το φάσμα των αυταρχικών και ημι-αυταρχικών καθεστώτων, οι σεξουαλικές και οι έμφυλες μειονότητες συχνά γίνονται στόχος κακοποίησης. Οι λεσβίες, οι γκέι, οι αμφιφυλόφιλοι, οι τρανς, και οι queer θεωρούνται ότι υπονομεύουν την δυαδική έμφυλη ιεραρχία που τιμούν πολλοί αυταρχικοί. Ως αποτέλεσμα, συχνά περιθωριοποιούνται και στιγματίζονται μέσω ομοφοβικών πολιτικών: για παράδειγμα οι «ζώνες χωρίς ΛΟΑΤΚΙ» της Πολωνίας ή οι απαγορεύσεις της Ρωσίας στην «προπαγάνδα των LGBTQ» και στους γάμους ομοφυλόφιλων. Το Πεκίνο έφτασε πρόσφατα στο σημείο να απαγορεύσει στους άνδρες να εμφανίζονται «πολύ θηλυπρεπείς» στην τηλεόραση και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, σε μια εκστρατεία για να επιβληθεί η «επαναστατική κουλτούρα» της Κίνας.
Παρά τον ξεδιάντροπο μισογυνισμό τους —και, σε ορισμένες περιπτώσεις, εξαιτίας του— ορισμένοι αυταρχικοί και επίδοξοι αυταρχικοί καταφέρνουν να στρατολογήσουν γυναίκες ως βασικές παίκτριες στα πολιτικά τους κινήματα. Επιδεικνύουν τις συζύγους και τις κόρες τους σε περίοπτη θέση στην οικιακή σφαίρα και μερικές φορές σε επίσημες θέσεις, για να κρύψουν τις άνισες έμφυλες πολιτικές. Δίνοντας αξία στην παραδοσιακή μητρότητα, οι συντηρητικές γυναίκες παίζουν συχνά βοηθητικούς ρόλους [δίπλα] στα αρσενικά αστέρια του σόου. Ίσως δεν υπάρχει καλύτερη απεικόνιση αυτής της δυναμικής από τα αντιμαχόμενα γυναικεία κινήματα που υποστήριξαν και αντιτάχθηκαν στον Χαΐρ Μπολσονάρου, στην προεκλογική εκστρατεία του 2018 για την προεδρία της Βραζιλίας. Οι αντίπαλοι του Μπολσονάρου οργάνωσαν μια από τις μεγαλύτερες διαδηλώσεις στην ιστορία της χώρας, με επικεφαλής γυναίκες, υπό το σύνθημα Ele Não ή «Όχι Αυτός». Οι υποστηρίκτριές του τυλίχθηκαν με την σημαία της Βραζιλίας και χλεύασαν τον φεμινισμό ως «σεξιστικό».
Κατά την άποψη του ανδροκράτη αυταρχικού, οι άνδρες δεν είναι πραγματικοί άνδρες εκτός κι αν έχουν τον έλεγχο των γυναικών της ζωής τους. Ως εκ τούτου, η ανδροπρεπής εξουσία του Τραμπ αυξήθηκε όταν η σύζυγός του, Μελάνια Τραμπ, περπάτησε από πίσω του στο Air Force One, και αμφισβητήθηκε όταν εκείνη αρνήθηκε να εμφανιστεί μαζί του δημοσίως. Η Sara Duterte-Carpio, δήμαρχος της πόλης Davao στις Φιλιππίνες και κόρη του προέδρου Ροντρίγκο Ντουτέρτε, ήταν φαβορί για να διαδεχθεί τον πατέρα της μέχρι που εκείνος ανακοίνωσε ότι οι γυναίκες «δεν είναι ικανές» να γίνουν πρόεδροι. Παρά το ιστορικό γυναικών αρχηγών κράτους της χώρας και τα ηγετικά δημοσκοπικά ποσοστά της Duterte – Carpio, εκείνη, αντίθετα, υπέβαλε ευσυνείδητα την υποψηφιότητά της για αντιπρόεδρος.
Ενώ οι γυναίκες μπαίνουν σε καλούπια, σε παραδοσιακά θηλυκοποιημένους ρόλους, οι πατριαρχικοί αυταρχικοί ηγέτες διατυμπανίζουν την ισχύ τους με ανώφελες επιδείξεις αρρενωπότητας. Ο Πούτιν που ποζάρει γυμνόστηθος είναι η viral εκδοχή αυτής της δημόσιας αυταρέσκειας, αλλά ο περιστασιακός μισογυνισμός, οι προσεκτικά στημένες φωτογραφίσεις, και η αλαζονική, υπερ-αρρενωπή ρητορική, επίσης ταιριάζουν. Αναλογιστείτε την υπερμεγέθη κόκκινη γραβάτα του Τραμπ, την επιθετική χειραψία του, και τους ισχυρισμούς του ότι το πυρηνικό κουμπί του ήταν μεγαλύτερο από εκείνο του Κιμ —ή την έκκληση του Μπολσονάρου προς τους Βραζιλιάνους να αντιμετωπίσουν την COVID-19 «σαν άνδρες». Αυτού του είδους οι κουβέντες ίσως φαίνονται γελοίες, αλλά αποτελούν μέρος ενός πιο ύπουλου ρητορικού ρεπερτορίου που θηλυκοποιεί τους αντιπάλους και στην συνέχεια προβάλλει την υπερ-αρρενωπότητα, επικρίνοντας την εμφάνιση των γυναικών, αστειευόμενο για τον βιασμό, απειλώντας με σεξουαλική βία, και επιδιώκοντας να ελέγξει τα σώματα των γυναικών, και όλα αυτά για να φιμώσει τους επικριτές του πατριαρχικού αυταρχισμού.
Το αντίστοιχο αυτής της βίαιης ρητορικής είναι ο πατερναλιστικός μισογυνισμός. Όπως γράφει η Kaul, «ενώ ο Τραμπ, ο Μπολσονάρου, και ο Ντουτέρτε έχουν ρητά σεξουαλικοποιήσει και αντικειμενοποιήσει τις γυναίκες, προβάλλοντας τους εαυτούς τους ως γενναιόδωρα αρρενωπούς και επιθετικούς, ο [Ινδός πρωθυπουργός, Ναρέντρα] Μόντι και ο Ερντογάν έχουν αυτοπροβληθεί ως προστατευτικές, και περιστασιακά, ακόμη και υποχωρητικές, πατρικές φιγούρες … για να κρατήσουν τις γυναίκες και τις μειονότητες στην θέση τους. … [Είναι] κάποιες φορές βαθιά και απροκάλυπτα μισογύνηδες, και όμως άλλες φορές χρησιμοποιούν προοδευτικά έμφυλα λόγια για να προωθήσουν οπισθοδρομικές έμφυλες ατζέντες».
Καθώς η ανοχή στον μισογυνισμό γενικά αυξάνεται, συμβαίνουν άλλες μετατοπίσεις στο πολιτικό και στο νομικό τοπίο: η προστασία των επιζησάντων από βιασμό και από ενδοοικογενειακή βία οπισθοδρομεί, οι ποινές για τέτοια εγκλήματα χαλαρώνουν, οι απαιτήσεις αποδεικτικών στοιχείων για να κατηγορηθούν οι δράστες γίνονται πιο αυστηρές, και οι γυναίκες έχουν μείνει με λιγότερα εργαλεία για να υπερασπιστούν την σωματική και πολιτική τους αυτονομία. Για παράδειγμα, το 2017, ο Πούτιν υπέγραψε έναν νόμο που αποποινικοποίησε κάποιες μορφές ενδοοικογενειακών κακοποιήσεων, παρά τις ανησυχίες ότι η Ρωσία αντιμετωπίζει εδώ και καιρό μια επιδημία ενδοοικογενειακής βίας. Στην προεκλογική εκστρατεία του 2016, ο Τραμπ ως γνωστόν υποτίμησε ένα βίντεο που βγήκε στην επιφάνεια με τον ίδιο να κομπάζει για σεξουαλική επίθεση, απορρίπτοντάς το ως «συζήτηση των αποδυτηρίων», παρά το γεγονός ότι πολυάριθμες γυναίκες τον είχαν κατηγορήσει για σεξουαλική επίθεση και ανάρμοστη συμπεριφορά. Μόλις ο Τραμπ έγινε πρόεδρος, η κυβέρνησή του έδωσε εντολή στο Υπουργείο Παιδείας να μεταρρυθμίσει τους κανονισμούς του νόμου Title IX για να δώσει περισσότερα δικαιώματα σε όσους κατηγορούνται για σεξουαλική επίθεση στις πανεπιστημιουπόλεις.
Τέλος, πολλοί αυταρχικοί και επίδοξοι αυταρχικοί προωθούν ένα αφήγημα ανδρικής θυματοποίησης που έχει σχεδιαστεί για να πυροδοτήσει την λαϊκή ανησυχία για το πώς τα πάνε οι άντρες και τα αγόρια. Απαρέγκλιτα, οι άνδρες παρουσιάζονται ως ότι «χάνουν» από τις γυναίκες και άλλες ομάδες που υποστηρίζονται από τους προοδευτικούς, παρά τα συνεχιζόμενα πλεονεκτήματά τους σε μια ανδροκρατούμενη έμφυλη ιεραρχία. Το 2019, για παράδειγμα, το Υπουργείο Δικαιοσύνης της Ρωσίας ισχυρίστηκε ότι οι αναφορές για ενδοοικογενειακή βία ήταν μεγαλοποιημένες στην χώρα και ότι οι Ρώσοι άνδρες αντιμετώπιζαν μεγαλύτερες «διακρίσεις» από τις γυναίκες στους ισχυρισμούς για κακοποίηση. Με παρόμοιο τρόπο, οι επίδοξοι αυταρχικοί συχνά υποστηρίζουν ότι η αρρενωπότητα απειλείται. Μεταξύ των υποστηρικτών του Τραμπ στις Ηνωμένες Πολιτείες, τέτοιοι ισχυρισμοί έχουν γίνει κοινότυποι. Για παράδειγμα, ο γερουσιαστής Josh Hawley, Ρεπουμπλικάνος από το Μιζούρι, κατηγόρησε πρόσφατα τα αριστερά κινήματα για τον επαναπροσδιορισμό της παραδοσιακής αρρενωπότητας ως τοξικής και ζήτησε την αναβίωση «ένας ισχυρού και υγιούς ανδρισμού στην Αμερική». Ο βουλευτής Madison Cawthorn, Ρεπουμπλικανός από την Βόρεια Καρολίνα, αντήχησε τα αισθήματα του Hawley σε μια viral ομιλία στην οποία παραπονέθηκε ότι η αμερικανική κοινωνία σκοπεύει να «απο-αρσενικοποιήσει» τους άνδρες και να ενθαρρύνει τους γονείς να αναθρέψουν «τέρατα».
ΣΥΝΕΧΙΣΤΕ ΝΑ ΜΑΧΕΣΤΕ
Ως μια μηχανή γνήσιας δημοκρατικής προόδου, ο ακτιβισμός των γυναικών και των έμφυλων μειονοτήτων απειλεί τους αυταρχικούς ηγέτες. Μολονότι πολλοί αυταρχικοί και επίδοξοι αυταρχικοί πιστεύουν αναμφίβολα τα σεξιστικά και μισογυνιστικά πράγματα που λένε, οι εκστρατείες τους για τον περιορισμό της ενδυνάμωσης των γυναικών και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους επιδιώκουν επίσης να υπονομεύσουν τα δυνητικά λαϊκά δημοκρατικά κινήματα που θα τους εκδιώξουν.
Όσοι επιθυμούν να πολεμήσουν την ανερχόμενη παλίρροια του αυταρχισμού θα πρέπει να καταστήσουν κεντρική στο έργο τους την προώθηση της πολιτικής συμμετοχής των γυναικών. Στο εσωτερικό, οι δημοκρατικές κυβερνήσεις και οι υποστηρικτές τους θα πρέπει να προβάλλουν και να προστατεύσουν την ισότιμη ένταξη των γυναικών, ειδικά από ποικιλόμορφα υπόβαθρα, σε όλα τα μέρη όπου λαμβάνονται οι αποφάσεις —από τις κοινοτικές ομάδες έως τα εταιρικά συμβούλια και τις τοπικές, πολιτειακές, και εθνικές κυβερνήσεις. Οι δημοκρατικές κυβερνήσεις θα πρέπει επίσης να προτεραιοποιήσουν τα ζητήματα που επηρεάζουν άμεσα την ικανότητα των γυναικών να διαδραματίζουν ισότιμο ρόλο στην δημόσια ζωή, όπως η αναπαραγωγική αυτονομία, η ενδοοικογενειακή βία, οι οικονομικές ευκαιρίες, και η πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη και την φροντίδα των παιδιών. Όλα αυτά τα ζητήματα είναι κεντρικά στην ευρύτερη μάχη για το μέλλον της δημοκρατίας στις Ηνωμένες Πολιτείες και σε όλο τον κόσμο και θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως τέτοια.
Οι δημοκρατικές κυβερνήσεις και οι διεθνείς θεσμοί πρέπει επίσης να θέσουν την υπεράσπιση της ενδυνάμωσης των γυναικών και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους στο επίκεντρο του αγώνα τους εναντίον του αυταρχισμού παγκοσμίως. Οι βίαιες, μισογυνιστικές απειλές και οι επιθέσεις εναντίον γυναικών -είτε στο σπίτι είτε σε δημόσιους χώρους- θα πρέπει να αποδοκιμαστούν ως επιθέσεις τόσο στις γυναίκες όσο και στην δημοκρατία, και οι δράστες τέτοιων επιθέσεων θα πρέπει να λογοδοτήσουν. Το «Έτος Δράσης» που προωθεί η κυβέρνηση Μπάιντεν για την ανανέωση και την ενίσχυση της δημοκρατίας θα πρέπει να συμπεριλάβει μια ασυμβίβαστη δέσμευση για την υπεράσπιση της ισότητας των φύλων στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Οι προσπάθειες της Υπηρεσίας Διεθνούς Ανάπτυξης (Agency for International Development) των ΗΠΑ για την υποστήριξη ακτιβιστών για τα ανθρώπινα δικαιώματα και ομάδων της κοινωνίας των πολιτών θα μπορούσαν επίσης να καταστήσουν σαφές ότι η ενδυνάμωση και η πολιτική συμμετοχή των γυναικών πρέπει να ενσωματωθούν σε όλες τις προσπάθειες ανανέωσης της δημοκρατίας.
Σε διεθνές επίπεδο, χρειάζεται ένας πολυεθνικός συνασπισμός για να απορρίψει ρητά τον πατριαρχικό αυταρχισμό και να μοιραστεί γνώσεις και τεχνικές δεξιότητες για τη μάχη εναντίον του. Εκείνοι που έχουν τα καλύτερα εφόδια για να οικοδομήσουν και να διατηρήσουν έναν τέτοιο συνασπισμό είναι οι φεμινιστές λαϊκοί ηγέτες και οι ηγέτες της κοινωνίας των πολιτών, καθώς συχνά γνωρίζουν περισσότερο τις οξείες ανάγκες των κοινοτήτων τους. Μια φιλόδοξη σύνοδος κορυφής ή μια διάσκεψη που θα συγκαλείτο από μια πολυμερή ομάδα χωρών ή έναν περιφερειακό ή παγκόσμιο οργανισμό θα μπορούσε να βοηθήσει στην εκκίνηση μιας τέτοιας προσπάθειας, φέρνοντας τις γυναίκες και τους υποστηρικτές τους από όλο τον κόσμο σε επαφή μεταξύ τους, για να μοιραστούν τις εμπειρίες και τις στρατηγικές τους. Ένα βήμα προς την σωστή κατεύθυνση θα ήταν να αυξηθεί δραματικά η υποστήριξη και η προβολή που δίνεται στην ετήσια συνεδρίαση της Επιτροπής του ΟΗΕ για το Καθεστώς των Γυναικών (UN Commission on the Status of Women).
Τέλος, οι διοργανωτές και οι υποστηρικτές των μαζικών κινημάτων για την δημοκρατική αλλαγή χρειάζονται μια ουδέτερη ως προς το φύλο ατζέντα, προκειμένου να προσελκύσουν τις γυναίκες στην πρώτη γραμμή και σε ηγετικούς ρόλους. Οι υποστηρικτές της δημοκρατίας στο εσωτερικό και στο εξωτερικό θα πρέπει να εστιάσουν στην αρωγή, στην ενίσχυση και στην προστασία των ομάδων και των κινημάτων της κοινωνίας των πολιτών που πιέζουν για την ισότητα των φύλων και να εργαστούν για να διασφαλίσουν ότι θα συμπεριληφθούν σε οποιεσδήποτε διαπραγματεύσεις ή μεταβάσεις που θα ακολουθήσουν μαζικές εξεγέρσεις ή δημοκρατικά κινήματα. Οι ομάδες και οι οργανώσεις υπέρ της δημοκρατίας πρέπει να κατανοήσουν ότι τα πραγματικά κινήματα που δεν αποκλείουν κανέναν -αυτά που υπερβαίνουν την τάξη, την φυλή, το φύλο, και την σεξουαλική ταυτότητα- είναι τα πιο πιθανά να επιτύχουν μόνιμη αλλαγή.
Εάν η ιστορία είναι οποιοσδήποτε οδηγός, μακροπρόθεσμα οι αυταρχικές στρατηγικές θα αποτύχουν. Οι φεμινιστές πάντα έβρισκαν τρόπους να απαιτούν και να διευρύνουν τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των γυναικών, ενισχύοντας στην πορεία την δημοκρατική πρόοδο. Αλλά [αν μείνουν] ανεξέλεγκτοι, οι πατριαρχικοί αυταρχικοί μπορούν βραχυπρόθεσμα να κάνουν μεγάλη ζημιά, διαγράφοντας τα κέρδη που αποκτήθηκαν με κόπο και χρειάστηκαν γενιές για να επιτευχθούν.
*Το δοκίμιο αυτό έχει δημοσιευθεί στο τεύχος αριθ. 76 (Ιούνιος – Ιούλιος 2022) του Foreign Affairs The Hellenic Edition.