Ακόμη και σε περιόδους πόλωσης, έχει επικρατήσει η συναίνεση
Σε ένα άρθρο του στο The Atlantic το 2020, λίγο πριν γίνει διευθυντής της CIA, ο William Burns παρατήρησε ότι «στο παρελθόν, η αίσθηση του κοινού εσωτερικού σκοπού έδινε έρμα στην αμερικανική διπλωματία˙ τώρα, η απουσία της την εξασθενεί». Ο Burns δεν είναι ο μόνος που θρηνεί για την παρακμή της διακομματικής συμφωνίας στην εξωτερική πολιτική. Γράφοντας στο Foreign Affairs [2] έναν χρόνο αργότερα, οι Charles Kupchan και Peter Trubowitz υποστήριξαν ότι «η εγχώρια συναίνεση που επί μακρόν υποστήριζε την εμπλοκή των ΗΠΑ στο εξωτερικό έχει διαλυθεί μπροστά στην αυξανόμενη κομματική διχόνοια και στο βαθύτερο χάσμα μεταξύ των Αμερικανών των πόλεων και της υπαίθρου». Πράγματι, αυτό έχει γίνει μια κοινή επωδός, με την έντονη αντίθεση στις προσεγγίσεις μεταξύ του προέδρου των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, και του πρώην προέδρου, Ντόναλντ Τραμπ, σε θέματα όπως το ΝΑΤΟ, η Ρωσία, και η κλιματική αλλαγή να αναφέρεται συχνά για να καταδείξει την κατακόρυφη πτώση της πολιτικής συναίνεσης.
Ωστόσο, μια βαθύτερη ματιά στην πολιτική δυναμική που έχει διαμορφώσει την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου αποκαλύπτει ότι τέτοιες έντονες διαφορές δεν είναι καθόλου καινούργιες. Από την άνοδο των Ηνωμένων Πολιτειών ως μεγάλη δύναμη, η διακομματική συνεργασία, οι κομματικές διαμάχες, και οι εσωκομματικές διαφωνίες συνυπάρχουν στην διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής της χώρας. Οι εντάσεις αυτές ήταν παρούσες ακόμη και κατά τα πρώτα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου, μια περίοδο που συνήθως θεωρείται ως η χρυσή εποχή του δικομματισμού. Σήμερα, οι Δημοκρατικοί και οι Ρεπουμπλικανοί είναι γενικά ευθυγραμμισμένοι όσον αφορά την Κίνα και την βιομηχανική μετεγκατάσταση, αλλά είναι πολωμένοι όσον αφορά την κλιματική αλλαγή και τη μετανάστευση. Ταυτόχρονα, το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα είναι διχασμένο όσον αφορά την βοήθεια προς την Ουκρανία, αντανακλώντας ένα κομματικό χάσμα μεταξύ εθνικιστών και διεθνιστών που χρονολογείται από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Εν ολίγοις, τα πολιτικά στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ ήταν πάντα πιο περίπλοκα από όσο δείχνουν οι εικόνες της ενότητας του παρελθόντος ή της σημερινής πόλωσης.
ΜΙΑ ΟΧΙ ΚΑΙ ΤΟΣΟ ΧΡΥΣΗ ΕΠΟΧΗ
Οι έντονες διαφωνίες σχετικά με την εξωτερική πολιτική σημάδεψαν τις πρώτες ημέρες των Ηνωμένων Πολιτειών, όταν οι Ιδρυτές Πατέρες διαφωνούσαν έντονα για το αν η χώρα θα έπρεπε να παρέμβει για να υποστηρίξει την Γαλλία της επαναστατικής εποχής κατά την διάρκεια του πολέμου της με τη Μεγάλη Βρετανία. Έναν αιώνα αργότερα, αμερικανικά γεράκια και προοδευτικοί συζητούσαν έντονα τα ζητήματα των εχθροπραξιών με την Ισπανία και της κατοχής της Κούβας και των Φιλιππίνων στον Ισπανο-αμερικανικό Πόλεμο. Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο πρόεδρος, Γούντροου Γουίλσον, δεν μπόρεσε να πείσει τους Ρεπουμπλικάνους στο Κογκρέσο να ψηφίσουν υπέρ της συνθήκης για την ίδρυση της Κοινωνίας των Εθνών, εμποδίζοντας τις Ηνωμένες Πολιτείες να ενταχθούν στον πρώτο πολυμερή θεσμό που είχε σχεδιαστεί για την διατήρηση της ειρήνης.
Η νίκη των Ηνωμένων Πολιτειών στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και η έναρξη του Ψυχρού Πολέμου δημιούργησαν μια νέα δικομματική συνεργασία τόσο στην ρητορική όσο και στην δράση της εξωτερικής πολιτικής κατά την πρώτη προεδρική θητεία του Χάρι Τρούμαν. Αποτυπώνοντας το κλίμα της εποχής, ο γερουσιαστής, Άρθουρ Βάντενμπεργκ, δήλωσε περίφημα ότι η κομματική πολιτική έπρεπε να σταματά «στα σύνορα». Μια τέτοια δικομματική συνεργασία ήταν πάντα απαραίτητη στις Ηνωμένες Πολιτείες για την αντιμετώπιση των μεγάλων διεθνών προκλήσεων, δίνοντας τόσο στους συμμάχους όσο και στους εχθρούς την αίσθηση της συνέπειας των πολιτικών της χώρας. Δουλεύοντας από κοινού, ο πρόεδρος Τρούμαν, ο οποίος ήταν Δημοκρατικός, και ο γερουσιαστής Βάντενμπεργκ, ένας Ρεπουμπλικάνος που ήταν πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας, συγκέντρωσαν ισχυρή υποστήριξη και από τα δύο κόμματα για πρωτοβουλίες ορόσημα όπως η συνθήκη του ΝΑΤΟ και το Σχέδιο Μάρσαλ.
Ωστόσο, δεν χρειάστηκε πολύς χρόνος για να επανεμφανιστούν οι εσωκομματικές διαιρέσεις. Κατά την διάρκεια της δεύτερης θητείας του Τρούμαν, ο Βάντενμπεργκ εμφάνισε καρκίνο του πνεύμονα και έμεινε μακριά από την Γερουσία για 19 μήνες πριν πεθάνει το 1951. Κατά την διάρκεια της απουσίας του, οι φωνές των Ρεπουμπλικανών έγιναν έντονα επικριτικές απέναντι στις πολιτικές του προέδρου. Καθώς τελείωνε η δεκαετία του 1940, το Κομμουνιστικό Κόμμα κατέλαβε την Κίνα, η Σοβιετική Ένωση δοκίμασε μια ατομική βόμβα, και η Βόρεια Κορέα εισέβαλε στη Νότια Κορέα. Τα ρεπουμπλικανικά μέλη του Κογκρέσου κατηγόρησαν τον Τρούμαν ότι επέτρεψε να συμβεί καθένα από αυτά τα πισωγυρίσματα. Περίπου την ίδια εποχή, ο γερουσιαστής, Τζόζεφ Μακάρθι, και άλλοι Ρεπουμπλικάνοι ισχυρίστηκαν ότι η κυβέρνηση Τρούμαν επέτρεπε στους κομμουνιστές να διεισδύσουν στην κυβέρνηση των ΗΠΑ.
Οι διαιρέσεις στο εσωτερικό των ίδιων των κομμάτων επανήλθαν επίσης κατά τα πρώτα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου. Το 1950, οι συντηρητικοί Δημοκρατικοί συντάχθηκαν με τους Ρεπουμπλικάνους για να εγκρίνουν τη νομοθεσία που θέσπισε ένα Συμβούλιο Ελέγχου Ανατρεπτικών Δραστηριοτήτων για την διερεύνηση της κομμουνιστικής διείσδυσης. Αυτός ο συνασπισμός εξουσιοδότησε επίσης το Υπουργείο Δικαιοσύνης να απελαύνει μη Αμερικανούς πολίτες που θεωρούνταν ότι αποτελούσαν απειλή για την εθνική ασφάλεια. Αν και ο Τρούμαν υποστήριξε ότι η νομοθεσία αυτή περιόριζε τις πολιτικές ελευθερίες, το Κογκρέσο υπερψήφισε το βέτο του. Ο ίδιος συνασπισμός του Κογκρέσου εμπόδισε την έγκριση της Σύμβασης για την Πρόληψη και την Τιμωρία του Εγκλήματος της Γενοκτονίας, την οποία είχε διαπραγματευτεί ο Τρούμαν. Θα περνούσαν τέσσερις δεκαετίες μέχρι η Γερουσία να επικυρώσει τελικά αυτήν την Συνθήκη που ποινικοποιούσε την πιο αποτρόπαια θηριωδία στον κόσμο. Οι Ρεπουμπλικάνοι, από την πλευρά τους, ήταν διχασμένοι μεταξύ των διεθνιστών που ευνοούσαν τις επεκτατικές δεσμεύσεις της εξωτερικής πολιτικής και των εθνικιστών που ήθελαν να περιορίσουν την εμπλοκή των ΗΠΑ στο εξωτερικό. Όταν οι αμερικανικές δυνάμεις εγκλωβίστηκαν στη μάχη με τις βορειοκορεατικές και κινεζικές δυνάμεις στην κορεατική χερσόνησο, ορισμένοι Ρεπουμπλικάνοι ζήτησαν να μεταφερθεί ο πόλεμος απευθείας στην Κίνα, ενώ άλλοι υποστήριξαν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα έπρεπε ποτέ να είχαν εμπλακεί εξαρχής.
Ένα νέο κύμα δικομματικής συνεργασίας επικράτησε μετά την ορκωμοσία του προέδρου Ντουάιτ Ν. Αϊζενχάουερ, το 1953, που διευκολύνθηκε από την αυξανόμενη συναίνεση στην Ουάσιγκτον ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες όφειλαν να λάβουν ισχυρά μέτρα για τον περιορισμό και την αντιμετώπιση της σοβιετικής ισχύος. Ωστόσο, τα μέλη του Κογκρέσου παρέμειναν διχασμένα σε σημαντικά διεθνή ζητήματα και η κομματική ρητορική ήταν συνήθης. Το 1957, όταν ο Αϊζενχάουερ προσπάθησε να αυξήσει την εξωτερική βοήθεια ως εργαλείο για την καταπολέμηση του κομμουνισμού, οι συντηρητικοί Δημοκρατικοί ευθυγραμμίστηκαν με τους εσωστρεφείς Ρεπουμπλικάνους για να τον εμποδίσουν. Αντίθετα, όταν ο Αϊζενχάουερ προσπάθησε να περιορίσει τον διογκούμενο αμυντικό προϋπολογισμό, οι πολεμοχαρείς γερουσιαστές των Δημοκρατικών τού επιτέθηκαν επειδή υποστήριζε περιορισμούς στις δαπάνες που, όπως ισχυρίζονταν, θα επέτρεπαν στην Σοβιετική Ένωση να αποκτήσει στρατιωτικό πλεονέκτημα έναντι των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο γερουσιαστής, Τζον Κένεντι, όταν ανακοίνωσε την προεδρική του εκστρατεία το 1960, κατηγόρησε τον Αϊζενχάουερ ότι «η ασφάλειά μας μειώθηκε ταχύτερα από οποιαδήποτε άλλη συγκρίσιμη περίοδο στην ιστορία μας».
Νέες διαχωριστικές γραμμές προέκυψαν μετά τις αποτυχίες των ΗΠΑ στον πόλεμο του Βιετνάμ και τις προεδρικές καταχρήσεις εξουσίας. Κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1970, Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικανοί νομοθέτες ενώθηκαν για να θεσπίσουν νομοθεσία –στην οποία αντιτάχθηκαν οι πρόεδροι Ρίτσαρντ Νίξον και Τζέραλντ Φορντ- για να περιορίσουν την προεδρική εξουσία σε τομείς όπως η χρήση στρατιωτικής βίας, οι επιχειρήσεις πληροφοριών, και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Εν τω μεταξύ, οι σκληροπυρηνικοί συντηρητικοί άσκησαν έντονη κριτική στην πολιτική αποκλιμάκωσης που ακολούθησαν ο Νίξον και ο Φορντ έναντι της Σοβιετικής Ένωσης, θέτοντας τα θεμέλια για τις πιο επιθετικές αντικομμουνιστικές πολιτικές που θέσπισε ο πρόεδρος, Ρόναλντ Ρίγκαν. Ορισμένες από αυτές τις πολιτικές του Ρίγκαν, με την σειρά τους, προκάλεσαν έντονες αντιδράσεις από πολλούς Δημοκρατικούς και ορισμένους Ρεπουμπλικάνους στο Καπιτώλιο. Πιο συγκεκριμένα, το Κογκρέσο θέσπισε νόμους από το 1982 έως το 1984 οι οποίοι απαγόρευαν την υποστηρικτική βοήθεια από την κυβέρνηση προς τους αντάρτες της Νικαράγουας που αγωνίζονταν για την ανατροπή της κομμουνιστικής κυβέρνησης των Σαντινίστας. Η απόφαση της κυβέρνησης Ρίγκαν να παράσχει μυστική βοήθεια στους Κόντρας κατά παράβαση των νόμων αυτών προκάλεσε έρευνες του Κογκρέσου που παραλίγο να οδηγήσουν στην παραπομπή του προέδρου.
ΔΙΑΜΑΧΗ ΣΤΗΝ ΟΥΑΣΙΝΓΚΤΟΝ
Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, οι διαφωνίες για την εξωτερική πολιτική αυξάνονται και μειώνονται. Η Γερουσία έχει εγκρίνει έξι κύματα διεύρυνσης του ΝΑΤΟ από την δεκαετία του 1990 με σχεδόν ομόφωνη υποστήριξη, επιτρέποντας την προσθήκη 15 χωρών στην συμμαχία, με την Σουηδία να χρειάζεται πλέον μόνο την έγκριση της Ουγγαρίας και της Τουρκίας για να γίνει το 16ο νέο μέλος. Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικάνοι έχουν επίσης ψηφίσει από κοινού για την επιβολή κυρώσεων στην Ρωσία, την Βόρεια Κορέα, και άλλα έθνη ως απάντηση σε παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την στρατιωτική επιθετικότητα, και άλλη απειλητική συμπεριφορά. Επιπλέον, ευρείες δικομματικές συμμαχίες ενέκριναν περισσότερα από 100 δισεκατομμύρια δολάρια για την καταπολέμηση του HIV/AIDS και άλλων μολυσματικών ασθενειών και έδωσαν το πράσινο φως για την συμφωνία ΗΠΑ-Μεξικού-Καναδά. Παρά τις βαθιές διαιρέσεις της εποχής μετά τον Τραμπ, οι Δημοκρατικοί και οι Ρεπουμπλικανοί έχουν επίσης ενωθεί κατά την διάρκεια της κυβέρνησης Μπάιντεν για να υποστηρίξουν δράσεις που αντιμετωπίζουν την άνοδο της Κίνας. Αυτές περιλαμβάνουν μεγάλες επενδύσεις στην εγχώρια παραγωγή ημιαγωγών, μια διευρυμένη στρατιωτική παρουσία στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού, και εκδηλώσεις υποστήριξης προς την Ταϊβάν.
Αλλά η εποχή μετά τον Ψυχρό Πόλεμο σημαδεύτηκε επίσης από έντονες διαφωνίες. Αν και ορισμένοι Δημοκρατικοί υποστήριξαν αρχικά τον πόλεμο στο Ιράκ, οι θέσεις για την σύγκρουση διχάστηκαν σε μεγάλο βαθμό κατά μήκος των κομματικών γραμμών όταν δεν βρέθηκαν εκεί όπλα μαζικής καταστροφής. Κατά την διάρκεια της διακυβέρνησης Ομπάμα, οι Ρεπουμπλικάνοι επιτέθηκαν καθολικά στην συμφωνία του 2015 που διαπραγματεύτηκε ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα, βάσει της οποίας το Ιράν συμφώνησε σε περιορισμούς στο πυρηνικό του πρόγραμμα με αντάλλαγμα την άρση των οικονομικών κυρώσεων. Μόλις τρία χρόνια αργότερα, ο Τραμπ αποχώρησε από την συμφωνία, την οποία αποκάλεσε «την χειρότερη συμφωνία που έγινε ποτέ». Οι Ρεπουμπλικάνοι επιτέθηκαν στην κυβέρνηση Ομπάμα επειδή απέτυχε να αποτρέψει την τρομοκρατική επίθεση του 2012 εναντίον της αμερικανικής διπλωματικής αποστολής στην Βεγγάζη, στην Λιβύη, και στην κυβέρνηση Μπάιντεν για τους χειρισμούς της σχετικά με την αποχώρηση των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν το 2021. Σε ένα χαρακτηριστικό σχόλιο σχετικά με την απόσυρση από το Αφγανιστάν, ο ηγέτης της μειοψηφίας της Βουλής των Αντιπροσώπων, Κέβιν Μακάρθι, χαρακτήρισε «ντροπιαστική» την «έλλειψη ηγεσίας» του Μπάιντεν κατά την διάρκεια της κρίσης. Αν και δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι το κόμμα της αντιπολίτευσης προσπαθεί να κερδίσει πολιτικούς πόντους όταν τα υπερπόντια γεγονότα καθιστούν τον πρόεδρο πολιτικά ευάλωτο, μια τέτοια καυστική ρητορική μπορεί να έχει πραγματικές συνέπειες στην διάβρωση του διεθνούς κύρους της χώρας. Οι συζητήσεις σχετικά με την κλιματική αλλαγή και τη μετανάστευση χαρακτηρίζονται επίσης από έντονη πόλωση, καθιστώντας πολύ δύσκολη την αντιμετώπιση αυτών των κρίσιμων προκλήσεων από τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ταυτόχρονα, και τα δύο κόμματα συνέχισαν να αντιμετωπίζουν ισχυρές εσωτερικές διαιρέσεις όσον αφορά την εξωτερική πολιτική κατά την διάρκεια των τελευταίων 30 ετών. Στο εσωτερικό του Δημοκρατικού Κόμματος, οι συζητήσεις σχετικά με την Συμφωνία του Ελεύθερου Εμπορίου της Βόρειας Αμερικής (North American Free Trade Agreement, NAFTA) την δεκαετία του 1990 και την Trans-Pacific Partnership (TPP) που πρότεινε η κυβέρνηση Ομπάμα, στην οποία οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν προσχώρησαν, έφεραν αντιμέτωπους τους υπέρμαχους του ελεύθερου εμπορίου με εκείνους υπέρ του προστατευτισμού, ενώ οι συζητήσεις σχετικά με την στρατιωτική επέμβαση στην Βοσνία, το Κοσσυφοπέδιο, το Αφγανιστάν, την Λιβύη, και την Συρία έφεραν αντιμέτωπα φιλελεύθερα γεράκια με προοδευτικά περιστέρια. Οι εσωτερικές διαφωνίες είναι ιδιαίτερα ορατές σήμερα στο εσωτερικό του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, καθώς η ατζέντα «πρώτα η Αμερική» της Τραμπικής πτέρυγας του κόμματος συγκρούεται με τον πολεμοχαρή διεθνισμό των Ρεπουμπλικανών όπως ο ηγέτης της μειοψηφίας της Γερουσίας, Μιτς Μακόνελ, και ο πρώην αντιπρόεδρος, Μάικ Πενς. Για παράδειγμα, αν και οι περισσότεροι Ρεπουμπλικάνοι στο Κογκρέσο ενώθηκαν με τους Δημοκρατικούς για να χορηγήσουν περισσότερα από 75 δισεκατομμύρια δολάρια σε στρατιωτική, οικονομική, και ανθρωπιστική βοήθεια προς την Ουκρανία κατά την διάρκεια του 2022, εθνικιστές και απομονωτιστές όπως ο γερουσιαστής, Τζος Χόλεϊ, και η αντιπρόσωπος, Μάρτζορι Τέιλορ Γκριν, έχουν γίνει όλο και πιο επικριτικοί απέναντι στην κλίμακα αυτής της υποστήριξης, και παραμένει αβέβαιο αν η πλειοψηφία των Ρεπουμπλικάνων θα συνεχίσει να υποστηρίζει την Ουκρανία αν ο πόλεμος παραταθεί.
Παρ’ όλες αυτές τις εντάσεις και τις διαιρέσεις, τόσο εντός όσο και μεταξύ των δύο κομμάτων, το σημερινό περιβάλλον στο οποίο διαμορφώνεται η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ δεν διαφέρει και πολύ από αυτό των προηγούμενων δεκαετιών. Λάβετε υπόψη μια νέα μελέτη των δεδομένων των ψηφοφοριών στο Κογκρέσο, η οποία δείχνει την συνεχιζόμενη συνύπαρξη της δικομματικής συνεργασίας και του διχασμού όσον αφορά την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Σε 424 σημαντικές ονομαστικές ψηφοφορίες για την εξωτερική πολιτική από το 1991 έως το 2020, οι πλειοψηφίες των Δημοκρατικών και των Ρεπουμπλικάνων στην Βουλή των Αντιπροσώπων ψήφισαν μαζί το 49% των περιπτώσεων, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στην Γερουσία ήταν 53%. Είναι εντυπωσιακό ότι αυτά τα ποσοστά ψηφοφορίας δικομματικής συνεργασίας για την εξωτερική πολιτική παρέμειναν μάλλον σταθερά, στο 48% και 43%, αντίστοιχα, κατά την διάρκεια της προεδρίας του Τραμπ. Εν ολίγοις, η δικομματική συνεργασία εξακολουθεί να είναι συνηθισμένη στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ.
ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΝΤΑΣΗ
Ασφαλώς, υπάρχει μεγάλος λόγος ανησυχίας σχετικά με τις επιπτώσεις του σημερινού πολιτικού τοπίου στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Ο Τραμπ και πολλοί από τους πολιτικούς του συμμάχους υποστηρίζουν ένα άκρως εθνικιστικό και ξενοφοβικό όραμα για τον ρόλο των Ηνωμένων Πολιτειών στον κόσμο. Αν ο Τραμπ εκλεγεί ξανά πρόεδρος, οι αποφάσεις και η συμπεριφορά του στην εξωτερική πολιτική θα μπορούσαν να διαβρώσουν σημαντικά την βασισμένη σε κανόνες διεθνή τάξη. Ταυτόχρονα, οι δραματικές εναλλαγές στην πολιτική από τον έναν πρόεδρο στον άλλο έχουν μειώσει την προθυμία των συμμάχων και των εταίρων των Ηνωμένων Πολιτειών να εμπιστευτούν τις δεσμεύσεις τους. Το μέγεθος αυτού του προβλήματος είναι μεγαλύτερο από ποτέ άλλοτε.
Ωστόσο, πολλοί Ρεπουμπλικάνοι υποψήφιοι πρόεδροι, όπως η πρώην κυβερνήτης Νίκι Χέιλι και ο γερουσιαστής Τιμ Σκοτ, καθώς και μέλη του Κογκρέσου με μεγάλη επιρροή όπως ο γερουσιαστής Λίντσεϊ Γκράχαμ και ο πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Βουλής των Αντιπροσώπων, Μάικλ ΜακΚόλ, απορρίπτουν μεγάλο μέρος της ατζέντας εξωτερικής πολιτικής του Τραμπ και συνεχίζουν να προτιμούν έναν συντηρητικό διεθνισμό που ταιριάζει περισσότερο στον Ρίγκαν. Παρά το γεγονός ότι ο Τραμπ είναι το πρότυπο των Ρεπουμπλικανών εδώ και επτά χρόνια, δεν έχει καταφέρει να διαμορφώσει μια συναίνεση μεταξύ των Ρεπουμπλικανών με εσωστρεφείς και εξωστρεφείς προσανατολισμούς. Αυτό το χάσμα είναι πιθανό να παραμείνει.
Η ασυνεχής αμερικανική δικομματική συνεργασία επιφέρει τόσο μειονεκτήματα όσο και λιγότερο προφανή πλεονεκτήματα. Από τη μια πλευρά, η επικράτηση των εσωτερικών διαιρέσεων επί της εξωτερικής πολιτικής εμποδίζει τις Ηνωμένες Πολιτείες να ενεργήσουν αποτελεσματικά για την αντιμετώπιση πολλών βασικών παγκόσμιων προκλήσεων, υποβαθμίζει την αξιοπιστία των αμερικανικών δεσμεύσεων στο εξωτερικό, και μειώνει το κίνητρο συνεργασίας για άλλες χώρες. Από την άλλη πλευρά, ο έντονος εσωτερικός διάλογος αποτελεί εδώ και πολύ καιρό πλεονέκτημα του αμερικανικού συστήματος, διευκολύνοντας τη μεγαλύτερη διαβούλευση πριν από σημαντικές αποφάσεις και παρέχοντας αναγκαίες διορθώσεις πορείας όταν τα πράγματα πάνε στραβά.
Κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, ο πατέρας του δόγματος της ανάσχεσης, ο Τζορτζ Κένναν, θρηνούσε συχνά ότι η ελεύθερη δημοκρατία των ΗΠΑ εμπόδιζε την Ουάσιγκτον να εφαρμόσει μια τόσο συνεκτική και συνεπή υψηλή στρατηγική όσο η αυταρχική Σοβιετική Ένωση. Ωστόσο, οι Ηνωμένες Πολιτείες έκαναν πολλές προσαρμογές κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου που τους επέτρεψαν να ξεπεράσουν τον κομμουνιστή αντίπαλό τους. Στο μέλλον, η βασική επιταγή για όποιο κόμμα και αν βρίσκεται στην εξουσία θα είναι να αξιοποιήσει τις έντονες εσωτερικές συζητήσεις της χώρας σε πολιτικές καινοτομίες και βελτιώσεις που θα ενισχύσουν, αντί να αποδυναμώσουν, την συνεχή ηγετική θέση των ΗΠΑ στα πιο κρίσιμα ζητήματα της εποχής μας.